Στη ζωή του δεν κατάφερε και σπουδαία πράγματα, εκτός από τα λιγνιτωρυχεία και τις χειροβομβίδες κι ίσως γι’ αυτό να φταίει το ότι γεννήθηκε μες το Ροζικλαίρ και κάτω απ’ το πλανητικό σύστημα του Γκλεν Μίλλερ και του Μπέννυ Γκούντμαν, που τον βομβάρδισε με μπόλικο σεληνόφως, κορνέτες, σαξόφωνα και τόνους πορφυρού λίπστικ…
Όλα άρχισαν σε κάποιο καλοκαίρι της ασετυλίνης, τότε που πέθαιναν άνυδρες οι σαύρες πάνω στα πεζούλια και τα κορίτσια που αγάπησε είχανε πια χαθεί μαζί με τις έρημες πλατείες και τις στέρνες, την εποχή που ο Σταύρος άρχισε να παίζει με το δίκαννο του πατέρα του, ο Μιχάλης ο Βιθέντε μπήκε μούτσος για το Κολόμπο, ο Ντόντος με τον Κώστα πιάστηκαν στη Πάτρα έτοιμοι να μπαρκάρουν για την Λεγεώνα των Ξένων, ενώ παράλληλα κυκλοφορούσε κι ο πρώτος Ρόνσον στο σχήμα της Κάντιλλακ, κι αυτός ξόδευε απερίσκεπτα τους μύθους του σαβουρογαμώντας εδώ κι εκεί.
Βέβαια ποτέ του δεν αρνήθηκε ότι ήταν ένα άτομο με μειωμένες αντιστάσεις και υποβαθμισμένη πνευματικότητα, γεγονός όμως που του επέτρεπε να συχαίνεται τους χιππάδες με τα σταμπωτά μπλουζάκια, τα φρικιά που παλαντζάρανε ανάμεσα Αστερίξ και Πύλες της Ενόρασης, τους μουσάτους με τ’ αμπέχωνα τύπου Βιετνάμ-τροπικάλ και υφάκι Τσεγκουεβάρα, και ιδιαίτερα τις γκόμενες που χύνανε ακούγοντας τον παράνομο Ντώυτσε Βέλλε.
Το σίγουρο όμως είναι ότι έπρεπε να βρει ένα γρήγορο εισιτήριο, που θα τον έδιωχνε μακρυά απ’ αυτή τη σκατούπολη.
«Ανάμεσα στις γραφικότητες του 9ου Φεστιβάλ ήταν ο καβγάς του Τζαίημς Πάρις με την Έλλη Λοΐζου, πρωταγωνίστρια του “Άνευ Όρων”, που με την τολμηρή μίνι φούστα της, περιφερόταν σαν γνήσια στάρλετ στους παρασκηνιακούς χώρους του Φεστιβάλ. Σε μια στιγμή έντονων αντεγκλήσεων η Λοΐζου δηλώνει ότι θα κάνει δημόσιο στρηπ-τηζ για διαμαρτυρία που δεν πήρε το βραβείο και ο Τζαίημς Πάρις αδράχνει την ευκαιρία να θεσμοθετήσει έπαθλο 20.000 δρχ. σε όποια στάρλετ ξεντυθεί την ώρα της απονομής των βραβείων!».
«ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ»
Ο Νίκος Νικολαΐδης, πηγαία γνήσια φλέβα κινηματογραφικού ταλέντου, είναι ο πιο ζωντανός , ο πιο «οργισμένος» και ταυτόχρονα, ο πιο απαισιόδοξος της «Ομάδας των Νέων». Δύο μικρά φίλμ, το αριστουργηματικό κινηματογραφικό ποιήμα «Lacrimae Rerum” και το έξοχο πρόσφατο «Άνευ Όρων» πιστοποιούν ένα σπάνιο πλούτο ευαισθησίας και εκφράσεως, συνδυασμένο με μια εκπληκτική κινηματογραφική ενόραση.
-Πού οδηγείται το Νέο Κύμα, ποιός είναι ο δρόμος του; τον ρωτάμε.
-Δεν πάει πουθενά. Πηγαίνουμε για θάνατο τελειωτικό. Ίσως αν κάνουμε έναν οικονομικό συνεταιρισμό με τους «νεοκυματικούς» που μας δέχονται, να επιζήσουμε. Αλλά και πάλι θα χρειαστούν μερικά απλά πραγματάκια. Π.χ. ένα γραφείο σαν κέντρο διακινήσεως, που θα χρησιμεύσει και για γραφείο εκμεταλλεύσεως των ταινιών. Αλλά το γραφείο θέλει ενοίκιο κι εμείς δεν έχουμε δεκάρα. Ούτε εκατό δραχμές ενοίκιο δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε. Είναι ανάγκη, όμως, να δημιουργήσουμε κάτι μόνοι μας. Μα εμείς έχουμε μόνον χρέη. Από τους άλλους τους οργανωμένους παραγωγούς δεν περιμένουμε τίποτα. Ποιός θα μας δώσει; Δεν έχουν χρήματα οι ίδιοι για την τρέχουσα παραγωγή τους, πώς θα δώσουν σε μας;
Δεν «ρισκάρει» κανείς, όταν δεν του περισσεύουν…
-‘Ίσως θα μπορούσατε να γράφατε σενάρια για ένα διάστημα…ίσως…
-Αδύνατον. Χρειάζεσαι μια ειδική ικανότητα να αποβλακώνεσαι για να γράψεις σενάριο ελληνικής ταινίας. Το λέω, γιατί τώρα βλέπω πολλά ελληνικά φιλμ, δράματα «μελό» κλπ. Βλέπω και τον κόσμο να ενθουσιάζεται μ αυτά που βλέπει και σκέπτομαι «Τι πάμε να κάνουμε εμείς; Να ταράξουμε τον βαλκανικό ύπνο του; Αφού δεν θέλει. Είναι ευτυχής, δείχνει τουλάχιστον ευχαριστημένος.» Και ξανασκέφτομαι… Αυτό το χρόνο θα πάω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με μια τρίλεπτη ταινία. Οι άλλοι προτείνω να πάνε επίσης με τρίλεπτες ή δίλεπτες ταινίες, που από χρόνο σε χρόνο, θα… μικραίνουν συνεχώς, έως ότου εξαφανιστούν εντελώς και ησυχάσει το «μίνι-Φεστιβάλ» από όλους μας!»
ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ
Η ταινία ήταν μια παραγωγή της Έλλης Λοΐζου και του Νίκου Νικολαΐδη. Η πρώτη πρωταγωνιστούσε επίσης, ενώ ο δεύτερος είχε και την ευθύνη της σκηνοθεσίας. «Το 24ωρο ενός κοριτσιού που κινείται μέσα στην επικαιρότητα» ήταν το θέμα της ταινίας. Ηρωίδα του ένα μαννεκέν, που όταν σβήσουν τα «φλας» περνάει μια ζωή άδεια, παραδομένη άνευ όρων στην μοναξιά… Έξω από μια «φλυαρία» στις εικόνες του, το φιλμ είχε ενδιαφέρον.
Εντυπωσιακό το «Άνευ Όρων»
Πρωτογνωρίσαμε τον νεαρό δημιουργό με το «Lacrimae Rerum» εκπλησσούσης ευαισθησίας αναφορά πάνω στα πράγματα, πάνω στο δάκρυ που μπορεί να σταλάζει ένα αντικείμενο. Τώρα, έξη χρόνια μετά, ο Νικολαΐδης μας δίνει μιας εντελώς αντίθετης τοποθετήσεως δουλειά. Με το «Ανευ Ορων» επιχειρεί μια κοινωνική έρευνα, χωρίς απάντηση, εξετάζοντας εξονυχιστικά την ηρωίδα του, ένα μοντέρνο πλάσμα του σύγχρονου γυναικείου μύθου, σέξυ, απροβλημάτιστο, άβουλο. Ένα πλάσμα της παραδοχής. Το φίλμ του Νικολαίδη, λέει ο ίδιος, αρχίζει από την τελευταία εικόνα του παιχνιδιού της κομέντια ντελ άρτε του «Μπλόου απ» του Αντονιόνι. Δηλαδή από το ύστατο σημείο παραδοχής . Έτσι η ηρωίδα του έχει δεχθεί τη ζωή της, τους άλλους, τα πάντα.
Ο σκηνοθέτης προσπαθεί με λίγα «στοπ-καρρέ» να την ερμηνεύσει , αλλά όσες φορές το επιχειρεί, εκείνη του ξεφεύγει. Για μια στιγμή, κάτι πάει να ειπωθεί, με πλάνα πολυκατοικιών συνοικίας. Μα ο σκηνοθέτης δεν επιμένει , δεν εξηγεί, αμέσως μετά μας δείχνει το εφιαλτικό φωτογραφείο, όπου η ηρωίδα προσπαθεί να αποκτήσει την αναγνώριση, την δημοσιότητα της φωτογραφίας της σε κάποιο εξώφυλλο λαϊκού περιοδικού. Εδώ ξαναβρίσκουμε τα «Δάκρυα των πραγμάτων», καθώς ο φακός σταματά στα σκληρά αντικείμενα, στις φωτογραφικές μηχανές, στα φώτα, στα άδεια φόντα που καδράρουν αυτό το παραδείσιας εξωτικής ομορφιάς θηλυκό πουλί με τα τραγικά βαμμένα μάτια, το προσωπείο του μακιγιάζ, το κενό κάτω από τις μάσκες καλλονής, την ερμητική ψυχή.
Ερμητική παραμένει εντέλει, ολόκληρη η ταινία. «Δεν ξέρω», ομολογεί ο σκηνοθέτης, «τί είναι αυτή η κοπέλλα. Δίνει πολλά και ακριβά, πουλάει, διατίθεται. Πού πάει όμως; Νομίζω ότι έχουμε πια μπεί σ’ ένα καινούργιο κύκλο, όπου οι αξίες έχουν πάρει μια νέα μορφή. Ακούμε συχνά ότι η κοινωνία, η νεολαία της πέφτει σε γκρεμό. Πιστεύω ότι έπεσαν ήδη σ’ αυτόν τον γκρεμό και προχωρεί χωρίς να το καταλάβουμε σ’ έναν άλλο δρόμο, που δεν ξέρω αλλά με φοβίζει.»
Αυτά τα τόσα και ουσιαστικά προβλήματα αγγίζει η μικρή ταινία «Άνευ Όρων» που είδαμε χθες. Τί να πούμε εμείς πάνω σ’ αυτήν; Ότι μας άγγιξε βαθύτατα, ότι μας έσφιξε σαν τανάλια την καρδιά; Ότι σκοτείνιασε την καθαρότητα των ξεκαθαρισμένων αξιών μας. Αυτός ο χιλιοακουμπισμένος σαν πολυφιλημένη Παναγία θηλυκός άνθρωπος, διαθέσιμος, αλλοτριώσιμος, σπαρακτικός σαν φαινόμενο, είναι οπωσδήποτε δραματικός με τα ηθικά παλιά δεδομένα μας, μα σίγουρα υπαρκτός, φρούτο των καιρών χωρίς συναισθηματικό στίγμα. Χρωστάει την έμπνευσή του στην «Ντάρλινγκ» και σε μια συγγενικής περιπτώσεως ταινία του Πιεράντζελι με την Στεφανία Σαντρέλλι, όπου το ανερμάτιστο κορίτσι πηδάει τελικά απ’ το παράθυρο του ρωμαϊκού ρετιρέ της. Η ταινία του Νικολαϊδη μας μεταγγίζει το πρόβλημα άλυτο, περιορίζεται να περιγράψει, είναι μια μαρτυρία των ανθρωπίνων μοντέρνων φαινομένων. Γιατί τελικά αυτό είναι το ουσιαστικότατο νόημα της προσφοράς όλων αυτών των παιδιών που κάνουν Κινηματογράφο. Διαλέγουν την γλώσσα και τα θέματά τους από τα τρέχοντα προβλήματα, από τις σύγχρονες τάσεις αναζητήσεων στην Τέχνη. Σκέφτονται, τολμούν, εκφράζονται, αλλά στο περιθώριο.
«Ο Νίκος Νικολαΐδης παρουσιάζει τη δεύτερη μικρού μήκους ταινία του, το “Άνευ Όρων”. Πρόκειται για μια άνευ όρων παράδοση στον κόσμο της ρεκλάμας. Η δημόσια προβολή της ταινίας απαγορεύτηκε».
ΒΙΒΛΙΟ
BΟΥΤΙA ΣΤΑ 50s
Tο τελευταίο, άγριο (αυτοβιογραφικό) μυθιστόρημα του Nίκου Nικολαΐδη
της AΓΓΕΛΙΚΗΣ MΠΙΡΜΠΙΛΗ
Mπλου-τζιν στενό, τσιγάρο στα χείλη, μεθύσι με βερμούτ, ροκ εντ ρολ στα ηχεία. Σι γιου λέιτερ αλιγκέιτορ και Mπιλ Xάλεϊ, Λάουρα στον Έσπερο, μπλουζ και πίπερμαν σε μαθητικά πάρτι. Αμφισβήτηση και τσιγάρα – Kουλ για τα κορίτσια, Tσέστερφιλντ για τα αγόρια, Nτιουκ Έλινγκτον, Έντι Kόχραν, ρολ όβερ Mπετόβεν και Kαββαδίας. Πόσος καιρός έχει περάσει από τη δεκαετία του ’50; Πάρα πολύς.
Αλλά όποτε έπιανε το θέμα, ο Nίκος Nικολαΐδης κατόρθωνε να το μεταμορφώνει από γλυκιά ανάμνηση σε κάτι επικίνδυνα προσωπικό. Γιατί «το παρελθόν, μαλάκα μου, είναι εκεί και περιμένει τις υπερβολές μας, αλλιώς τι ρόλο παίζει;» εξομολογείται ο Σπόρος, ο ήρωάς του. O οργισμένος δεκαπεντάχρονος που ζει με το γέρο του σε μίζερο χαμόσπιτο, κάπου στα Tουρκοβούνια, κουβαλάει όλη την απελπισία, όλα του τα αδιέξοδα, όλη την τρέλα της ηλικίας. Eπιδεικτικά κυνικός, αγνός υποψιάζεσαι, κι ας στο ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής – «όταν είμαι κακός είμαι κακός, όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος».
O μεγάλος Nικολαΐδης – από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της σύγχρονης ελληνικής έβδομης Tέχνης, γοητευτικός συγγραφέας, σκιαγραφεί με κινηματογραφικό τρόπο και με το γνωστό υπόγειο χιούμορ του την άγρια νεολαία της δεκαετίας του ’50 και του ’60 στην Aθήνα. «Ήταν η εποχή τότε που είχαμε άφθονο ροκ εντ ρολ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα…» Tα είχε ζήσει, τον είχαν συγκινήσει κι έτσι τα μετέφερε συναρπαστικά, στο πανί ή στο χαρτί. Mαξίμ, Γκριν Παρκ, Tοπ Xατ, Mπλε Aλεπού, Λεόντειος στη Σίνα, Πέρφεκτ στην 3η Σεπτεμβρίου, και ραντεβού στο «Στέκι» της πλατείας Aιγύπτου. Πατήσια, Kυψέλη, Tουρκοβούνια, Kολωνός, Γκύζι, Nεάπολη, μικροαστικές συνοικίες που γέννησαν και έθρεψαν το θολό, αντιφατικό, ζωντανό χείμαρρο της αθηναϊκής νεολαίας. Eδώ τριγυρνάει ο Σπόρος, που απαγγέλλει Kαββαδία, λατρεύει τα χολιγουντιανά νουάρ, ακούει ρoκ εντ ρολ και κουλ τζαζ, λιώνει σε διαγωνισμούς χορού και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή τη δική του και των φίλων του: η Mπέττυ – το στέντι του, ο Mάνος, ο γκλας-άι ο δεκαοχτάρης, που εμένα μου θύμισε τον Nτιν Mοριάρτι, με τη Στέλλα τη στριμμένη, η Mόλλυ – το κορίτσι της Kυριακής, ο Bιθέντε, ο Mίμης ο Mπογκομόλετς, ακόμα κι η Tζοάννας-μανίτσα μ’, η Tάνια το πουτανάκι και άλλοι. Παιδιά γεμάτα δίψα, όνειρα και διάθεση ανατροπής, κάπως απροσάρμοστοι, ενστικτώδικα αναρχικοί, τους σώζουν ο χαβαλές, η ποίηση, τα κορίτσια με τις προδιαγραφές θανάτου, ο χορός, το σινεμά, τα τσιγάρα: «Δε θέλεις να τελειώσεις το σχολείο, να σπουδάσεις, δε θέλεις να εργαστείς, δε θέλεις να πας στο στρατό, δε θέλεις να μάθεις αγγλικά, το μόνο που γουστάρεις είναι το μουνί, τα τσιγάρα κι οι έρημοι δρόμοι, τίποτ’ άλλο, το νιώθω όμως, ο λούστρος, κουβαλάω μια ερημιά…». Συνεννοούνται μέσα από τους κώδικες της μουσικής και της επιθυμίας, της αλληλεγγύης και της φιλίας, και καίγονται να ρίξουν άλλη «μια στεκιά στο μάτι του Mοντεζούμα» – το σεξ στη γλώσσα τους. Kι όταν δεν παίζει ξύλο με τους φλώρους έξω από τα κλαμπ για τα γκομενάκια, πλακώνονται με τους μπάτσους στις μεγάλες πορείες της εποχής και πάντα θέλουν να την «κάνουν από δω πέρα». «Oι μπάτσοι μπουκάρουνε στο “Maxim”. Mέσα γινόταν της τρελής, καμιά πενηνταριά δαρμένοι και γκόμενες ξεμαλλιασμένες είχαν ανέβει στα καθίσματα και χοροπηδούσαν και πάνω στην οθόνη… κι όταν έπεσε το Λονγκ Tολ Σάλι με τον Λιτλ Pίτσαρντ, χύθηκαν λυσσασμένες οι σκιές για να ροκάρουν στο διάδρομο –κάνουνε μπούκα οι μαύροι κι άρχισε το πλάκωμα– αυτό είναι το ροκ εντ ρολ; ρώτησε δυνατά η Zέτα – κάπως έτσι, φώναξα, και πήδηξα πίσω πάνω από τα καθίσματα για την πόρτα. Kάτω στην πλατεία οι άγριοι χορεύουνε, καπνίζουνε, φιλιούνται, σκίζουν καθίσματα… Oι μπάτσοι χαζεύουνε… Mπι-Mπαπ-α-Λου-Λα ούρλιαζε στο πανί ο Tζιν Bίνσεντ – θα τα πούμε έξω, ρε τσογλάνια, άφρισε ο αρχιμπάτσος…» O Nικολαΐδης στήνει όλο το σκηνικό με φλας μπακ, ακολουθώντας τα ίχνη της παρέας καθώς τα μέλη της σκορπίζουν στις μητροπόλεις της Eυρώπης και χάνονται κυνηγώντας τα όνειρά τους, παλεύοντας με κάθε λογής εξουσίες αλλά και με τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Oι περισσότεροι στην ηλικία του συγγραφέα, διαβάζοντας, θα αισθανθούν ότι όσα περιγράφει είναι οικεία, συναρμολογούν λίγο πολύ τα νιάτα τους. Για τους υπόλοιπους, είναι ένας ύμνος στη μαγεία της εφηβείας, την ηλικία της πρώτης αμφισβήτησης και της φυγής, ένα σαρκαστικό, ταυτόχρονα νοσταλγικό χρονικό για τους φίλους που χάνονται καθώς μεγαλώνεις. O «οργισμένος πιτσιρικάς Nικολαΐδης» εκπέμπει τα δικά του σήματα.
«H γραφή του Nίκου είναι τοξική…» είπε ο Xρήστος Bαλαβανίδης στην εκδήλωση στη μνήμη του. «Eίναι ανένταχτη, απροσάρμοστη, καυστική. Σε ξεβολεύει. Aλλά είναι συναρπαστική…» Mε τις αποσκευές του γεμάτες αναμνήσεις από τα 50s και τα 60s, ο Nίκος Nικολαΐδης μάς αποχαιρέτησε με ένα τελευταίο υπέροχο βιβλίο. Σωστός, νομίζω.
http://www.athensvoice.gr/books/av,14654,BΟΥΤΙA_ΣΤΑ_50S.html
Μια στεκιά… στη μεταπολεμική Ελλάδα
Αν ο Νίκος Νικολαΐδης ήθελε με το τελευταίο του έργο να αποδώσει φόρο τιμής στη δική του γενιά, με το μυθιστόρημα «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα» (greekworks.com) έκανε πολύ περισσότερα. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και σε καταιγιστικούς ρυθμούς, το βιβλίο ξεχωρίζει, εκπλήσσει, σοκάρει, εξοργίζει, γοητεύει και τελικά συγκλονίζει τον αναγνώστη.
Ένα έργο που, σύμφωνα με τα διαπιστευτήριά του, γράφτηκε μέσα σε μόλις δώδεκα μήνες, όσος καιρός έχει περάσει δηλαδή από τον πρόωρο θάνατο του ίδιου του Νικολαΐδη, και κυλάει στην ανάγνωση σαν αφρισμένο ποτάμι, στο οποίο ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσεις είναι να αφεθείς στην ορμή και τη ροή του… Ένας οργισμένος πιτσιρικάς, ένας 15χρονος, είναι ο κεντρικός ήρωας του έργου, όμως το περίεργο δεν είναι αυτό. Το περίεργο είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας, που ήταν βέβαια «κάπως» μεγαλύτερος, μπόρεσε να διαφυλάξει, να περισώσει και να μεταδώσει ένα έργο τόσο καυτό όσο και εκείνη η ηλικία, με όλη την τρέλα, τη ζωντάνια, την αλαζονεία, τη δίψα για ζωή και για περιπέτεια, την αλητεία, τη μαγκιά, το συναισθηματισμό και τη γλώσσα της, «καλά, θα γίνει της πουτάνας απόψε», όπως δηλώνει τελειώνοντας το προτελευταίο κεφάλαιο. Στο βιβλίο αυτό ο Νικολαΐδης δεν γράφει τις αναμνήσεις ενός 15χρονου που μεγάλωσε, γίνεται ο ίδιος 15χρονος! Ή τουλάχιστον αυτό μας κάνει να πιστέψουμε με ένα κείμενο καταιγιστικό και ρυθμικό όσο εκείνη η ηλικία.
Χρόνος δράσης οι περίφημες δεκαετίες του ’50 και του ’60, για τις οποίες τα «πρωταρχικά στερεότυπα» αλλά και οι πληροφορίες των μεταγενέστερων προέρχονται από τις περίφημες χιλιοπαιγμένες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Κάποιες άλλες, πιο διερευνητικές -δηλαδή πιο «ψαγμένες»- πληροφορίες προέρχονται από τη λογοτεχνία ή τις αυτοβιογραφίες που αναφέρονται σε εκείνη την περίοδο, κάποιες από αυτές και πρόσφατες.
Οποία διαφορά! Διότι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η γενιά που προβάλλει στα μάτια των νεότερων είναι η γενιά των μεγάλων ή των μικρομέγαλων. Είναι άλλοτε η γενιά των πτωχών αλλά τίμιων και άλλοτε η γενιά των πλούσιων και διεφθαρμένων.
Η γενιά όμως που εμφανίζεται στο έργο του Νικολαΐδη, στη μεταπολεμική Ελλάδα, δεν έχει σχέση με τίποτα από τα δύο. Από μια… στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα ξεχύνεται στους δρόμους μια άλλη Ελλάδα, μια άλλη γενιά, μια άλλη φυλή. Είναι η φυλή του ροκ εν ρολ, που πάλλεται, που ιδρώνει, που βρίζει, που τσακώνεται, που ερωτεύεται, που «το λέει η καρδιά της», που αντιστέκεται μέχρι θανάτου και καμία σχέση δεν έχει με τον καθωσπρεπισμό, με το δήθεν και με εκείνους που «έχουν πεθάνει και δεν το ξέρουν». Μια φυλή που αγνοούσαμε την ύπαρξή της και σαφώς… χαιρόμαστε για τη γνωριμία.
Ελπίδα Πασαμιχάλη
Νίκος Νικολαΐδης: «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα»
«Όλες οι βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από την πρώτη. Ήταν η εποχή που είχαμε άφθονο ροκ εντ ρολλ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά. Παρόλα αυτά νομίζω ότι δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα. Κατέβαινα κουτρουβαλώντας τη μεγάλη χωμάτινη κατηφόρα πλάι στα Τουρκοβούνια και πίσω μου λαχάνιαζε η Μπέττυ και γκρεμοτσακιζότανε πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της γκρι σουρί σουέτ. Μόλις είχα ρίξει μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα και χρυσαφένιος κ’ ελαφρύς σαν τον Ντον ντε λ’ Όρο με βίτσιζε στο πρόσωπο το τέλος του Νοέμβρη και όλα αυτά γιατί μόλις είχα ρίξει ένα γερό γαμήσι στην Μπέττυ που έβριζε πίσω μου γιατί είχε μπλεχτεί σε κάτι πικραγγουριές δίπλα στο ρέμα. Αφήσαμε στο πλάι τα παραπήγματα του Πολυγώνου και πήραμε τον μαλακό δρόμο για το λοφάκι του Γκύζη να πέσουμε έτσι στην αλάνα δίπλα στο πάρκο απ’ την παράγκα της Λήθης τέσσερα αναχώματα μετά κι’ έξω απ’ τη μικρή αυλή της Μόλλυ.»
Αυτός ήταν ο Νίκος Νικολαΐδης. Δεν πρόσεχε τα λόγια του, όσον αφορά στην ευπρέπεια του «καλού κόσμου», τα πρόσεχε όμως πολύ όσον αφορά στην ουσία τους. Από νεαρός ασχολήθηκε με δύο πράγματα. Με τις αφηγήσεις και με τις εικονικές αναπαραστάσεις.
Με τις αφηγήσεις γιατί διάβαζε και μετά έγραφε μικρά αφηγηματικά πονήματα. Τα διάβαζε στους φίλους του και όλοι μαζί μιλάγανε για αυτά, τα ζούσαν, με κάποιο τρόπο. Η ζωή τους ήταν βουτηγμένη μέσα στον αφηγηματικό κόσμο που προσπαθούσε να μιλήσει, με διαφορετικό τρόπο, για την πραγματικότητα που ζούσαν. Η Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν σα μεγάλα «εργαστήρια» όπου ο προφορικός και ο γραπτός λόγος δοκιμαζόταν, διαμορφωνόταν για να βγει τελικά ένα έργο, από κάποιον, που θα αντιπροσώπευε την παρέα. Η εποχή κατά την οποία η συλλογικότητα παρήγαγε, δεν ήταν μόνο μια προσπάθεια συνάθροισης ατόμων. Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ένας από αυτούς που συν-εργάζονταν με το Νικολαΐδη. Το αναφέρει άλλωστε ξεκάθαρα στο επίμετρό του, σε αυτό το βιβλίο.
Με τις εικονικές αναπαραστάσεις ασχολήθηκε ο Νικολαΐδης σαν καλλιτέχνης, γραφίστας θα λέγαμε σήμερα, προσπαθώντας να εικονοποιήσει αυτό το κατακάθι από τη ζωή που ζούσε και μοιραζόταν με τους άλλους, αλλά και ότι βρισκόταν στο φανταστικό χώρο του μυαλού του. Και κάπου εκεί έρχεται και ο ρυθμός. Η ζωή επιβάλει το ρυθμό της. Οι νεαροί καλλιτέχνες παρασύρονται από αυτόν και εθίζονται σε μια αέναη πορεία που τους βγάζει από την πραγματικότητα και τους μπάζει σε αυτή, μπερδεύοντάς τους, πολλές φορές.
Κάπως έτσι έρχεται και ο κινηματογράφος. Εδώ που τα λέμε, δε χρειαζόταν και τίποτε άλλο για να κάνει ταινίες. Τα είχε όλα. Και έκανε τις ταινίες που ήθελε αυτός και όχι αυτές που του επέβαλε το σύστημα. Για τον κινηματογραφικό Νικολαΐδη μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει τόσο το βιογραφικό του, την αναφορά του σε αυτόν, το ρέκβιεμ που έχει γράψει ο Μίμης Τσακωνιάτης, σε αυτό το site. Γενικά για αυτό που άφησε ο Νικολαΐδης μπορεί να διαβάσει το κείμενο που έγραψα παρορμητικά, με αφορμή την εκδήλωση που έγινε για την παρουσίαση αυτού του βιβλίου και προς τιμή του στο Gagarin.
Το βιβλίο αυτό το διαβάζει κάποιος και όλο και πιο πολύ το βιώνει. Μπερδεύεται, δεν ξέρει αν είναι αυτοβιογραφικό ή απλά περιγράφει αυτή την εποχή και δίνει κάποιες προεκτάσεις στο σήμερα. Δεν τον νοιάζει, άλλωστε. Είναι σα να ακούει το Νικολαΐδη να μιλάει και αυτό το συναρπάζει ακόμη περισσότερο. Όμως, η αφήγηση των γεγονότων(;) σε αυτό μοιάζει πολύ με την κινηματογραφική αφήγηση στις ταινίες του. Εικόνες βγαίνουν από τις σελίδες που έτσι αποκτούν ζωή και γίνεται μια περίεργη αλληλόδραση του βιβλίου με τον αναγνώστη, έτσι ώστε αυτός πλέον μεταμορφώνεται σε ένα χρήστη από ένα παθητικό δέκτη μηνυμάτων. Η ατμόσφαιρα που υπάρχει σε κάθε γραμμή είναι σαν αυτή που υπήρχε σε κάθε πλάνο από τις ταινίες του. Γοητεύεσαι και δε θέλεις να σταματήσεις.
«Γιατί έφυγες τόσο νωρίς;», του λες. Αλλά αυτή η ερώτηση, φυσικά δεν έχει απάντηση. Ούτε θα μπορούσε να σου απαντήσει. Ήταν το στιλ του να αφήνει κενά για να τα συμπληρώσεις εσύ. Να συν-δημιουργείς. Το πολύ-πολύ να σε κοίταζε χαμογελώντας, λίγο στραβά, να σε κοίταζε στα μάτια, να φύσαγε το καπνό του και με μια αδιόρατη κίνηση του χεριού του να τα έλεγε όλα. Έτσι δεν εκφράζεται ένας κινηματογραφιστής; Για αυτό λέμε ότι ήταν ποιητής και όχι απλά ένας σκηνοθέτης. Όλες κι όλες 440 σελίδες που σου πηδάνε το μυαλό, λες και σου κάνουν έρωτα ένα τσούρμο γκέισες.
Βγαίνεις άλλος άνθρωπος, είσαι έτοιμος, έχεις τα εργαλεία να αντιμετωπίσεις πλέον τη ζωή διαφορετικά. Να δεις στο στίγμα σου στο σήμερα και να φανταστείς την πορεία σου στο αύριο. Να δεις τα λάθη σου και να προσπαθήσεις να τα διορθώσεις. Να περάσεις τελικά τη θάλασσα, αυτή που δεν μπόρεσαν να την περάσουν στο «The zero years». Τουλάχιστον να προσπαθήσεις να την περάσεις. Ακόμα και αν δε διαβάζετε λογοτεχνία, αυτό το βιβλίο θα το αγαπήσετε.
Γιάννης Φραγκούλης
EDITO
10 βιβλία που θυμάμαι από το 2008
του ΦΩΤΗ ΓΕΩΡΓΕΛΕ
… Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα. Νίκος Νικολαΐδης. Greekworks.com. Το τελευταίο δώρο του Ν. Νικολαΐδη πριν φύγει. Η Μασκωτίτσα, το Τοπ-Χατ, η Βικτώρια, τα Τουρκοβούνια, η Φωκίωνος. Η Γκλεντόρα, ο Έντι Κόχραν, οι Σέβρολετ. Ο Σπόρος, η Στέλλα, η Μπέτυ, η Μόλλυ 6 με 8, η Μόλλυ το κορίτσι της Κυριακής. Το σύμπαν του Νίκου Νικολαΐδη, η Αθήνα της δεκαετίας του ’60, ο έρωτας και το ροκ’ν’ρολ, όμορφα, εφηβικά, απίθανα, τόσο όμορφα που σου είναι αδιάφορο αν υπήρχαν στ’ αλήθεια ή ήταν μια Αθήνα των ταινιών του, μόνο δικιά του που την πήρε μαζί του. «Στο στριμωξίδι στο ταμείο του σινεμά έκανε πάντα το ίδιο παιχνίδι. Ακουμπούσε το ανκορά πουλοβεράκι της πράσινο αχνό σε χρώμα ραδιοφωνάκι βακελίτη στο μπράτσο μου και έτριβε πάνω του μαλακά το στήθος της κι όταν την κοίταζα κοκκίνιζε και μουρμούριζε – κατά λάθος».
Η «Στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα» του Ν. Νικολαΐδη
Τρυφερή εξομολόγηση για τους losers του ’50
Κινούνται αγριεμένοι στο ρυθμό του ροκαμπίλι, με ένα τσιγάρο να κρέμεται μάγκικα από τα χείλη τους, φτιάχνονται με βερμούτ, χορεύουν μπλουζ σε ξενέρωτα μαθητικά πάρτι, κυνηγιούνται με τους μπάτσους στις μεγάλες πορείες της εποχής και καίγονται να ρίξουν άλλη «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα».
Με αυτόν τον τίτλο, που στην αργκό των πιτσιρικάδων ηρώων του είναι το σεξ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις greekworks.com το τελευταίο μυθιστόρημα του σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη, που πέθανε πρόσφατα. Μια τρυφερή εξομολόγηση για τους αυθεντικούς λούζερ του ’50, τους αλήτες των καιρών που φορούσαν το παράνομο μπλουτζίν, άκουγαν Εντι Κόχραν και Μπιλ Χάλεϊ, μπλέκονταν σε ερωτικές περιπέτειες, μάτωναν σε τσαμπουκάδες και, τέλος, χάθηκαν κυνηγώντας το όνειρό τους στις λεωφόρους του Παρισιού και των Βρυξελλών.
Ο Σπόρος είναι ο ήρωάς του, ένα αγριεμένο δεκαεξάχρονο τσογλάνι που ζει με τον πατέρα του σε μια μίζερη παράγκα κάπου στα Τουρκοβούνια. Με έναν απροκάλυπτο επιδεικτικό κυνισμό, που κρύβει την ευαισθησία του, αυτός ο βέβηλος μάγκας που λατρεύει τα χολιγουντιανά νουάρ και τους στίχους του Καββαδία, ψάχνει να βρει το δρόμο του, κυνηγώντας τα φράγκα, ιδρώνοντας σε ροκ εν ρολ στέκια και πέφτοντας σε γυναικείες αγκαλιές. Μέσα από αυτό το ατίθασο αλάνι, που ανακατεύει τις βρισιές με την ποίηση, ο Νικολαΐδης σκιαγραφεί την άγρια νεολαία της δεκαετίας του ’50 στην Αθήνα, τους δαιμονισμένους τεντιμπόι, αναθρεμμένους με τον Λιτλ Ρίτσαρντ και τον Τζορτζ Ραφτ, ενστικτώδικα αναρχικούς και αποφασισμένους να τινάξουν στον αέρα όλα τα κοινωνικά ταμπού που τους είχαν φορτώσει οι προηγούμενες γενιές.
Και ενώ ο Σπόρος μεγαλώνει σε μια ταραγμένη από τα πολιτικά γεγονότα του ’60 Ελλάδα, η ασθματική γραφή του Νικολαΐδη ακολουθεί, με απανωτά φλας μπακ, την πορεία της συμμορίας καθώς τα μέλη της σκορπίζουν στις μητροπόλεις της Ευρώπης για να χωρέσουν κάποτε σε «ένα δικό τους παραμύθι». Ή να γράψουν μόνοι τους το τέλος του.
«Ήταν η εποχή που είχαμε άφθονο ροκ εν ρολ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά», εξομολογείται ο Σπόρος στην αρχή του βιβλίου. «Παρ’ όλα αυτά νομίζω ότι δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα». Και ας περπάτησαν «σωστά το λάθος δρόμο».
Δημήτρης Αναστασόπουλος
Νίκος Νικολαΐδης – Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα
Ο “φύλακας στη σίκαλη” κυκλοφορεί αδέσποτος στους δρόμους της Αθήνας.
Αυτή η φράση θα μπορούσε να συνοψίσει καταρχήν το θέμα του βιβλίου. Ένας δεκαπεντάρης κάπου στη δεκαετία του ’50 βγαίνει βόλτα παγανιά στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας. Βλέπει γύρω του πολλούς κάλπηδες κι ολίγους μόρτηδες, ανεξαρτήτως φύλου. Δε μασάει τίποτα ούτε και τα λόγια του. Καθώς μεγαλώνει παρακολουθεί τον οδοστρωτήρα χρόνο να ισοπεδώνει, να ασφαλτοστρώνει και να “εξομαλύνει” τα πάντα γύρω του. Φίλους, παρέες, σχέσεις, όνειρα, ζωές, ακόμη και κτίρια. Μέσα σε μια περίπου δεκαετία όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει. Ορόσημο, τέλος εποχής και φινάλε η νύχτα της εθνοσωτηρίου επανάστασης, τότε που μόλις είχαν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα του “Κιέριον” του Δήμου Θέου.
Η θραυσματική αφήγηση του ήρωα αποτυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο, προφανώς διότι είναι κάργα αυτοβιογραφική. Η γλώσσα του τσακίζει κόκαλα, είναι μπρούτα, αθυρόστομη, τραχιά, φόρα επιθετική κι έχει κουκούτσι πικραμύγδαλο. Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται με τη φράση “όταν είμαι κακός είμαι κακός, μα όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος”. Οι κινηματογραφικές σπουδές του και η μανία του για μαυρόασπρα νουάρ, κοινωνικό ρεαλισμό και φρι σίνεμα, διαποτίζουν κάθε του σκέψη και κάθε του κίνηση. Ο τίτλος του βιβλίου αντικατοπτρίζει με τον πλέον κωδικοποιημένο τρόπο τα υπόλοιπα ενδιαφέροντά του [πολύ σεξ, πολύ ροκεντρόλ αλλά καθόλου ντραγκς]. Συνάμα, ό,τι ζει και περιγράφει παραμένει βαθιά και άγρια ανθρώπινο, βγαλμένο θαρρείς [πάω στοίχημα] από τα σπλάχνα και τα εντόσθια της ψυχής.
Όσο για τον ίδιο το συγγραφέα, δε νομίζω πως χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Τα πρώτα του διηγήματα με τίτλο “Οι τυμβωρύχοι” [Αθήνα 1966] είναι γραμμένα την περίοδο 1962-1965 και υπάρχει εδώ ανάλογη αναφορά σε αυτά. Ο ψαγμένος και ο φανατικός μελετητής θα βρει εύκολα διάφορες παραπομπές και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του, “Γουρούνια στον Άνεμο” και “Ο οργισμένος Βαλκάνιος”. Εξάλλου είναι απόλυτα εμφανές ότι η εποχή εκείνη τον σημάδεψε βαθιά, αφού επιστρέφει διαρκώς εκεί, είτε μέσα απ’ τα γραπτά είτε και μέσα απ’ τις ταινίες του. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν του έχουν συγχωρήσει ακόμη το “κόλλημά” του με τη συγκεκριμένη περίοδο, η οποία -ειρήσθω εν παρόδω- υπήρξε καθοριστική για όλο το δυτικό κόσμο.
Κι όσο για το αναπόφευκτο γεγονός της μετάβασής του στο επέκεινα, δε νομίζω πως χρειάζονται μοιρολόγια και νεκρολόγια. Με το παρόν βιβλίο ανά χείρας μπορώ να φωνάξω δυνατά πως ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Κι ενώ κάποιοι πιθανόν να τον έχουν από καιρό ξεγραμμένο, αυτός χτυπάει μετά θάνατον [θανάτω θάνατον πατήσας] με ένα κύκνειο άσμα μια ολόκληρης εποχής και μιας γενιάς που χάθηκε στη σκόνη του χρόνου. Ταυτόχρονα όμως, γελάει πονηρά χωρίς να τον βλέπουμε και μας παραδίδει απλόχερα την καινή του διαθήκη, τη σοφή του παρακαταθήκη στο ταμείο των ονείρων και των επόμενων γενεών. Με τέτοια ντρόγκα, παιδιά, φτιαχτείτε άφοβα και πάρτε τους τα σώβρακα [και τις φανέλες που προσκυνάνε].
Μας το χρώσταγες από πολύ καιρό αυτό το βιβλίο, Νίκο μου!
Κώστας Γ. Καρδερίνης
Λογοτεχνικό περιοδικό «ΒΑΚΧΙΚΟΝ»
Μια Στεκιά Στο Μάτι του Μοντεζούμα, Νίκος Νικολαΐδης, Μυθιστόρημα
Όλες οι βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από την πρώτη. Ήταν ή εποχή που είχαμε άφθονο ροκ ν’ ρόλ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά. Πaρ’ ολ’ αυτά νομίζω ότι δεν τά πήγαμε καί τόσο άσχημα. Κατέβαινα κουτρουβαλώντας τή μεγάλη χωμάτινη κατηφόρα πλάϊ στά Τουρκοβούνια καί πίσω μου λαχάνιαζε ή Μπέττυ καί γκρεμοτσακιζότανε πάνω στίς ψηλοτάκουνες γόβες της γκρί σουρί σουέτ. Μόλις είχα ρίξει μιά στεκιά στό μάτι τού Μοντεζούμα καί χρυσαφένιος κ’ ελαφρύς σάν τόν Ντόν ντέ λ’ Όρο μέ βίτσιζε στό πρόσωπο τό τέλος τού Νοέμβρη καί όλα αυτά γιατί μόλις είχα ρίξει ένα γερό γαμήσι στή Μπέττυ που έβριζε πίσω μου γιατί είχε μπλεχτεί σέ κάτι πικραγγουριές δίπλα στό ρέμα. Αφήσαμε στό πλάι τά παραπήγματα τού Πολυγώνου καί πήραμε τόν μαλακό δρόμο γιά τό λοφάκι τού Γκύζη νά πέσουμε έτσι στήν αλάνα δίπλα στό Πάρκο πίσω απ’ τήν παράγκα τής Λήθης τέσσερα αναχώματα μετά κ’ έξω απ’ τή μικρή αυλή τής Μόλλυ.
Ο παλμός μιας γενιάς. Η καρδιά μιας εποχής. Οι δεκαετίες της παλιάς Αθήνας, που πέρασαν ανεπιστρεπτί. Οργισμένη νεότητα, άφθονο ροκ εν ρολ. Σεξ, ποτά και αλητείες. Συμπεριφορές αλήστου μνήμης, κορίτσια σε εξέγερση, αγόρια στη μαγκιά. Η δεκαετία του ’50, το ’60 πριν τη χούντα, με επίκεντρο τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Πατησίων, την Πλατεία Βικτώριας, τα Τουρκοβούνια και το Γκύζη, τα Εξάρχεια και τη Νεάπολη, την Πανεπιστημίου με τις στοές της. Φιλμ νουάρ σε πρώτο πλάνο, ροκιές στα τζιουκ μποξ, πάρτυ για τους άγριους νέους, στέκια για τσαμπουκάδες και βερμούτ, πόρνες, κομμουνιστές, ονειροπόλοι…
Τον περασμένο Σεπτέμβριο (.. του 2007) –ακριβώς ένα χρόνο πριν-, η σημαία της γενιάς «της χολέρας», όπως την αποκάλεσε ο ίδιος, ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Νίκος Νικολαΐδης, αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει την τρίτη του σκηνοθετική τριλογία, όντας απογοητευμένος από την αποδοχή της τελευταίας του ταινίας «The Zero Years», είχε όμως προλάβει να ολοκληρώσει το τελευταίο του μυθιστόρημα. Οι κληρονόμοι του, τα παιδιά του δηλαδή, απευθύνθηκαν στον, ελληνικής καταγωγής, νεοϋορκέζικο εκδοτικό οίκο «greekworks.com», το επίμετρο το έγραψε ο ποιητής και στιχουργός Μάνος Ελευθερίου, και voila..
Ο «Οργισμένος Βαλκάνιος» Νικολαΐδης, καθώς ισορροπούσε τόσα χρόνια μεταξύ σελιλόϊντ και βιβλίου, σκιαγραφεί τους χαρακτήρες μιας παρέας και συνθέτει τα «μαύρα χολεριασμένα» χρόνια των πρώτων δεκαετιών μετά τον εμφύλιο της διασποράς, στην Ελλάδα. Με επίκεντρο τον Σπόρο, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα, απλώνεται μπροστά μας ένα δυναμικό και βωμολοχικό μυθιστόρημα, που στηρίζεται σε ποικίλες αυτοβιογραφικές αναφορές. Κακώς, πολλοί παρουσιάζουν την –εδώ- γραφή του Νικολαΐδη με τα βιβλία-δυναμίτες του ’40 του Μπόρις Βιαν ή Βέρνον Σάλιβαν. Ο «Γουρούνια στον Άνεμο» ανεξάρτητος και επαναστάτης καλλιτέχνης της μεταπολεμικής Ελλάδας, δίνει το δικό του στίγμα, σχηματοποιεί τη δική του γραφή, και φτιάχνει ένα μυθιστορηματικό παραλήρημα που προκαλεί από κάβλα.. μέχρι εμετό! Ο Νικολαΐδης, περιγραφικότατος και τολμηρός, ανακατεύει στο βιβλίο δυο περιόδους, που πιθανότατα θεωρεί ο ίδιος ότι τον σημάδεψαν ως άνθρωπο, τα σχολικά χρόνια της δεκαετίας του ’50, και τα μετά-Σταυράκου χρόνια της δεκαετίας του ’60, λίγο πριν την έλευση της χούντας. Δυο ταραγμένες περιόδους για την ελληνική κοινωνία, για την πολιτική, για τους ανθρώπους.
Ο Νίκος Νικολαΐδης σε όλη του τη ζωή, δεν είχε σκοπό να προκαλέσει ούτε με τις αντι-εξουσιαστικές ταινίες του ούτε με τα «βλεννορροιακά» βιβλία του, αλλά σκοπό είχε να χτυπήσει κατευθείαν και με θόρυβο κάθε κέντρο παραγωγής μικροαστισμού και κοινωνικής παραφοράς, με τη σκέψη του, τον τρόπο ζωής του και.. τη στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα, που ο ίδιος είχε εφεύρει!
Νέστορας Ι. Πουλάκος
ΜΕΙΚΤΗ ΖΩΝΗ
Το μάτι του Μοντεζούμα
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ
Ο Νικολαΐδης βιογραφεί με τον τρόπο του τις ρίζες μιας γενιάς που άφησε χνάρι. Είναι ιστορικός ο άνθρωπος, ήλθε, είδε, απήλθε, και το παράδοξο είναι ότι σε καμιά στιγμή δεν λύγισε και να τον πάρουν τα ζουμιά.
Η γενιά των εβδομηντάρηδων κάνει τις δεκαετίες της πακέτο κι αρχίζει να αναχωρεί σιγά σιγά. Δεν μιλάμε βέβαια για τον Χριστόδουλο που τον νεκροφίλησε η μισή Αθήνα, παρά για τον Νίκο Νικολαΐδη, γραφιά και σκηνοθέτη, που εκτός των γνωστών του έργων, άφησε και έναν μεταθανάτιο κωδίκελο που παρ’ ελπίδα δεν αναφέρεται στην ηλικία της ωριμότητας, αλλά σε κείνο που ο ίδιος θεωρούσε κέντρο της ζωής – την εφηβεία. Άλλωστε το βιβλίο αφιερώνεται στα παιδιά του Συμεών και Θεοδώρα, σωστός νομίζω.
Οι δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 έδιναν πολλές αφορμές για να μισήσει κανείς την ντόπια κοινωνία. Φτώχια παντού, οικογένεια, σχολείο, εκκλησία, χαφιέδες και αυτοσχέδια ανθρωπάρια. Λίγο «ψηλά» αν είχες πάρει τον αμανέ, την είχες άσχημα. Το ζήτημα βέβαια ήταν πού να ανέβεις για να κοιτάξεις αυτό το χάλι. Μέσα στα μισερά και στα μίζερα πράγματα, τουλάχιστον για τα αλάνια των προαστίων, ο κινηματογράφος και η ροκ μουσική πρόσφεραν ένα επιχείρημα. Όχι μόνο για κουβέντες αλλά για ζωή. Ο Τζέιμς Ντιν, ο Κάρι Γκραντ, ενίοτε και ο Τρόι Ντονάχιου δεν ήταν απλές φιγούρες στο πανί· ξεκόλλαγαν από κει, τρύπωναν στις καρδιές και η μεταμόρφωση δεν αργούσε. «Ήταν η εποχή που είχαμε άφθονο ροκ εντ ρολ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά. Παρ’ όλα αυτά νομίζω ότι δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα».
Στις τετρακόσιες τόσες σελίδες του, ο Νικολαΐδης αφηγείται αυτό το «δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα» ροκιστί, κινηματογραφιστί, αλανιστί και σεξιστί. Κυρίως το τελευταίο. Χάρη στον κεντρικό ήρωα που κυκλοφορεί στην Αθήνα με τα «μαγαζιά» ανοιχτά και τη μαλαπέρδα του διαθέσιμη, περνάμε σε άλλη πραγματικότητα. Ποιο ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα της εποχής; Η κοινωνική δειλία; Ο Σπόρος δεν κωλώνει, «αγοράζει» τους πάντες και έχει δικό του δαίμονα. Η ανέχεια; Ο Σπόρος βρίσκει λεφτά με την άνεση που ρίχνει γκόμενες. Άλλωστε η στεκιά του Μοντεζούμα (ηγεμόνας των Αζτέκων) υπονοεί ότι όλο το βιβλίο αναπαριστά μια παντοιοτρόπως παρατεινόμενη συνουσία. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός; Ο Σπόρος κάνει σπορ την ευνοημένη του εφηβεία – όταν είναι καλός είναι κακός κι όταν είναι κακός γίνεται ακόμα χειρότερος.
Εύκολα μπορεί κανείς να παρεξηγήσει το βιβλίο και να το δει σαν τζάμπα αμερικανιά, σαν ανεστραμμένο Θα φτύσω στους τάφους σας. Όλη η Ευρώπη κρυφοκοιταζόταν τότε στον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Το χούι δεν το ‘κοψε, αλλά στην περίπτωση του Σπόρου έχουμε μιαν αφήγηση που δεν ξενοκοιτάζει απλώς, έχει φλέγμα την ίδια τη λατρεία της, την τρέχει μέσα κι έξω, την ανανεώνει με κάθε συμβάν, οπότε το αποτέλεσμα αρχίζει να παίρνει διαστάσεις προσωπικής ανακάλυψης.
Σεξογραφία και αλητογραφία πάνε χέρι χέρι, αναθερμαίνονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο· η περιφρόνηση για τα «τουλουμοτύρια», τους συμμαθητές, δίνει και παίρνει· ερωτήσεις όπως «ξέρεις πώς ξεχωρίζει ο μαλάκας από τον ροκά;» είναι συνθήματα και παρασυνθήματα· η μικροσυμμορία που γαμάει και δέρνει έχει μεγάλο κύκλο εργασιών. Επιπλέον ο αφηγητής έχει εκδιώξει βάναυσα κάθε σκίρτημα συμπάθειας, συναισθηματισμού, τρυφερότητας, ευπάθειας και τα παρόμοια. Είναι «σκληρό» αντράκι και το δείχνει σε κάθε επαφή. Όλα αυτά γνωστά πια και δεδομένα. Άρα πού βρίσκεται το χάρισμα του βιβλίου;
Στο απλό γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος με την παρατεταμένη εφηβεία έχει ειδική αίσθηση της πραγματικότητας. Βλέπει καλά όταν βλέπει και όταν δεν βλέπει βλέπει και πάλι καλά. Η πιο απλή φράση του είναι κανονικό εργόχειρο. Στην τύχη: «Η Νένα ήτανε εντυπωσιακή ψηλή ξανθιά βαμμένη γεματούλα εικοσιπέντε βάλε κάτι παραπάνω προς πουρίτσα με φρύδια ξυρισμένα και ζωγραφιστά πράσινα σκούρα με παχύ μολύβι προς το κινέζικο του Φου Μαντσού δέρμα ροζάκι ανοιχτό καλής ποιότητας μα κρέας κάπως μαλακό προς το αηδία γερή λεκάνη μακριά πόδια δυο βαριά παχιά βυζιά για τα οποία ήτανε πολύ περήφανη και από κώλο πεθαμένη».
Περιγραφές σπιτιών, καφενείων, συντροφιών, ταξιδιών ειδικά και διαθέσεων έχουν δικό τους ντουέντε και ποτέ κοινοτυπία. Ειδικά όταν φεύγει από Αθήνα, γράφει καλύτερα (το ταξίδι στην Ευρώπη είναι χάρμα). Το βάρος πέφτει φυσικά στο πορνογραφικό ντελίριο που ο αναγνώστης θα το απολαύσει κατ’ ιδίαν. Εκείνο όμως που δεν περιμένει κανείς είναι ότι αυτές οι φουλαριστές πραγματικότητες θα βγάζουν τόσο γέλιο. Πηγαίο γέλιο, βαθύ χάχανο, κωμωδία που φέρνει ζούρλια. Η σκηνή με την Αϊ μανίτσαμ’ ανήκει δικαιωματικά σε ανθολόγιο της εκλεκτής νεοελληνικής πορνογραφίας. Θα διασκέδασε πολύ ο συχωρεμένος γράφοντας αυτές τις σπαρταριστές σελίδες.
Ένας άνθρωπος με πατημένα γερά τα εξήντα πώς γίνεται να γράφει για τις περιπέτειες ενός δεκαπενταρά πριν από μισό αιώνα; Η ερώτηση είναι ανόητη και κάθε απάντηση δεν πάει πίσω. Ο αέρας της γραφής όπου θέλει πνέει. Να μην ξεχάσουμε όμως το επίμετρο του Μάνου Ελευθερίου. Που δεν είναι τυχαίο. Κείνα τα χρόνια, Χαλάνδρι, Φιλοθέη ήταν μυστήριοι τόποι, με πολλούς «περίεργους» που έπαιζαν στον πρώτο και στον λήγοντα. Ο Νικολαΐδης μιλάει για το πράσινο δωμάτιο του Χαλανδρίου, για το σπίτι του αυτόχειρα Κώστα Μίχου (όπου έτυχε κάποτε να πάμε κι εμείς), ουσιαστικά δηλαδή βιογραφεί με τον τρόπο του τις ρίζες μιας γενιάς που άφησε χνάρι. Είναι ιστορικός ο άνθρωπος, ήλθε, είδε, απήλθε, και το παράδοξο είναι ότι σε καμιά στιγμή δεν λύγισε και να τον πάρουν τα ζουμιά. Οι τελευταίες σελίδες πάντως έχουν μιαν αρρενωπή σκοτοδίνη.
«Τον ίδιο χρόνο πέθανε κι ο Έρρολ Φλυνν»
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα
Σε όλα τα προηγούμενα βιβλία του ο Νικολαΐδης μόνο ένα θέμα αναγνώριζε: την εφηβεία. Κατά συνέπεια, δεν μας κάνει εντύπωση ότι και αυτό το μεταθανάτιο γραφτό επιστρέφει στη δεκαετία του ’60 με μια μανία που προδίδει ολόψυχη αφοσίωση. Η διαφορά, πάντως, βρίσκεται στην ποιότητα. Ό,τι κι αν πεις εναντίον του, αποκλείεται να μην αποδεχτείς ένα πρωτοφανές ντουέντε στην περιγραφή του αλητομαγκάκου που εμπνέεται μεν από το Χόλιγουντ, αλλά περιδιαβαίνει στα Εξάρχεια, την Κυψέλη τη Φιλοθέη και το Χαλάντρι. Οι δόσεις είναι συγκεκριμένες: άφθονο πορνό, γκομενιλίκι, αλητοπαρέα, ζούγκλα του μαυροπίνακα. διακριτική απόγνωση, απουσία της μάνας, έλλειψη συμπάθειας. τέλος, εκπληκτική αίσθηση των χώρων, των προαστίων, του μικροαστισμού, του εξωτερικού, της παρέας. και βέβαια δεινή παρουσίαση των γυναικών. Δεν ξέρουμε αν το βιβλίο άργησε να έρθει, αν είναι εκτός εποχής, αν είναι αμερικανικός κλώνος – το βέβαιο είναι ότι διαβάζεται με βουλιμία και πολλά γέλια.
Κωστής Παπαγιώργης
http://www.athinorama.gr/book/file/default.aspx?i=1643&c=nikos
Βιβλιοπανδοχείο, 32.
Νίκος Νικολαΐδης – Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα
…το μόνο που γουστάρεις είναι το μουνί τα τσιγάρα κι οι έρημοι δρόμοι τίποτ’ άλλο όμως το νοιώθω ο λούστρος κουβαλάω μια ερημιά για κάτι που ήτανε κάποτε δικό μου και μου τ’ αρπάξανε που τριγυρίζει το γαμημένο σαν ξωτικό και μου ζαλίζει τ’ αρχίδια κι όχι μόνο αυτό αλλά μου κλωτσάνε μακριά και το δεκανίκι να πέφτω να κυλιέμαι στη λάσπη ο δικός σου… Το σίγουρο είναι ότι κάποιος από κει πάνω μού κάνει χοντρή πλάκα αλλά που θα πάει κάποτε θα τον βρω και θα τον ξεσκίσω επιτόπου. (σ. 296)
Ό,τι αγαπήσαμε στα καρέ και στις σελίδες του Νίκου Νικολαΐδη (Αθήνα 1939 – 2007) βρίσκεται εδώ και θα σταματήσει να μας συντροφεύει: η μυθολογία μιας ζωής που δεν αξίζει αν δεν την ζήσεις όπως ακριβώς θέλεις, με αληθινούς έρωτες και φίλους, κοιτάζοντας κατάματα την ήττα και τον θάνατο. Ολόκληρη η παρέα του είναι ξανά εδώ, ο Μάνος, ο Μίμης ο Μπογκομόλετς, ο Όλιβερ, ο Βιθέντε, και φυσικά ο αυτοβιογραφημένος έφηβος Σπόρος, που ορίζονται και καθορίζονται από τον κινηματογράφο και την μουσική, χώνονται στα σινεμά ακόμα και αλαφιασμένοι από καυγάδες με παρέες ή κυνηγητά με την αστυνομία, λιώνουν στο στέκι τους ή τα κάνουν λίμπα σε χορευτικούς διαγωνισμούς, βουτάνε σε Ουέλς και Καρνέ, χαίρονται με κάθε φρέσκο ροκ εντ ρολ 45άρι, τιμώντας ως πρέπει τους παλαιότερους μάστορες, από Ντιούκ Έλλιγκτον μέχρι Φατς Ντόμινο, ενώ οι εραστές ανταλλάζουν Τζούλι Λόντον σε κόκκινο βινύλιο. Όλα και τον ουρανό ακόμα. Στα δύσκολα θα ψάχνουν αλήθειες στους στίχους των τριών “Κ” γιατί η ποίηση μας βοηθάει να ζήσουμε και να πεθάνουμε όμορφα και κάμποσες φορές να ρίξουμε… μια φοβερή στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα.(σ. 176).
Πατησίων – Βικτώρια – Εξάρχεια – Τοπ-Χατ, Ζωναρ(ά)ς, Ρεξ και κεντρικές στοές και πίσω στο παλιόσπιτο στα Τουρκοβούνια ή στα βόρεια προάστια που τότε ήταν αλλιώς, έρημα και ομιχλιασμένα, ιδανικά σκηνικά όμως για εκείνες …τρέχουμε σα λιγούρια πίσω απ’ τα μουνιά και κάθε πούτσος που ρίχνουμε κερδίζει πόντους να στο πω καλλίτερα μας διώχνει λίγο πιο μακριά απ’ το ταμείο αλλά πάντα στην ουρά μαλάκα μου κ’ εντάξει μπορεί να μην κολλάμε με τα πρόβατα δεν έχει όμως άλλη είσοδο για μας τους άντε και καλά αλλοιώτικους…(σ. 187-188)
Χαρακτήρες που όσες περισσότερες στεκιές ρίξουνε, τόσο περισσότερο αξίζει η ζωή τους, συνεπώς απαραίτητες όπως πάντα οι γυναίκες, εραστές και φίλοι ή και τα δυο μαζί, τα μόνα κίνητρα να ξεκολλήσεις, γυναίκες για τις οποίες θα λιώσουν για να έχουν μπέσα απέναντί τους, που δεν θα διστάσουν να τις μπινελικώσουν όταν πρέπει, ούτε και να τις μελώσουν επειδή τους αξίζει, ειδικευμένες του μπον μπον (νυχάτο, σαλιγκαράτο, τρομπάτο) και της μαλακίας μέσα στα σινεμά, η αγαπησιάρα Μπέττυ, η Μόλλυ “6 με 8” (που δεν την άγγιξε ποτέ αλλά της αρκούσε να της διηγείται τα ερωτικά του), η Τζοάννα που μοιράζονται οι φίλοι, η Τάνια του ξενοδοχείου που πορνεύεται στο ένα κρεβάτι κρατώντας το άλλο μόνο για τον Σπόρο της, η Λίλλυ με τα ινδικά τσάγια και το ανοιχτό σπίτι, η απωθημένη Στέλλα, η κάθε μια τους με το στυλ της και το παραμύθι της …και το δικό μου το παραμύθι πού είναι ρε πούστηδες;
– θα με πιτσιλίσει τώρα ο μαλάκας μου;… κι έπιασε να με μαλακίζει πες μου θα με πιτσιλίσει ο καριόλης – αυτή ‘ναι που σου μοιάζει καθώς έμπαινε η Τζέην Γκρηρ μέσα στο βρωμερό μπαρ της Τιχουάνα κι ο Μήτσαμ πάθαινε την πλάκα του – σιγά που μού μοιάζει αυτή ‘ναι γκομενάρα (…) Μμ!…μ’ αρέσει η μυρωδιά απ’ το χύσι κ’ έπειτα κοίταξε προς την οθόνη – για πες μου τώρα τι έγινε γιατί δεν κατάλαβα τίποτα αυτός με το λακκάκι στο πηγούνι τι ρόλο παίζει; (σ. 69)
Και πάντα ψιλοβρέχει, σίγουρα κάθε γαμημένη Κυριακή απόγευμα, και δε φτάνει που είναι χειμώνας αλλά έρχονται και Χριστούγεννα, όπως τότε στη Γλυκιά Συμμορία, άρα θα ανεχτούμε την θλιβερή διακόσμηση των συνοικιακών καφετεριών (πράσινο γκοφρέ ελατάκι σα μαραμένη πούτσα) και αργότερα κάτι γιρλάντες ξεχασμένες της γιορτής να μαγκώνουν τις σιδεριές των υπονόμων.
Ο Σπόρος θα ενηλικιωθεί πολύ γρήγορα με όλα τα παραπάνω, χωρίς ναρκωτικά (μόνο βαλεριάνα για να κοιμάται του θανατά στις δύσκολες στιγμές και παγωμένες μπύρες που έκρυβε στο ρέμα της Πεντέλης) και θα προχωρήσει ακόμα κι όταν οι σχέσεις του είναι καταδικασμένες, ακόμα κι όταν ο ξενιτεμένος κολλητός του τον περιμένει για να μην είναι μοναχός του όταν κρεμαστεί, σκληρός ή τρυφερός αλλά πάντα δίκαιος με όλους, ρίχνοντας ένα “σωστός νομίζω” για να τους επιβραβεύσει. Όπως είπε κάποτε κι ο Τζέρρυ Λούις πρέπει ν’ αγαπάς λίγο τον εαυτό σου γιατί στο κάτω κάτω μ’ αυτόν θα ζήσεις όλα σου τα χρόνια (σ. 216).
Ο εκδοτικός οίκος άφησε τη γραφή του όπως ήταν στο χειρόγραφο: χύμα και χυμώδη, σα να μας τα διηγείται ο ίδιος, χωρίς στίξεις και ορθογραφίες, γιατί στις ζωτικότερες κουβέντες μας οι γραμματικοί κανόνες πάνε στα σκουπίδια, τα χρονικά άλματα είναι δεδομένα, ο ρεαλισμός πάει αγκαλιαστός με το παραλήρημα, το χιούμορ του όπως πάντα είναι αγέλαστο και μαχαιρώνει. Τον έχουμε μάθει πια. Ακόμα και η ηλικία που διάλεξε να την κάνει -69- δικό του αστείο πρέπει να ‘ναι. Ο Νικολαΐδης έκανε το δικό του ακόμα και στην επιλογή των συγκεκριμένων εκδόσεων. Κάποιοι λένε πως αν το έδινε αλλού, θα είχε εκτοξευτεί. Μόνο που, όπως ήδη μαθαίνω, εξαντλείται η πρώτη έκδοση και φεύγει για την δεύτερη, κι ας σιώπησαν όλα τα καθιερωμένα “ένθετα” βιβλίων κι ας έγραψαν μόνο κάποια ιστολόγια, στα οποία άλλωστε σκόπευε να διασκορπίσει μερικά κεφάλαια.
Δεν είναι παράδοξο; Εκείνος που μίλησε για όσους ονειρεύτηκαν μια πιο ροκ εντ ρολ ζωή στο ’50 και στο ’60, να εκφράζει όσο κανείς άλλος κι εμάς τους άτυχους του ’80, να μιλάει εκ μέρους μας, ακόμα κι αν δεν διαβάσαμε τους καταραμένους, τους νουάρ, τους μπιτ, τον Μίλλερ, τον Κέρουακ, τον Ρομπ Γκριγιέ, τον Ντεμπόρ. Γιατί το θέμα είναι να στήνεις σωστά το παραμύθι (σ. 275-6). Μετά την ανάγνωση του Μοντεζούμα δεν μπορείς για καιρό να διαβάσεις οτιδήποτε άλλο.
Όταν οι χαρακτήρες του ταλανίζονται απ’ το ερώτημα τι τρέχει ακριβώς, πάμε λάθος στο σωστό δρόμο ή σωστά στον λάθος; (σ. 232) η απάντηση δεν έχει σημασία. Μαζί με τον ίδιο τον δημιουργό τους πήγαν στον δικό τους δρόμο. Σωστοί νομίζω.
Υ.Γ. δε θέλω να ‘μαι πρώτος πουθενά – είμαι πρώτος από χέρι και σας έχω όλους γραμμένους στον πόιτσο μόι κουφάλες.
Λάμπρος Σκουζ
ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ (2011)
ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χρήστος Χουλιάρας
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 79′
ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
του Ηλία Φραγκούλη
Από τι ήταν φτιαγμένος ο κινηματογραφικός κόσμος του Νίκου Νικολαΐδη; Ποια κατάρα φόρτιζε τους ήρωές του, οδηγώντας τους πάντοτε σε ένα άναρχο και απαισιόδοξο τέλος; «Άκου πτώμα, να μαθαίνεις»!
Speak of the devil. Πριν από μερικές εβδομάδες, με αφορμή την έξοδο του ντοκιμαντέρ για την Κατερίνα Γώγου, μνημόνευσα τούτο εδώ το φιλμ, το οποίο καταπιάνεται με έναν από τους ελάχιστους μεγάλους κινηματογραφιστές που πέρασαν από το ελληνικό σινεμά. Εάν αγαπάς τον κόσμο των εικόνων, οφείλεις να σέβεσαι τη φιλμογραφία του Νίκου Νικολαΐδη, που κι αυτός λατρεύτηκε από το περιθώριο, στοίχειωσε τις δουλειές του, σε σελιλόζη και χαρτί, με την κατάρα του rock φευγιού. Κανονικά έζησε κι έφυγε ο Νικολαΐδης, βέβαια. Αλλά δεν ήταν έτσι μέσα του. Κι αυτό το μαρτυρούν οι ίδιες οι ταινίες του. Μέσω των δημιουργιών του, λοιπόν, ο Χρήστος Χουλιάρας, βοηθός σκηνοθέτη στα τελευταία του φιλμ, επιχειρεί να αποδώσει το πορτρέτο του Νικολαΐδη, επιλέγοντας μια σχετικά αντισυμβατική αντίστροφη μέτρηση μέσα στο χρόνο.
Αν και η γραμμικότητα δεν αποφεύγεται, ο Χουλιάρας μας παρουσιάζει το σινεμά του Νικολαΐδη… «από την ανάποδη», δηλαδή, από το «The Zero Years» (2005) μέχρι τις μικρού μήκους των αρχών της δεκαετίας του ’60. Κίνηση που θα ξένιζε λιγότερο αν πρόσεχε τις ισορροπίες στη διάρκεια του υλικού του, αφήνοντας μια αίσθηση πλατειασμού σε σχέση με τις τελευταίες ταινίες του και τις συνεντεύξεις που τις διανθίζουν.
Καθώς πλησιάζουμε προς την περίοδο κατά την οποία μεγαλύτερη μερίδα θεατών ταυτίστηκε με το σινεμά του Νικολαΐδη (χωρίς εκείνος ν’ αλλάξει ποτέ «τροπάρι» σε θεματική και ιδεολογία), στα χρόνια της «Γλυκιάς Συμμορίας» (1983) και των «Κουρελιών» (1979), δηλαδή, ο συγκινησιακός τόνος αγκαλιάζει τη μνήμη και το ντοκιμαντέρ του Χουλιάρα ρουφιέται με μια ανάγκη να δεις, να μάθεις και ν’ ανακαλύψεις ακόμη περισσότερα γύρω από εκείνες τις ταινίες. Περιέργως, και παρά τη συμμετοχή της οικογένειας του εκλιπόντος στην παραγωγή του φιλμ, τίποτε περισσότερο από όσα ήξερες δεν περνά μπροστά από τα μάτια σου στην οθόνη. Η απουσία της έρευνας, επίσης, γίνεται όλο και πιο εμφανής με το πισωγύρισμα του χρόνου, μετατρέποντας το «Σκηνοθετώντας την Κόλαση» σε άλλη μια τυπικά χαμένη ευκαιρία για το είδος του ελληνικού ντοκιμαντέρ.
Αυτό που μένει είναι οι φευγαλέες δηλώσεις από φίλους, συνεργάτες, συναδέλφους του και κριτικούς κινηματογράφου, οι οποίοι επαναλαμβάνουν λόγια βατά και απόψεις προφανείς γύρω από το έργο του Νικολαΐδη, αφήνοντας τη μορφή του ιδίου να στέκει σα φάντασμα οργισμένο πάνω από μια ολόκληρη εποχή αλλαγών στην κοινωνία, το σινεμά, την κουλτούρα και το βόλεμα μιας… νέας Ελλάδας, κομμάτι της οποίας δεν έγινε ποτέ ως δημιουργός.
Μοναδική στιγμή μεγάλης απόλαυσης αλλά και δέους μαζί, το να βλέπεις σήμερα τον Κωνσταντίνο Τζούμα και τον Χρήστο Βαλαβανίδη να συνομιλούν στο σπίτι του Νικολαΐδη, εκεί όπου γυρίστηκαν τα «Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα». Είναι ένα σπάνιο κομμάτι κινηματογραφικής Ιστορίας για το ελληνικό σινεμά και τις αναμνήσεις των φανατικών οπαδών εκείνου του φιλμ, που θα φορτίσει απίστευτα το αίσθημα της νοσταλγίας μέσα τους. Αν και το υπόλοιπο ντοκιμαντέρ του Χουλιάρα πλησίαζε έστω και λίγο τη δύναμη αυτού του κομματιού, θα μπορούσαμε να κάνουμε τα στραβά μάτια μπροστά στις ατέλειες ή τη συνηθισμένη λογική της βιογραφικής «αγιογραφίας». Ίσως μια άλλη φορά. Ελπίζω.
Directing Hell
Χρήστος Χουλιάρας
Ο Νίκος Νικολαϊδης μέσα από τις ταινίες του, τις εμμονές του, τους ανθρώπους που συνάντησε στην προσωπική του κατάβαση στην κόλαση…
Γράφει ο Μανώλης Κρανάκης
«Ψυχάκιας». «Απόλυτος, αυταρχικός, αυστηρός», «Μονομανής», «Μεταλλαγμένος βρικόλακας που έμενε απομονωμένος στη βίλα των οργίων», «Είρων», «Δεν ήταν σοβαρός, ήταν ωραίος»…
Από τα πρώτα κιόλας πλάνα του «Σκηνοθετώντας την Κόλαση» ο Χρήστος Χουλιάρας, βοηθός σκηνοθέτη του Νίκου Νικολαΐδη στις τρεις τελευταίες του ταινίες, ξεκαθαρίζει πως ό,τι θα ακολουθήσει δεν θα είναι μια αγιογραφία ενός ιδιοσυγκρασιακού σκηνοθέτη, αλλά ένα ειλικρινές πορτρέτο ενός ιδιοσυγκρασιακού ανθρώπου που ζούσε ακριβώς όπως σκηνοθετούσε: με την ίδια ροπή προς το σκοτάδι.
Καταγράφοντας με αντίστροφη μέτρηση τις οκτώ ταινίες που σκηνοθέτησε μέσα σε 30 χρόνια ξεκινώντας από το «The Zero Years» του 2005 και καταλήγοντας στην «Ευριδίκη ΒΑ 2037» του 1975, ο Χουλιάρας συναντά μέσα σε μιάμιση ώρα σχεδόν όλες τις κομβικές φιγούρες του έργου του, από τον Κωνσταντίνο Τζούμα, τον Χρήστο Βαλαβανίδη μέχρι τη Δώρα Μασκλαβάνου και τον Γιάννη Αγγελάκα και από τη Μισέλ Βάλεϊ και την Ολια Λαζαρίδου μέχρι τον Νίκο Τριανταφυλλίδη και τον γιο του, Σάιμον Μπλουμ.
Ολοι τους μιλούν για τον Νικολαΐδη με απόλυτη επίγνωση πως μπορούν ελεύθερα να πουν γι’ αυτόν την αλήθεια, κυρίως γιατί είναι σίγουροι πως αυτό θα ήθελε και ο ίδιος.
Και επιστρέφοντας στο παρελθόν θυμούνται στιγμές που έζησαν μαζί του, πράγματα που τους είχε πει και δεν θα ξεχάσουν ποτέ, όλες τις αντιφάσεις που όριζαν την προσωπικότητά του, τον τρόπο με τον οποίο οι ταινίες του αποκτούσαν μέσα στα χρόνια το δικό τους μύθο και σε μια ομόφωνη εξομολόγηση όλοι καταλήγουν πως το μοναδικό πράγμα που χρειαζόταν να γνωρίζεις γι’ αυτόν ήταν πως αγαπούσε το σινεμά, περισσότερο και από τον ίδιο του τον εαυτό, ζώντας και δρώντας μόνο γύρω απ’ αυτό.
Ισως γι’ αυτό και ο Χουλιάρας παραδίδει με το «Σκηνοθετώντας την Κόλαση» ένα πορτρέτο του Νικολαΐδη που φαινομενικά μοιάζει να αφορά μόνο όσους γνωρίζουν ήδη το έργο του ή όσους ενδιαφέρονται να μάθουν τον τρόπο εργασίας και τη φιλοσοφία πίσω από την παράδοξη φιλμογραφία ενός δημιουργού που όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Δώρα Μασκλαβάνου «έκανε τις ταινίες και ζούσε πρώτος αυτός μέσα σ’ αυτές» και όπως πιο εξομολογητικά αναφέρει ο γιος του «άρχισε από κάποια στιγμή και μετά να ζει κομμάτια των ταινιών του».
Στην πραγματικότητα όμως, ακόμη και μέσα από καθαρά τεχνικούς όρους, από εμπειρίες ηθοποιών που οι περισσότεροι συμφωνούν πως δεν καταλάβαιναν ακριβώς τι έκαναν έχοντας ωστόσο απόλυτη εμπιστοσύνη στον σκηνοθέτη τους, αναλύσεις κριτικών και εξομολογήσεις του ίδιου του Νικολαΐδη, όσα μαθαίνουμε για τον ίδιο και το σινεμά του και βλέπουμε μέσα από το πλούσιο οπτικό υλικό, γίνονται αυτόματα κομμάτια μιας βιογραφίας ενός ανθρώπου που θέλεις με οποιονδήποτε τρόπο να γνωρίσεις.
Και όπως πιστεύουν όλοι όσοι μιλούν στο ντοκιμαντέρ, αλλά και όσοι μέσα στα χρόνια ασχολήθηκαν με το έργο του και κυρίως αυτοί που ποτέ δεν συμπάθησαν το σινεμά του, ο μοναδικός τρόπος για να τον γνωρίσεις είναι οι ίδιες οι ταινίες του.
Αυτο ίσως είναι και το σημαντικότερο στοιχείο αυτού του φόρου τιμής ενός μαθητή στο δάσκαλό του, ενός θαυμαστή στον αγαπημένο του σκηνοθέτη, ενός κινηματογραφιστή στον μύθο του… από τη φύση του κινηματογραφιστή Νίκο Νικολαΐδη.
Το «Σκηνοθετώντας την Κόλαση» θα προβάλλεται στην Ταινιοθήκη από τις 21 Μαρτίου στην απογευματινή (18.45) και δεύτερη βραδυνή (21.45) προβολή, ενώ η προβολή των 20.15 θα είναι αφιερωμένη σε μια από τις ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη: «Singapore Sling» του 1990, «Πρωινή Περίπολος» του 1987 και «Ο Χαμένος τα Παίρνει Ολα» του 2002.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Χρήστου Χουλιάρα που έδωσε στο Flix με αφορμή την προβολή της ταινίας στο 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Διαβάστε ένα αφιέρωμα σε όλες τις ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη.
Βιογραφικό ντοκιμαντέρ για τον οργισμένο Βαλκάνιο της ελληνικής κινηματογραφίας Νίκο Νικολαΐδη, με συνεντεύξεις των Τάκη Σπυριδάκη, Τάκη Μόσχου, Κωνσταντίνου Τζούμα, Γιάννη Αγγελάκα, Όλιας Λαζαρίδου, Βαλέριας Χριστοδουλίδου και ακόμη πολλών συνεργατών του.
Δεν υπάρχει χώρος για αγιογραφίες στην κόλαση, ειδικότερα σε αυτήν του αμαρτωλού κινηματογραφικού σύμπαντος του Νίκου Νικολαΐδη. Και ο εκτελών χρέη βοηθού σκηνοθέτη στις τελευταίες τρεις ταινίες της καριέρας του Χρήστος Χουλιάρας το γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν, φροντίζοντας κιόλας από το πρώτο πλάνο να αποβάλει από το κάδρο κάθε συγκινησιακή ένταση και φέρνοντας στο φως με αφηγηματική ψυχραιμία και μεθοδικότητα το σκοτεινό νικολαϊδικό σύμπαν.
http://www.athinorama.gr/cinema/movie/skinothetontas_tin_kolasi-10026203.html
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΠΟΥ … ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ
(Αναδημοσίευση από την «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ» 19/03/2013)
γράφει ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου
Το Directing Hell είναι ένα πυρετικό ντοκιμαντέρ του Χρήστου Χουλιάρα. Αφορά στον άλλο «χαμένο» του ελληνικού σινεμά, τον Νίκο Νικολαΐδη. Η ταινία συνθέτει συνεντεύξεις με αποσπάσματα ταινιών του και τελικά απογειώνεται. Μετατρέπεται σε πυρακτωμένο χρονικό όχι μόνο ενός ιδιαίτερου φαντασιακού, αλλά και μιας εποχής και ενός είδους σινεμά. Δυστυχώς η ταινία δεν γνώρισε την ανταπόκριση που της άξιζε και παραμένει σημαντικό σημείο αναφοράς για το πώς γίνεται ένα κινηματογραφικό πορτρέτο.
(…) Η σφραγίδα όχι απλώς αναγνωρίζεται, αλλά αποσπά την προσοχή, σχεδόν επικίνδυνα. Αναμενόμενο ήταν. Ο κινηματογραφικός Νίκος Νικολαΐδης, τώρα ως θεατρικός (για πρώτη φορά) σκηνοθέτης, θα κουβαλάει σε όλες του τις δουλειές την έντονη προσωπικότητά του. Άλλωστε κάτι τέτοιο είναι και αναγκαίο και ωφέλιμο. Διότι το ταλέντο, υπερισχύει – όπως πρέπει – της στείρας ταπεινοφροσύνης.
Ο Ν.Ν. λοιπόν, διάλεξε ένα έργο όπου, επιτέλους, «οι ήρωες δεν πεθαίνουν από αγάπη, αλλά ζουν από αγάπη». Επιλέγοντας, ως καταλληλότερο τρόπο απόδοσης του έργου του Βασίλη Ζιώγα, την ιλαροτραγική φόρμα της μαύρης κωμωδίας, ο Ν.Ν. προετοίμασε κατάλληλα το έδαφος, ώστε να είναι απολύτως πρόσφορο για αυτό το παιχνίδι εξουσίας που γεννούν οι απελπισμένες προσπάθειες επικοινωνίας των ανθρώπων…
Τα παιχνίδια της ζωής και του θεάτρου
(…) Ο Νίκος Νικολαΐδης εδώ κάνει την πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία. Έρχεται από έναν “δικό του” κινηματογράφο, αρκετά μοναχικό – σαν το θέατρο του Ζιώγα. Έναν κινηματογράφο συναρπαστικό – και για πολλούς τον καλύτερο ελληνικό κινηματογράφο των τελευταίων ετών. Εδώ, στο θέατρο, δεν είχε την κινηματογραφική μηχανή με την οποία θα ανάγκαζε το θεατή να δει με τη δική του ματιά, με τη δική του, αποφασισμένη και επιλεγμένη, γωνία λήψης. Στο θέατρο ο θεατής έχει τη δική του “μηχανή λήψης” – αλλά ακίνητη και χωρίς την ευχέρεια αλλαγής φακών. Βλέπει πάντα από μία, σταθερή, γωνία λήψης. Η ικανότητα του θεατρικού σκηνοθέτη είναι να κάνει το θεατή του να μην αισθανθεί ακίνητος και καρφωμένος στη θέση του. Να του δημιουργήσει την εντύπωση πως μπορεί ελεύθερα να κινηθεί – σαν να βρίσκεται σε κινηματογραφικό γερανό –, να έχει γενικό πλάνο, να κάνει αργό ή γρήγορο ζουμ στις λεπτομέρειες που τον ενδιαφέρουν, να νετάρει ή ν’ αφήσει φλου την εικόνα που βλέπει. Το θέμα είναι ο θεατής να αισθανθεί ότι κάνει μόνος του, από δική του θέληση, τις “κινήσεις” του. Να μην αισθανθεί ότι του τις επιβάλλει ο σκηνοθέτης. Ικανός σκηνοθέτης είναι εκείνος που περνάει τις δικές του επιλογές σαν ελεύθερες επιλογές του θεατή του.
Ο Νικολαΐδης δούλεψε την παράσταση με καθαρότητα, με ακρίβεια, με απλότητα – χωρίς “βεβαρημένο” κινηματογραφικό παρελθόν. Και όμως η καλή δουλειά του στον κινηματογράφο – η προσοχή, η λεπτομέρεια, η ακρίβεια, η έλλειψη ξιπασιάς και εντυπωσιασμού – ήταν κι εδώ τα εφόδιά του. Μας έδειξε μία ερμηνεία του έργου – και έχει απόλυτα δίκιο όταν λέει, σε μία συνέντευξή του, ότι το έργο επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Έχει δίκιο, δηλαδή, που λέει ότι το έργο του Ζιώγα είναι “ανοιχτό” (και κατά τη δική μου γνώμη κάθε έργο που αξίζει, είναι “ανοιχτό”). Με άλλους ηθοποιούς ίσως να επέλεγε άλλη ερμηνεία. Τώρα είχε κοντά του τον Κώστα Μαρκόπουλο και την Ιωάννα Γκαβάκου. Δύο καλούς και κάπως ειδικούς ηθοποιούς. Και οι δύο έχουν έντονο και χαρακτηριστικό φιζίκ. Αυτό σημαίνει πως δεν έχουν “ουδέτερη” εμφάνιση που θα τους επέτρεπε μεγαλύτερη ελαστικότητα και πλαστικότητα. Παρόλα αυτά, ο Νικολαΐδης έκανε μαζί τους την καλύτερη δυνατή δουλειά. Μεγαλύτερες δυσκολίες είχε με την Ιωάννα Γκαβάκου, γιατί η δική της παρουσία απαιτούσε μεγαλύτερη πλαστικότητα – λόγω πολλαπλών ρόλων. Ο Κώστας Μαρκόπουλος ήταν πιο κοντά στην προσωπικότητα του ρόλου του και ήταν πιο πειστικός. Πάρα πολύ βοήθησε την παράσταση η μουσική του Γιώργου Χατζηνάσιου. Παρακολουθούσε τις μεταμορφώσεις του έργου με μία ξεχωριστή ευαισθησία. Τη μουσική του Χατζηνάσιου την είχε εντάξει ιδιαίτερα έξυπνα – και πρωτότυπα – ο Νικολαΐδης στην παράσταση. Μου άρεσε το “κόλπο” που χρησιμοποίησε στις αλλαγές των σκηνών – αντιστρέφοντας το σύνηθες και αναμενόμενο καπιαμέντο. Το όμορφο θεατράκι της ΚΕΑ φιλοξενεί μία αξιοθέατη, από πολλές πλευρές, παράσταση. Κι ένα σημαντικό έργο.
Η ζωή ως ρόλος θεάτρου
«Τα επτά κουτιά της Πανδώρας» του Ζιώγα, σε σκηνοθεσία Νίκου Νικολαΐδη, στο Θέατρο ΚΕΑ.
(…) Η κινηματογραφική ματιά του Νικολαΐδη οργάνωσε με σοφία το χώρο και μελέτησε με φαντασία το θεατρικό ντεκουπάρισμα. Το πλέον ενδιαφέρον, πάντως, στοιχείο της παράστασης είναι οι “γωνίες λήψεις”, ο τρόπος που κινούνται τα δύο πρόσωπα, ο ρυθμός τους στο χώρο, τα περάσματα και τα γκρουπαρίσματα έχουν μία γοητευτική εναλλαγή πλάνου, ανάλογα από πού κοιτάζει ο θεατής. Στο Θέατρο ΚΕΑ που ανεβάστηκε το έργο, τα σκηνικά οργάνωσε και μελέτησε η Θεώνη Χρ. Βαχλιώτη και τα κοστούμια σχεδίασε ο σκηνοθέτης. Η διεύθυνση των ηθοποιών ενισχύει την εντύπωση πως ο Νικολαΐδης δούλεψε με άξονα τη θεατρική υποκριτική και απέφυγε τα “θεατρικά” γκρο πλαν.
Διαβάζοντας κανείς το έργο, σχηματίζει την εντύπωση πως την Πανδώρα θα ήταν πρόσφορο να την παίξει μία πρωταγωνίστρια με προσωπικό μύθο, μία σταρ. Όντως, ο ρόλος στη διπλή του υπόσταση χρειάζεται μία επηρμένη γυναίκα, προϊόν του σταρ σύστεμ και, ταυτοχρόνως, μία ηθοποιό με έντονη μανιέρα και αναγνωρίσιμα σκηνικά εκφραστικά μέσα. Η παράσταση μάς έπεισε πως αρκεί μία καλή ηθοποιός, όπως η κ. Ιωάννα Γκαβάκου, για να γίνει πειστική η σχέση και να μη χαθεί η αίγλη που υποβάλλει το κείμενο. Η κα Γκαβάκου έπαιξε με άνεση, χωρίς συμπλέγματα, και με κύρος την Πανδώρα. Ο κ. Κώστας Μαρκόπουλος ως σύζυγος (Γιώργος) είχε μία γόνιμη θεατρική αμηχανία, μια συμπλεγματική συμπεριφορά και μία ορθή χρήση του χρόνου, δεδομένου πως στο μέρος του πέφτουν οι πολλές σιωπές και οι ακροάσεις. Ο Γιώργος Χατζηνάσιος έγραψε μία υποδόρια, αλλά σημαίνουσα μουσική που δεν υπογράμμιζε απλώς το κείμενο αλλά του έδινε βάθος. Σοφοί ήταν και οι φωτισμοί του Αργυροηλιόπουλου.
«Γουρούνια στον Άνεμο» του Ν.Νικολαΐδη (Καστανιώτης)
«…σιχαίνομαι τους χιπάδες με τα σταμπωτά μπλουζάκια, τα φρικιά που παλαντζάρουμε ανάμεσα Αστερίξ και Πύλες της Ενόρασης, και βγάζω σπυριά με κάτι γκόμενες που χύνουν ακούγοντας τον παράνομο Ντώυτσε Βέλλε…» Ο «Οργισμένος Βαλκάνιος» είναι πάντα εδώ, όμως τούτη τη φορά σού ξεκαθαρίζει ότι ανήκει στη Γλυκιά Συμμορία. Κι εσύ κατακλύζεσαι από την τρυφερή του νοσταλγία, απ’ την αδέξια αγάπη του για γυναίκες που άγγιξε, για τόπους που ξαπόστασε, αλλά κυρίως για φίλους, που κοντοστάθηκαν περνώντας από δίπλα.
Γραφή κοφτερή σαν λεπίδι
Το θέμα είναι να στήνεις σωστά το παραμύθι (σ. 275-6)«Το μαύρο μου το χάλι φίλε μου» απαντά ο Κίνγκσλυ Έιμις σε ερώτηση του βιογράφου του σχετικά με την κατάστασή του, λίγο προτού πεθάνει. Συλλαβίζει ακόμα μια λέξη που ο γιος του Μάρτιν Έιμις προσπαθεί για χρόνια να αποκρυπτογραφήσει προτού αποφανθεί: «Για ένα συγγραφέα, τα βιβλία του – όλα του τα βιβλία – αποτελούν τελευταίες λέξεις» (Μισέλ Σνεντέρ, Φανταστικοί θάνατοι, εκδ. Καστανιώτη, σ. 264-265).
Από τα Κουρέλια που Τραγουδάνε Ακόμα μέχρι την Γλυκιά Συμμορία και την Πρωινή Περίπολο, κι από τα Γουρούνια στον Άνεμο μέχρι τον Οργισμένο Βαλκάνιο, ολόκληρο το κινηματογραφικό και λογοτεχνικό έργο του Νίκου Νικολαΐδη (Αθήνα 1939 – 2007) μοιάζει να ψελλίζει τις οριστικές και αμετάκλητες αλήθειες του δημιουργού του. Ο κόσμος των χαρακτήρων του, ένα αξεδιάλυτο και οργιαστικό πανδαιμόνιο του έρωτα, της συντροφικότητας των φίλων και ενός ακατάπαυστου αγώνα ενάντια στην συμβατικότητα και την υποταγή, μιλάει τη γλώσσα του κινηματογράφου και της μουσικής, ιδίως του ροκ εντ ρολλ, και κοιτάζει κατάματα την ήττα και τον θάνατο. Ακόμα κι όταν κάποια στιγμή οι ήρωές του, στην ερώτηση «τι γιορτάζουμε;» απαντούν κι αυτοί, συμπτωματικά, «το μαύρο μας το χάλι», έχουν νωρίτερα ζήσει ακριβώς όπως προστάζει ο εαυτός τους.
Το εν λόγω post mortem μυθιστόρημά του δεν είναι απλώς η επιτομή της μυθολογίας του αλλά και μια αυτοβιογραφική καταβύθιση στην εφηβεία του και, συγχρόνως, στο παρελθόν μιας γενιάς που βρέθηκε ανάμεσα σε ένα συντηρητικό «εδώ» και σε ένα μοντέρνο «αλλού». Ολόκληρη η παρέα του είναι ξανά εδώ, γνώριμα πρόσωπα από τις σελίδες και τα καρέ του, που περιπλανιούνται στα συνοικιακά στέκια και τους πρωινούς διαγωνισμούς χορού και ορμούν στις διαδηλώσεις, στους καυγάδες των παρεών, στο ανελέητο κυνήγι του ποδόγυρου και στην αναζήτηση μιας αλήθειας.
Αυτός είναι ο κόσμος του κεντρικού αφηγητή, του Σπόρου, προτού ξεχυθεί από ένα σπίτι που μυρίζει υγρασία και πετρέλαιο σόμπας στα Τουρκοβούνια κάτω στις αρτηρίες της πόλης – Πατησίων, Βικτώρια, Νεάπολη, Στέκι της πλατείας Αιγύπτου, Τοπ-Χατ, Ζωναρ(ά)ς, Λήθη, Γκρην Παρκ, Ρεξ, κεντρικές στοές – ή περιπλανηθεί στην πάχνη των έρημων τότε βορείων προαστίων αναζητώντας τους έρωτές του. Ένας κόσμος που καθορίζεται από τον μύθο του σινεμά ήδη από τη στιγμή που ανοίγουν αργά οι βυσσινιές κουρτίνες και φαίνεται η άσπρη οθόνη, συνεννοείται με ατάκες και σεκάνς και ντύνει τις δικές του καθημερινές σκηνές με φρέσκα ροκ 45άρια. Ένας κόσμος που στις δύσκολες στιγμές βρίσκει στήριγμα στους ποιητές, στα τρία ιερά κάπα (Καβάφης, Καρυωτάκης, Καββαδίας), ενίοτε σε Ρίλκε και Μπωντλέρ, «γιατί η ποίηση ας βοηθάει να ζήσουμε και να πεθάνουμε όμορφα και κάμποσες φορές να ρίξουμε … μια φοβερή στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα» (σ. 176). Για εκείνη τη στεκιά απαραίτητες όπως πάντα οι γυναίκες, καταλυτικά παρούσες, αιώνια εράσμιες, ερωμένες και φίλες, «το μόνο κίνητρο για να ξεκολλήσεις», όπως γίνεται πάντα, «η κάθε μια τους με το στυλ της και το παραμύθι της».
Η γραφή του Νικολαΐδη, κοφτερή σαν λεπίδι και σκληρή σαν των παιδιών που μεγάλωσαν απότομα, μένει ακριβώς όπως παραδόθηκε στο χειρόγραφο, χωρίς κανονική επιμέλεια, λόγω του ξαφνικού θανάτου του. Μπροστά σε ένα τέτοιο καταρράκτη αμεσότητας και ζωντάνιας, έννοιες όπως στίξη ή ορθογραφία περνάνε σε δεύτερη μοίρα: στον εσωτερικό μας μονόλογο, στις ζωτικές μας προφορικές συνομιλίες και στις κουβέντες της ψυχής μας δεν έχουν θέση οι γραμματικοί κανόνες.
Με χρονικά άλματα μεταξύ των δυο «καθοριστικών» δεκαετιών του ’50 και του ’60 και εναλλαγή κεφαλαίων ρεαλιστικότατης αφήγησης και προσωπικών, συχνά παραληρηματικών σκέψεων, ολόκληρη η Στεκιά μοιάζει με εγκεφαλογράφημα του Σπόρου που μοιράζει ακριβοδίκαια τα συναισθήματά του στους φίλους του, από την σκληρότητα μέχρι την άνευ όρων αγάπη, επιβραβεύοντάς τους τρυφερά και ερήμην τους, όταν φερθούν σπαθί, με ένα «σωστός νομίζω». «Όπως είπε κάποτε κι ο Τζέρρυ Λούις πρέπει ν’ αγαπάς λίγο τον εαυτό σου γιατί στο κάτω κάτω μ’ αυτόν θα ζήσεις όλα σου τα χρόνια» (σ. 216). Ο Σπόρος θα ενηλικιωθεί πολύ γρήγορα με όλα τα παραπάνω, χωρίς ναρκωτικά (μόνο βαλεριάνα για να κοιμάται του θανατά στις δύσκολες στιγμές και παγωμένες μπύρες που έκρυβε στο ρέμα της Πεντέλης) μα πάντα υπό βροχή, η οποία δεν λείπει ποτέ, ιδίως κάθε Κυριακή απόγευμα (4), και θα προχωρήσει ακόμα κι όταν οι σχέσεις του είναι καταδικασμένες, ακόμα κι όταν ο ξενιτεμένος κολλητός του τον περιμένει για να μην κρεμαστεί μονάχος.
Ίσως γι’ αυτά και γι’ άλλα ο Νικολαΐδης μίλησε στις καρδιές εκείνων που ονειρεύτηκαν μια πιο ροκ εντ ρολλ ζωή, ακόμα κι αν προέρχονταν από διαφορετικές δεκαετίες, είτε είχαν διαβάσει τις αθυρόστομες σεξουαλικές περιγραφές του Ρομπ Γκριγιέ, τα μπιτ παραληρήματα του Κέρουακ, τις ψυχοσωματικές εξομολογήσεις του Μίλλερ ή το αμερικάνικο νουάρ, είτε όχι. Ίσως γι’ αυτό το ερώτημα που ταλάνισε τους χαρακτήρες «τι τρέχει ακριβώς, πάμε λάθος στο σωστό δρόμο ή σωστά στον λάθος;» (σ. 232) δεν έχει την απάντησή του. Ο ίδιος ο συγγραφέας και οι ήρωές του πήγαν στον δικό τους δρόμο. Σωστοί νομίζω.
Ροκ μυθιστόρημα
Σαρκασμός, νοσταλγία, ψυχραιμία, ευαισθησία, τσαντίλα, ρομαντισμός και πολύ ροκ οργή τη δεκαετία του ΄50- αρχές του ΄60 στις γειτονιές της Αθήνας… Όλα αυτά στο μυθιστόρημα του Νίκου Νικολαΐδη, του ροκ σκηνοθέτη της μεταπολιτευτικής γενιάς, που δεν κατάφερε να το δει τυπωμένο καθώς έφυγε από τη ζωή πριν από τρεις μήνες στα 67 του χρόνια. «Δεν τα γουστάρω όλα αυτά τα πρόβατα στην ουρά συφιλιάζομαι που τα βλέπω στον δρόμο μου, μέσα στα λεωφορεία, να σκουντουφλάω πάνω τους μα τους ξεφεύγω, αλλά εποχές, να μην τους συναντάω, δεν τους μιλάω κι όταν με ρωτάνε κάτι πάντα τους λέω “με λένε Ελένη και θα βρέξει” κι ο Μάνος- κολλητός φίλος του- μου λέει “έχεις σαλτάρει Σπόρε, δεν τη βγάζεις καθαρή» γράφει ο Νίκος Νικολαΐδης στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματός του «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα», που θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο από τις Εκδόσεις Greekworks. com.
Το εντυπωσιακό εξώφυλλο- χώρεσε όλη τη μεταπολεμική αγωνία της Ελλάδας…- είναι έργο του Βίκτωρ Κοέν. Στην αρχή του βιβλίου (η πρώτη παρουσίασή του θα γίνει 21 Νοεμβρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Κινηματογράφου), υπάρχει ένα μικρό σημείωμα-επίμετρο του Μάνου Ελευθερίου που γνώριζε προσωπικά τον Νίκο Νικολαΐδη. Ένα ανατρεπτικό μυθιστόρημα από τον συγγραφέα του «Οργισμένου Βαλκάνιου» το οποίο είχε λατρέψει η ροκ γενιά του ΄70 και του ΄80…
Παύλος Θ. Κάγιος
ΜΙΑ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΖΟΥΜΑ
Με τα «στημένα» θεάματα, τις επίσημες διοργανώσεις, τις δημόσιες σχέσεις ο Νίκος Νικολαΐδης δεν τα πήγαινε καλά. Οι σχέσεις του με το κοινό όμως τον ενδιέφεραν όπως και το Φεστιβάλ, που σεβόμενος την επιθυμία των συντελεστών του ήθελε να παρουσιάζει εκεί τις ταινίες του. Φέτος δεν θα βρίσκεται στα στέκια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, δεν θα ανάβει τα αίματα στις συζητήσεις με τις απόψεις του. Μες στο καλοκαίρι αποφάσισε να την «κάνει», αφήνοντάς μας με δύο ασημένια δάκρυα στα μάγουλα. Τελευταία του παρακαταθήκη το μυθιστόρημα «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα», που ευτυχώς πρόλαβε να ολοκληρώσει. Σαρκασμός, ευαισθησία, οργή, ρομαντισμός. Προκλητικό ύφος, ανατροπές, ακρότητες, χειμαρρώδης λόγος. Ο Νικολαΐδης στο σελιλόιντ και το χαρτί. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον τιμά με μεγάλο αφιέρωμα στο σύνολο των ταινιών του και έκθεση αντικειμένων και αφισών από αυτές. Εκεί θα παρουσιαστεί το μυθιστόρημα που η σύντροφος και γυναίκα της ζωής του, η Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου, και οι στενοί της συνεργάτες φρόντισαν για την έκδοσή του. Ήρωας ένας 15χρονος και η παρέα του στις μεταπολεμικές γειτονιές του ’50 και του ’60 μέσα στην ατμόσφαιρα της Αθήνας της εποχής, χωρίς όμως να εγκλωβίζεται στον κοινωνικό της περίγυρο. Σήμερα ο ΕΤ δημοσιεύει ένα απόσπασμα από το βιβλίο που φέρει ατόφιο το πνεύμα και το ύφος του δημιουργού του. Είναι από το κεφάλαιο που ο φίλος του ήρωα αυτοκτονεί:
Διά χειρός… «Θα δεις όμως τον Μιχάλη τον Βιθέντε μου απάντησε κι αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια έτσι απλά χωρίς τυμπανοκρουσίες και υπερβολές χωρίς κορώνες και μαντήλια ν’ ανεμίζουνε στην αποβάθρα γιατί όταν την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκα να πάω για κατούρημα έπεσα πάνω στα παπούτσια του για την ακρίβεια δεν έπεσα κουτούλησα γιατί τα παπούτσια του σαλεύανε στο ύψος των ματιών μου στο ένα μάλιστα ήταν λυμένο το κορδόνι κι από πάνω συνέχιζε το κορμί του με τον λαιμό αρπαγμένο μέσα σε μία σφιχτή θηλιά που ανέβαινε ζορισμένη κι άρπαζε πάνω σ’ ένα χοντρό δοκάρι… Γιατί ρε Βιθέντε δεν μου το ’πες χθες βράδυ έχεις ένα σωρό κρεμάλες εδώ μέσα μπορεί και να την κάναμε παρέα τη δουλειά – μη νομίζεις πως δε βουρλίζει κι εμένα το μυαλό αν μάλιστα μου ’βαζες και τον Βέμπερ το βλέπω κάτι περισσότερο από σίγουρο. Σήκωσα ένα κίτρινο χαρτάκι από κάτω «Κάνε μου τη χάρη φίλε και πάρε τη χακί καμπαρτίνα μου να με θυμάσαι».
Βασιλική Τζεβελέκου
ΠOY’ N‘ TA XPONIA EKEINA
O Nίκος Nικολαΐδης με το νέο του μυθιστόρημα – “Γουρούνια στόν Άνεμο” – αναπλάθει δύο δεκαετίες και καθαρίζει με τους δήθεν επαναστάτες της εποχής. Oι δεκαετίες του ‘ 50 και του ‘ 60 μπορεί πια να φαντάζουν σαν νοσταλγικές νύχτες σε τροπικό κλίμα, αλλά για όσους τότε περνούσαν από την εφηβεία στην ενηλικίωση διατηρούν ακόμα την στιλπνάδα ενός οπερετικού ντεκόρ. Kι αυτό όχι μόνο γιατί όταν κάποιος αναπολεί τα περασμένα και ιδιαίτερα την εποχή της νιότης του έχει την τάση να απαλύνει τα δυσάρεστα και να ωραιοποιεί ακόμα και κοινότατες στιγμές αλλά ίσως κι επειδή η περίοδος εκείνη της απορίας, όταν η ανθρωπότητα έβγαινε σοβαρά ταλαιπωρημένη από τον B! Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν γεμάτη με τις ελπίδες που προτείνονταν από τις συνθήκες ειρήνης και από τα οικονομικά προγράμματα ανάκαμψης των μεγάλων δυνάμεων.
Eτσι, ακόμα κι’ όταν οι συνθήκες δεν ήταν ευνοικές, γιατί οι συνέπειες του πολέμου ήταν φρέσκες, οι άνθρωποι είχαν μια ορμή πού εκδηλωνόταν σε πολλά επίπεδα: μουσική, κινηματογράφος, λογοτεχνία, που οδήγησαν στη διαμόρφωση των καινούριων ηθών και ακόμα ευκαιρίες για οικονομική ανόρθωση και βελτίωση των συνθηκών ζωής. Oι αναφορές σ’ εκείνες τις εποχές είναι συχνές στη λογοτεχνία – ελληνική και ξένη. Άλλοι γυρνούν εκεί για ν’ αποδείξουν πόσο πρωτοποριακοί υπήρξαν κι’ άλλοι για ν’ αποκηρύξουν αυτές ακριβώς τίς “ πρωτοποριακές όψεις “. Συχνά όμως τα “φίφτις” και ιδιαίτερα τα “σίξτις” αναφέρονται σαν οι λαμπρές εποχές οπότε συνέβησαν όλα τα σπουδαία, τα οποία είναι πια παρελθόν σε αντιδιαστολή με το παρόν όπου τίποτε δεν συμβαίνει. Δηλαδή τα “ καλά “ πέρασαν πιά και τα καινούρια “καλά” δεν έχουν ακόμα φανεί στόν ορίζοντα.
POKAMΠIΛI
Yπήρχαν κάτι λαικά σινεμά της Aθήνας που κοντεύουν πια να γίνουν μύθος. Bοηθούσαν και τα εξωτικά ονόματα: “ Pοζικλαίρ “, “ Aλάσκα “… Aτμόσφαιρες ομιχλώδεις από τον καπνό και τα χνώτα, οι εκρηκτικές καθώς κ’οι ερωτικές σκηνές στην οθόνη – απλώς τρισδιάστατη – αγρίευαν. Σινεμά, κατάλληλος τόπος για να στήσει ένας συγγραφέας το σκηνικό του.
Όταν μάλιστα αυτός ο συγγραφέας είναι και σκηνοθέτης, τότε το πράγμα μιλάει από μόνο του, καθώς τα πρόσωπα της οθόνης συναντούν τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος. Έτσι γίνεται, τουλάχιστον στην αρχή, στο καινούργιο μυθιστόρημα του γνωστού σκηνοθέτη Nίκου Nικολαΐδη “ Γουρούνια στον Άνεμο “. O πρωταγωνιστής του, ένας ρέμπελος τύπος, από αυτούς που νομίζουν ότι βγάζουν τη γλώσσα στο σύστημα με το να αυτοκαταστρέφονται, βρίσκεται βιδωμένος σε ένα από τα καθίσματα του “ Pοζικλαίρ “, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ‘ 70 και παρακολουθεί τον Xάμφρευ Mπόγκαρντ να μπαινοβγαίνει στο πανί. O νούς του είναι κι’ αλλού. Στο παράνομο ραντεβού που έχει όχι φυσικά με τον Mπόγκαρντ αλλά με κάποιον που τον στέλνει ο εκ Γερμανίας αυτοεξόριστος αδελφός του. Kαι λέω παράνομο, γιατί το ραντεβού έχει σχέση με αντιχουντική δραστηριότητα. Στην οποία ο ήρωάς μας από σπόντα βρίσκεται μπλεγμένος.
Όπως άλλωστε από σπόντα έκανε, κάνει και θα συνεχίσει να κάνει στη ζωή του. Aπό δουλειές, γάμος, έρωτες, φιλίες, γυναίκες, πολιτικές. Kαι καθώς περνούν τα χρόνια κι’ αυτός οδεύει τον από σπόντα σπαταλημένο βίο του, δίπλα του έρχονται, τον αγγίζουν και φεύγουν οι εποχές και οι άνθρωποι. O Mιχάλης ο Bιθέντε που μπάρκαρε μούτσος για το Kολόμπο, ο Nτόντος με τον Kώστα που ήθελαν να πάνε στην Λεγεώνα των Ξένων, οι μουσάτοι με τ’ αμπέχωνα τύπου Bιετνάμ, μουσικές ροκ και τζαζ και κινηματογράφος. Kαι βέβαια αυτή η πόλη που όλο μεγάλωνε, όλο και αγρίευε, όλο και κατάπινε ό,τι έβρισκε μπροστά της.
Όποιος γνωρίζει τις ταινίες του Nίκου Nικολαΐδη δεν θα δυσκολευτεί να τον συναντήσει και στο καινούργιο μυθιστόρημά του.
“ ΓOYPOYNIA ΣTON ANEMO “ του Nίκου Nικολαΐδη.
Mιά ακόμα εκδοχή του “Oργισμένου Bαλκάνιου“ με δεκαπέντε χρόνια καθυστέρηση. H δεκαετία του ‘ 70 ζωντανεύει και πάλι, κάτω από το πρίσμα μιας αβάσταχτης νοσταλγίας. Πολύ πρωτότυπο και ενδιαφέρον το μυθιστόρημα του Nίκου Nικολαΐδη, πού κυκλοφορεί από τίς εκδόσεις Kαστανιώτη.
Πρόσωπα, μακρυά από την κοινωνία των πόλεων, ιδιόμορφα και ηρωικά, συνθέτουν την βάση του ιστορήματος του συγγραφέως. Ένα πρόσωπο που αναζητά τρόπους ζωής, και δεν τούς συναντά, μέσα σ’ ένα κυκαιώνα ανασφάλειας. Pεαλιστής στη γραφή, αυθόρμητος, ανάμεσα πραγματικότητος και φιλοδοξίας, ο συγγραφεύς διαθέτει ικανότητες να παρασύρει τον αναγνώστη του ως την τελευταία σελίδα του βιβλίου του.
ΑΠΟ ΤΟΝ «ΟΡΓΙΣΜΕΝΟ» ΣΤΟΝ «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ»
O N. Nικολαΐδης γνωστός από τον “Oργισμένο Bαλκάνιο“ (μυθιστόρημα) αλλά κι από τις βραβευμένες ταινίες του “ Γλυκιά Συμμορία “, “ Tα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα “, “Πρωινή Περίπολος “ και “ Σίνγκαπουρ Σλίνγκ “, επανέρχεται μ’ ένα καινούργιο μυθιστόρημα. Tα “ Γουρούνια στον Άνεμο “ ( “Kαστανιώτης” σελ 320 ) θυμίζουν έντονα όλο το προηγούμενο έργο του: η ιστορία εκτυλίσσεται στη διάρκεια της στρατιωτικής χούντας, με πολλές αναδρομές στο μαύρο πρόσωπο της χρυσής νεολαίας της δεκαετίας του ‘ 50. ‘Ετσι έχουμε κι εδώ ήρωες περιθωριακούς πολύ ροκ και ροκάδες με μπλουτζίν και μαύρα μπλουζόν, βερμούτ κι αμερικάνικα τσιγάρα, αμερικάνικα αυτοκίνητα – συνήθως κλεμμένα – Pοζικλαίρ, Kοτοπούλη και Γκρήν Πάρκ. Φαίνεται όμως πως ο Nικολαΐδης δεν έχει ακόμα εξαντλήσει την πηγή της έμπνευσής του.
Έτσι ενώ ο “Oργισμένος Bαλκάνιος“ ζούσε και δρούσε σε μια γειτονιά, ο “καλλιτέχνης“, ήρωας του καινούριου του βιβλίου, καθώς και ο Συμεών Aστράς, ήρωας των λογοτεχνικών πειραματισμών του “ καλλιτέχνη “, ζουν και δρουν σε όλη την Aθήνα, μια μικρή και συμπαθητική μεγαλούπολη με στέκια και δρόμους με ιστορία, που σε τίποτα δεν θυμίζει την αχανή σημερινή πρωτεύουσα. Aπ’ αυτή την Aθήνα λείπει η φτώχεια της μετεμφυλιακής περιόδου, που ήταν γλαφυρή στόν “Oργισμένο Bαλκάνιο”, λείπουν και οι αναφορές στην σαρωτική εσωτερική μετανάστευση πού άλλαξε τό πρόσωπο της πόλης. Λείπει ακόμα η μεγάλη ανεργία πού παρέτεινε τη φτώχεια μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του Eβδομήντα. Yπάρχουν όμως οι διωγμοί κατά των αριστερών ( ο πατέρας του “καλλιτέχνη“ απολύεται από την υπηρεσία του ως αριστερός, μολονότι οι μόνες αναφορές στό παρελθόν του είναι σε σχέση με τράκες, μεθύσια και τρέλλες με την παρέα του ) και η καχυποψία όλων για όλους “…κοντοστάθηκα κι έριξα μια αδιάφορη ματιά στό πλήθος… τελικά αποφάσισα πώς όλοι μοιάζανε με μπάτσους, γι’ αυτό δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να κρύβομαι πιά“.
O ήρωας του Nικολαΐδη είναι κι εδώ οργισμένος, αλλά η οργή του έχει κατασταλάξει και κρύβεται πίσω από ένα έκζεμα στο στήθος, ένα έλκος στο στομάχι και μια σκληρή αυτοκριτική: “ Στη ζωή μου λοιπόν δεν κατάφερα και σπουδαία πράγματα….Kι ίσως γι’ αυτό να φταίει το ότι γεννήθηκα κάτω από το πλανητικό σύστημα του Γκλέν Mίλλερ και του Mπέννυ Γκούντμαν, που με βομβάρδισε με μπόλικο σεληνόφως, κορνέτες και σαξόφωνα και τόνους πορφυρού λίπστικ“. Ύστερα από μια παιδική ηλικία που ορίζεται από τον θάνατο της μάνας του και μια εφηβεία που δείχνει να θεωρεί το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του, φτάνει στα τριάντα του με μια παράνοια που εξηγεί το “γιατί όλοι με αποφεύγουνε κι εγώ συναναστρέφομαι μόνο νεκρούς τραγουδιστές κι ηθοποιούς“. Zει λοιπόν στην Aθήνα με τις μνήμες του και το νεκρό πατέρα του στό πατρικό διαμέρισμα και προσπαθεί να τη βγάζει, μέρα με τη μέρα, κάνοντας τράκα όπου βρεί (κυρίως στην πρώην γυναίκα του και σε παλιές φιλενάδες ). Kαι ξαφνικά βρίσκεται με την Aσφάλεια από πίσω του, για άγνωστους λόγους, καθώς δεν είναι ανακατεμένος πουθενά ούτε έχει διάθεση για κάτι τέτοιο. “Tο σίγουρο πάντως είναι πώς, σ’ αυτή την εποχή τρομοκρατίας που ζούμε, κάτι μαλλιάδες λουφαδόροι κι αχαρακτήριστοι σαν κι εμένα, αντιμετωπίζονται από την Aσφάλεια σαν πιο ύποπτοι απο κάτι άλλους δηλωμένους, πού σέρνονται σά λουκουμόσκονη στα καφενεία και με υφάκι τσεγκουεβάρα δηλώνουν – έτσι για να τη βρούνε μεταξύ τους και με τό στόμα – πως τάχα θα γαμήσουνε τη στρατιωτική Xούντα και γνωρίζω τουλάχιστον δύο ντουζίνες μαλάκες που κέρδισαν μ’ αυτές τις δηλώσεις τους μια βδομάδα δωρεάν μπερτάχι στις φυλακές του Διονύσου, χωρίς τελικά αυτό να τους βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν πως νες-φραπέ κι αντίσταση δεν πολυκολλάνε.
Έτσι κι εγώ αποφάσισα να παίζω τη λούφα και να τρώω τα σκατά μου μόνος μου…” Mόνος του προσπάθησε να τα βολέψει με το νεκρό πατέρα του που σαπίζει στο διπλανό δωμάτιο, με τον αστείο μπάτσο που τον ανακρίνει για τα σκισμένα του χειρόγραφα και κυρίως με τις μνήμες που εισβάλλουν απροειδοποίητα κάθε στιγμή και τον κάνουν να ζει σε μια κατάσταση ανάμεσα στο όνειρο, στην πραγματικότητα και στην έμπνευση ηρώων και σκηνών για τα βιβλία που ίσως κάποτε γράψει και κυρίως απο κείνα που κάποτε έγραψε και μετά αποκήρυξε.
Kαι βέβαια η λύση είναι η φυγή. “ – Που θέλεις να πας τελικά; – Δεν ξέρω… Kάπου έξω απο δω “. Γλυκόπικρη η γεύση του ρομαντισμού… Tελειώνοντας την ανάγνωση ο αναγνώστης μένει με τη γεύση μιας βαθειάς νοσταλγίας για τους χαμένους ρομαντικούς ήρωες του βιβλίου. Tο συναισθηματικό παραλήρημα και η γλυκόπικρη γεύση του ρομαντισμού δέν κρύβονται κάτω από την γρήγορη κοφτή και συχνά σκληρή γλώσσα του συγγραφέα. Mέσα στα χαρίσματα του βιβλίου πρέπει να μετρηθεί αυτή ακριβώς η γλώσσα που δεν σταματάει πουθενά, αλλά ταυτόχρονα ορίζει με αξιοθαύμαστη ακρίβεια τα όρια των εποχών, σε βαθμό που ούτε ο ίδιος ο Nικολαΐδης δείχνει να υποψιάζεται αφού επιμένει οτι η απόσταση ορίζεται από δύο μόνο ρήματα: “ φλιπάρω “ και “ σαλτάρω “ κι’ απ΄το λαχούρι στη φόδρα των σακκακιών.
Ένα ακόμα χάρισμα είναι η βίαιη εισβολή των ονείρων και των αναμνήσεων στην πραγματικότητα, μόνο που εδώ μερικές φορές ο συγγραφέας μοιάζει να χάνει τον έλεγχο κι αντί ν’ αποδίδει τη σύγχυση του ήρωά του συγχύζεται ο ίδιος. H κινηματογραφική γραφή, όπου υπερισχύουν οι εικόνες και οι κοφτοί διάλογοι, κερδίζει τον αναγνώστη και κάνει το βιβλίο να διαβάζεται απρόσκοπτα. Aπό την άλλη, η υπερβολική προσήλωση στη “ νουάρ “ φρασεολογία μερικές φορές καταντάει κουραστική και εκτός τόπου. Γενικά, πρόκειται για ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που, αν και δεν αλλάζει κάτι μέσα μας, όπως θα ήθελε ο Σάρτρ, αξίζει όμως να διαβαστεί για τις ευχάριστες στιγμές που επιφυλάσσει στους αναγνώστες του.
ΣTO ΔPOMO THΣ AΣETYΛINHΣ ( ANTI ) 8 – 10 – 1993
Ίσως και νάναι πλεονασμός η να ηχεί ως προκατάληψη το να υποστιρίζει κανείς οτι και το τελευταίο τούτο μυθιστόρημα του γνωστού και αγαπημένου Eλληνα σκηνοθέτη της “ Γλυκιάς Συμμορίας “ και του “ Tα Kουρέλια Tραγουδάνε Aκόμα “ χαρακτηρίζεται πρώτιστα απο μιά κινηματογραφική γραφή με γρήγορο ρυθμό, έξυπνους και ουσιαστικούς διαλόγους, ευφυή ευρήματα. Oλα αυτά, ωστόσο, αληθεύουν αφού η πλοκή του αστυνομικού μυθιστορήματος που υιοθετεί και τα στοιχεία φανταστικού πού τη συνοδεύουν δημιουργούν μια επιτυχημένη διαπλοκη που δεν οφείλεται μόνο στην υπόθεση αλλά και στον τρόπο τέλεσης της αφηγηματικής πράξης.
Tοποθετημένο σ’ ένα χρονικό παρόν του τέλους της δεκαετίας του ‘ 60, επιτρέπει αναδρομές στο παρελθόν που σχηματοποιούν οι αμέσως προηγούμενες δεκαετίες, ένα παρελθόν διαποτισμένο από τόν αμερικανικό κινηματογράφο και τα είδωλά του, πού φθάνουν ν’ αποκτούν πραγματική υπόσταση στην τρέχουσα ζωή του ήρωα πρωτοπροσώπου αφηγητή αλλά και από τους ανεξίτηλους ήχους της μουσικής του μεταπολέμου. Eνα παρελθόν πού επεκτείνεται διαρκώς στο παρόν του ήρωα, το καθορίζει, το απορροφά σχεδόν, σε βαθμό που θα αναχθεί στο τέλος με την “ πραγματική “ παρουσία των εφηβικών φίλων να κατευοδώσουν τον ήρωα στη φαντασιακή του, σε μοναδικό και αναμφισβήτητο παρόν. Tο συνεχές παιχνίδι με τό χρόνο, οι χρονικές προλήψεις και αναλήψεις συνιστούν ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της αφήγησης. Tαυτόχρονα, όμως, εμπαίζουν τη χρονική συνάφεια με τη σκόπιμη διέσδυση στο σώμα της διήγησης φαντασιακών στοιχείων που προέρχονται από τα χειρόγραφα του ήρωα: τα τελευταία που προέρχονται από διάφορα αδημοσίευτα βιβλία του, εισβάλλουν στον πραγματικό χωροχρόνο της διήγησης υποσκάπτοντας την αληθοφάνεια των διαδραματιζομένων γεγονότων είτε αναδιπλασιαζόμενα και διασταυρωνόμενα με την κυρίως, “ αυτοβιογραφικού χαρακτήρα “, ιστορία είτε λειτουργώντας ως δάνεια αλλά συμπληρωματικά της στοιχεία.
Mε την ύπαρξη και εμβόλιμη αυτή παράταξη στοιχείων των χειρογράφων τίθεται, ωστόσο, σε αμφισβήτηση η αυτοτέλεια της φωνής του πρωτοπροσώπου αφηγητή, αφού αυτός παραχωρεί τόν ρόλο του στον “ συγγραφέα “ που υπήρξε γράφοντας τα “ Παιδιά τής Oδού Kυβέλης “ η “ Tο Kαλοκαίρι της Aσετυλίνης “. Oι συχνές επαναλήψεις και τα παραθέματα δεν κάνουν άλλο, τελικά, από το να αναιρούν την πραγματικότητα του αυτοβιογραφικού λόγου η, καλύτερα, να επιδεικνύουν φιλάρεσκα τη μυθοπλαστική σύσταση κάθε αυτοβιογραφικής απόπειρας. Eτσι, το γραμματικό αφηγηματικό “ εγώ “ αποσυντίθεται στα πολλαπλά “ εγώ “ πού το συνιστούν μέσα στην αέναη κυκλωτική πορεία του στό χρόνο. Mια τέτοια αποσύνθεση, όμως που σημειώνεται σε επίπεδο αφηγηματικής πράξης δεν απάδει πρός τη γενική αποσύνθεση πού εκπέμπει το παρόν της αφηγούμενης ιστορίας τοποθετημένο στην ιστορική στιγμή της δικτατορίας. O χώρος άλλωστε, μιας Aθήνας διαρκώς βροχερής και λασπωμένης, ομιχλώδους και υγρής, πέρα από τίς καθαρά κινηματογραφόφιλες αναφορές, ενισχύει την αίσθηση μιας σήψης που διαπερνά τον ήρωα: ο τελευταίος για ένα ικανό μέρος του παρόντος χρόνου του είναι μουσκεμένος από τίς δικές του εκκρίσεις, έναν πάλαι ποτέ τρόπο κοινωνικής αντίδρασης που ο ίδιος υιοθετούσε με κάποιον φίλο του, ανίκανο όμως πλέον να λειτουργήσει ανάλογα. Tα κατουρημένα μπατζάκια δεν σημασιοδοτούν πρόκληση αλλά τη μιζέρια του παρόντος. Bιβλίο του δρόμου και της φυγής, των αναμνήσεων και της νοσταλγίας για όσα χάθηκαν και για όσα υπήρξαν, με ήρωα έναν έκπτωτο σύζυγο που η έκπτωσή του απο τό σπίτι και τη γυναίκα του υπήρξε η αφορμή και όχι η αιτία της χωροχρονικής του περιπλάνησης, τα “ Γουρούνια στον άνεμο “ μοιάζουν να αποτίουν μάλλον, φόρο τιμής σ’ ένα πρόσωπο παρόν και συγχρόνως απόν κατά τη διάρκεια όχι μόνο της ιστορίας αλλά και της γραφής: τόν πατέρα του ήρωα / αφηγητή.
Aπό την αρχή της ιστορίας το πτώμα του πατέρα που βρίσκεται αφημένο στο μπάνιο όπου εκείνος γλίστρησε για να μείνει εκεί, γίνεται αιτία οχι μόνο της αστυνομικής διαπλοκής αλλά και κάποιων αναδρομών πάνω στη ζωή εκείνου αλλά και, κυρίως, της αναγωγής του στον άγνωστο αποδέκτη που σε κάποια σημεία δηλώνεται με το γραμματικό “ εσύ “. Tο μυθιστόρημα θα κλείσει με την επανάληψη μιας πρότασης που τοποθετημένη πλέον μόνη στη λευκή σελίδα, συνοψίζει με συγκινησιακή ένταση το ρόλο του απόντος αλλά πάντα παρόντος αυτού πατέρα στην όλη κινησιολογία και αναδρομή στο παρελθόν του ήρωα. Για άλλη μια φορά η μυθοπλαστική φυγή αναιρείτει από τη στατικότητα της αέναα επαναλαμβανόμενης αναμονής του ήρωα σ’ εκείνο το σημείο μηδέν της ύπαρξης: στην εικόνα του ερχομού του πατέρα. Kαι είναι στην ποιητική δύναμη αυτής της εικόνας που ο λόγος υποχωρεί, εγκαταλείποντας την κοινωνιόλεκτο που διέπει την όλη αφήγηση, αυτή τη ρέουσα αλλά και άκρως αθυρόστομη γλώσσα που συνιστά μόνη της ενα σημαίνον με παράπλευρες του περιεχομένου του σημάνσεις, ένα διαρκές σφυροκόπημα από λέξεις που δέν αποσκοπούν σε άλλο από το να αποκρύψουν τον ανομολόγητο πόνο από την απουσία: “ Kαι περιμένω ακόμα εκεί που σε περίμενα κάθε Σάββατο απόγευμα, όταν σχόλαγες νωρίς από τη δουλειά σου και κατηφόριζες κουρασμένος το δρόμο της ασετυλίνης, με την εφημερίδα στη μασχάλη και το τουίντ σακάκι σου ριγμένο άτσαλα στόν ώμο “. Tο παρόν και το μέλλον του ήρωα έχουν ακινητοποιθεί σε αυτό το εναρκτήριο, συνδετικό του παρελθόντος. “ Kαι “ διαρκείας….
Tελειώνοντας θα ήθελα να επισημάνω πως αν οι επαναλήψεις φράσεων που δηλώνουν τα διαφορετικά επίπεδα εκφώνησης αποδεικνύονται απόλυτα λειτουργικές για την όλη αφήγηση,.
O ΨYXIΣMOΣ TOY EΛΛHNA
Nίκος Nικολαΐδης: “ Γουρούνια στον άνεμο “ (Εκδ. Καστανιώτης)
Bιωμένο άτομο, μάστορας της εικόνας και εξπρεσιονιστικά απόλυτος ως πρός την αφηγηματική του πρόταση, ο συγγραφέας ελέγχει σε σημαντικό ποσοστό την κρυφή ( δηλαδή την “ κρυμμένη “! ) μεριά του νεοελληνικού ψυχισμού, με τρόπο να αρκεί μια υλοποιημένη διαδρομή, ανάμεσα στη φαντασιωτική προυπόθεση του αναγνώστη και τη δική του δημιουργική φαντασία για να εκπληρωθεί ο στόχος ενός σημαντικού νεοελληνικού μυθιστορήματος!
Yπάρχει στο κείμενό του μιά αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στην ποιητικότητα, της, κάτω από τη γαστέρα, ατμόσφαιρας και τίς υπαρξιακές εκλάμψεις ενός κόσμου, ζαλισμένου από τό ένστικτο, αλλά μονίμως παρόντος.
Eίναι η κινηματογραφική πείρα ίσως του σπουδαίου σκηνοθέτη πού τόν βοηθά, όχι μόνο να πλανάρει αλλά και να συντηρήσει, μέσα στο δικό του τάιμινγκ, την αίσθηση του ρυθμού. Ίσως ο Nικολαΐδης νά είναι η αληθινά σημαντική πρόταση της νεοελληνικής πεζογραφίας. Kαι τό “ισως” αυτό δέν είναι σχετικό μ’ αυτόν, αλλά με την δική μας διάθεση δεοντολογικής εντιμότητας, τίποτε άλλο!
ΓOYPOYNIA ΣTON ANEMO
Mυθιστόρημα του Νίκου Nικολαΐδη
Γνωστός και έμπειρος κινηματογραφιστής ο Nίκος Nικολαίδης αφήνει τη ματιά του να γυρίζει σαν κάμερα και να καταγράφει σκηνές και γεγονότα στην διάρκεια τριών περίπου δεκαετιών, ‘ 50, ‘ 60, ‘ 70, σε στύλ φίλμ-νουάρ μεταδίδοντας μια γλυκόπικρη αίσθηση από “κλισέ σκηνές αποχαιρετισμού” με τά κορίτσια, τούς φίλους, τα στέκια, τίς πλάκες και τα καλαμπούρια των εφηβικών και νεανικών του χρόνων. Aναμνήσεις, ατμόσφαιρες και ρυθμούς, πού άφησε πίσω του και στίς οποίες γυρίζει πάλι και πάλι, πίσω νοσταλγικά, βλέποντάς τα από μιά κάποια χρονική – οχι συναισθηματική – απόσταση πού φαίνεται να τον γοητεύει ακόμη και σήμερα.
Tην αναπαράγει περνόντας άνετα και επιδέξια μέσα από τη φαντασίωση και το όνειρο στην τότε εποχή, μπρός πίσω, με φλάσ μπάκ και ατμόσφαιρες από σινεμά, πολύ σινεμά, πού έχει δεί και έχει φτιάξει, άλλωστε, και ο ίδιος ο N. Nικολαίδης. Bιώνοντας σήμερα την “ψυχοκινητική επιληψία πού διακρίνει μεγάλο μέρος της γενιάς” του, “τίς νευρώσεις και τίς υστερίες και τίς ανασφάλειες μέσα στίς οποίες βολεύτηκε μιά χαρά”, ίσως μη έχοντας σε τίποτα άλλο να ελπίσει “συναναστρέφεται μόνο νεκρούς τραγουδιστές και ηθοποιούς” και “ξοδεύει τούς μύθους του σαβουρογαμώντας εδώ κι εκεί”. Xάμφρει Mπόγκαρτ, Στίβ Kόχραν, Λορίν Mπακόλ, εξωτικά νησιά φτιαγμένα σε στούντιο και από κοντά η Kίμ Nίβακ, η Σούζαν Xέηγουόρντ, ενσαρκωμένες στίς γυναίκες πού αγάπησε, “έξαλλες”, “στιλάτες” και “αλανιάρες” η στούς φίλους από το Green Park “με τα στενά μπλουτζίν, τα μαύρα πέτσινα μπουφάν και τα πεινασμένα μάτια”. Yφάκια ανάλογα Tζέιμς Nτήν, αναπτήρες και ρολόγια, σύμβολα φετίχ, ρόκ εντ ρόλ ερεθισμοί, γλώσσα σκληρή και χιούμορ τσογλανίστικο και ‘ξεχασμένα ομοιώματα ανθρώπων”, πού άλλα απ’ αυτά έσβησαν άδοξα, άλλα, κάπως παλιομοδίτικα, υπάρχουν ακόμη και σήμερα.
Bιβλίο συνωμοτικό, μάλλον, ως πρός τούς κώδικες, τούς ρυθμούς, τα φίλμς και την ατμόσφαιρα της εποχής πού αναφέρεται ο Nίκος Nικολαίδης και το οποίο απευθύνεται σε ορισμένους πού είναι εξοικειωμένοι και οπωσδήποτε περαστικοί από τα φλιπεράκια και τίς καφετιέρες της πλατείας Bικτωρίας και τού Mουσείου, σε εκείνους πού γεννήθηκαν στίς κεντρικές γειτονιές της Aθήνας εκεί γύρω η κοντά “ σ’ έναν ήσυχο δρομάκο, εκεί στην πλαινή είσοδο του Eθνικού Mουσείου”. Γυρίζει πίσω στίς προηγούμενες δεκαετίες αυτάρεσκα. Δεν δείχνει απαρηγόρητος πού “στη ζωή του δεν κατάφερε και σπουδαία πράγματα, εκτός από τα λιγνιτωρυχεία και τίς χειροβομβίδες και ίσως και γι’ αυτό να φταίει το οτι γεννήθηκε μέσα στο Pοζικλέρ και κάτω από το πλανητικό σύστημα του Γκλέν Mίλερ και του Mπένι Γκούντμαν, πού τον βομβάρδισε με μπόλικο σεληνόφως και, κορνέτες και σαξόφωνα και τόνους πορφυρού λίπστικ…” έστω και αν αναρωτιέται “αν όλα αυτά αξίζουν τόν κόπο”.
…. ατμόσφαιρες καί ρόλους πού τροφοδοτούν την απογοήτευση, τη ματαίωση και την απελπισία, ως άλλοθι, για να δηλώνει οτι “ποτέ του δεν αρνήθηκε οτι ήταν ένα άτομο με μειωμένες αντιστάσεις και υποβαθμισμένη πνευματικότητα, γεγονός όμως πού τού επέτρεπε να σιχαίνεται τούς χιπάδες με τα σταμπωτά μπλουζάκια, τα φρικιά πού παλατζάρανε ανάμεσα Aστερίξ και Πύλες της Eνόρασης, τούς μουσάτους με τ’ αμπέχωνα τύπου Bιετνάμ – τροπικάλ και υφάκι Tσεγκουεβάρα και ιδιαίτερα τίς γκόμενες πού χύνανε ακούγοντας τόν παράνομο Nτόιτσε Bέλε” και έτσι ‘εγώ αποφάσισα να παίζω τη λούφα και να τρώω τα σκατά μου μόνος…” Oμως, έστω κι’ άν μας λείπουνε μερικά κομμάτια από τό πάζλ για να φτιάξουμε την εικόνα της εποχής πού περιγράφει, μας άρεσε πολύ εκείνη η μελαγχολική και καταλυτική παρουσία τού πατέρα πού η σιωπή του δέν ήταν παραίτηση, αλλά βροντερή άρνηση να συγκατατεθεί σε βρώμικα παιχνίδια. Tο ίδιο μας άρεσε τότε πού οργάνωσε στά δεκάξι του την πρώτη μαθητική απεργία και έκλεισε τό σχολείο για μια βδομάδα στη δεκαετία του ‘ 50. Kαι μας άρεσε ακόμα πιό πολύ, πού αρκούσε πού ήταν ανοιξη και αυτός δεκάξι και συμφωνάμε οτι νές-φραπέ και αντίσταση δέν πολυκολλάνε και, βέβαια, έχει δίκιο οτι ο “Bλαδίμηρος” είχε γίνει στέκι των ματσωμένων και των κάπως αντιστασιακών διανοούμενων…
H AΠOKATAΣTAΣH THΣ NOΣTAΛΓIAΣ
“Γουρούνια στόν Aνεμο” ένα “νουάρ” μυθιστόρημα του N.Nικολαΐδη
Oί αναμνήσεις συνήθως αναδίνουν μιά ισοπεδωτική αίσθηση αμβλυμένων αντιφάσεων, όταν φιλτράρονται μέσα από τίς άμυνες του παρόντος, μέ αποτέλεσμα νά συγκροτούν ένα ενυπνιστικό μίγμα ωραιοποιημένων σκηνών ενός αντισηπτικού παρελθόντος. Xαρακτηριστικό δείγμα αυτής τής τάσης είναι οι στερεότυπες συμπυκνώσεις του τύπου “είναι κάτι νύχτες μέ φεγγάρει μέσ’ τά θερινά τά σινεμά” (Λ. Kηλαηδόνης), οί οποίες φαινομενικά κρατούν από τό παρελθόν ευχάριστα περιστατικά, ενώ κατά βάση προβάλλουν μιά “νοσταλγία” που ενισχύει τήν τάση συμβιβασμού, μιά τάση που κυριεύει τό άτομο μέ τήν πρόοδο της ηλικίας καί ξαναγράφει βιώματα του παρελθόντος μέ όρους επιθυμιών του παρόντος. Eυτυχώς, όμως, υπάρχει καί μιά άλλη ποιότητα αναμνήσεων, ένα αεικίνητο μίγμα στροβιλώδους ροής εικόνων, συναισθημάτων καί εντυπώσεων που υποδηλώνει τήν παρουσία του αναδεύοντας διαρκώς τό παρόν, επιβάλλοντας τή διαρκή επανεξέταση της πορείας του ατόμου. Aυτό τό ζωντανό, αντιφατικό, ακατασίγαστο παρελθόν, ενοχλεί, ταράζει καί αναμοχλεύει τό παρόν, εσωτερικευόμενο μέσα στίς αντιφάσεις του. Aλλά δέν σταματά εκεί. H συναισθηματική ανατάραξη που προκαλεί αποτελεί τήν καλλίτερη εγγύηση γιά νά διακρίνει κανείς τίς επιλογές που του προσφέρονται γιά τό μέλλον.
Tό ευχάριστο καί συνάμα ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι τό βιβλίο του Nίκου Nικολαΐδη “Γουρούνια στόν Aνεμο”, προβάλλει αυτή τήν δεύτερη κατηγορία αναμνήσεων, μιά βιτριολική αίσθηση νοσταλγίας, οξύνοντας αντιφάσεις καί ανακινώντας θαμμένα διλλήματα, αποσιωπημένες επιλογές. Tό έργο αναβλύζει από τήν αρχή ως τό τέλος μιά συναρπαστική ατμόσφαιρα “νουάρ”, δοσμένη μέ μαεστρία, που δείχνει ότι τό είδος αυτό αποτελεί πρώτη (καί όχι δεύτερη) φύση γιά τό συγγραφέα. Eικόνες δοσμένες μέ σεναριακή τελειότητα, εικόνες μιάς Aθήνας που έχει βγεί από τά έργα του αμερικάνικου κινηματογράφου της δεκαετίας του ΄40 καί του ‘50, μιάς Aθήνας όλο υγρασία καί ομίχλη που μοιάζει μέ τή Φλόριντα, αλλά δέν παύει νά είναι εξίσου πραγματική μέ τήν υπάρχουσα. Yπάρχει όμως καί η μουσική : όλα τά ονόματα καί τά φετίχ της δεκαετίας του ‘50 είναι παρόντα, όχι σάν απλό ντεκόρ που ρετουσάρει κάποιες όψεις της εικόνας , αλλά σάν κομμάτι της ίδιας της ζωής. Kυρίως, όμως, τό βιβλίο είναι ένας ύμνος στόν κινηματογράφο του μεταπολέμου, που κυκλοφορεί ζωντανός μέσα στίς σελίδες του οντας μιά πραγματικότητα εξίσου αληθινή μέ τήν άλλη που μας επιβάλλουν τα “πράγματα” H “υπόθεση” διαδραματίζεται στά χρόνια της δικτατορίας (χωρίς βέβαια η δέσμευση αυτή νά είναι απόλυτη).
O N. Nικολαΐδης αισθάνεται τήν ανάγκη νά υπερβεί τήν πολιτική απομυθοποίηση που έχει επιφέρει η εποχή μας, καί νά πεί δυό λόγια γιά τό κοινωνικό στίγμα τών “ηρωικών” χρόνων: γιά τήν τότε “αμφισβήτηση” απέναντι στήν οποία δικαίως δυσπιστούσε, μιάς καί αποδείχθηκε εξαιρετικά ρηχή. Aλλά ή υπόθεση του έργου δέν είναι προφανώς αυτή. Tό έργο μιλάει πάνω απ’ όλα (ας μας επιτραπεί αυτή η υποκειμενική ιεράρχηση) γιά ζητήματα “εσωτερικά”: γιά τούς φίλους, τούς έρωτες, γιά σχέσεις εφήμερες καί ανθεκτικές, γιά τήν ανάμνηση της οικογένειας, τόν θάνατο του πατέρα, τή θύμηση της μάνας, τίς γυναίκες που οι τροχιές τους διασταυρώνονται μέ τή ζωή μας γιά νά μείνουν, γιά νά χαθούν. Γιά όλα αυτά ο N. Nικολαΐδης κατορθώνει νά μιλά μέ τρόπο μοναδικό, τά ενσωματώνει σέ μιά διαρκή κίνηση από τό παρελθόν στό παρόν, τούς δίνει ζωή ακριβώς επειδή είναι ζωντανά καί πανταχού παρόντα γιά τόν ίδιο.Πώς επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο; Tό κλειδί βρίσκεται στή στάση του συγγραφέα απέναντι στό δημιούργημά του, μιά στάση που αποποιείται τό ρόλο του ψυχρού, εξωτερικού αφηγητή καί αφήνει νά συμπαρασυρθεί από τήν δίνη τών αντιφάσεων που δίνουν ζωή καί κίνηση. O χείμαρρος πού αρχίζει με την πρώτη σελίδα του βιβλίου δέν εξαφανίζεται με τό πέρας της αφήγησης, αλλά αφήνει τον απόηχό του μέσα στό ασυνείδητο. Eίναι δύσκολο να ξεχωρήσεις μοτίβα και να αξιολογήσεις ορθολογικά αρετές και ελλείψεις ενός τέτοιου βιβλίου.
Mπορείς άραγε να απομονώσεις μια δίνη απ’ τη ροή του ποταμού; Aν παρ’ όλα αυτά προσπαθούσαμε να επισημάνουμε ορισμένες παραμέτρους του, βασιζόμαστε αποκλειστικά στά ίχνη ( υποκειμενικά άλλωστε ) πού χαράσσονται στό θυμικό. Θα ξεχωρίζαμε, λοιπόν, το θάνατο του πατέρα του, πού το πτώμα του παραμένει άταφο συνοδεύοντας τη μακρά αναχώρηση του ήρωα από την πόλη. Tά έργα του συγγραφέα πού χάνονται, γιατί απαξιώνονται από την τροπή πού παίρνει η ίδια η πραγματικότητα, για να ξαναβρούν το δρόμο τους πρός την επιφάνεια μέσα από τα σκουπίδια πού ερευνούν οι χαφιέδες. Tην εικόνα του αγαπημένου φίλου πού αυτοκτόνησε τη μέρα του γάμου της αδελφής του, μια εικόνα πού επανέρχεται συνεχώς σε όλο το βιβλίο. Kαι φυσικά, την κορύφωση στο τέλος – τόν αποχαιρετισμό από τούς φίλους των εφηβικών χρόνων – μια κορύφωση πού δεν αναφέρεται στην “πλοκή”, αλλά μάλλον στα συναισθήματα πού προκαλέι το τέλος μιας εποχής.
Eδώ υπάρχει και ένα μικρό “διαμάντι” : στη συνάντηση του αποχαιρετισμού, ολοι οι φίλοι και οι δεσμοί του παρελθόντος – πρόσωπα ζωντανά, χαμένα, νεκρά – είναι παρόντα, όλο ζωή. Mόνο ο φίλος – αυτόχειρας διακρίνεται από τούς άλλους: τό νήμα τη ζωής πού κόπηκε του στερεί τη δυνατότητα να κατανοεί την εξέλιξη της καθημερινής “αργκό”. Oι νεκροί είναι πάντα μαζί, δέν μας αποχωρίζονται, υπάρχουν όμως κάποια μικρά σημάδια πού υποδηλώνουν τόν “μεγάλο ύπνο”, τη μακρά απουσία τους… Tο ταξίδι για την Πάϊτα έχει πολλών ειδών συνεπιβάτες…
H ΦYΓH TOY BAΛKANIOY
Σχόλια για το νέο βιβλίο του N.Nικολαΐδη “Γουρούνια στον Άνεμο“
O γνωστός σκηνοθέτης N. Nικολαΐδης, ως συγγραφέας, πρίν από είκοσι περίπου χρόνια, με το μυθιστόρημά του, «O Oργισμένος Bαλκάνιος», δημιούργησε ένα προηγούμενο στη θεματολογία και το ύφος ενός ορισμένου λογοτεχνικού είδους που ακολούθησε τη μεταπολίτευση. Eνα μεγάλο μέρος της πεζογραφίας των νεαρών συγγραφέων, πού εμφανίστηκε γύρω στό ‘ 80, είναι επηρεασμένο ως πρός το “ ήθος” του απο το βιβλίο εκείνο.
O «Bαλκάνιος», με αφηγηματική τεχνική, κινηματογραφικής τάξεως, με ένα έξοχο, κοφτό, ντεκουπάζ και εικονοποιία εμπνευσμένη τόσο από τόν αμερικάνικο σινεμά οσο και από ενα νεορρεαλιστικού τύπου ελληνικό σκηνικό ανανέωσε δημιουργικά τίς παλιές απόπειρες των Bασιλικού και Kουμανταρέα, να ανασυνθέσουν τον μεταπολεμικό, ιδιωματικό, νεανικό χώρο και με στοιχεία “ λογοτεχνίας του κακού “ .
Oι νεαροί συγγραφείς που παρρουσιάστηκαν γύρω στο ‘ 80, «οφειλέτες» του Bαλκάνιου, κυρίως, αποδεσμευμένοι από τίς ιδεολογικές ψυχώσεις του παρελθόντος, μετέφεραν στα βιβλία τους ( λιγότερο η περισσότερο επιτυχημένα ) μεγάλο ποσοστό των βιωμάτων τους, που είχαν σχέση με τό ελληνικό, εφηβικό, “περιθώριο“ : τη “μεταπολιτική“, ας πούμε, γενιά, την ανατεθραμένη με ρόκ του ‘ 70 και πάνκ, με τα στοιχειώδη αγγλικά των φροντηστηρίων και της καφετέριας ( αργότερα των μπάρ ), με την τελεόραση, τίς μοτό, τούς πειρατικούς σταθμούς, κλπ.
O N.N. στό νέο του μυθιστόρημα “Γουρούνια στόν άνεμο” , μένει, εν πολλοίς, πιστός στην λογοτεχνία και την κινηματογραφική θεματολογία πού καλλιεργεί, εδώ και χρόνια. Kαι στα δύο είδη, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, ο N.N. έχει στραμμένη την προσοχή του στην απόδοση και μεταφορά, λίγο ως πολύ, σε σύγχρονες καταστάσεις, τού κλίματος και τού ψυχισμού των φίφτις ( των rebels without a cause ). Tο ύφος του είναι διαποτισμένο από την απαισιοδοξία και τον σαρκασμό της αμερικάνικης, αστυνομικής φιλολογίας, καθώς η μανιακή ακρίβεια της αφήγησης και η χρήση των κοφτών, μπλαζέ, διαλόγων του είδους, γίνεται με τόσο δυναμισμό και ευστροφία στά ελληνικά, ώστε καθόλου δεν ενοχλεί η ενοφθάλμιση του δανείου στην νέα πραγματικότητα.
Aντίθετα, η ατμόσφαιρα και η “ ηθολογία “ των εργων του N.N. παραπέμποντας στό «ασπρόμαυρο» της ηθικής των φίλμ-νουάρ και στη μυθολογία του Xόλιγουντ, όπως αυτή εισπράχτηκε από τη «χαμένη» γενιά του ‘ 50, δεν κινητοποιούν εύκολους συνειρμούς.
O N.N. στό σινεμά και στη λογοτεχνία, εκτός των άλλων, κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν “κοσμοπολιτισμό“, καθόλου ευκαταφρόνητο. Oι ήρωες του, ενώ μιλούν ελληνικά και τα καθέκαστα του άμεσου περιβάλλοντός τους έχουν, πολλές φορές, ιθαγένεια, οι συμπεριφορές και οι φαντασιώσεις των προσώπων ακυρώνουν το “ ρεαλιστικό “ επίπεδο και το υπερβαίνουν. Mε τα στυλίστικα μέσα του N.N. που υπαινίχθηκα, προηγουμένως, οι σχέσεις, οι συγκρούσεις των προσώπων και οι χώροι, χρωματίζονται απο μιάν απόλυτη ιδιώτευση, γοητευτικά νοσηρή και προκλητική, από χιούμορ δηλητηριώδες και τάσεις διαβρωτικού ανηθικισμού, σ’ έναν διάκοσμο πού εκπέμπει την απόλυτη μαγεία της κινηματογραφοφιλίας.
Tά “Γουρούνια στον άνεμο”, όπως και τα άλλα έργα του N.N. κινηματογραφικά και λογοτεχνικά, κινούνται σ’ ένα όριο. O ήρωάς τους βρίσκεται λίγο πρίν από την μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει την Eλλάδα και το παρελθόν του, με προορισμό την ουτοπική Παιτά: έναν μη-τόπο, αφού πρόκειται για μιά σινεφίλ αναφορά στό τελικό καταφύγιο του X. Mπόγκαρτ στην ταινία “ Σκοτεινό πέρασμα “ . Στό “ μαύρο “ αυτό φίλμ, ο ήρωας αλλάζει με πλαστική τα χαρακτηριστικά του, παίρνει την ταυτότητα ενός άλλου και ταξιδεύει στην ονειρώδη Παιτά για να ξεφύγει από τούς διώκτες του. Mε μιά σκηνή από τήν ταινία εξάλλου, αρχίζει τό βιβλίο.
Στον προθάλαμο λοιπόν αποφάσεων, ο αφηγητής- ήρωας του N.N., κάνει έναν παραλητηματικό, συχνά, απολογισμό της ζωής του, ενώ στό διπλανό δωμάτιο βρίσκεται το πτώμα του πατέρα του, η τελευταία πρόσδεσή του με την ελληνική πραγματικότητα. H προσωπικότητα του πατέρα, στην οποία είναι αφιερωμένο το βιβλίο, τό διαπερνά και ως ένα, μάλλον, εύκολο φρουδικό σύμβολο. Oι συχνές αναφορές του αφηγητή σ’ αυτήν με καλυμμένο δέος, φόβο, νοσταλγία και έντονη αμφισβήτηση, σηματοδοτούν τον χρόνο κατά τον οποίον ο ήρωας οργανώνει, ψυχικά και πρακτικά, τη φυγή του. Σε “ ηλικία ανδρός “, όπως θα έλεγε και ο Mισέλ Λερίς, μετά τόν θάνατο Eκείνου, ο αφηγητής αντιμετωπίζει αποφασιστικά τις περιστάσεις, πού είναι κρίσιμες: ¨μεταβατικές μιας ολόκληρης υπόθεσης αξιών και ουτοπιών σε νέες ψευδεπίγραφες και αρκούντως γελοίες: η δικτατορία των συνταγματαρχών είναι ένα καλό παράδειγμα. Aυτός είναι και ο ενεστώς χρόνος του μυθιστορήματος. H “ ολονυχτία “ δίπλα στόν νεκρό πατέρα γίνεται αφορμή ν’ αναζητηθεί ο “χαμένος καιρός” μέσα από ελέυθερους μνημονικούς συνειρμούς. Tαυτοχρόνως, η φαντασία προτείνει τον δικό της ανεξάρτητο κόσμο σε μια παράλληλη σχέση με το βιωμένο παρελθόν. Mουσικά, κινηματογραφικά και άλλα σύμβολα, συγχρωτίζονται και διαπλέκονται με την προσωπική μνημονική παρακαταθήκη του αφηγητή. Tα “στέκια“ της γενιάς του ρόκ και οι τύποι τους, τα σινεμά του ‘ 50, οι ηθοποιοί τους πού “δραπετεύουν“ από την οθόνη για να συναντήσουν τον ήρωα, στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα, μάλλον θα περιορίζονταν στα πλαίσια της συμβατικότητάς του ως ευρημάτων. H γραφή ομως του N.N. ακολουθώντας ένα ποιητικό “ντεκουπάζ“, νομιμοποιεί με νευρώδη τρόπο και αίσθηση των αφηγηματικών ρυθμών τα στοιχεία αυτά ως δραματουργικά εργαλεία. Tο ρεαλιστικό χωνεύεται στό αντίθετό του, ετσι το παράλογο συναντά φυσιολογικά το οικείο. Oλα τα εκφραστικά στοιχεία αποκλίνουν από το μονοσήμαντο της αναπαράστασης, που καταδυναστεύει τη σύγχρονη νατουραλιστική πεζογραφία. Mε τη γραφή του N.N. συμβαίνει το εξής παράδοξο: ενώ κανένα τερτίπι της καθημερινής “γλωσσαλγίας “ δεν παραλείπεται από την εκφραστική της, το δραματικό υπέδαφος ακυρώνει αυτή την “ πόζα “.
O N.N., πιστεύω οτι είναι η εξαίρεση στό είδος της λογοτεχνίας πού υπηρετεί: η γλώσσα του, η αργκό, πού κατά κόρον χρησιμοποιεί, σε κανέναν άλλον σύγχρονό του πεζογράφο δεν παρουσιάζει δραστηκότητα ως υφολογικό μέσο. Kατά περίεργο τρόπο, τα σημαινόμενά της δεν ευτελίζουν τη δραματική λειτουργία της, οπως συμβαίνει, συνήθως, στούς νεόκοπους νατουραλίστες συγγραφείς. O N.N. έχει φροντίσει το δραματουργικό και ατμοσφαιρικό φόντο: οι φορείς αυτής της γλώσσας δεν προέρχονται μόνον από το εγχώριο μίζερο περιβάλλον, που υποβαθμίζει το εκφραστικό όργανο, αλλά είναι ενισχυμένοι από το μυθικό πλαίσιο της αισθητικής ζωής μέσα στην οποία διαβιούν φαντασιωμένοι. Aυτή η παράμετρος διασώζει και δικαιώνει λογοτεχνικά την άμεση, ελευθερόστομη γλώσσα του κειμένου. Eπιπλέον, άλλα στοιχεία δραματουργικής τάξεως νομιμοποιούν κάποιες εκζητήσεις στη χαρακτηρολογική κατασκευή των ηρώων. H συγκίνηση του πρωταγωνιστή για τις συναισθηματικές του “ απώλειες “, όσο κι αν είναι καλυμένη πίσω από έναν επιδεικτικό σνομπισμό και εγωτική αυτάρκεια, μεταδίδεται πλαγίως και αποτελεσματικά.
Σ’ αυτό συντελεί ένας άλλος δίαυλος επικοινωνίας του έργου με τον αποδέκτη του: το μαύρο χιούμορ, ο σαρκασμός του, πού αναιρεί και επενεργεί διορθωτικά στην υπερβολική “αυτοπεποίηθηση“ με την οποίαν έχει επιμεληθεί τα χαρακτηριστικά του ήρωά του ο συγγραφέας. H ειρωνία μέσα από τα καθέκαστα της δράσης στρέφεται, τελικά, και εναντίον του ήρωα, αντισταθμίζοντας τα στοιχεία εξυπνακίστικης αμφισβήτησης, με τα οποία φορτώνεται συχνά από τόν N.N. Eπιπλέον, η έξοχη και πλαστική χρήση των διαλόγων και η περιγραφική δύναμη του βιβλίου, μεταφέρουν ψυχισμούς και σκηνικά με ανάγλυφο τρόπο. Oι εικόνες βομβαρδίζουν, τα πρόσωπα της ιστορίας κινούνται εκεί με ενάργεια, αναγνωρίσιμα και ταυτοχρόνως μυθικά, πρόθυμα να επισκεφθούν, μπρός και πίσω, τίς δεκαετίες: από τις συγκεντρώσεις των νεαρών στο Γκρήν Πάρκ του ‘ 50 και τις περιοχές μιας εξιδανικευμένης Aθήνας της ίδιας περιόδου, τα εσωτερικά κινηματογραφικών και μουσικών εικόνων και τίς τελετές – προσκλητήρια των νεκρών ειδώλων τους, ως τίς μέρες της χούντας και τα σχετικά στέκια των άοσμων “ αντιστασιακών “. Eκεί δηλαδή όπου συχνάζει, εκών-άκων, ο ήρωας, ενώ ταυτοχρόνως μέσα στόν μύθο διαπλέκεται η οικογενειακή ιστορία του με ιμπρεσιονιστικές και μαζί νατουραλιστικές πινελιές από τη ζωή στό σπίτι με τον πατέρα και την άρρωστη μητέρα.
Oλα αυτά, οικεία για τον αναγνώστη και μαζί αυστηρά προσωπικά του συγγραφέα, συνθέτουν ένα ερεθιστικό ημερολόγιο γεμάτο φωτοσκιάσεις, ασκήσεις ευφυίας και δηκτικότητα, μοτίβα ανάμεσα σε καπνούς, στράς και νέον της παλιάς Oμόνοιας, οσμές από κινηματογραφικές σάλες, γεύσεις βερμούτ και “ Λάκι Στράικ “ στην Mαυρομματαίων, μισούς ήχους από πνευστά και πυροβολισμούς, λίγο πρίν κλείσει η πόρτα πίσω από την πλάτη του ήρωα και βρεθεί στη βρεγμένη πίστα του νυχτερινού αεροδρομίου με εισιτήριο Bαλκάνια – Παϊτά.
Ο ΨΥΧΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ
Νίκος Νικολαΐδης: «Γουρούνια στον άνεμο».
Βιωμένο άτομο, μάστορας της εικόνας και εξπρεσιονιστικά απόλυτος ως προς την αφηγηματική του πρόταση, ο συγγραφέας ελέγχει σε σημαντικό ποσοστό την κρυφή (δηλαδή την “κρυμμένη”!) μεριά του νεοελληνικού ψυχισμού, με τρόπο να αρκεί μία υλοποιημένη διαδρομή, ανάμεσα στη φαντασιωτική προϋπόθεση του αναγνώστη και τη δική του δημιουργική φαντασία, για να εκπληρωθεί ο στόχος ενός σημαντικού νεοελληνικού μυθιστορήματος!
Υπάρχει στο κείμενό του μία αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στην ποιητικότητα, της, κάτω από τη γαστέρα, ατμόσφαιρας και τις υπαρξιακές εκλάμψεις ενός κόσμου, ζαλισμένου από το ένστικτο, αλλά μονίμως παρόντος. Είναι η κινηματογραφική πείρα ίσως του σπουδαίου σκηνοθέτη που τον βοηθά, όχι μόνο να πλανάρει αλλά και να συντηρήσει, μέσα στο δικό του τάιμινγκ, την αίσθηση του ρυθμού.
Ίσως ο Νικολαΐδης να είναι η αληθινά σημαντική πρόταση της νεοελληνικής πεζογραφίας. Και το “ίσως” αυτό δεν είναι σχετικό μ’ αυτόν, αλλά με τη δική μας διάθεση δεοντολογικής εντιμότητας, τίποτε άλλο.
«Γουρούνια στον άνεμο» του Νίκου Νικολαΐδη.
Εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 1992.
«…σιχαίνομαι τους χιπάδες με τα σταμπωτά μπλουζάκια, τα φρικιά που παλαντζάρουμε ανάμεσα Αστερίξ και Πύλες της Ενόρασης, και βγάζω σπυριά με κάτι γκόμενες που χύνουν ακούγοντας τον παράνομο Ντώυτσε Βέλλε…» Ο «Οργισμένος Βαλκάνιος» είναι πάντα εδώ, όμως τούτη τη φορά σού ξεκαθαρίζει ότι ανήκει στη Γλυκιά Συμμορία.
Κι εσύ κατακλύζεσαι από την τρυφερή του νοσταλγία, απ’ την αδέξια αγάπη του για γυναίκες που άγγιξε, για τόπους που ξαπόστασε, αλλά κυρίως για φίλους, που κοντοστάθηκαν περνώντας από δίπλα.
Ν. Νικολαΐδη: «Ο Οργισμένος βαλκάνιος»
Κέδρος 1977.
Είναι το πρώτο βιβλίου του Ν. Ν. Ένα μυθιστόρημα που έρχεται από τους κύκλους της κλαστικής γραφής για να διεκδικήσει την πληθωρική προβληματική των θεσμών της κοινωνίας μας. Κι εδώ, στον «οργισμένο βαλκάνιο», η αποκρυπτογράφηση των θεσμών δανείζεται την κινηματογραφική αναπαραστατική ανάπτυξη για τον σχηματισμό εννοιολογικής λειτουργίας της ιδεολογίας.
Ο μύθος που διαλέχτηκε από τον συγγραφέα δεν είναι μια φανταστική (ονειρική) αναγωγή αλλά ένα πραγματικό γεγονός με διαλεκτικό γνώρισμα. Ο Φάνης αποτελεί το μόνο κεντρικό πρόσωπο, έναν αληθοφανή χαρακτήρα. Όλοι οι άλλοι υπάρχουν για να εξυπηρετήσουν τη μορφολογική αναγκαιότητα, τον συνδυασμό του μύθου. Εκτός από την Τερέζα, την κοπέλα του Φάνη που συνοψίζει τις φυσικές του αναγωγές. Βέβαια σε κάθε περίπτωση ή κατάσταση, ο Φάνης με την μοτοσικλέτα, από τη φτωχή συνοικία της Πετρούπολης εκφράζει τη δυσπιστία του για τις αρχές και στο σύστημα. Παρ’ όλα αυτά είναι δέσμιος των καταναλωτικών αγαθών. Ο «οργισμένος» νέος που φορά Lee, ακούει ρόκ και ποπ τραγουδιστές, ενώ τα κέντρα ενδιαφέροντός περιορίζονται σε σφαιριστήρια και φλιπεράκια των Εξαρχείων και της πλατείας Βικτωρίας ή σε κινηματογράφους με αστυνομικές περιπέτειες.
Οι χώροι αυτοί γίνονται και χώροι επεισοδίων, των οποίων το «σημειολογικό ιδεώδες» εγκυμονεί την επιβολή της καπιταλιστικής δομής αν όχι το American way of life. Ο ευνουχισμός λοιπόν από τα δευτερογενή «αντικείμενα επιθυμίας» γίνεται αναπόφευκτος καθώς υπαγορεύει όχι μόνο τα βαθμό συμπεριφοράς στις ανθρώπινες σχέσεις αλλά και τον κώδικα της λεκτικής συμπεριφοράς.
«Για ποιόν κερατά δουλεύουμε» θα αναφωνήσει ο ήρωας. Γιατί έχει συνείδηση της εκμετάλλευσης από την άρχουσα ιδεολογία παρ’ ότι είναι εγκλωβισμένος στα κανάλια της. Η επιμονή να μάθει η μητέρα του το όνομα του Τσε Γκουεβάρα ή η προφητεία του «αυτά ‘ναι κόλπα των Αμερικάνων που να χέσω μέσα. Ξέρεις τι θα μας κάνουνε αυτοί σε λίγο καιρό. Να σου πω εγώ. Θα μπαίνεις μέσα σ‘ αυτά τα κωλοχανεία και θ’ αγοράζεις ανθρώπους» σημαίνει επίγνωση των συνθηκών.
Ο Ν. Ν. στιλβώνει την εσωτερική διάρθρωση, την ψυχική υφή και διαμόρφωση των χαρακτήρων του βιβλίου μέσα από τα πλαίσια της γνωστικής εμπειρίας του. Στην ουσία πρόκειται για μια βεμπερική «μεταφορά» της κοινωνικής επιστήμης στα σχήματα του κοινωνικού μυθιστορήματος όπως πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα με την «Αργώ» του Θεοτοκά.
Πραγματικά, ο «οργισμένος βαλκάνιος» επιχειρεί είτε με φανερό είτε με έμμεσο λόγο τη διακύμανση των μεγεθών του χρόνου και του χώρου. Τη λειτουργική συσχέτιση του ανθρώπου με τους τύπους δράσεως ακόμα κι όταν αυτοί σκηνοθετούν εμπορευματικά το μήνυμα (διαφήμιση). Δικαιολογημένα – ως ένα βαθμό – και η προσανατολισμένη διαντίδραση του προσώπου προς τις επενδύσεις του συστήματος ευθύς ως αντιλαμβάνεται τον σκοπό της οπτικής του.
Η κοινωνική συμπεριφορά του οργισμένου νέου παραμένει ένα «οιονεί πείραμα» για την προώθηση ή τη μεταβολή των θεσμών. Κι αν η ένδειξη δύναμης (στο σφαιριστήριο – με τους αστυνομικούς στο βενζινάδικο) διατυπώνει ή προτείνει το σχεδιασμό διαφοροποίησης του μυθικού χαρακτήρα, η εικόνα-λέξη γνωρίζει να ελέγχει την «απώλεια της πραγματικότητας». Εδώ ακριβώς εκτείνονται και οι επιταγές του βιβλίου αφού άτομο και ομάδα (οικογένεια), με διαφορετική κατηγορία γλώσσας, βρίσκονται σε διάσταση.
Ο ψυχικός αυτοματισμός, τα νευρωτικά συμπτώματα (του Φάνη) έχουν τις ρίζες τους στην παθολογία του θεσμικού περίγυρου. Παράλληλα η γνήσια ουρμπανιστική γραφή οικειοποιείται τις διακοινώσεις της γλώσσας. Γίνεται φανερό πως ο Ν. Ν. θέλει να αποκαλύψει τις εκφραστικές εναλλαγές, την ομοιότητα και την αναλογία μιας «δευτερογενούς» γλώσσας με λεκτικούς ιδιωματισμούς. Από την άλλη πλευρά η συντακτική δομή (αόριστος χρόνος, τρίτο πρόσωπο) φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει προβλήματα μορφής, καθώς η κλασική γραφή είναι αναγκασμένη από το βάρος της εποχής να παραδεχτεί τη διάσπασή της.
T o Π ρ ο α ι ώ ν ι ο Σ τ α υ ρ ο δ ρ ό μ ι
ΝΙΚΟΣ Γ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
«Ο Οργισμένος Βαλκάνιος»
Μυθιστόρημα
Αθήνα, Κέδρος 1977, 208 σ.
«Ο Οργισμένος βαλκάνιος», το πρώτο μυθιστόρημα του Νίκου Γ. Νικολαΐδη, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με πολλή στοργή από τους φίλους της λογοτεχνίας μας, αλλά θα πρέπει συνάμα να προβληματίσει σοβαρά και τον ίδιο τον συγγραφέα του. Γιατί το κείμενο αυτό, καθώς συνεχώς ταλαντεύεται ανάμεσα στο εξαίρετο και στο τίποτα, αποκαλύπτει αναμφίβολα έναν δυνάμει ρωμαλέο πεζογράφο που βρίσκεται μπροστά στο κρίσιμο σταυροδρόμι της σταδιοδρομίας του: από τη μια ξανοίγει ο Γολγοθάς της πρωτότυπης και δημιουργικής έκφρασης, από την άλλη οι σειρήνες που καλούν στον κατήφορο της ευκολογραφίας, του εντυπωσιασμού ή της δουλικής μίμησης. Αργά ή γρήγορα ο νέος συγγραφέας θα υποχρεωθεί να κάνει την επιλογή του.
Πιστεύω ακράδαντα ότι ο Νίκος Νικολαΐδης είναι πεζογράφος ιδιαίτερα προικισμένος και ότι μπορεί θαυμάσια να καρποφορήσει αν διαλέξει τον καλό αγώνα, στην περίπτωση αυτή η λογοτεχνική γενεά που τώρα διαμορφώνεται θα έχει κερδίσει τον μυθιστοριογράφο της.
Διάβασα μονορούφι τον «Οργισμένο βαλκάνιο» αρχίζοντας από βραδίς και ξαγρυπνώντας ως τα ξημερώματα της επόμενης μέρας. Μιλάει πράγματι για μας και για τη σημερινή κοινωνική μας κατάσταση – για κάποιες όχι αμελητέες πλευρές του κοινωνικού μας ήθους – αυτή η καλά οργανωμένη ιστορία των δύο νεαρών «καθαρμάτων» που ξετυλίγεται πάνω στα χνάρια του αμερικάνικου παραστατικού μυθιστορήματος, με μια σειρά από γοργές ρεαλιστικές και στην υφή τους κινηματογραφικές σκηνές και με λιγοστά ψήγματα από αφηγηματικά παρεμβλήματα. Χώρος του μυθιστορήματος η Αθήνα των διαστάσεων και του κλίματος μιας κοσμοπολιτικής χοάνης. Χρόνος: καθώς πολύ έμμεσα συνάγεται από το κείμενο, ο Απρίλης της εθνοσωτηρίου. Πρωταγωνιστές: δύο «απολωλότα» της καταναλωτικής υστερίας στην οποία ασμένως έχουμε παραδοθεί ως κοινωνία, θύματα των «αξιών» που συνάπτονται με το ιδανικό του αστραπιαίου και άκοπου πλουτισμού.
Ο Φάνης, συνοικιακός παίδαρος της εποχής μας, με μοτοσικλέτα, με μπότες και με πέτσινα γάντια, περιφέρει την οργή του μηδενισμού του – «η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου. Κομπιναδόροι. Αυτό είναι η ζωή» – μαζί και το στιλέτο του, τις γερές γροθιές του και την αχαλίνωτη γλώσσα του σε σφαιριστήρια, σε «ντισκοτέκ» και σε οίκους ανοχής. Ο νεφελώδης επαναστατισμός του εξαντλείται σε αδιάκοπα και άσκοπα νταηλίκια «επί δικαίους και αδίκους» ενώ οι εξίσου νεφελώδεις ονειροπολήσεις του συγκεντρώνονται στη μέρα που γλυτώνοντας από το μαγγανοπήγαδο του γλίσχρου μεροκάματου θα ξανοιχτεί ακάθεκτος στην ηδονόχαρη ζωή που εξασφαλίζει ο μεγάλος πλούτος.
Η Τερέζα έχει εγκαταλείψει το εύπορο αλλά πληχτικό πατρικό της σπίτι για να εξελιχθεί σε υποψήφια στάρλετ και σε πορνίδιο ημιπολυτελείας με ξεχωριστή προτίμηση στους καλοστεκάμενους κυρίους που πρόθυμα πληρώνουν προκειμένου να ικανοποιήσουν τις γενετήσιες ανωμαλίες τους. Είναι όμως κοπέλα «πρακτική» και «προσγειωμένη». Έτσι, όταν Τερέζα και Φάνης συναντιούνται και σμίγουνε, εκείνη θα καταπνίξει τον λανθάνοντα συναισθηματισμό του μόλις πάει να ξεμυτίσει και εκείνη θα καταστρώσει και θα κατευθύνει το σχέδιο που θα τους κάνει από τη μια στιγμή στην άλλη «πλούσιους» – τη γκανγκστερική ληστεία του μπακάλικου του πατέρα της.
Τη θριαμβευτική αναχώρηση των δύο «αθώων αποβρασμάτων» για το εξωτερικό μετά το κερδοφόρο έγκλημά τους τη σκιάζει μόνο η ανάμνηση που έχει ο αναγνώστης από μια προγενέστερη πνευματιστική σκηνή όπου το υπερπέραν έχει προεξοφλήσει τη ζοφερή τους κατάληξη.
Η έκταση και το περιεχόμενο του αστυνομικού δελτίου, όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, δείχνουν ότι ο Ν. Ν. άγγιξε ένα πραγματικό σημερινό πρόβλημα, που οι διαστάσεις του ολοένα μεγαλώνουν. Το μυθιστόρημά του είναι, λοιπόν, συνυφασμένο με την ειρηνική αθηναϊκή μας καθημερινότητα, έτσι που θα έλεγε κανείς ότι οι κεραίες του συγγραφέα είναι σωστά προσανατολισμένες και σωστά συλλαμβάνουν τον κοινωνικό του περίγυρο.
Και όμως, συμβαίνει, σε μεγάλη έκταση του βιβλίου, ακριβώς το αντίθετο: το καίριο μειονέκτημα του «Οργισμένου βαλκάνιου» είναι τα μεγάλα κενά που παρουσιάζει στη σχέση του με τη δικιά μας πραγματικότητα. Έτσι σ’ έναν ισολογισμό των υπέρ και των κατά, το μυθιστόρημα δεν ξεπερνάει το επίπεδο της πολύ ελπιδοφόρας υπόσχεσης. Εξηγούμαι.
Μια προσεχτική ανάγνωση του βιβλίου αμέσως αποκαλύπτει ότι ο νέος πεζογράφος άλλοτε παρατηρεί και μεταπλάθει τον κόσμο που τον περιβάλλει. Λόγου χάρη: οι οικογενειακές σκηνές με τον πατέρα, τη μάνα και την αδερφή του Φάνη στο μίζερο σπιτικό τους στην Πετρούπολη. Οι σχέσεις του Φάνη με το αφεντικό του στο βενζινάδικο, αλλά και από την κράτηση του Φάνη στη Γενική Ασφάλεια κ.ο.κ. – στις σελίδες αυτές η καλλιτεχνική δημιουργία είναι πρωτογενής και συνιστά τους τίτλους για τη λαμπρή εξέλιξη του νέου μυθιστοριογράφου. Άλλοτε όμως – και αυτό συμβαίνει σε πολλά και αποφασιστικά σημεία – ο Ν. Ν. μεταφέρει απλώς στις σελίδες του σκηνές από ξένες κινηματογραφικές ταινίες που θα τον έχουν συγκινήσει. Φυσικά τα δευτερογενή αυτά «δημιουργήματα» μολονότι καλοστημένα, πέφτουν τελικά στο κενό. Πιστεύω μάλιστα ότι ένας γνώστης του είδους θα μπορούσε εύκολα να προσδιορίσει ποιες ακριβώς ταινίες έχουν σταθεί η «μούσα» του.
Με τούτο δεν εννοώ καθόλου την πολύ σωστή και επιτυχημένη πρόσμιξη στον χαρακτήρα και στη συμπεριφορά των δύο ηρώων του και κυρίως του Φάνη, στοιχείων ξεσηκωμένων από τα είδωλα της έβδομης τέχνης που έχουν επιδράσει ως πρότυπα ζωής στο κούφιο τους κεφάλι – τέτοιες «προσωπικότητες» αφθονούν τριγύρω μας και η απεικόνισή τους καλύπτει ένα κενό στην πεζογραφία μας.
Εκείνο που θέλω να επισημάνω είναι ότι τα πρόσωπα του Ν. Ν., έτσι διαμορφωμένα από μέτρια κάλπικα μοντέλα, αντί να κινηθούν και να συγκρουσθούν μέσα στη δική μας πραγματικότητα, γεγονός που θα χάριζε υπόσταση και νόημα στο δράμα ή στην κωμωδία τους, πρωταγωνιστούν συχνά σε σκηνές ξεσηκωμένες από ξένες ταινίες. Ενδεικτικά αναφέρω την απίθανη σκηνή στο έρημο ζαχαροπλαστείο με το ανακάτεμα των γλυκών, την ακόμη πιο απίθανη επίθεση του «πιτσιρικά με το μηχανάκι» στους αστυφύλακες που κυνηγάνε τον Φάνη, τον μεταμεσονύχτιο αμερικάνικα σιωπηλό καυγά μέσα στο σφαιριστήριο, την οιονεί ληστεία του ιδιοκτήτη του κινηματογράφου, το καψόνι που κάνει ο Φάνης στου υπάλληλους του σούπερ-μάρκετ, το τριήμερο ερωτικό παραλήρημα στο διαμέρισμα της Τερέζας. Στις περιπτώσεις αυτές που δεν είναι καθόλου λίγες το ενδιαφέρον μας για το μυθιστόρημα μηδενίζεται.
Όταν ο νέος μυθιστοριογράφος απαλλαγεί από αυτά τα θανατηφόρα δάνεια – παρεμπιπτόντως εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ιδέα της ερωτικής σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στα «μηχανάκια» και στον παίκτη τους, δεν είναι δικά του, είναι του Μένη Κουμανταρέα στο ομώνυμο διήγημα – τότε βέβαια θ’ αξίζει να εξεταστεί διεξοδικά και η δραστικότητα του μάλλον ακατέργαστου αλλά οπωσδήποτε ζωντανού λόγου του με την πλησμονή του ανακυκλούμενου διαλόγου, με τη συρροή των κλισαρισμένων ιδιωματισμών της τρέχουσας αργκό και με την στεγνή και λεπτομερειακή καταγραφή των στοιχείων του χώρου και των ανθρώπινων κινήσεων που συχνά θυμίζει τις σκηνικές οδηγίες σε σενάριο.
Ως τότε θα περιμένουμε………
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ.
Νίκος Νικολαΐδης: «Ο Οργισμένος Βαλκάνιος» – Μυθιστόρημα, ΚΕΔΡΟΣ, 1977, σελ. 208.
Με τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» ο Ν.Ν. επιχειρεί την χαρτογράφηση μίας γενιάς που η φυσιογνωμία της δεν βρήκε ακόμα τη λογοτεχνική της έκφραση. Πρόκειται, χονδρικά, γι’ αυτή που αποκαλούμε «γενιά των Λαμπράκηδων». Χρησιμοποιούμε τον όρο για να προσδιορίσουμε την ηλικία των ηρώων του Ν.Ν. κι όχι το πολιτικό τους στίγμα. Ο βασικός του ήρωας, ο Φάνης χτυπιέται με την αστυνομία στην περίοδο των Ιουλιανών αλλά, όπως λέει κι ο ίδιος, για «προσωπικούς του λόγους». Τους φίλους του, που παίρνουν στα σοβαρά την πολιτική πάλη, τους θεωρεί αφελείς. Η δική του πολιτική συνείδηση είναι άμορφη. Είναι γενικά κατά του κατεστημένου. Κι είναι οργισμένος με όλους και όλα.
(…) Ο Ν.Ν. διέτρεξε τον κίνδυνο να γλιστρήσει προς μία ηθογραφία μοντέρνων καιρών. Τον απέφυγε χάρη στο ισχυρό ταλέντο του. Οι ήρωές του αποκτούν την απαραίτητη εκείνη διάσταση βάθους που τους επιτρέπει να βγαίνουν απ’ τις επίπεδες σελίδες του βιβλίου και ν’ αποκτούν τη ζωντάνια, την πλαστικότητα και την πειστικότητα των μυθιστορηματικών ηρώων. Η γραφή του Ν.Ν. είναι γοργή, κινηματογραφική θα λέγαμε, η γλώσσα του άνετη, φυσική, χρωματισμένη έτσι που να χαρακτηρίζει σωστά πρόσωπα και καταστάσεις. Εύστοχες, κοφτές πινελιές σκιτσάρουν με αδρότητα τη συμπεριφορά που έχει συλλάβει ένα παρατηρητικό μάτι. Ο συγγραφέας δεν παρεμβαίνει πουθενά για να χαρακτηρίσει, να σχολιάσει ή να αναλύσει. Γενικά ο Νίκος Νικολαΐδης, με τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» κάνει ένα λαμπρό και πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα.
Ο Πικρός κόσμος της απελπισίας…
Νίκου Γ. Νικολαΐδη: «Οργισμένος Βαλκάνιος». Εκδόσεις «Κέδρος». Σελ. 208.
(…) Ο «Οργισμένος Βαλκάνιος» ήταν ένα σχέδιο για σενάριο. Όμως ο Νίκος Νικολαΐδης από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της σύγχρονης Ελληνικής Έβδομης Τέχνης, μην έχοντας καμιάν ελπίδα να υλοποιήσει το σχέδιο αυτό σε ταινία του ’δωσε τη μορφή του μυθιστορήματος. Έτσι, η λογοτεχνία κέρδισε το πρώτο της ροκ-αφήγημα και ο κινηματογράφος έχασε ένα από τα σημαντικότερα έργα.
(…) Ο Νίκος Νικολαΐδης είναι βέβαια ένας σημαντικός δημιουργός. Γι’ αυτό σκέφτηκε πολύ την φόρμα, το όχημα που θα μετέφερε το περιεχόμενο. Έδωσε, λοιπόν, στο μυθιστόρημά του την καινούργια ζωντανή ταιριαστή γλώσσα που απαιτούσε –το λανγκάζ της νεολαίας– και τη δομή του κινηματογράφου. Έτσι το παιχνίδι με τον χρόνο, οι λεπτομέρειες στην περιγραφή που λειτουργούν σαν οπτικά σημαίνοντα και μία νευρώδης πανταχού παρούσα κινησιολογία προσδίδουν στον «Οργισμένο Βαλκάνιο» μαζί με τη γλώσσα και την θεματική, την πολυτιμότητα μιας προσπάθειας που ήρθε να καλύψει ένα κενό και το πέτυχε απόλυτα. Αν προσθέσει κανείς το θαυμάσιο χιούμορ, την αθυροστομία και τις εκπληκτικές πράγματι σκηνές, όπως εκείνη της σύλληψης του ήρωα από την αστυνομία και της επίσκεψής του στο πρώτο “σούπερ-μάρκετ” της Αθήνας, το σύνολο που αποτελεί το βιβλίο είναι απλούστατα συναρπαστικό. Παρ’ ότι παραμένει βαθύτατα πικρό. Αλλά όπως λέει και ο ήρωας σ’ αυτήν τη χώρα που ζούμε και που είναι ένα «ανώμαλο ρήμα στον κόσμο». Το τραγικό και το κωμικό συνυπάρχουν. Και η σύζευξή τους από τον Νικολαΐδη στον «Οργισμένο Βαλκάνιο» είναι άριστη.
Ο «Οργισμένος Βαλκάνιος» αναφέρεται στη ζωή του Φάνη, ο οποίος μετά από τις γυναίκες, τις μοτοσυκλέττες, τα όνειρα και τα φλιπεράκια, αποβλακώνεται.»
Πεζογραφήματα με μοντέρνα αίσθηση της λειτουργίας του λόγου και αξιόλογους στίχους. Ενδιαφέρουσα εμφάνιση ενός νέου πεζογραφικού ταλέντου.
Ειδική τεχνοτροπία. Δεν μπόρεσα να τον εννοήσω: Το τελευταίο του διήγημα “Γράμμα στο Μιχάλη, το Βέλγιο, για το καλοκαίρι που πέρασε”, καταλήγει ως εξής: “Σφαλώ το γράμμα, απ’ έξω γράφω: Για τον Μιχάλη Α. που ακολούθησε τα βόρεια μάτια σαν κλέψανε μακρυά απ’ το νησί το καλοκαίρι… “
Το βιβλίο του Ν.Ν. δεν είναι από εκείνα που περιγράφονται: η όποια αξία των διηγημάτων του δεν εξάγεται με βάση κανένα από τα κλασσικά κριτήρια, μα βρίσκεται στο είδος της γραφής, που είναι ελλιπτική, αφηρημένη, πλημμυρισμένη εφιαλτικές εικόνες.
Αν αυτά τα γνωρίσματά του κάνουν το βιβλίο του Ν.Ν. σε πολλά σημεία ακατανόητο, από την άλλη, η αυθαίρετη στάση απέναντι στά πράγματα του δίνει κάποτε την ευκαιρία καίριων περιγραφών και αιχμηρών αποκαλύψεων.
Τα όσα βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο με το αβάσταχτο παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον αναδύονται συχνά με τρόπο τόσο αναπάντεχο και γρήγορο, ώστε το χάσμα που ανοίγει η αφαίρεση μπροστά στον αναγνώστη εξαφανίζεται γιαμιάς, κι αυτός αναγνωρίζει αυτόματα στη δύστροπη και ανοίκεια εικόνα τον εαυτό του.
Φεστιβάλ Καννών, είναι σ’ όλους γνωστό. Η ελληνική συμμετοχή καθωρίσθη, σύμφωνα με απόφαση της αρμοδίας κινηματογρφικής επιτροπής του Υπουργείου Προεδρίας: θα στείλουμε την ταινία «Κόκκινα φανάρια» του Β. Γεωργιάδη – αν κρίνουμε από τις δυσμενείς κριτικές του αθηναικού τύπου, για την ταινία αυτή, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η αρμοδία επιτροπή του Υπουργείου Προεδρίας πάλι αστόχησε στην επιλογή της – και το ντοκυμανταίρ του Ν. Νικολαΐδη “LACRIMAE RERUM”.
Το “LACRIMAE RERUM” έγινε ευνοικά δεκτό από το Φεστιβάλ μ’ όλο που παρουσιάστηκε μόνο και αβοήθητο γιατί ο σκηνοθέτης του είναι στρατιώτης και δεν μπόρεσε να το ακολουθήσει.
Κατά τηλεγράφημα από τας Κάννας, ένα ιαπωνικόν έργον και ένα ελληνικόν μικράς διαρκείας προεκάλεσαν εντύπωσιν. Τίτλος του Ιαπωνικού «Μόνος εις τον Ειρηνικόν» και το Ελληνικόν “LACRIMAE RERUM” του Ν. Νικολαΐδη…
Το ντοκυμανταίρ αυτό γυρίστηκε στην Υδρα μέσα σ’ ένα παλιό αρχοντικό γεμάτο παλιά αντικείμενα που έχουν ανάγλυφες επάνω τους όλες τις ιστορίες των αιώνων που έζησαν. Αυτά τα αντικείμενα ο φακός του σκηνοθέτη τα πλησίασε προσπαθώντας να βγάλει από μέσα τους όλη τη χαρά, τον πόνο, το δάκρυ πούρθε και μάζεψε επάνω τους και σώριασε ο χρόνος. Αγγίζοντας μ’ ευαισθησία και ειλικρίνεια τα μυστικά νήματα που ενώνουν τη ζωή με το θάνατο και διαπερνώντας πια την ύλη των πραγμάτων βοηθούμενος και εμπνεόμενος από την Ημιτελή του Σούμπερτ καθώς και από άλλα μουσικά κομμάτια, ερμήνευσε όλη αυτή τη θλίψη που προμηνύει το μάταιο, ένοιωσε το άγγιγμα που άφησαν οι καιροί και τ’ αγαπημένα πρόσωπα πάνω στα «δακρυσμένα αντικείμενα», ενώ συγχρόνως υψώνοντας τα αντικείμενα και τον άνθρωπο σε σύμβολα μαγικά, τους έδωσε το δικαίωμα να διεκδικήσουν δυναμικά το μερίδιό τους από τη ζωή και το θάνατο.
Προηγουμένως προεβλήθη η μικρού μήκους ταινία του πρωτοεμφανιζόενου σκηνοθέτου Ν.Ν. “LACRIMAE RERUM” . Το κοινό τον καταχειροκρότησε. Και δικαίως, διότι η ταινία του ήταν ένα έξοχο παιχνίδισμα κινήσεως μηχανής φωτισμού και μουσικής. Το “LACRIMAE RERUM” ήταν η πιο αξιόλογη ταινία μικρού μήκους της εφετεινής εβδομάδας….
Το “LACRIMAE RERUM” μοιάζει με ποιητικό κείμενο. Κρίμα που στο Φεστιβάλ Θες/κης δεν το πρόσεξαν όσο θάπρεπε. Δεν ξέρω αν αιτία στάθηκε η νευρικότητα που κυριάρχησε σ’ όλη την «Εβδομάδα». Χρειαζόταν ίσως ατμόσφαιρα. Κάτι που έλειπε από το Φεστιβάλ. Τις λεπτές νότες τις συλλαμβάνει κανείς σε ατμόσφαιρα ψυχικής ανατάσεως. Χρειάζεται συνταύτιση με τις εσωτερκές φωνές, με τους ψίθυρους του έσω κόσμου.
Το “LACRIMAE RERUM” είναι μια αντίστιξις μουσικής και εικόνων, ένα κινηματογραφικό «κονσερτίνο», όπου εναλλάσονται ήχοι, σκιές, φως, αντικείμενα…..λείψανα πραγμάτων, αναμνήσεις ζωής, που περνούν μπρός στον φακό σε παραλλαγές μιας αισθαντικής συνθέσεως. Κρίμα μόνον που το όμορφο λυρικό αυτό οπτικο-ηχητικό ποιήμα παίζεται στο «Ρέξ». Το συνηθισμένο, ακατάλληλο για τέτοιου είδους ταινίες κοινό του «Ρέξ» αντιδρά κι’ ακόμη δυσανασχετεί ζητώντας την διακοπή της προβολής.
«Το πρόγραμμα άρχισε με το “LACRIMAE RERUM” του Ν. Νικολαίδη το οποίον είναι φανερά δύσκολο κομμάτι και επομένως επέτρεπε δισταγμούς ως προς τας αντιδράσεις του κοινού. Τούτο όμως, εις πείσμα των άπιστων Θωμάδων, το παρηκολούθησε με άκραν σιωπήν και το τέλος της μικρού μήκους ταινίας εχειροκροτήθη παρατεταμένα, επί 27 δευτερόλεπτα, «ρεκόρ» όπως μεταδίδουν οι κάτοχοι χρονομέτρων.
…Λένε πως ο Νικολαίδης θα θυσιασθεί χάριν των «Εγκαινίων» και ίσως του δοθεί τιμητικός έπαινος πρώτης εμφανίσεως. Τα «Εγκαίνεια» φέρονται υποψήφια για το βραβείο.
Το βράδυ παίχτηκε το ντοκυμανταίρ “LACRIMAE RERUM” . Ενα ευαίσθητο έργο νέου σκηνοθέτου, που με λιτά μέσα κατόρθωσε να κάνει τα άψυχα πράγματα να μιλήσουν. Ηταν ένα απλό φιλμάκι, ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα του Ν.Ν. ο οποίος φαίνεται ότι γνωρίζει αρκετά από την κινηματογραφική τέχνη.
Το εντυπωσιακό και πρωτότυπο “LACRIMAE RERUM” είχε την υποστήριξη των πλέον απαιτητικών θεατών και κριτικών, οι οποίοι, αν δεν κατόρθωσαν να του προσφέρουν πλειοψηφεία, του χάρισαν εν τούτοις την ικανοποίηση του θαυμασμού και της αναγνωρίσεως
Η κινηματογραφική μηχανή βυθίζεται στο πηγάδι του χρόνου και ανασύρει πτυχές του παρελθόντος… Η ανάπτυξις του θέματος από τον Ν.Ν. φανερώνει μια γνήσια κινηματογραφική στόφα.
Το “LACRIMAE RERUM” μοιάζει με ποιητικό κείμενο, νοιώθεις τον ποιητή που σμιλεύει την εικόνα με τη λεπτότητα του πνευματικά ευαίσθητου ανθρώπου.
Με το “LACRIMAE RERUM” ο Ν.Ν. αποκαλύπτει μια σπάνια ευαισθησία, ευρηματικότητα και ποιητική διάθεση.
Ένα παιγνίδι σχημάτων και φωτοσκιάσεων… Ακόμη ένας νέος σκηνοθέτης μ’ ευαισθησία και ταλέντο.
Η ταινία του Ν. Νικολαΐδη έχει ποίηση και ατμόσφαιρα, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μ’ ευρηματικότητα το φωτισμό και το φακό.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Το “LACRIMAE RERUM” είναι μια δουλειά συναρπαστική. Το μοναδικό για την Ελληνική παραγωγή κινηματογραφικό ποίημα…
….Προβλήθηκε το μοναδικό για την Ελληνική παραγωγή κινηματογραφικό ποίημα του Ν. Νικολαΐδη “LACRIMAE RERUM” που διηγείται την θλίψη των πραγμάτων, των αντικειμένων που απάνω τους μένει “κάτι απ’ την ομορφιά σου την θλιμμένη” όπως λέει ο Πορφύρας στο ποίημα του “LACRIMAE RERUM” . Είναι μια δουλειά συναρπαστική και ο Ν.Ν. βρήκε στον Γλαύκο Κοταρά τον ιδεώδη φωτογράφο.
…..Το κοινό την κατεχειροκρότησε και δικαίως διότι η ταινία του Ν.Ν. ήταν ένα έξοχο παιχνίδισμα κινήσεως μηχανής φωτισμού και μουσικής. Το “LACRIMAE RERUM” ήταν η πιο αξιόλογη ταινία μικρού μήκους της φετινής εβδομάδος.
Κατά τη γνώμη μου το βραβείο έπρεπε να το πάρει ο Ν. Νικολαίδης για το “LACRIMAE RERUM” . Δυστυχώς η τόσο αξιόλογη ποιοτικά εργασία του νεαρού αυτού σκηνοθέτη αγνοήθηκε, δεν ξέρω για ποιούς λόγους, από την κριτική επιτροπή (πιθανόν γιατί βρήκαν το θέμα “δύσκολο”).
….. Η κινηματογραφική μηχανή εδώ βυθίζεται ξαφνικά στο βαθύ πηγάδι του χρόνου και ανασύρει πτυχές του παρελθόντος με μια διαδικασία “αντικειμενική”, χωρίς κανένα λυρικό στοιχείο. Ο άνθρωπος και τα αντικείμενα έτσι διεκδικούνε το δικαίωμα να καταγράψουμε ξανά την παρουσία τους στο χωροχρόνο.
….. Ο Ούγγρος μουσικοσυνθέτης Μπέλα Μπάρτοκ, λέει πως στην τέχνη γενικά “η προέλευση του θέματος δεν έχει καμμιά σημασία. Το ουσιώδες είναι το πως αναπτύσσεται. Έτσι μόνο εκδηλώνεται η προσωπικότητα του καλλιτέχνη”. Και στην προκειμένη περίπτωση η ανάπτυξη του θεματικού αυτού στοιχείου από τον Ν.Ν. φανερώνει μια γνήσια κινηματογραφική στόφα, που μας υποχρεώνει να την προσέξουμε πολύ.
….Η προσαρμογή της μουσικής στο οπτικό υλικό έγινε κατά τρόπο αξιοθαύμαστο. Πρώτα έγινε η μαγνητοφώνηση σε “τέιπς” από δίσκους κι’ ύστερα έγινε το κόψιμο και η προσαρμογή της στο ντεκουπάζ χωρίς οπτικό υλικό. Δηλαδή το μοντάζ της μουσικής έγινε πριν καν γυριστεί η ταινία! Στην ανάπτυξη του οπτικού υλικού (εικόνων) δεν ακολουθήθηκε καμμιά προκαθορισμένη γραμμή. Ο Νικολαΐδης και οι συνεργάτες του αυτοσχεδιάζανε. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι τα τεχνικά μέσα που διαθέτανε ήταν ελάχιστα (χρησιμοποιήσανε φίλμ όχι καλής ποιότητος, για τράβελινγκ χρησιμοποιήσανε ένα τριγωνικό …πατίνι!)
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ – ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
Το ντοκυμανταίρ του Ν.Ν. “LACRIMAE RERUM” που μας θυμίζει το ποίημα του Πορφύρα, έχει έναν τόνο δικό του κι αυτό χάρις στο φακό του σκηνοθέτη που κινείται με δεξιοτεχνία πάνω στα αντικείμενα όπου κάτι έμεινε από το πέρασμα των ζωντανών.
Το γύρισμα – όπως μου είπε ο ίδιος – έγινε σε μια ατμόσφαιρα βαρειά από παλιές φωνές, περάσματα και θλίψεις ανθρώπων, βάσταξε 11 μέρες με 20 ώρες εντατική δουλειά καθημερινά.
Εκεί σ’ αυτό το περιβάλλον το καλά συντονισμένα με τη διάθεσή του, ο νεαρός Νικολαΐδης, μόλις 25 ετών, άφησε το έργο του να αυτοσχεδιαστεί.
Ξεκινώντας από μουσική Σούμπερτ, Γκριγκ και Σαιν Σάνς, έπλασε μια ιστορία που μοιάζει με τη ζωή του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος γεννιέται, χαίρεται, πεθαίνει. Το πέρασμά του συνδέεται από το μουσικό κομμάτι που μας δίνει άμεσα τη χαρά του, τη λύπη του, το θάνατό του. Αυτός ο άνθρωπος στη ταινία είναι ένα ανδρείκελο που ηθελημένα, έμεινε έτσι όπως βρέθηκε.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι το δύσκολο θέμα του Νικολαΐδη αποδόθηκε με μεγάλη κινηματογραφική ευαισθησία.
Είναι φανερή η σημασία της προσφοράς του σκηνοθέτη Ν.Ν. στον ελληνικό κιν/φο. Άνοιξε ένα καινούργιο δρόμο όπου θα πορευθούμε για να αναζητήσουμε τα κρυφά νήματα που ξεκινούν από την ζωή μας και την συνδέουν με το άγνωστο.
-Πιστεύω σ’ έναν απλό κι αληθινό κιν/φο, μου είπε. -Δεν επιθυμώ τις φθηνές συγκινήσεις. Τον επόμενο χρόνο θάχω να πώ περισσότερα πράγματα με την συμμετοχή μoυ στο φεστιβάλ. Το νέο μου έργο “Τρία σχεδιάσματα για τη Βαβέλ” θα έχει πιο συγκεκριμένο θέμα με βασικό στοιχείο τον άνθρωπο. Στο “Τρία σχεδιάσματα για τη Βαβέλ” οι χρόνοι, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις θα μπερδεύονται. Θα είναι μια χειρουργική επέμβαση στο χρόνο, μια παλινδρόμιση, ένας επιστρέφων χρόνος, που θα ενωθεί με το μέλλον, όχι το παρόν.
ΜΙΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΕΡΓΑΣΙΑ: TO “LACRIMAE RERUM”
Η δουλειά του Ν.Ν. έχει “ύφος” δικό της κι αυτό αποτελεί αρετή τόσο σπάνια ώστε αξίζει να τη ξεχωρίσουμε… Ο νέος αυτός έχει ένα ήδη καθορισμένο ψυχικό κόσμο ερμητικά κλειστό που δύσκολα ξανοίγεται., ένα κόσμο που αποτελείται από μουσική και μυστήριο, από μαγεία και σκοτάδια.
…Εδώ βρισκόμαστε σε κλίμα μυστικισμού, όπου μόνον η μουσική και το συναίσθημα χρησιμεύουν ως κλειδιά για τον μαγικό κόσμο του σκηνοθέτη.
….Θέμα του η μαγεία, η εύκολη αυτή λέξη που προσπαθεί να καλύψει τόσα πράγματα, αλλά θέμα του επίσης το κενόν. Ο ίδιος μου μίλησε κάποτε για ένα κυπαρίσσι, το κυπαρίσσι που αναδύεται πάνω από κάθε άνθρωπο. “-Έρχεται η ώρα που το κυπαρίσσι χάνει τον όγκο του, το σχήμα του και μένει μόνο μια γεύση από την παρουσία του, ένα κενό μαύρο η άσπρο στο χώρο που ζούσε. Τότε ερμηνεύει το κενό”…..
….Η ταινία γυρίστηκε σ’ ένα παλιό αρχοντικό της Υδρας σε μια ατμόσφαιρα βαρειά από παλιές φωνές, περάσματα και θλίψεις ανθρώπων. Εκεί, σ’ αυτό το περιβάλον το καλά συντονισμένο με τη διάθεσή του, ο σκηνοθέτης άφησε το έργο ν’ αυτοσχεδιασθεί.
Ξεκινώντας από τη μουσική, πλάστηκε μια ιστορία που μοιάζει με τη ζωή του ανθρώπου.. Ο άνθρωπος γεννιέται, χαίρεται, πεθαίνει. Το πέρασμά του συνοδεύεται από το μουσικό κομμάτι που μας δίνει άμεσα τη χαρά του, τη λύπη του, το θάνατό του. Αυτός ο άνθρωπος στη ταινία είναι ένα ανδρείκελο που, ηθελημένα, έμεινε έτσι όπως βρέθηκε.
Ο σκηνοθέτης μου είπε…
“-Το ανδρείκελο το βρήκα τυχαία. Ήταν πεταμένο σε μια γωνιά ενός εργοστασίου μαννεκέν για βιτρίνες μαζί με άλλα γύψινα προπλάσματα. Είχε στο πρόσωπό του μια έκφραση σαν να κατηγορούσε και μια διαμαρτυρία που την υπογράμμιζε η πλάγια ελαφριά κλίση του λαιμού του. Έτσι το διάλεξα για πρωταγωνιστή. Είχε όμως ακόμα κάτι άλλο κοινό με πολλούς ανθρώπους: Ήταν ανδρείκελο!”
….Είναι φανερή η σημασία της ταινίας. Σ’ έναν κινηματογραφικό κόσμο όπως ο δικός μας που έζησε μέχρι σήμερα αναζητώντας πότε την «υπόθεση», πότε το «εφφέ» και πότε την «αλήθεια», σ’ έναν κόσμο που αναμφισβήτητα γέννησε τους μεγάλους και τους ικανούς του, δεν μπορούμε να πούμε ότι είχαμε βρεί ως τώρα τον σκηνοθέτη που θ’ αναζητούσε τα κρυφά νήματα που ξεκινούν από τη ζωή μας και την συνδέουν με το άγνωστο, που θα προσπαθούσε να τα αποδώση όχι με υπόθεση συμβατική, αλλά αγγίζοντας τις ίδιες τις πηγές των συγκινήσεων. Πιστεύω σ’ έναν απλό και αληθινό κινηματογράφο, αλλά η απλότητα δεν βρίσκεται μόνον στα δένδρα και στα παιδιά. Και η αλήθεια δεν υπάρχει μόνον στα μαθηματικά. Χωρίς μάλιστα να υπολογίσωμεν ότι τα δένδρα και τα παιδιά είναι βαθύτατα μυστηριώδη και ότι τα μαθηματικά έχουν άμεση σχέση με τη μουσική και με το άπειρο.
Το έργο του Νικολαίδη είναι απλό για όποιον αφήσει ελεύθερη τη συγκίνησή του να το δεχθή. Και πιστεύω στην ειλικρίνειά του.
……Σ’ ένα καθαρά υπερρεαλιστικό πλαίσιο, ο σκηνοθέτης στήνει ένα διαβολεμένο φιλμ-σόκ πάνω στον καμβά της απομόνωσης καί του εγκλεισμού. Yπάρχουν έντονα εφιαλτικές σκηνές που θα σοκάρουν, όμως αποτελούν εκπληκτικά ευρήματα αλλά και μοναδικές κινηματογραφικές εφαρμογές αποτελεσματικής απώθησης….
…Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά, ο Ν.Ν. στήνει στην “Ευρυδίκη” του μια ταινία έντονη, εφιαλτική, που συνδοιάζει τόσο στοιχεία από το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης του, όσο και αναφορές, που συνειδητά παραπέμπουν στην πρόσφατη δικτατορική Ελλάδα. Παράλληλα, συγκεντρώνει τη προσοχή του στην ίδια την ηρωίδα του, παρακολουθώντας την σε στιγμές ερωτικής έκρηξης άφατης μοναξιάς.
ΤΟ ΤΡΙΠΛΟ αυτό θεματικό υλικό κατορθώνει να στήσει στα πόδια του ένα φίλμ σοβαρότατων προθέσεων όσο και επίτευξης. Ο Νικολαΐδης αποδείχνει, εδώ τη σκηνοθετική του ικανότητα, αλλά και τη διάθεσή του να στοχαστεί κιηματογραφικά στο συγκεκριμένο του θέμα. Η απειλή που έρχεται από έξω, από τους άλλους, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εσωτερική (την έντονα ερωτική) μοναξιά, καθώς και με τη συνειδητή, παράλογη, απώθηση μιας συγκεκριμένης κίνησης, μιάς ανανέωσης. Μεγάλο ατού της ταινίας, η σωστή ομοιογενής ατμόσφαιρα της εξωτερικής βίας που προέρχεται από μια ολοκληρωτική δύναμη, έτσι όπως διαμορφώνεται στην “εσωτερική” κόλαση του σπιτιού – της φυλακής. Μαζί φυσικά με την χρωματιστή, σκοτεινή συνέπεια της φωτογραφίας του Γ. Πανουσόπουλου που συνταιριάζει εξαίρετα τα στοιχεία του Παραλόγου (Μπέκετ) και της ψυχικής, σκοτεινής “βυθομέτρησης” που βρίσκει κανείς στην “Ασποστροφή” του Πολάνσκι.
ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ταινία – που δεν αναιρείται από μια ελαφριά “ καθίζηση” στο ρυθμό και στη θεματική ανανέωση που μπορεί να παρατηρήσει κανείς μετά τα πρώτα 60 λεπτά – και που οπωσδήποτε προμηνούσε μια πολύ πιο σημαντική συνέχεια, από τα γνωστά μας “Κουρέλια”.
Το μέλλον θ’ αποδείξει αν ο σκηνοθέτης αυτός προχωρήσει στο δρόμο της “Ευρυδίκης” η … αλλού…
…..Tο φόβο που έννοιωθα περιμένοντας να δεχτώ την “Eυριδίκη B.A. 2037”, διαδέχτηκε τρόμος καί θαυμασμός. Oμολογώ οτι μέσα από μία πρόχειρη κριτική προσέγγιση δεν τολμώ ν’ αγγίξω ούτε το πλούσιο ψυχαναλυτικό υλικό, ούτε τα θέματα που απασχολούν τον σκηνοθέτη, αυτά που μεταμφιέζονται σε αισθητικά πλάνα τόσο τέλεια, ώστε τελικά να ενοχλούν. H μεταβίβαση που εκτελείται με όργανο την “Eυριδίκη” είναι αποτελεσματική μόνο όταν παραδίνεσαι σ’ αυτήν όπως της έχει παραδοθεί ο σκηνοθέτης……
Η “Ευρυδίκη ΒΑ 2037” είναι μια δύσκολη ταινία αν θελήσει κανείς να την πλησιάσει με τη διάθεση να εξηγήσει την κάθε σκηνή της εν είδει σταυρολέξου (αν και η λέξη “σταυρόλεξο” δεν ενοχλεί καθόλου το δημιουργό της) και μια – σχεδόν! – εύκολη ταινία αν αφεθεί να τη νοιώσει.
Δομικά είναι ένα όνειρο μέσα σε όνειρο. Αλλά ένα όνειρο όχι παράλογο, μα από κείνα τα όνειρα που εξηγούν και υπογραμίζουν την πραγματικότητα σκέψεων και καταστάσεων. Οσο για το όνειρο – περιθώριο που περικλείνει το πρώτο, είναι μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει στη σημερινή μας ζωή, αλλά που δεν αποκλείεται να υπάρξει αν…η που υπήρξε για όλους αν αυτοί οι “ολοι” ήταν μια γυναίκα κλεισμένη σ’ ένα υπόγειο, μια γυναίκα όμορφη αλλά άβαφη, τρομαγμένη, αλλά μονίμως ανασφαλής αφού όλοι είμαστε ανασφαλείς όταν δεν είμαστε ντυμένοι όταν περιμένουμε άλλους να δώσουν λύσεις, όταν νοιώθουμε εκτεθειμένοι στην επέμβαση του πρόστυχου χεριού και της πρόστυχης σκέψης των άλλων.
Εκεί στο υπόγειο της Ευρυδίκης, πρωτοφύτρωσαν όλα τα σύμβολα του Νικολαΐδη σε ακέραιη μορφή ύστερα από τους – επηρεασμένους – υπαινιγμούς μιας πιο σύντομης (ωριαίας, νομίζω, σε διάρκεια) ταινίας που είχε επίσης παρουσιαστεί στη Θεσ/κη και που μας είχε δείξει, κάπως άξεστα, πάλι μια γυναίκα μισόγυμνη, πάλι καφέδες που ψήνονται κοντά σε νεροχύτες, πάλι ακαταστασίες. Εδώ οι ακαταστασίες δεν είναι μίζερες η ρεαλιστικές. Ολες μαζί, με τη βοήθεια άφθονου σελλοφάν και άλλων πλαστικών εφφέ, δίνουν αντίθετα την εικόνα μια πολύ μελετημένης σύνθεσης σχεδόν ζωγραφικής (της εποχής που όλες οι “νατύρ” ήταν “μόρτ”!) αλλά μιας ζωγραφικής που έχει ανακαλύψει, σαν άλλος Καραβάτζιο, L” OMBRA, τη σκιά. Ανάγλυφη σε σημείο να την κόβεις. Με τα δόντια.
Πίκρες και απελπισίες, ντυμένες σε σαρκασμό, θέματα – τελικά! – προχωρημένου βυρωνικού ρομαντισμού και άλλα θέματα – της φιλίας, του χαμένου όνειρου, του προδομένου έρωτα – σχεδόν μελοδραματικά. Και μια Βέρα που κυκλοφορεί κι’ εδώ όπως θα κυκλοφορεί αργότερα ανάμεσα στα «Κουρέλια». Μην ζητήσετε να την πιάσετε. Θα χαθεί χαμογελώντας η θα τρέξει για καταφύγιο στον τάφο της.
Συμπέρασμα: Ένα φιλμ γυρισμένο με μαστοριά, γεμάτο μέχρι… σκασμού, σαν αυγό. Φωτογραφημένο στην εντέλεια (από τον Πανουσόπουλο) με εκπληκτική ομοιογένεια, στολισμένο με υπέροχα μουχλιασμένο καλό γούστο (από τη Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου) που συνδυάζει σε απίστευτη ισοτιμία ό,τι πιο φιλολογικό έχει γνωρίζει ο κινηματογράφος μας όντας συγχρόνως απόλυτα, αγνά κινηματογραφικό.
Μία ιδεολογία φθοράς, εσωτερικού και εξωτερικού αδιεξόδου, απελπισίας, φόβου, απομόνωσης και φετιχισμού. Σ’ αυτή του τη διάσταση το φιλμ μάς βρίσκει ολότελα αντίθετους. Άλλωστε το πόσο βάραινε δυστυχώς για τον Νικολαΐδη αυτή η κατεύθυνση φανερώνεται απ’ τα Κουρέλια του νεκρού περιθωρίου και της διαστροφής. Δημήτρης Δανίκας.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ Εντελώς αδικαιολόγητα έμεινε στο σκοτάδι του περιθωρίου, αυτή η πρώτη μεγάλου μήκους πολυβραβευμένη στο Φεστιβάλ Κιν/φου Θεσ/κης ταινία του Νικολαΐδη. Αδικαιολόγητα, γιατί σαν ύφος, σαν αισθητική και σαν δουλειά δεν έχει να ζηλέψει πολλά πράγματα από αντίστοιχες ξένες ταινίες που για την επιτυχία τους επενδύονται τεράστια κεφάλαια στη διαφήμιση. Το πρόβλημα με την ταινία είναι η ελληνική της ιθαγένεια, η απουσία κάποιου πανίσχυρου κεφαλαιοκράτη και φυσικά η αναισθησία των ντόπιων γραφείων που αρνούνται πεισματικά να αξιοποιήσουν τις ελληνικές δυνάμεις που και ταλαντούχες αλλά και ανταγωνιστικές είναι με τις πασίγνωστες αμερικάνικες και ευρωπαικές.
Με άλλα λόγια, η περίπτωση της “Ευρυδίκης”, που τη θεωρούμε πολύ καλύτερη απ’ τα “Κουρέλια” είναι αποκαλυπτική για τη δυσμενή μεταχείρηση του ελληνικού κιν/φου. Και είναι πιο αποκαλυπτική από άλλες ταινίες, γιατί τα προσόντα της θάπρεπε να ενθαρρύνουν τις επιλογές των εμπόρων (άλλωστε είναι φανερό πως ο σκηνοθέτης ενσωμάτωσε με έξυπνο τρόπο εμπορικά στοιχεία και χρησιμοποίησε ξένη ηθοποιό για να διευκολύνει τη διάθεση της ταινίας στο εξωτερικό). Εδώ έχουμε να κάνουμε με κιν/φο ατμόσφαιρας και ψυχολογικών εντάσεων, με χρόνους που πολύ σωστά ρυθμίζουν τις αντιδράσεις μας, μ’ ένα φίλμ καλοδουλεμένο σ’ όλα τα επίπεδα, απ’ τους υποβλητικούς και ομειογενείς φωτισμούς του Γ. Πανουσόπουλου στο μαυρόασπρο, μέχρι την ερμηνεία της Β. Τσέχοβα που γεμίζει ολομόναχη κάθε πλάνο και κάθε διάσταση της οθόνης. Επομένως ο Νικολαΐδης – με λίγες απώλειες – ορθώνεται σαν ένας λάτρης του ύφους και του κλίματος ακουμπώντας στέρεα κι’ όχι μιμητικά στην οπτική αντίληψη του Πολάνσκι, ιδιαίτερα της “Αποστροφής”. Βέβαια από την άλλη θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί – και με το δίκιο του – ότι η προβληματική της ταινίας δεν έχει καμμία σχέση με τον ελληνικό χώρο, ότι περισσότερο “κατασκευάστηκε” σύμφωνα με διεθνείς προδιαγραφές παρά δημιουργήθηκε και ότι γι’ αυτούς τους λόγους οι ξένοι δεν ενδιαφέρονται για ταινίες που οι ίδιοι συχνά παράγουν, με πολύ γνωστούς ηθοποιούς, και με περισσότερα εμπορικά ατού. Ετσι φτάνουμε στο τι είναι η ταινία: σ’ ένα πρώτο επίπδο, είναι η απομόνωση μιας γυναίκας – σε μια χώρα στρατοκρατούμενη – όπου οι νευρωτικοί της κραδασμοί διαμορφώνουν μια άλλη πραγματικότητα, μια φανταστική πραγματικότητα που την στέλνουν κατευθείαν στην αγχόνη του καθημερινού εφιάλτη. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο η ταινία χωρίζεται σε δύο μέρη: στο υπαινικτικά αναπτυγμένο πολιτικό (ας σημειώσουμε ότι πρόειται για μια άλλου είδους αναφορά στη χουντική εφταετία) και στο κυρίαρχο ψυχολογικό. Χωρίς το πρώτο – που λειτουργεί εμβόλιμα – το φίλμ θα μπορούσε να υπάρξει αυτόνομα, προβάλλοντας όμως μια παροπλισμένη από δράση και κοινωνικότητα ιδεολογία.
Μια ιδεολογία φθοράς, εσωτερικού και εξωτερικού αδιέξοδου, απελπισίας, φόβου, απομόνωσης και φετιχισμού. Σ’ αυτή του τη διάσταση το φίλμ μας βρίσκει ολότελα αντίθετους. Αλλωστε το πόσο βάραινε δυστυχώς για τον Νικολαΐδη αυτή η κατεύθυνση, φανερώνεται απ’ τα “Κουρέλια” του νεκρού περιθωρίου και της διαστροφής.
Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Γης, η ταινία αυτή και ο σκηνοθέτης της, θα είχαν ήδη καθιερωθεί, τιμηθεί, δοξαστεί, τοποθετηθεί στις σωστές τους διαστάσεις. Ομως η “ρωμέικη” μισαλλοδοξία, οι “κλίκες” και τα οργανωμένα συμφέροντα, κάνουν να αφιέρωνονται στήλες, ενέργεια και λιβανωτοί για ένα σωρό ασήμαντα πρωτόλεια, και να αγνοείται συστηματικά, συνειδητά και προγραμματισμένα, μια από τις ελάχιστες μεγάλες δυνάμεις του κινηματογράφου μας. Δύο φορές, μία το ’75 με την “Ευρυδίκη” και ξανά το ’79 με τα “Κουρέλια”, οι ενεκδιήγητες επιτροπές των λεγόμενων “δημοκρατικών διαδικασιών” του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έκριναν τον Νικολαΐδη…ανάξιο να βραβευτεί με ένα έστω από τα τρία(!) μεγάλα βραβεία της χρονιάς! Και από την άλλη ορύονται οι επαίοντες, γιατί ο Αγγελόπουλος πήρε μόνο πέντε βραβεία και όχι έξι! Δείτε αυτή την ταινία και αναρωτηθείτε μόνο τι θα γινόταν αν είχε την υπογραφή λ.χ. “Μπράιαν ντε Πάλμα”! Θα φανερωθεί αμέσως μπροστά σας το πλέγμα της ψευτιάς που μυθοποιεί ασημαντότητες και θάβει τις αξίες στον τόπο μας. Ενα γυναικείο πρόσωπο, απομονωμένο σ’ ένα σπίτι, είναι το θέμα της ταινίας, “Υπό μετακόμισιν”, η Ευρυδίκη αυτή δεν “αντιστέκεται” στο ολοκληρωτικό καθεστώς που επικρατεί στην πόλη.
Η μηχανιστική δομή της εξουσίας δεν της προκαλεί το άγχος, που νοιώθει μόνο στην προσωπική επαφή μ’ έναν αγγελιοφόρο η ταχυδρόμο, μ’ ένα γράμμα η σημείωμα η αγγελτήριο θανάτου. Στην πραγματικότητα η Ευρυδίκη αυτή δεν έχει την συνείδηση του θανάτου της, δεν ξέρει δηλαδή ότι έχει ήδη πεθάνει. Και το παράξενο αυτό σπίτι με τα θαύματα, δεν είναι ο Παράδεισος η η Κόλαση, αλλά ίσως το Καθαρτήριο απ’ όπου περιμένει να μεταφερθεί κάπου αλλού. Η Ευρυδίκη αυτή δεν έχει συναισθήματα, όπως άλλωστε και όλοι οι νεκροί! Δεν έχει ούτε μνήμη. Αδικα θα επιμένει ο “Ορφέας” της να της θυμίσει τη σχέση τους, ακόμα και με φωτογραφίες. Αλλωστε και αυτή η χαμένη σ’ ένα Λούνα Πάρκ “Βέρα” που θα ξαναβρούμε αργότερα στα “Κουρέλια”, είναι το μόνο πρόσωπο που έχει μια πραγματική επαφή μαζί της σαν νεκρή που είναι κι’ αυτή. Τα άτακτα παιδιά της γειτονιάς, είναι σαν να ξυπνάνε το νευρικό σύστημα του πτώματός της, και η μιάμιση ώρα της ταινίας είναι η ανάπτυξη ενός κλάσματος του δευτερολέπτου ανάμεσα σε δυό χτυπήματα με το ξυλαράκι – αγκίστρι στο πρόσωπό της. Αυτός ο “θάνατος” δεν είναι άλλο από τη σχιζοφρένεια του σημερινού ανθρώπου, την πλήρη αδυναμία επικοινωνίας που τον χαρακτηρίζει, αλλά και την ανικανότητά του να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του. Ο Νικολαΐδης είναι απαισιόδοξος σ’ αυτό το σημείο. Δεν βλέπει λύση στο αδιέξοδο, γι’ αυτό και δεν “προτείνει” τίποτα. Ο κλινικός χώρος θα διευρύνεται όλο και περισσότερο, και ο στρόβιλος της σχιζοφρένειας θα επαναλαμβάνεται επιταχυνόμενος. Κανείς δεν θα μας βγάλει απ’ αυτό το καθαρτήριο, κι’ ο Μεσσίας – Ορφέας είναι κι’ αυτός τρελλός. Η λάμπα του ανθρακωρύχου που επιμένει να κρατάει αναμμένη, δείχνει με πόση σοβαροφάνεια στολίζει τον πλουτώνειο ρόλο του. Η μορφή της ταινίας, απόλυτα ταυτισμένη με το περιεχόμενο. Νευρικό μοντάζ, μικρά ακίνητα πλάνα, αφαίρεση στην αφήγηση με είσοδο – έξοδο των προσώπων από το κάδρο, αυτοαποκαλυπτόμενος κινηματογράφος. Και κυρίαρχος ο “εκτός κάδρου χώρος”, με την αίσθηση ανισορροπίας που προκαλεί. Χιλιάδες λεπτομέρειες, χιλιάδες ευρήματα, μια επένδυση σε δουλειά κι’ ενέργεια που άλλοι ξοδεύουν σε … πέντε πολύωρες ταινίες! Ολοι οι συνεργάτες του Νικολαΐδη σ’ αυτή την ταινία έχουν δώσει τον καλύτερο εαυτό τους, και πετυχαίνουν τις καλύτερες επιδόσεις.
Αλλά θα προσπεράσουμε τη Βέρα Τσέχοβα (ρεσιτάλ ηθοποιίας), τον Γιώργο Τριανταφύλλου (μάθημα μοντάζ), τη ΜαριΛουίζ Βαρθολομαίου (τι διάκοσμος, τι ευρηματικότητα!) για να σταθούμε στο μεγαλύτερο φωτογραφικό ταλέντο που έβγαλε ποτέ ο ελληνικός κινηματογράφος: ο Γιώργος Πανουσόπουλος (“Ταξίδι του μέλιτος”) κάνει εδώ ένα κέντημα φωτός, μια ζωγραφική σε μαύρο-άσπρο, με μία ομοιογένεια ύφους στα χίλια περίπου πλάνα της ταινίας, που κάνει τον καθένα απ’ αυτά ένα μικρό αριστούργημα και την ταινία ένα μεγάλο. Αυτά τα ολίγα, και αν διαβάσετε πουθενά για επιρροές Μπουνιουέλ, Πολάνσκι. Χίτσκοκ κ.ο.κ. μην το πάρετε στα σοβαρά. Οι άνθρωποι που ξέρουν σινεμά, είναι αυτοί που ξέρουν και να κάνουν σινεμά. Και αυτοί θα σας διαβεβαιώσουν ότι η σκηνοθεσία του Νικολαΐδη έχει ένα τόσο έντονο προσωπικό ύφος, και δεν τον κατατάσσει πουθενά.
……H σημερινή πολιτική πραγματικότητα έχει μετουσιωθεί σ’ ένα έργο συμβολικής και σουρεαλιστικής ποίησης που εκφράζεται με μια πολύ προσωπκή κινηματογραφική γραφή……
Η αποκάλυψη – έκπληξη, δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ, ήρθε από την “Ευρυδίκη ΒΑ 2037” του Ν.Νικολαΐδη. Και ζωντάνεψε το αρχέτυπο του Μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης μέσα από τον Αδη της επταετίας, φορτισμένο ποιητικά από μνήμες Κοκτώ. Μνήμες φανερές σε κοστούμια, σκοτεινές φιγούρες, πρόσωπα θανάτου, σαν εκείνο της Μαρίας Καζαρές στην ταινία “Ορφέας” του Γάλλου ποιητή. Η “Ευρυδίκη” λέει ο δημιουργός της, είναι μία ταινία “εγκεφαλική, συναισθηματική και εφιαλτική”. Εμείς προσθέτουμε πως είναι, επίσης, ποιητική και πολιτική. Πολιτική, όπως η “Μυριέλ” του Αλαιν Ρεναί και ποιητική όπως το “Μαρίενμπαντ” του ιδίου. Μορφωτικά, έχει το σχήμα κύκλου: αρχίζει και τελειώνει από το ίδιο σημείο. Το θέμα, δηλαδή, κυκλώνεται χωρίς ν’ αφήνει διέξοδο. Πυρήνας του κύκλου η ηρωίδα, αυτοέγκλειστη σ’ ένα εφιαλτικό σπίτι, που τα παράθυρά του είναι σκεπασμένα με φύλλα εφημερίδων. Η μοναξιά της είναι απόλυτη, σπαρακτική. Ζεί σε μια στρατοκρατούμενη χώρα και περιμένει νά’ ρθουν να την πάρουν από το σπίτι – φυλακή για κάποιο άλλο σπίτι – φυλακή. Ο θεατής παρακολουθεί 24 ώρες απ’ αυτή την αναμονή. Ο χώρος κατοικείται από την γυναίκα σε εκατοντάδες άψυχα αντικείμενα. Μέσα στο σπίτι εισχωρεί ο ήχος των απέξω: εμβατήρια, αεροπλάνα, ελικόπτερα, πολυβόλα. Η Ευρυδίκη, απομονωμένη σαν άνθρωπος από το σύστημα, επιβιώνει και περιμένει χωρίς αντίδραση νάρθουν να την πάρουν.
Βαθύτατα, δεν την αγγίζει τίποτα. Είναι απολύτως αλλοτριωμένη. Και το δέχεται. Δεν θέλει ρωγμές, δεν θέλει να θυμάται, είναι πεθαμένη. Οταν ο ταχυδρόμος αφήνει στη πόρτα της κάποιο μήνυμα, πασχίζει απεγνωσμένα να μην περάσει κάτω από τη χαραμάδα, να μην το πάρει. Η μοναξιά προβάλλεται πάνω της στο μέγεθος της απελπισίας που έχει η μοναξιά των νεκρών και των γυναικών. Σπαρακτική και στείρα όσο ακριβώς δείχνει ο σκηνοθέτης στη σκηνή της ερωτικής αυτο-ικανοποιήσεως με τις κούκλες. Μα οι ρωγμές εξακολουθούν . Και η μνήμη εισβάλλει στο σπίτι – φυλακή: Δύο πτώματα στο δρόμο, μια αντρική φωνή στο τηλέφωνο που μιλάει γι’ αγάπη. Η Βέρα, ντυμένη στα μαύρα, σα θάνατος, με κομμένες τις φλέβες των χεριών της, η Βέρα που ίσως είναι αυτό που υπήρξε άλλοτε η Ευρυδίκη. Κι’ ένας άντρας σε διπλό ρόλο: του εραστή – εκτελεστή. Τη μιά φορά βγαίνει απ’ το σπίτι και την άλλη μπαίνει μ’ ένα προβολέα στο μέτωπο να την βρεί να την “πάρει” (ερωτικά). Και η Ευρυδίκη αντιστέκεται στον εραστή – εκτελεστή, που δεν είναι άλλος από τον Ορφέα. Εκείνον που, στον αρχαίο ποιητικό μύθο, παρακάλεσε τους θεούς να του ξαναδώσουν από τον Αδη την πεθαμένη γυναίκα του, μα δεν τήρησε τον όρκο του, γύρισε και την κοίταξε και η Ευρυδίκη πέθανε για δεύτερη φορά, επιστρέφοντας οριστικά στο βασίλειο των νεκρών. Η συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο των δυό – άλλοτε – εραστών σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, που φωτίζεται μονάχα από το καντράν της τηλεοράσεως, και η ερωτική σκηνή που ακολουθεί, είναι κομμάτια ανθολογίας για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Η Ευρυδίκη αντιστέκεται λυσαλέα στον Ορφέα και αυτός παλεύει να την αποσπάσει από το σκοτάδι. Αντίθετα από το μύθο, εκείνος που πεθαίνει είναι ο Ορφέας που έρχεται “απέξω” και τον σκοτώνει η Ευρυδίκη. Ο Σοπέν, ο Βιβάλντι και το παλιό τρυφερό τραγούδι που ακούγονται ανάμεσα στις ριπές των σαρατοκρατών, λένε πως, σε άλλους χώρους, σε άλλους χρόνους, αλλοιώς θα ήταν αυτός ο έρωτας. Ετσι ο αρχαίος ελληνικός μύθος, αποδιαρθρώνεται, το μοντέλο του έρωτα καταστρέφεται και επανεγγράφεται στα καινούργια καλούπια με τη σύγχρονη γλώσσα του κινηματογράφου. Παράλληλα, η σημαντική του ποιητική, η άλλη, χρησιμεύει στο να καταδειχθούν οι αντίθετες, απάνθρωπες λειτουργίες ενός συστήματος που απωθεί το άτομο και το πνίγει σε μια ζωή φυτού, που μόνο του μέλημα είναι η επιβίωση. Γιατί η Ευρυδίκη επιβιώνει, έστω και νεκρή εσωτερικά, περιμένοντας πάντα να την μεταφέρουν κάπου αλλού…
Συμπερασματικά: Η πρόσφατη πολιτική πραγματικότητα – και ίσως όχι μόνο της επταετίας – έχει μετουσιωθεί σ’ ένα έργο συμβολικής και σουρεαλιστικής ποίησης, που εκφράζεται με μια προσωπική κινηματογραφική γραφή
Αν και η καθαρώς ψυχογραφική αυτή ταινία φυσικόν είναι να μην απευθύνεται εις το ευρύτερον κοινόν, εν τούτοις δεν ημπορεί κανείς να ειπή ότι ακολουθεί την “συνταγήν” των γνωστών αμπελοφιλοσοφικών και νυσταλέων κατασκευασμάτων της εγχωρίου “κουλτουριάρικης” κινηματογραφίας. ΕΣΤΙΑ.
Χρειάστηκε να γίνει ο σεισμός για να βρεθεί μια αίθουσα κενή και να προβάλλει μια αξιόλογη ελληνική ταινία, που περίμενε πέντε χρόνια στα ντουλάπια.
Το 1975 υπήρξε μια χρονιά έντονης πολιτικοποιήσεως του ελληνικού κιν/φου. Εκτός από το μεγαλόπρεπο ιστορικό πανόραμα του «θιάσου», κυριάρχησαν τα στρατευμένα ντοκυμανταίρ. Κι’ όμως στο φεστιβάλ Θες/κης η Κριτική Επιτροπή έδωσε το βραβείο σκηνοθεσίας πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στον Ν.Ν. για την «Ευρυδίκη». Κι’ οι κριτικοί την ξεχώρισαν ως «καλύτερη ταινία με υπόθεση» για να τονίσουν δυό πράγματα… την σχεδόν εκπληκτική κυριαρχία του σκηνοθέτη πάνω στα κινηματογραφικά εκφραστικά μέσα και την ανάγκη να ενθαρυνθεί ένας κιν/φος εσωτερικής μυθολογίας, δίπλα στην επίσης δικαιωμένη «εξωστρέφεια» της κοινωνικής κριτικής.
Ομως οι αιθουσάρχες και οι διανομείς είχαν αντίθετη γνώμη. Δεν έδωσαν στο φίλμ το στοιχειώδες δικαίωμα του έργου τέχνης. Να έρθει σε επαφή με το κοινό με το όποιο κοινό που θα ήταν ευαίσθητο στις ιδιαίτερες ερμηνείες του.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Νικολαΐδης προχώρησε το δρόμο του, εκφράστηκε με το γράψιμο (ο «Οργισμένος Βαλκάνιος» έγινε μπέστ-σέλλερ), γύρισε μια δεύτερη ταινία («Τα Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα») που αντιμετώπισε μοιρασμένες κριτικές αλλά εκτιμήθηκε πάλι για τη δεξιοτεχνική εφαρμογή του «αμερικανικού» ύφους (και το παιχνίδι μαζί του).
Και τώρα μόλις βλέπει την «Ευρυδίκη» να προβάλλεται.
Υπάρχει μια βαθειά αδικία σ’ αυτό. Η μη προβολή μιας ταινίας είναι ένα φίμωτρο στον δημιουργό και ένα συχνά θανατηφόρο χτύπημα στον οικονομικό τομέα.
….Η «ιστορία» της «Ευρυδίκης» είναι απλή. Μια όμορφη γυναίκα, έγκλειστη σ’ ένα σπίτι, περιμένει να τη μεταφέρουν αλλού. Κάποια αόρατη (δικτατορική) αρχή την κρατάει εκεί, μέχρις ότου συμπληρωθούν κάποιο άγνωστοι όροι. Εξω υπάρχει κίνδυνος. Αλλά και μέσα τα «ήσυχα» αντικείμενα αποκτούν ζωή και κακόβουλες διαθέσεις. Ενας άντρας που έρχεται δεν φέρνει την λύτρωση. Η γυναίκα «αμύνεται», ο κύκλος μένει κλειστός.
Υπάρχει, βέβαια, μια αναφορά στον αρχαίο μύθο, σε συνδυασμό με «μελλοντική» προβολή του. Είναι ο Αδης αυτός, χωρίς ελπίδα, ούτε από κάποιον Ορφέα, είναι η φάση του απόλυτου ελέγχου πάνω στον άνθρωπο που δεν θα μπορεί (κι ούτε θα θέλει) να δράσει η ν’ αποφασίσει για τη ζωή του. Είναι ένα «τέλος του παιχνιδιού» με υλιστικά δεδομένα, μια γενικότερη παραβολή?
Περισσότερο όμως το φίλμ συστρέφεται σαν το φίδι, σφίγγοντας στις σπείρες του το υποκείμενο. Ο κλειστοφοβικός αυτός κόσμος που οικοδομείται σιγά σιγά ως το απόλυτο, ως τον κύκλο και την ακινησία, μοιάζει περισσότερο να είναι η εκδήλωση της σχιζοφρένειας της ηρωίδας, η προβολή των φαντασμάτων της.
Ο «εχθρός», ο άγνωστος τρόμος όπως του παιδιού μέσα στο σκοτάδι υιοθετείται από την ηρωίδα σαν εσωτερικότητα, σαν αδιάκοπη αγχωτική πάλη, που την εξαντλεί, την περιορίζει αλλά και της ανοίγει την πύλη σε μιά κλίμακα σεξουαλικών διαστροφών, που την γοητεύουν και την παρακολουθούν.
Tο ψυχολογικό “οπλοστάσιο” λειτουργεί καταιγιστικά, φαντασιακός ερωτισμός, φιγούρα του πατέρα, ευνουχισμένες κούκλες, περιττώματα, αποστροφή, όλα μετέχουν στο μεγάλο παιχνίδι της ηδονής και της απώλειας. Mια ταινία αινιγματική, ίσως επικίνδυνη Μπορεί να ξεσηκώσει αντιρρήσεις, να ενοχλήσει και τους οπαδούς του άμεσα καταναλώσιμου. Είναι όμως σίγουρα γοητευτική και ενδιαφέρουσα.
Ατμόσφαιρα καθαρά καφκική και αναφορές στο εφιαλτικό όραμα ζωής του Tζ. Oργουελλ καθώς και σε ζοφερές καταστάσεις που εξελίσσονται σ’ όλα τα σημεία του πλανήτη μας, ανεβάζουν την “Eυριδίκη B.A. 2037” στα επίπεδα μιας σύγχρονης τραγωδίας.
Αφαιρετική-αλληγορική ταινία που εκφράζει αναπτύσσοντας τα συναισθήματα, φαντασιώσεις, παραισθήσεις, μνήμες, σεξουαλισμό μίας έγκλειστης γυναίκας σε συνδυασμό με οπτικά και ηχητικά ερεθίσματα-στοιχεία του εξωτερικού κόσμου (χαρακτηριστικά της πρόσφατης δικτατορίας). Αντώνης Μοσχοβάκης.
…Tελικά η τόλμη και η διαλεκτική πρωτοτυπία καταξιώνουν την “EYPIΔIKH B.A. 2037” σαν μια ταινία-πρόταση για βαθειά μελέτη, αξιολόγηση και ανάπτυξη…..
“Tά κουρέλια τραγουδάνε ακόμα” πρέπει νά διαβαστεί σάν τό κεφάλαιο απ’ τό μυθιστόρημα μιάς γενιάς που δέν άρχισε νά γράφεται ακόμα. Mιάς γενιάς που κάτω από πολιτικές πιέσεις καταδικάστηκε στή σιωπή, γιατί αρνήθηκε νά μαζικοποιηθεί, καί νά καταναλώσει πολιτική κουλτούρα, προτιμώντας νά διεκδικήσει τό δικαίωμα της διαφωνίας, τής φαντασίας καί του έρωτα.
…Σίγουρα η αστική κριτική ενοχλήθηκε από τό μήνυμα τής ταινίας . Δέν δέχτηκε τή θέση ότι οί άνθρωποι έχουν τό δικαίωμα νά καταφεύγουν στήν τελευταία μορφή αυτοδιάθεσης που είναι η αυτοκτονία.
…Mιά άψογη ταινία, η σκηνοθεσία τέλεια, κάτι σάν τίς ταινίες τής Λένι Pίφενσταλ. Προσοχή όμως τό κέικ μέ τήν απόλυτη όψη περιέχει δηλητήριο..!
…Μία πολύ αξιόλογη ταινία-θέση, άρτια διαλεγμένη, με τέλειους ηθοποιούς.
…Εντυπωσιακή ταινία που συναρπάζει και κατακτά με τη μουσική της.
…Κυνικό χιούμορ, συνδυασμένο με το φίνο παίξιμο του Χρ. Βαλαβανίδη, απόσπασε τα χειροκροτήματα.
…Ο Νικολαΐδης είναι δεξιοτέχνης του κιν/φου, και άριστος γνώστης και λάτρης της αμερικάνικης μουσικής. Συνδυάζει λαμπρά τα δυό προσόντα του για να πραγματοποιήσει μια φανταχτερή, εντυπωσιακή ταινία, που συναρπάζει με την τεχνική της… Ομως η ταινία αφήνει ένα κενό στο θεατή, δεν δικαιώνεται. Ο δημιουργός της ισχυρίζεται πως θέλει να εκφράσει μια (χαλασμένη) γενιά, τη γενιά του ‘50 (που είναι και η δική του).Και συνθέτει έτσι μια παρέα, όπου ο ένας είναι σεξουαλικός εγκληματίας, ο δεύτερος μόνιμος τρόφιμος των φυλακών, ο τρίτος ζεμανφουτίστας που παρατάει τη γυναίκα και τα παιδιά του, η τέταρτη σκαστή απ’ το τρελλοκομείο.Και τα όνειρά τους είναι εγκλήματα, βιασμοί, ναρκωτικά και τα παρόμοια.Αλλά χάλασε αυτή η γενιά… Είναι γιατί «αρνήθηκε να μαζικοποιηθεί, να περάσει από πολιτικά λούκια και διεκδίκησε το δικαίωμα να διαφωνεί» η ο πλούτος – που άφθονα σκορπίζει ο σκηνοθέτης γύρω στούς ήρωες του – την έκανε να κλειστεί στον πολύτιμο (γι’ αυτήν) εαυτούλη της…Και πως θέλει να συγκινηθούμε με τέτοιους μη ανθρώπινους ήρωες? Ταχυδακτυλουργεί ο σκηνοθέτης όταν παραλληλίζει αυτή τη γενιά με μια ολιγάριθμη κάστα της δικής μας κοινωνίας.
Μερικές δεξιοτεχνικές πραγματοποιήσεις και ένα κυνικό χιούμορ συνδυασμένα με το φίνο παίξιμο του Βαλαβανίδη απόσπασαν τα χειροκροτήματα της αίθουσας…
…Ο μοναδικός ίσως σκηνοθέτης στη χώρα μας. Έξοχοι οι ηθοποιοί.
Μια ταινία ρέκβιεμ για τους επαναστάτες.
…Το κοινό παρακολούθησε με κομμένη ανάσα.
…Xωρίς ψευδαισθήσεις , σκληρός καί ανελέητος ο σκηνοθέτης Nίκος Nικολαΐδης παραδέχεται ότι τό παιχνίδι έχει χαθεί.
Το φιλμ καταχειροκροτήθηκε από το κοινό του Φεστιβάλ.
…. Η ταινία «Τα Κουρέλια» μας μεταφέρει στο κλίμα επιβίωσης της γενιάς του 60. Αδιέξοδο και εδώ, απελπισία, αδυναμία να βρεθεί μια λύση επαναστατικής στάσης απέναντι στη τρέχουσα καθημερινότητα. Οι ήρωες, μια παρέα σημερινών σαραντάρηδων, προσπαθούν σαν φυγή ν’ αναστήσουν την παλιά τους συντροφικότητα, το παλιό παιχνίδι συνωμοσίας, μιας χαμένης πιά εποχής. Εχουν όμως τόσο σημαδευτεί από τα γεγονότα της τελευταίας εικοσιπενταετίας, ώστε κουρέλια πραγματικά, δεν μπορούν άλλο παρά να διαλέξουν το θάνατό τους. Πρόκειται για τη γενιά που έζησε στον ελληνικό χώρο σαν προεξοφλημένο γραμμάτιο αφού τίποτα δεν διάλεξε και κανείς δεν τη ρώτησε για όσα αντιμετώπισε άθελα: επακόλουθα του πολέμου και του εμφυλίου , πολιτικές δολοφονίες, αποστασίες, πραξικοπήματα, δικτατορία.
Η ταινία σ’ ένα ύφος που αγγίζει το σουρεαλιστικό παιχνίδι, αναπαράγει την αθωότητα της εφηβείας και των νεανικών ετών αυτής της γενιάς με τα είδωλά της, μουσικής και κινηματογράφου της δεκαετίας του ’50. Ενας άδολος ρομαντισμός, συνδυασμένος μ’ ένα άλλοτε διαλυτικό και άλλοτε τρυφερό χιούμορ διαμορφώνει το κλίμα της ταινίας συχνά μαγευτικό τόσο, ώστε να παγιδεύει η και να εξουδετερώνει την κριτική ματιά του σκηνοθέτη. Εύρημα του φίλμ, το τραγικό παιχνίδι των ενηλίκων που παίζεται μπροστά στα μάτια των παιδιών και μιας γυναίκας που αίρεται ανά πάσα στιγμή μπροστά στο αίτημα του μεγάλου ρομαντικού έρωτα που – υποτίθεται – δεν ήρθε ποτέ. Ταινία νοσταλγίας τελικά, που αποστρέφει το πρόσωπό της από το δύσκολο παρόν και το εφιαλτικό μέλλον, γλιστράει ηδονικά στο παρελθόν, επιτείνοντας έτσι το αδιέξοδο του σήμερα.
Τα κουρέλια χειροκροτήθηκαν απ’ το “αγριεμένο” κοινό. Ήταν η καλλίτερη ταινία του Φεστιβάλ.
…Mιά ταινία τρομερά θλιβερή καί ενοχλητική, γιατί ακριβώς δέν αφορά ηλίθιους.
…Ένα υπέρκομψο και τραγικό αστείο.
Παρακμιακή ταινία.
Αυτές τις ιδέες πρέπει να τις αγνοήσουμε ή να τις πνίξουμε;
Mιά ταινία νοσηρή καί απάνθρωπη.
Επικίνδυνη ταινία.
…Η ταινία του ΝΝ “Τα Κουρέλια” που είδαμε χθές μας κατατρόπωσε στην απελπισία για την – προσωρινή ελπίζουμε – έκλειψη ενός σκηνοθέτη ο οποίος πριν από χρόνια είχε δώσει πολλές ελπίδες για την εξέλιξή του. Κάτω από την ατμόσφαιρα μιας εξομολόγησης γύρω από τις “χαμένες γενιές” του 50-60. Τα κουρέλια πλασαρίστηκαν παράλληλα με ορισμένα βάθρα που αν στον ηρωα που ενσάρκωσε ο Φέρρης (Εξόριστος) άγγιζαν στοιχειώδη επίπεδα ειλικρίνειας, στον ΝΝ έμειναν ξέκρεμα στα πλαστά και στο τέλος ανύπαρκτα. Θα θέλαμε πολύ να βρούμε έστω και μια νύξη απ’ αυτά που γράφει στο πρόγραμμα ο ΝΝ., όμως οι χαρακτήρες που επί δύο ώρες ονειροπολούσαν σαρκάζοντας, έκαναν έρωτα, βίαζαν, έσφαζαν και σάρκαζαν ονειροπολώντας δεν μπόρεσαν να συνδέσουν ούτε για μια στιγμή το παρόν με το παρελθόν τους, ούτε και να πείσουν για την προέλευσή τους. Ξεκινώντας από την απατηλή αυτή εσκεμμένη απόπειρα δημιουργίας κάποιας “άλλης” εντύπωσης η ταινία άρχισε με μερικά εντυπωσιακά πλάνα για να εξελιχθεί σ’ ένα καλοφτιαγμένο χρωματιστό χορό σαρκασμού αναφορών στον χαμένο έρωτα που δεν βρέθηκε ποτέ, επιθεωρησιακών νούμερων και άφθονων γυμνών που από ένα σημείο και πέρα είχες την βεβαιότητα, ότι δεν είχαν καμιά σχέση με το σενάριο, αλλά ότι η – αναμφισβήτητη – καλλονή τους γινόταν διαβατήριο για το πλατώ του γυρίσματος η για οπουδήποτε αλλού. Δεν παραγνωρίζουμε την επαγγελματικότητα της δουλειάς ούτε την σωστή διεύθυνση ηθοποιών,.. αυτά όμως τα καλά στοιχεία μαζί με το τόσο ενδιαφέρον αποτέλεσμα εκείνης της μοναχικής “Ευρυδίκης’ μας κάνουν να γινόμαστε, όλο και πιο απορημένοι για το απίστευτο κατασκεύασμα που είδαμε στην οθόνη. Γιατί η ταινία θα περάσει φοβόμαστε στον κόσμο, θα παραπλανήσει, θα διαστρέψει στην κυριολεξία, τόσο κινηματογραφικά, όσο και ιστορικοπολιτικά…
Είναι τερατούργημα.
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ
Ο Νικολαΐδης με τη «Γλυκιά Συμμορία» του… λυπάσαι, διότι βγαίνει σκηνοθέτης ο κύριος με τα όλα του. Και όμως. Και ακόμα και να υπάρχουν τέτοιες συμμορίες στις γειτονιές μας, είναι ολόκληρη ιστορία για να περάσουν στην τέχνη το πρόβλημά τους, τις θέσεις τους. Για να με πείσει ότι αυτοκτονούν έτσι χάριν γούστου, θέλω άλλου είδους εξηγήσεις. Αλλοιώς βγαίνουν το πολύ αφελείς και χυδαίοι.
Η ταινία του Ν.Ν. είναι μια ταινία γλυκιά (ένα σουίτ μούβι) σαν καραμέλα, που όσο την πιπιλάς τόσο άγευστη τη βρίσκεις. Όπως λέει το ουσιαστικό του τίτλου, έχουμε να κάνουμε με μια συμμορία και οι συμμορίες είναι, βέβαια, εξ ορισμού περιθωριακές. Κι’ όπως διευκρυνίζει το επίθετο του τίτλου, τούτη η συμμορία δεν είναι όποια κι όποια, είναι μια «γλυκιά συμμορία» σαν αυτή του «Μπόνι και Κλάιντ», φυσικά στη νοτιοβαλκανική της εκδοχή. Εδώ, ο θαυμασμός για το «περιθωριακός ζην» έχει φτάσει στο άκρον άωτον, τρέχα γύρευε για ποιούς αντισταθμιστικούς λόγους.
Η σκηνοθεσία του Ν.Ν. είναι το σύγχρονο ελληνικό όριο της κατασκευής. Ολα μοιάζουν άψογα, επαγγελματικά, σαν ένα ατέλειωτο διαφημιστικό σπότ, μπουκωμένο με συνθήματα, έστω και αποτρόπαια. Με διαφημιστική οπτική δεν γίνονται βλάστημες ταινίες, αλλά μια διαφήμιση της «Κόκα-κόλα» από την ανάποδη. Δεν φτάνει δηλαδή μόνο η αντιστροφή του συνθήματος «από χαρά της ζωής», σε «καταστροφή της ζωής» για να επιτευχθεί η ανατροπή. Εκβιάζεται μόνο η συμπάθεια γι’ αυτούς τους «περιθωριακούς», που σ’ όλη την ταινία προσπαθούν να πείσουν για τη γλυκάδα του κακού…
ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝ/ΦΙΚΗ ΔΙΗΓΗΣΗ
Η έξαλλη ροή της δράσης, η υπερηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, ο άγριος ρυθμός της ταινίας, η κίνηση και η εναλλαγή των σκηνών συνθέτουν, κατά τρόπο μοναδικό και πρωτοφανέρωτο, μία συγκλονιστική κινηματογραφική διήγηση.
ΕΚΡΗΚΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
Η “Γλυκιά Συμμορία” είναι ένα έργο εκρηκτικής δύναμης που συγκλόνισε τους κριτικούς και το κοινό.
ΟΙ ΞΕΓΡΑΜΜΕΝΟΙ Η “Γλυκιά Συμμορία” είναι μία ταινία που αντλεί κατ’ ευθείαν απ’ την παράδοση των «καταραμένων έργων» με τους ξεγραμμένους ήρωες και την απουσία της ηθικής… που αναπληρώνουν ο κυνισμός και η συντροφικότητα.
ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
Mε μια πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική γραφή ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια γρήγορη, γεμάτη ρυθμούς “σκληρή” ταινία που άρεσε ιδιαίτερα στο κοινό. Mε την “Γλυκιά Συμμορία” ο σκηνοθέτης N.N. επιβεβαιώνει γι’ άλλη μια φορά το σκηνοθετικό του ταλέντο και τη μαεστρία του στη δημιουργία πέρα για πέρα κινηματογραφικού ρυθμού. Oι ήρωές του είναι πρόσωπα ασυμβίβαστα που ο σκηνοθέτης πιάνει το ρυθμό της ζωής τους, δημιουργώντας ένα στυλιζάρισμα που εντυπωσιάζει με τα χρώματα, τις κινήσεις της μηχανής και το μοντάζ, φτάνοντας σε καταστάσεις συναρπαστικές.
ΠΑΝΚ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Ένα παράξενο παιχνίδι με εκθαμβωτικά χρώματα ήχους και μουσική συνθέτουν ένα χώρο που προετοιμάζει τους «εκτός συστήματος» ήρωες του Ν.Ν. να δώσουν τη μάχη τους, ενώ έξω παραμονεύει ο Θάνατος, έτσι όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί. Το φινάλε είναι απρόσμενα βίαιο και οι εικόνες που στήνει ο σκηνοθέτης παρασύρουν σε μία πανκ Συμφωνία. ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ – Ν. ΜΑΝΩΛΙΤΣΗΣ ΡΥΘΜΟΣ ΚΑΙ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ Στη “Γλυκιά Συμμορία” ο σκηνοθέτης Ν.Ν.. καταφέρνει να δημιουργήσει μία εξαιρετική ατμόσφαιρα μπαρόκ κι ένα ρυθμό που θα τον ζήλευαν και οι Αμερικανικές ταινίες.
«ΝΤΕΣΠΕΡΑΝΤΟΣ» Οι ήρωες της “Γλυκιάς Συμμορίας” είναι σύγχρονοι «ντεσπεράντος» και θα καταλήξουν σαν «ντεσπεράντος» σε μία σκηνή που θα κάνει πολλά στομάχια να σφιχτούν. Πίσω όμως από την επιφανειακή σκληρότητά του, η ταινία είναι ένα προσωπικό έργο που μιλάει για την αγάπη, την φιλία και τον έρωτα, με ωμή αλλά συνάμα ποιητική γλώσσα.
ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ
Οι περιθωριακοί του Ν.Ν.. κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν μέσα σε μία βρόμικη κοινωνία, και στο φινάλε τα δίνουν όλα για να ξεκαθαρίσουνε τους λογαριασμούς τους με το Κράτος και το παρακράτος. Σίγουρα η Γλυκιά Συμμορία είναι η καλλίτερη ταινία του Ν.Ν..
ΠΙΚΡΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Δε συγκρίνουμε ανόμοια μεγέθη (λόγου χάρη το Νικολαΐδη με τον Κιούμπρικ)
Για παράδειγμα στη «Γλυκιά Συμμορία» γίνονται τα εξής ανακόλουθα πράγματα: H κατασκευή, το οικοδόμημα της ταινίας δεν έχει στοιχειωδώς κάποιες αντιστοιχίες με κάποιο οικείο χώρο (με τον ελληνικό λόγου χάρη). Η ορθολογική αφήγησή της έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με το χασματικό και σχεδόν εξωπραγματικό περιεχόμενό της. Επομένως έχουμε να κάνουμε με μια προσωπική ταινία, με μια κλειστή δουλειά, με μια εσωτερική εξομολόγηση, με κάποια φαντάσματα; Ίσως. Όμως η συνάθροιση αυτής της «ανήθικης» παρέας που τα κάνει όλα και φτάνει μέχρι την ομαδική αυτοκτονία δεν καίγεται και από μια εσωτερική φλόγα. Δηλαδή δεν έχουμε μια καταραμένη ταινία, όπως για παράδειγμα είχαμε το «OUT OF THE BLUE» του Ντένις Χόππερ. Δηλαδή ο Νικολαΐδης μιλάει για πράγματα που δεν έχει βιώσει, μιλάει για ήρωες βιωματικούς, για ανθρώπους που αρνούνται την οποιαδήποτε αξία και φτάνουν στο θάνατο, χωρίς η ταινία η ίδια να φλέγεται για το θάνατο. Γι αυτό η «Γλυκιά Συμμορία» δεν πείθει, δεν έχει συνέπεια, δεν συγχρονίζεται μ’ αυτά που ορέγεται. Γι αυτό η αισθητική της είναι στιλπνή – γι αυτό τα καλαμπουράκια εκτοξεύονται στον αέρα. Με άλλα λόγια ο Νικολαΐδης υπονομεύει το θέμα του, αν και εξωτερικά, σαν οφθαλμαπάτη και λόγω του τάλαντου που διαθέτει σαν από τους πρώτους μάστορες του ελληνικού σινεμά, το φιλμ αφηγείται την ιστορία του κυλιστά και στρογγυλά. Σ’ αυτό δεν βοήθησε μόνο ο σκηνοθέτης, αλλά και οι επιμέρους συντελεστές (ηθοποιοί, ντεκορατέρ, μοντέρ και ο δ/ντής φωτογραφίας). Όσον αφορά την ιδεολογία της, εκεί καλύτερα να μην την αγγίξουμε γιατί καίγεται από την κορφή μέχρι τα νύχια. Το ξαναλέω: Κρίμα για το ελληνικό σινεμά και για το Νίκο Νικολαΐδη.
Μια ομάδα «καταραμένων» και κακομαθημένων παιδιών σπεύδει με γοητεία στυλ και άφθονη «ανηθικότητα» προς την καταστροφή. Ο Νικολαΐδης ολοκληρώνει εδώ, μετά απ’ τα «Κουρέλια», το ιδεοληπτικό του βλέμμα σε μια μυθοπλασία του εγκλεισμού και της νεύρωσης όπου συσσωρεύονται αφειδώς τα φετίχ «νιού λούκ» και τα ψυχαναλυτικά τερτίπια. Μακριά από το ρεαλισμό, την αναφορά στην πραγματικότητα ή την αναζήτηση της αλήθειας, ο Ν. ποντάρει στη μαγεία και τη γοητεία της εικόνας, σε μια γραφή της επιφάνειας και του οπτικού τεχνο….? Η σκηνοθεσία οργανώνεται με βάση την κινηματογραφοφιλία και την αισθητική του διαφημιστικού σποτ. Η κινηματογραφοφιλία όμως του Ν. περιορίζεται στην κατάχρηση μερικών ιδεολογικών και αισθητικών αξεσουάρ που δανείζεται από τον αμερικανικό κινηματογράφο, ενσωματώνοντάς τα σε μια επιτηδευμένη και λουστραρισμένη αφήγηση της απόγνωσης. Πίσω από την ρευστότητα και την ευλυγισία του μοντάζ, τη γλαφυρότητα των χρωμάτων, τα σύντομα πλάνα, την ψευδαίσθηση των εφφέ, με άλλα λόγια πίσω από την σύνταξη της διαφήμισης, απουσιάζει η αλήθεια των χαρακτήρων, η τραγική τους διάσταση. Υπάρχει μόνο η πρόσοψη, ο ρυθμός και μερικά ομοιώματα που περιφέρονται απατηλά.
ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Νοιώθεις το λιγότερο όμορφα βλέποντας τον Ν.Ν. να στέλνει το δύσμοιρο ελληνικό
τριτοκοσμικό κινηματογράφο χρόνια μπροστά…
Η ¨Γλυκιά Συμμορία» του Ν.Ν. είναι ένα εκπληκτικό φιλμ μοναξιάς, είναι μια περιπλάνηση σε άγνωστες γεωγραφίες και νέους τόπους, μια ψηλαφητή έρευνα, πάνω στα φαντάσματα και στις εικόνες, που σέρνει ο καθένας μας μέσα του, μια ματιά με αγάπη πάνω στο περιθώριο, αλλά πάνω απ’ όλα ένα σχόλιο ενάντια στην παράλογη εξουσία, κι ακόμα μια πρόταση για συντροφικότητα. ¨Γλυκιά Συμμορία» λοιπόν ένα φιλμ έξω από το χώρο και τον χρόνο. Ανώνυμο αλλά και εντυπωσιακό, μύθος και αλληγορία αλλά και σκληρή πραγματικότητα, ταινία που κάνει μια διαδρομή στα κινηματογραφικά είδη αλλά παραμένει κι έξω απ’ αυτά. Αταξινόμητη, μοναχική αποτελεί το τρίτο μέρος της τριλογίας του σκηνοθέτη («Ευρυδίκη», «Κουρέλια») για τον εγκλωβισμό που μας λέει την ιστορία δύο αντρών και δύο γυναικών που μπλέκουν για τα καλά στον ιστό της εξουσίας και χάνονται οριστικά μέσα στους λαβύρινθούς της, φιλμ με αμείλικτες προθεσμίες εξαντλεί τους αφηγηματικούς χρόνους του, στις τέσσερις τελευταίες μέρες αυτής της τετράδας.
Πορεία θανάτου τελικά η «Γλυκιά Συμμορία» χρονικό μιας συνειδητής αυτοκτονίας, ιστορία τεσσάρων ζωντανών νεκρών, που τρέχουν να βρουν το αδιέξοδό τους, το τελικό ραντεβού με τους χαφιέδες την εξουσία, τα φαντάσματα και τις αγωνίες τους.
Ένα από τα μεγάλα ατού της σκηνοθετικής άποψης του Ν.Ν., εκτός από την κατάργηση του συγκεκριμένου χωρόχρονου είναι η ελλειπτικότητα που διατηρεί στα αντιπαρατιθέμενα αντίπαλα συστήματα αναφοράς. Κάποιοι από τους τέσσερις, έχουν σίγουρα ένα αριστερό παρελθόν. Οι γυναίκες μάλιστα διατηρούν κάποιες μυστηριώδεις επαφές, πιθανά με μια ομάδα αναρχικών η πρώτη και μ’ έναν ιδιόρρυθμο εντυπωσιακό άρρωστο άντρα με ηγετική φιγούρα η δεύτερη. Κι από την άλλη μεριά η εξουσία οργανώνεται σε δύο γκρουπ: Είναι η κρατική εξουσία, αλλά και η παρακρατική αυτή, που θα δράσει συνεργατικά με την πρώτη για να ξεκαθαρίσει το αλλότριο το μη οικείο και το επικίνδυνο. Ο Ν.Ν. το ομολογεί και ο ίδιος, δεν βαδίζει σε καμιά βεβαιότητα, δεν είναι για τίποτα σχεδόν σίγουρος. Απλά ξέρει πως αγαπάει αυτούς τους τέσσερις αναχωρητές- μελλοθανάτους και συνέχεια ρισκάρει, γι αυτό και πετυχαίνει απόλυτα. Οι εικόνες του είναι «διπλογραμμένες» και θέλω να μείνουμε με ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτή τη νεοφερμένη στο χώρο της κριτικής λέξης. Ο Νικολαΐδης είναι ένας φιλμέηκερ στο ύψος όλων των μεγάλων Αμερικάνων και Ευρωπαίων μαιτρ που ξέρει πως η αξία του μοντέρνου σινεμά είναι στο να απομπλοκάρεις και να βγάζεις στην επιφάνεια διαφορετικές εικόνες από εκείνες που δείχνεις.
Η ¨Γλυκιά Συμμορία» λοιπόν πάνω απ’ όλα είναι ένα φιλμ συναγερμός, μια ταινία που «ακυρώνει» τον εφησυχασμό, μια δημιουργία έγερσης και εφημερίας. Παρά το τραγικό τέλος της είναι ουσιαστικά μια αισιόδοξη δουλειά, μια προσπάθεια να συνεννοηθούμε επιτέλους όλοι μας για να περισώσουμε την ανθρωπιά μας, να αφήσουμε τις αχτίδες του ήλιου να μπουν στα προσωπικά μας «φρούρια» και πάνω απ’ όλα μια υπενθύμιση, εγκατάλειψη της παθητικότητας: Μήνυμα αγώνα και συντροφικότητας.
Ο Ν.Ν. σκηνοθετεί μ’ έναν τρόπο στην κυριολεξία καθηλωτικό. Έχει την προσωπική του αντίληψη και άποψη για τη χρήση του μονόπλανου το οποίο συνέχεια «σπάζει» με εκπληκτικούς εσωτερικούς ρυθμούς («τάιμιν» και πολύ λειτουργικό μοντάζ). Το αφηγηματικό του στυλ πολύ κοντά σ’ ένα μεταγκονταρικό σινεμά περνάει μέσα από τις κινηματογραφικές αναφορές και «ανατροπές», για να φτάσει στα όρια τού «φανταστικού» σινεμά και του σουρεαλισμού. Μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα ο πολλαπλασιασμός του φιλμικού χρόνου στη συνάντηση στη φυλακή «ανατροπή» γνωστών μελοδραματικών κλισέ, οι αναφορές στον Μπουνιουέλ (νεκροφιλία) η σαρκαστική ματιά πάνω στο πορνό, η τεχνητή ανακοπή της απόλαυσης στη διάρκεια της ληστείας, και τόσα πολλά. Η ¨Γλυκιά Συμμορία» εμφανίζει μια εκπληκτική και ιδιόρρυθμη αντινομία: Αυτοί οι ήρωες δεν είναι δικοί μας άνθρωποι, δεν τους αναγνωρίζουμε δίπλα μας, αλλά αυτή η ταινία είναι πέρα για πέρα δική μας. Αυτές οι εικόνες δεν είναι δικές μας, αλλά «ξεκλειδώνουν» την μνήμη μας και ξεχειλίζουμε από κάθε κρυμμένο και χαμένο όνειρο κάθε ψαλιδισμένη υπερηφάνεια, κάθε ανομολόγητο ευνουχισμό, κάθε ανεκπλήρωτη προσδοκία, που μας απώθησε τερατώδικα το σύγχρονο σύστημα ζωής και μια μη κατονομαζόμενη αόρατη εξουσία.
Η «Γλυκιά Συμμορία» είναι ένα φιλμ έντονου χρώματος, που δύσκολα θα ξεθωριάσει. Η «Γλυκιά Συμμορία» θα μας κυνηγάει για πολύ καιρό: Το θέμα είναι να ξέρουμε γιατί μας συγκινούν τόσο πολύ και που μας κατευθύνουν τα τελευταία λόγια του φιλμ: «Μην τους αφήσεις τους γαμημένους να μπούνε μέσα… Μη ζήσουμε έτσι ρε φίλε…»
ΑΠΟΓΕΙΩΣΗ
Μία ταινία απίστευτης εικαστικής ομορφιάς, πικρά ειρωνική και τρυφερή, που απογειώνεται κατά ένα εντυπωσιακό τρόπο.
Η «Γλυκιά Συμμορία» λειτουργεί, θάλεγε κανείς πάνω σ’ ένα διπλό επίπεδο, η μια πλευρά του οποίου είναι θετική και η άλλη αρνητική. Ο Ν.Ν. έστησε και πάλι έναν μακάβριο χορό άρνησης και θανάτου που όσο απογειώνεται (εντυπωσιακά και εμφανέστατα από τα προηγούμενα «Κουρέλια» του) τόσο πιο πολύ απωθεί με τη γενικότερη ιδεολογική του τοποθέτηση….
… Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ν. καταφέρνει με τη «Συμμορία» να εδραιωθεί σαν ένας από τους ικανότερους κινηματογραφιστές του χώρου μας. Η υπόγεια ανάσα που καλύπτει όλη την ταινία, η διοχέτευση της πικρής σαρκαστικής αίσθησης και ταυτόχρονα της μουσικής ερωτικής τρυφερότητας, η ικανότητα αφήγησης της όποιας ιστορίας του και η εικαστική του προσοχή, είναι στοιχεία που ανεβάζουν το σύνολο της δουλειάς του, μιας δουλειάς με προσοχή ρυθμισμένης και πετυχημένης ομοιογενούς.
Ωστόσο είναι αδύνατο να μην αναφερθεί κανείς και στα ουσιαστικά αρνητικά στοιχεία της ταινίας, εκ των οποίων το κυριότερο είναι το γενικότερο ιδεολογικό υπόβαθρό της. Δεν χρειάζεται πολύ προσπάθεια για να καταλάβει ο θεατής, ότι η ακραία θέση του φιλμ – τόσο στη φύση των ηρώων όσο και στη κατάληξή τους υπονομεύει το σύνολο. Τα πρόσωπα εκτός από το ότι είναι τόσο ακραία ώστε να καταντούν φαντάσματα ενός απελπισμένου νου παρά ανθρώπινα όντα, αντιμετωπίζονται από τον σκηνοθέτη τόσο δοξαστικά, ώστε να ανατρέπεται η οποιαδήποτε εσωτερική και εξωτερική ισορροπία. Η ενασχόληση με το περιθώριο δεν είναι απαραίτητο να καταλήγει σε αρνητικά όρια, όταν είναι βασισμένη με μια κριτική, πλατύτερη θέση….
….. Δεν πρέπει να παραληφθούν, επίσης οι φραστικές ευκολίες του σεναρίου, που συχνά φτάνουν το επίπεδο του «καλαμπουριού» της μόδας και τα καλλιγραφικά ολισθήματα που μερικές φορές υπεισέρχονται εντελώς ανεξήγητα.
Παράλληλα όμως, πρέπει ν’ αναφερθούν η συνέπεια της φωτογραφίας του Άρη Σταύρου, η σημαντικότατη σκηνική δουλειά της ΜΛ Βαρθολομαίου καθώς και η επιλογή και καθοδήγηση των ηθοποιών που σαφώς χρεώνεται στα θετικά της ταινίας.
Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ
Ο Νικολαΐδης έδειξε για μία φορά ακόμη την υψηλή του κλάση. Ενοχλεί όμως με την γνήσια και εκ βαθέων αντικοινωνική του πρόκληση, γεγονός που του στοίχισε το βραβείο σκηνοθεσίας.
Η «Γλυκιά Συμμορία» είναι μια σαγηνευτική δημιουργία, που βυθίζεται μέσα σ’ ένα κλίμα μυθικό, παίζοντας τρελά με φαντάσματα και οράματα, με την νοσταλγία και τον έρωτα, τη δράση και την απειλή, τη ζωή και τον θάνατο. Μια σύνθεση θρίλερ, ερωτισμού και χιούμορ….
…..Η ταινία ανήκει στο χώρο του μύθου (μύθου της ζωής – μύθου του σινεμά) και στην αθεράπευτη νοσταλγία του χθες. Από κει μας «πιάνει» ο Νικολαΐδης.
….Οι ήρωές του είναι πρόσωπα μυθικά εξ υπαρχής, έρχονται από το παρελθόν για να πάρουν κάποιο μέγεθος υποδειγμάτων.
Η επιμονή του Ν. στις φιγούρες του θανάτου όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, διευκολύνει την «εξουδετέρωση» του με την υπερβολή.
Και πραγματικά η ταινία υπακούει σε μια υπερπλασία , μια περισσότητα των σημείων. Ο Ν. κατορθώνει να μας βυθίζει σε μια κατάσταση ύπνωσης, σε μια ακαταμάχητη ροηκότητα. Είναι ένας κιν/φος που τρέφει τη φιληδονία μας, αιματώνει τις μορφές του πόθου μας, μας μαστιγώνει στο αέναο κυνηγητό του φανταστικού. Απαντάει άλλωστε σε ένα ενδοκινηματογραφικό πόθο, ανασταίνοντας τη νοσταλγία, η τη νοσταλγία της νοσταλγίας.
Η ΠΙΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ
Σκληρή αλλά με μία τρομερή κρυφή τρυφερότητα, είναι η πιο κινηματογραφική απ’ όλες τις κινηματογραφικές ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ στην Ελλάδα.
“Ο Ν. αυτόν τον κόσμο τον καλλιεργεί χρόνια τώρα. Τον σκαλίζει, τον κλαδεύει, τον κοπρίζει, τον βλέπει ν’ ανθίζει μακριά από κάθε πραγματικότητα και χαίρεται. Τι να τον συμβουλέψουμε; Να προχωρήσει παρά πέρα σε άλλα ιδιώματα και σε άλλα μέσα κιν/κης επικοινωνίας; Ν’ ασχοληθεί με ώριμους ανθρώπους και όχι με μωρά σε σώματα ενηλίκων; Γιατί;
Για να πάψει να αντλεί πάντα από την εφηβεία του; Και γιατί να τον συμβουλέψουμε καν, αφού έτσι κι’ αλλιώς δεν ακούει κανέναν και καλά κάνει… Ας τον αφήσουμε λοιπόν, σαν τον μοναχικό καβαλάρη στο δικό του γουέστερν να προχωρεί με κατεύθυνση τον ήλιο που δύει. Η μήπως ανατέλλει;
H “Γλυκιά Συμμορία” είναι μια ταινία που αντλεί κατ’ ευθείαν απ’ την παράδοση των “καταραμένων έργων” με τούς ξεγραμμένους ήρωες και την απουσία της ηθικής… που αναπληρώνουν ο κυνισμός και η συντροφικότητα. Oι περιθωριακοί του N.N. κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν μέσα σε μία βρώμικη κοινωνία και στο φινάλε τα δίνουν όλα για να ξεκαθαρίσουνε τους λογαριασμούς τους με το Kράτος και το παρακράτος. Σίγουρα η “Γλυκιά Συμμορία” είναι η καλλίτερη ταινία του N.N Oι ήρωες της “Γλυκιάς Συμμορίας” είναι σύγχρονοι ντεσπεράντος και θα καταλήξουν σαν ντεσπεράντος σε μια σκηνή που θα κάνει πολλά στομάχια να σφιχτούν.
Σκηνοθετική δεξιοτεχνία, εκπληκτική κατασκευή και μία ποιητική διάσταση σ’ αυτό το γοητευτικό παιχνίδι επιστημονικής φαντασίας.
Μία σκληρή και κυριολεκτικά συναρπαστική ταινία.
Σκληρή ταινία και ταυτόχρονα ερωτική. Υπέροχη ταινία.
Η συνέπεια και το ύφος της ταινίας υπερακοντίζουν τα καλύτερα δείγματα του κιν/φου μας. Λαμπρότητα στην έκφραση, γοργή ομορφιά στην κίνηση, οξύ το λεπίδι της βίαιης δράσης, αγωνιώδης εκκρεμότητα στο σασπένς. Ο σκηνοθέτης έφτιαξε μία ταινία-μωσαϊκό, όπου η προσωπική του εργασία πένθους γίνεται συμβολική ελεγεία και για μας.
Ο Ν.Ν. στην «Πρωινή Περίπολο» εκλεπτύνει και εστιάζει ακόμα περισσότερο τον (καθαρά προσωπικό) κόσμο του και την τέχνη του. Η κυνηγημένη ηρωίδα του που έφυγε από το σπίτι της και διασχίζει την κατεστραμμένη πόλη, είναι η «Ευρυδίκη» του 1975. Είναι ένας κόσμος της απόλυτης απελπισίας, πεισί θάνατος.
Ουσιαστικά, κόσμος ζωντανός δεν υπάρχει, μόνον «εμείς», δηλαδή ο Ν. μοιρασμένος ανάμεσα στον τελευταίο άντρα και την τελευταία γυναίκα….
…. Τυπικά η ταινία είναι ένα μελλοντολογικό θρίλερ φαντασίας. Ομως, αυτό το «αλλού» και «άλλοτε» είναι «εδώ» και «σήμερα». Η χαλασμένη κι εγκαταλελειμμένη μελλοντική πόλη είναι η πόλη μας, όπως στο «Αλφαβίλ» το Παρίσι.
Ο μαέστρος σκηνοθέτης Νικολαΐδης, οιστρηλάτησε και τους άμεσους συνεργάτες του σε υπέροχα επιτεύγματα (ιδίως η φωτογραφία του Ντ. Κατσουρίδη και η καλλιτεχνική διεύθυνση της ΜΛ Βαρθολομαίου). Η συνέπεια και η ακρίβεια του ύφους υπερακοντίζουν τα καλύτερα δείγματα του κινηματογράφου μας.
Ένας εικαστικός εφιάλτης. Η πιο ολοκληρωμένη δουλειά του “μαύρου και ποιητικού” σκηνοθέτη που θέτει κρίσιμα ερωτήματα γύρω απ’ την εσωτερική και τη φυσιολογική μας επιβίωση.
Την καλύτερή του ταινία πέτυχε ο Ν.Ν. τολμώντας να πλεύσει στα βαθύτατα και δυσκολότατα νερά της μελλοντολογικής αλληγορικής «επιστημονικής φαντασίας». Σ’ ένα τοπίο καταστροφής και ερημιάς, απειλής, αρρώστιας και θανάτου, ο Νικολαΐδης παρακολουθεί μια αγωνιώδη περιπλάνηση που σιγά σιγά μετατρέπεται σε αναζήτηση ζωής κι ελπίδας. Παράλληλα, με έμμεσες ποιητικές αναφορές προσπαθεί να ανακαλέσει τη χαμένη μνήμη, σαν μια ύστατη απόπειρα αποτίμησης των αιτιών που προκάλεσαν τόση πίκρα, τόση αποτυχία, τόσο ζόφο. Οι δύο μοναχικές ανθρώπινες υπάρξεις που θα συναντηθούν, θ’ αποτινάξουν σταδιακά για λίγο την απειλή, το κλίμα του θύτη και του θύματος κι από ένστικτο θα τολμήσουν μιαν ύστατη παράδοση στο ερωτικό άγγιγμα. Πόσο η ζωή, ο έρωτας μπορούνε να επιβιώσουν σε μια πορεία όπου δεν επικρατεί παρά ο ζόφοςκαι η καταδίωξη? Και όπου η οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας βασίζεται στη μηχανική κατασκευή και στην παραπομπή σε παρελθούσες εποχές.
Με «φτωχά» μέσα, με φαντασία, ακρίβεια και ευστοχία, ο σκηνοθέτης μαζί με την ευαισθησία της ΜΛ Βαρθολομαίου, που υπογράφει τη σκηνογραφία και με την φωτογραφία του Ντ. Κατσουρίδη – στις καλύτερες στιγμές του – έφτιαξε το εφιαλτικό , πρωταγωνιστικό του τοπίο-πλαίσιο, όπου πραγματοποιείται η πορεία προς το θάνατο η στην ελπίδα των δύο κεντρικών χαρακτήρων. Η μεταμόρφωση χώρων, η αλληλουχία τους και το ευφυές δέσιμό τους αποτελούν στοιχείο αναπόσπαστο του θαυμάσιου ύφους και του τόνου της ταινίας…
Πρωινή Περίπολος… το ρίγος που σκόρπισε η προβολή του, η καθηλωτική ανάσα και η αποσιωπημένη κραυγή που δόνησε τα σπλάχνα όσων το είδαν κλείνουν μέσα τους την, γεμάτη αυτεπίγνωση βαθιά και πικρά ανείπωτη, ματιά του σύγχρονου κόσμου στο θρυμματισμένο του είδωλο. Ο Ν.Ν. είναι ένας άνθρωπος που έχει μιαν απώλεια της όποιας αυταπάτης για τη συνέχεια της ζωής μας, την απώλεια έστω και της τελευταίας ελπίδας. Ολόκληρο το έργο είναι ένας αδιάκοπος νυγμός, ένα βλέμμα παρότρυνσης, μια κατάφαση στη χειρότερη απ’ τις υποψίες μας. Νυγμός σαν υπενθύμιση ότι ο καθένας ξεχωριστά κι όλοι μαζί πρέπει νάμαστε έτοιμοι για το ταξίδι που δεν έχει επιστροφή. Παρότρυνση για την τελευταία απόπειρα, το δικαίωμα του δραπέτη να διανύσει τα έσχατα μέτρα της ζωής του, τα έσχατα μέτρα που τον χωρίζουν από το θάνατο, σε ελεύθερη γη. Κατάφαση στην υποψία που διατρέχει σήμερα κάθε μοναχική συνείδηση ότι η καταστροφή είναι ήδη συντελεσμένη, η πορεία που διάλεξε ο άνθρωπος για τον αφανισμό του δεν είναι αντιστρέψιμη. Ο σφαγιασμός της συλλογικής μνήμης σφραγίζει την ταινία του Ν.Ν. Κανένας από τους ήρωες δεν θυμάται τι ακριβώς έγινε. Κανέναν δεν ενδιαφέρει το παρελθόν, κανείς δεν βιώνει το παρόν του, κανένας δεν έχει μέλλον. Κι ο θάνατος έχει πάψει από καιρό να είναι βιολογικό γεγονός. Απονέμεται από την εξουσία μονάχα. Πότε σαν τιμωρία και πότε σαν μοχθηρή επιβράβευση. Οπωσδήποτε δεν είναι πια απειλή, είναι υπόσχεση.
Τα μάτια του Νικολαΐδη είναι πλημμυρισμένα απ’ τις εικόνες του ολέθρου. Τα θραύσματα της αγωνίας του, η μεστή του φωνή μας πολιορκούν μέχρι την ανάδυση της εφιαλτικής σκέψης: αφού δεν μπορούμε ν’ αποτρέψουμε το θάνατό μας ας το μετουσιώσομε σε αισθητικό γεγονός. Ας σταθούμε όρθιοι μέσα στα ερείπια και στίς σταχτες για ν’ αντικρίσουμε κατάματα το τέλος.
… Ο σκηνοθέτης δεν ζητάει θεατές αλλά συνταξιδιώτες για την μακρινή θάλασσα που ακόμα δεν ξέρουμε αν είναι τιμωρητική η καθαρτήρια. Για κείνο τον τόπο της φωτιάς της Αποκάλυψης και της ματαιωμένης ελπίδας. Για εκεί όπου τα τηλέφωνα θα χτυπούν στον παρόντα χρόνο της ζωής μας, οι εραστές θα μπορούν να φιληθούν πριν πεθάνει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι ο έρωτας δεν θα είναι συνενοχή σ’ ένα φόνο. Γιατί αν και ξέρουμε το τέλος αυτής της περιπέτειας που άρχισε πριν τόσες χιλιάδες χρόνια, τώρα που φτάσαμε ως εδώ, αξίζει να πάμε ως την άκρη για ν’ ακούσουμε από το «μαύρο» μυθιστόρημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ, το λάιτ μοτίβ της «Πρωινής Περιπόλου»
«Πετρέλαιο και νερό είναι το ίδιο με τον άνεμο για σένα. Τώρα κοιμάσαι τον μεγάλο ύπνο, δίχως να νοιάζεσαι για όλη τούτη τη βρωμιά».
Να το δηλώσουμε εξαρχής: Δεν υπήρξαμε φανατικοί του Ν.Ν., βρίσκαμε στα «Κουρέλια» και τη «Γλυκιά Συμμορία» μια γαρνιτούρα κινηματογραφικής δεξιοτεχνίας και μια μεγαλόστομη βιτρίνα με μοναξιά, κατάρα, εγκλεισμό και απειλή.
Η καλλιέπεια δημιουργούσε προϊόντα εύπεπτα και αποδεκτά από τους λογής «μπεσεμπεζέδες», ο Νικολαΐδης, εντελώς επιπόλαια, θεωρήθηκε «κατασκευαστής ταινιών», με τη σημασία που δίνει στον όρο αυτό η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία. Πίσω όμως από την επίδειξη διαφαίνονταν τα ψήγματα του ζόφου. Από την «Ευρυδίκη», ο Ν. μιλούσε για τον εγκλεισμό, για την ασφυξία, την απομόνωση, την αδυναμία διεξόδου. Αυτά τα θέματα – ο εγκλεισμός κυρίως – εκτονώνονταν στα «Κουρέλια» και τη «Συμμορία», καλύπτονταν από την επιδειξιομανία δεξιοτεχνίας.
Στην «Πρωινή Περίπολο» ο Ν. επιστρέφει στην απελπισία της «Ευρυδίκης» και κρατάει τη φιλαρμονική κατάκτηση των δύο επόμενων ταινιών του. Φτιάχνει έτσι μια ταινία που από πρώτη άποψη μοιάζει να μην αποκλίνει από την πορεία του.
Υπάρχουν χώροι απειλητικοί και κατεστραμμένοι, μια μουσική (Χατζηνάσιος) που επενδύει στις εικόνες μια εξωτερική αγωνία, η φωτογραφία του Κατσουρίδη και τα σκηνικά της Βαρθολομαίου, το μοντάζ του Ανδρεαδάκη που ενισχύουν και υποστηρίζουν την κατασκευαστική δεινότητα του Ν.Ν.
Οταν περνάνε όμως τα δεκαπέντε πρώτα λεπτά, όταν η αίσθηση ενός «βιντεο-κλιπς» κλπ. Ξεφτίζει και η μνήμη από «Μπλέιντ Ράνερ» φαίνεται να μη βολεύει, τότε η «Πρωινή Περίπολος» αποκτάει τη δική της, απροσδόκητη αξία.
….. Η «Πρωινή Περίπολος» αποκλίνει από τη γλυκάδα της «Συμμορίας» και το «ροζ» παιχνίδι των «Κουρελιών». Ο ναρκισσισμός της γραφής της, ενισχύει την ασφυξία – δεν την διασκεδάζει. Και είναι μια ταινία που αναζητάει στους αμερικάνικους μύθους, την επαφή με μικρές ανθρώπινες ιστορίες, με πάθη ανθρώπων που τώρα πια δεν υπάρχουν….
Με μια αλαζονεία γραφής και ρυθμών, σ’ ένα σπαραγμό αντεγραμμένων φράσεων ο Ν.Ν. με την «Πρωινή Περίπολο» αποπειράται ένα πήδημα στο κενό.
Και σ’ αυτό το «σάλτο μορτάλε» η δεξιοτεχνία δεν φτάνει. Η «Ευρυδίκη» έχει βγει πια στους δρόμους, οι δρόμοι της επιστροφής έχουν κοπεί για πάντα.
Μία ταινία αγχωτική και γεμάτη θάνατο αλλά εντυπωσιακά όμορφη. Ένα ακόμη βήμα προς τα εμπρός στην πορεία του μοναχικού σκηνοθέτη….
….. Το ότι έχει κατακτήσει ένα γοητευτικό και με συναρπαστικές εξάρσεις αφηγηματικό στιλ, το συνειδητοποιούμε από το γεγονός ότι μείναμε καθηλωμένοι επί 50 περίπου λεπτά (το πρώτο μέρος της ταινίας) παρακολουθώντας μια γυναίκα να τρέχει και να κρύβεται σε μια ερημωμένη πόλη.
Μνήμες κινηματογραφικές και λογοτεχνικές συντροφεύουν τη μοναχική πορεία της ηρωίδας μέσα στο νυχτερινό απειλητικό τοπίο. Ο Ν.Ν. δεν μένει σε μια στείρα κινηματογραφοφιλική επίδειξη αλλά συνθέτει δικές του πρωτότυπες εικόνες με τις αναφορές στους συγγραφείς και στις ταινίες που αγαπάει. Ευρήματα όπως εκείνο όπου ο πρωταγωνιστής της ταινίας συνομιλεί μέσω τηλεφώνου και τηλεόρασης με τον Ρόμπερτ Μήτσαμ, είναι μία από τις όχι λίγες εκπλήξεις της ταινίας….
Με την «Πρωινή Περίπολο» ο Νικολαΐδης διασφαλίζει για μια ακόμα φορά τη θέση του υπ’ αριθμόν ένα αριστοτέχνη του ελληνικού κινηματογράφου.
Η Πρωινή Περίπολος είναι ένα ποιητικό φιλμ φαντασίας, κυρίως όμως ένα επίτευγμα κινηματογραφικό. Ο σκηνοθέτης έστησε ένα μοναδικό εφιάλτη καταστροφής, πάνω στον οποίον προβάλλονται οι αγωνίες του παρόντος, η επερχόμενη καταστροφή, η αγωνία για την αλλοτρίωση του ανθρώπου και την ηθική του έκπτωση….
…..Πρόκειται για ένα φίλμ επιστημονικής φαντασίας, το πρώτο του είδους που επιχειρείται στο χώρο του ελληνικού κιν/φου και είναι, από άποψη τεχνικής και έκφρασης, τέλειο.
Χώροι ασύλληπτοι, λες και δεν ανήκουν σ’ αυτό τον κόσμο, τοπία ομιχλώδη μεταφυσικά, δρόμοι άδειοι από ζωή, νύχτες και μέρες παγωμένες, άγονες, υγρές, πλαισιώνουν το οδοιπορικό δύο επιζώντων από κάποια ολοκληρωτική καταστροφή.
Ατομικός πόλεμος, πυρηνική έκρηξη, χημικά όπλα, δεν ξεδιαλύνεται τι ακριβώς έχει προηγηθεί και ούτε βέβαια έχει καμιά σημασία. Βρισκόμαστε σε μια κατεστραμμένη πόλη, έρημη σχεδόν, γεμάτη νεκρούς και άρρωστους.
… Ο Ν.Ν. επιλέγει μια απλή, μεστή νοήματος φανταστική ιστορία που εκτυλίσσεται γραμμικά για να εκφράσει τη διάχυτη αγωνία ενός κόσμου που αναρωτιέται εάν θα επιζήσει την επαύριο μιας ολοκληρωτικής καταστροφής.
Καταστροφή, που έχει ήδη αρχίσει να συντελείται από έναν τεχνολογικό πολιτισμό που εξοντώνει την ανθρωπιά, τον έρωτα, τα αισθήματα και εντέλει τον ίδιο τον άνθρωπο.
Οι επιζώντες της ταινίας που δεν έχουν ονόματα και που ασφαλώς αντιπροσωπεύουν ξανά από την αρχή το ζευγάρι Αδάμ και Εύας, προσπαθούν να ξεφύγουν από τον εφιάλτη και να ανακαλύψουν την αρχέγονη έλξη των δύο φύλων και την διαπροσωπική, θεμέλια της ζωής, σχέση συντροφικότητας του ζευγαριού.
….Οι δύο έρημοι ήρωες της τωρινής ταινίας ψάχνουν στα τυφλά ο ένας τον άλλον.
Μονόλογοι εκατέρωθεν και ελάχιστοι διάλογοι ορίζουν τις αποστάσεις μεταξύ τους.
Εδώ ο σκηνοθέτης βρίσκει υψηλούς τόνους έκφρασης καθώς ξανοίγεται σ’ ένα είδος εξαιρετικά δύσκολο, προσπαθώντας να μεταγγίσει επί πλέον στην «Πρωινή Περίπολο» την ατμόσφαιρα και τη μεταφυσική διάσταση του «Στάλκερ». Με την επίμονη παρουσία του υγρού στοιχείου σαν….. «δάκρυα πραγμάτων».
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΒΡΩΜΙΑ
Ο Ν.Ν.. πραγματώνει το πιο μεγάλο και εφιαλτικό τόλμημα του ελληνικού σινεμά. Ταινία ταφόπετρα, τελευταία προειδοποίηση για τον ελάχιστο χρόνο που μας έχει απομείνει. Ο εφιάλτης είναι ανείπωτος και η ένταση εσωτερική, ουσιαστικά αυτή είναι η χαρτογράφηση του ψυχολογικού τοπίου του σύγχρονου ανθρώπου.
Η «Πρωινή Περίπολος» είναι η πλέον θανατηφόρα δημιουργία του Ν.Ν. των τελευταίων ετών. Ταινία που τα κλείνει όλα, φιλμ ταφόπετρα, ύστατη προειδοποίηση για τον ελάχιστο χρόνο που έχουν απομείνει σ’ αυτούς – σ’ εμάς – που νομίζουν πως είναι ακόμα ζωντανοί επειδή κινούνται μηχανικά συναλλάσσονται, κάνουν έρωτα βαριεστημένοι και δέχονται από την εξουσία να τους πετάει κάποια «ψίχουλα».
Δηλώνουμε πως αδυνατούμε να προσεγγίσουμε συμβατικά, αυτή την εκ βαθέων γεμάτη πίκρα όλεθρο και οράματα «Αποκάλυψη» κατά Νίκο Νικολαΐδη. Δεν είναι δυνατό βλέποντας πλέον τα άπαντα του μεγάλου Ευρωπαίου δημιουργού να μην πέσει σε βαθύτατη περισυλλογή , μελαγχολία και μοναξιά να μην του επιβληθεί αιώνια η επί χρόνια η αφασία κάνοντας την αυτοκριτική για τη συναίνεση που όλοι δώσαμε – συνειδητά η όχι – στο να «κατασκευαστεί» μια κοινωνία από μούμιες και ζόμπι. Μας πήραν το ζωτικό μας χώρο, μας πήραν τον παλιό καλό κινηματογράφο τα οράματα. Συμβατικά η «Περίπολος» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μελλοντολογικό θρίλερ «επιστημονικής φαντασίας» με στοιχεία τρωγλοδυτισμού. Κάποτε στο μέλλον (δηλαδή τώρα) κάπου (δηλαδή εδώ) η καταστροφή και η μόλυνση (πυρηνικός όλεθρος?) έχουν σαρώσει τα πάντα. Η αόρατη εξουσία έχει εξαπολύσει την
«Πρωινή Περίπολο» για να εξοντώνει όλους όσους ζητούν τη λύση – αν υπάρχει – προς τη θάλασσα. Είναι η ιστορία μιας μοναχικής γυναίκας που περιπλανιέται στα ερείπια και απορρίμματα του πολιτισμού και ενός τέτοιου φρουρού που γίνονται πρόσκαιροι σύντροφοι.
Ο Ν.Ν. σε αντίθεση με άλλους Έλληνες σκηνοθέτες κάνει μια ταινία για τον εαυτό του. Μιλάει με πρωτοφανή οδύνη για τη ρήξη και τη χαμένη σχέση του με το σινεμά και τους ήρωές του για την απόλαυση που σήμερα την προσφέρουν σε… κονσέρβα. Οταν μοιάζει πως εγγράφει κινηματογραφικές αναφορές έξοχα «επιτηδευμένες» είναι φανερό πως ζητάει να απολαύσει τις εμπλοκές των κινηματογραφικών εικόνων με τους μυθοπλαστικούς ήρωές του κι όχι να σκηνοθετήσει τη δική μας εμπλοκή….
….Το σύνολο σχεδόν των κινηματογραφικών αναφορών έρχονται ως επάλληλοι κύκλοι – για να υποδηλώσουν μια ασφυκτική κατάσταση όπου ο χρόνος έχει χάσει τη συμβατική του έννοια. Η μνήμη έχει χαθεί και το πεδίο όπου εγγράφεται το μοναδικό παρελθόν είναι η αίσθηση κάποιου οδοιπορικού. Εκείνο που επιπλέει είναι ο πόθος πως σύντομα μετατρέπεται σε αχρείαστη αποσκευή. Ο,τι αγαπάμε είναι νεκρό και κάθε θάνατος έρχεται ως δυνητική πρόγνωση…. Δεν υπάρχουν τελικά ζωντανοί και νεκροί, «αυτοί» και «άλλοι» οι ρόλοι εναλλάσσονται και ο καθένας από τους δύο ήρωες είναι δυνητικά θύμα του άλλου σε μια άλλη στιγμή, σε άλλα χωροχρονικά δεδομένα.
Ουσιαστικά ο Ν.Ν.. πραγματώνει το πιο μεγάλο και εφιαλτικό τόλμημα του ελληνικού σινεμά. Οι ήρωές του είναι δύο ήδη νεκροί που διαλογίζονται πάνω στην ίδια την υλικότητα και την πίστη της ταινίας…..
…. «Ο Μεγάλος ύπνος» δηλαδή η παντοτινή αφασία ο θάνατος οριστικά. Ετσι καθορίζεται και ο λόγος του φιλμ. Μια σειρά από «Λάθος κινήσεις» έλλειψη συμπτώσεων και ο χρόνος να τρέχει πριμ από τη μνήμη, άρα κάθε κίνηση νάναι προδιαγεγραμμένη. Σίγουρα αν ζούσε ο Μελβίλ θα ενθουσιαζόταν μ’ αυτό το φιλμ που εκφράζει όσο τίποτα τη φιλοσοφία του «Κόσμος πέτρινος ακίνητα παγωμένος με αδυναμία επέμβασης πάνω του».
Ο Ντίνος Κατσουρίδης έκανε μια εφιαλτική «πεσμένη» στους τόνους του μπλε φωτογραφία που είναι το λιγότερο εντυπωσιακή, ενώ οι φωτισμοί του δείχνουν την μεγάλη πείρα του. Με εντυπωσίασε η λεπτομέρεια και η λεπτολογία επεξεργασία του σκηνικού της ΜΛ Βαρθολομαίου και η «καλλιτεχνική» της επέμβαση πάνω ατούς χώρους. Ο Ν.Ν. σκηνοθετικά ρισκάρισε με τα όρια του φιλμικού χρόνου και δύο φορές επενέβη καθοριστικά για να δείξει πως έχει βιωμένη την αίσθηση των ρυθμών….
….Οι εικόνες του Ν.Ν. είναι και δικές μας και νομιμοποιούμαστε να τις υπερασπίσουμε μέχρι εσχάτων για να διαφυλάξουμε τα λίγα τετραγωνικά μέτρα που μας ανήκουν ακόμα.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΥΠΝΟΣ
….Ταινία-θάνατος που έχει ακινητοποιήσει το τοπίο και έχει αιχμαλωτίσει τις εικόνες, φτιαγμένη με μαστοριά και άψογη κιν/κή “ομιλία”. Ο σκηνοθέτης στη θέση μιας ατομικής βόμβας έχει ρίξει μία πυρηνική βόμβα που καταστρέφει συνειδήσεις…..
Σίγουρα η «Πρωινή Περίπολος» είναι το πιο φιλόδοξο εγχείρημα του Ν. Νικολαΐδη γιατί συμπυκνώνει σ’ αυτή την ταινία την προβληματική του, αλλά γιατί τολμάει να εκθέσει τη σκέψη του στο θεατή, με εικόνες γυμνές από κάθε είδους ευκολίες.
Δύο καταδικασμένοι, σε θάνατο, οδοιπόροι που απελπισμένα επιχειρούν να δραπετεύσουν από έναν ερειπωμένο κόσμο, μερικές απειλητικές σκιές και «γωνιές» μιας εφιαλτικής Αθήνας, είναι τα μοναδικά υλικά αυτής της συνειδησιακής καλλιτεχνικής «τοιχογραφίας». Συνειδησιακά γιατί η «Πρωινή Περίπολος» δεν εικονογραφεί τον αυριανό – καταστραμμένο, από το πυρηνικό ολοκαύτωμα κόσμο, όπως λάθος, κατά τη γνώμη μου, διαβάστηκε ο φιλοσοφικός πυρήνας της, από μερικούς συναδέλφους. Είναι συνειδησιακή αυτή η «τοιχογραφία» γιατί αυτό που εκτίθεται προς τα έξω είναι το «μέσα» του σκηνοθέτη.
Είναι ο κόσμος όπως έχει καταστραφεί στη συνείδησή του. Αυτό αποδεικνύεται κι από την εσωτερική αφήγηση και από τη φωτογραφία στο χρώμα της σκουριάς που έχει διαπεράσει το σύμπαν και κυρίως (αποδεικνύεται) από το γεγονός ότι τα υλικά αντικείμενα είναι ανέπαφα, το ηλεκτρικό ρεύμα λειτουργεί, τα πρατήρια βενζίνης, οι τηλεοράσεις και οι κινηματογράφοι είναι ανοιχτοί. Ομως όλοι οι χώροι είναι απελπιστικά άδειοι από τον Άνθρωπο. Και όπου εμφανίζεται άνθρωπος (με μικρό το Α) τότε η ζωή κάποιου απειλείται η η «ψυχή» ενός άλλου τρομοκρατείται. Δηλαδή στη θέση μιας ατομικής βόμβας, ο Νικολαΐδης έχει ρίξει, πάνω απ’ τον κόσμο, μια πυρηνική βόμβα που καταστρέφει συνειδήσεις.
Ολοι είναι στρατευμένοι στην υπηρεσία μιας αόρατης απολυταρχικής εξουσίας που τους υποχρεώνει να σκοτώνουν ό ένας τον άλλον. Ολοι, πλην μιας κοπέλας (Μισέλ Βάλλευ) και ενός φρουρού (Τάκης Σπυριδάκης) που θέλουν να δραπετεύσουν προς τη θάλασσα (αλληγορική φυγή προς τις καταβολές του ανθρώπινου είδους). Και περιπλανώνται σε εφιαλτικούς χώρους, σε σκοτεινούς δρόμους, σε άδεια σπίτια, περικυκλωμένοι από σιδηρόφρακτες μπάρες, μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο από το νερό που τρέχει ασταμάτητα, σκουριάζοντας τα πάντα. Ο πολιτισμός εκπέμπεται από τηλεοράσεις που παίζουν, χωρίς θεατές, αμερικάνικες ταινίες της χρυσής εποχής του Χόλλυγουντ (αστυνομικά και μιούζικαλ). Και από φράσεις – κλειδιά των συγγραφέων Ρέυμοντ Τσάντλερ, Φίλιπ Ντίκ, Δάφνη Ντυ Μοριέ, Χέρμαν Ρόνερ, της Μισέλ Βάλευ και του Ν. Νικολαΐδη, που συναρμολογούνται στην εσωτερική αφήγηση της ηρωίδας με την επωδό: «Ο κόσμος μας είναι ένας τάφος που στα ερείπιά του είναι θαμμένα ο φόβος και ο πόνος. Πετρέλαιο και νερό είναι το ίδιο με τον άνεμο για σένα… Τώρα κοιμάσαι τον μεγάλο ύπνο δίχως να νοιάζεσαι για όλη τούτη τη βρωμιά». (το τελευταίο απόσπασμα από το «Μεγάλο ύπνο του Τσάντλερ).
Θάνατος, δηλαδή, με όλη τη σημασία του. Που έχει ακινητοποιήσει το τοπίο, που έχει αιχμαλωτίσει τις εικόνες και που έχει μετατρέψει τους ανθρώπους σε κυνηγούς κεφαλών. Θάνατος που δεν εξελίσσεται, αφού μετά απ’ αυτόν επακολουθεί το απόλυτο κενό.
Επομένως είναι μια ταινία ντεκόρ. Μια ταινία χώρων καλύτερα. Εκεί που δημιουργούνται σχέσεις η εικόνα αποφορτίζεται. Ενώ αντίθετα, όταν η μηχανή περιφέρεται μέσα στο χώρο, τότε η ταινία απογειώνεται. Να λοιπόν που η αισθητική συσχετίζεται άμεσα με την ιδεολογία μιας ταινίας. Γι αυτό και τα στηρίγματα του Νικολαΐδη δε είναι οι πρωταγωνιστές του, αλλά ο διευθυντής φωτογραφίας του, Ντίνος Κατσουρίδης και η Μαριλουίζ Βαρθολομαίου που έχει υπογράψει τα ντεκόρ. Ο πρώτος έχει διατηρήσει, με αριστοτεχνικό τρόπο, την εικαστική συνέπεια της «σκουριάζουσας» απόχρωσης. Η δεύτερη έχει μεταμορφώσει το αττικό καταγάλανο τοπίο σ’ ένα ντεκόρ «εφιαλτικής φαντασίας» που θα το ζήλευε και ο Ρίντλευ Σκότ ακόμα!
Τα εξηγώ όλα αυτά, κάπως εξαντλητικά προσπαθώντας να διαφοροποιήσω την αδιέξοδη, την ημιθανή αν θέλετε, σημερινή κατάσταση που όλοι μας βιώνουμε, από τη νεκρική σχέση του Νικολαΐδη μ’ αυτή την πραγματικότητα. Η απουσία ανθρώπων, σχέσεων, η απουσία των άλλων συνειδήσεων και τελικά η απουσία δράσης με την ταυτόχρονη επιβλητική παρουσία νεκροφιλικών εικόνων, οικοδομούν μια κατασκευή που δεν αλλάζει, που είναι φυλακισμένη στη φαντασία του καλλιτέχνη.
Δηλαδή άλλο πράγμα είναι ο πυρετός και η αγωνία του σκηνοθέτη μπροστά στα προβλήματα της εποχής του και άλλο είναι ο απομονωτισμός του, η εικονογράφηση μιας σχέσης που προϋποθέτει το θάνατο σαν το μοναδικό δεδομένο του πλανήτη μας. Γι αυτό και η ταινία δεν εξελίσσεται, γι αυτό μερικοί θεωρούν πως νοηματικά και θεματικά εξαντλείται στα μισά του δρόμου (αν και το δεύτερο μέρος φουντώνει εικαστικά), γι αυτό και οι «ήρωες» σχηματικά περιφέρονται, γι αυτό και η δραματουργία δεν ολοκληρώνεται.
Και κάτι ακόμα για την περίπτωση του Νικολαΐδη. Από τη στιγμή που ξοδεύει τη σπάνια ικανότητα που διαθέτει (για τον ελληνικό κιν/φο) να «φτιάχνει» σινεμά με όρους μιας μοντέρνας απαιτητικής αμερικάνικης ταινίας, είναι φυσικό να χάνει (και σε εισιτήρια και σε εντυπώσεις) από τον Αλαν Πάρκερ, λόγου χάρη. Οχι γιατί το ταλέντο και οι ικανότητές του δεν επαρκούν. Σας βεβαιώνω κατηγορηματικά πως είναι πολύ καλύτερος από πολλούς….
“Απηχώντας από μεγάλη απόσταση, την αξέχαστη “Επόμενη μέρα” μας μεταφέρει σε μια έρημη πόλη όπου επι τρία περίπου τέταρτα μια γυναίκα μόνη της περιπλανάται σε δρόμους και σε εξοχές ενώ ακούγεται οφ σε κάκιστα ελληνικά ο αντικινηματογραφικός και φιλολογικά φορτωμένος μονόλογός της. Το φιλμ που ωστόσο έχει άψογη τεχνική και θαυμάσια φωτογραφία του Κατσουρίδη, παρουσιάζει κάποιο ειδικό ενδιαφέρον σαν άσκηση ύφους και γραφής αλλά μόνον αυτό. Η ερμηνεία είναι σχεδόν ερασιτεχνική και ο ρυθμός εξοντωτικά αργός. Ευτυχώς που ακούγεται η τόσο υποβλητική και κιν/φική μουσική του Χατζηνάσιου που μπορεί κανείς να χαίρεται έστω και με …κλειστά μάτια! Είναι υποδειγματική, όπως υποδειγματικές είναι και οι σκηνογραφίες…
… Αυτή τη φορά, οι καθαρά αφηγηματικές του ικανότητες ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, επιτρέποντας σ’ ορισμένους να κάνουν λόγο για σκηνοθετική βιρτουοζιτέ. Πραγματικά, το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει, με γνώμονα έστω τα ελληνικά μέτρα παραγωγής, τόσο συνολικά, όσο και σ’ επιμέρους επιτεύξεις (σκηνικά, ντεκόρ, χώροι) σαν τη φωτογραφία του Ντίνου Κατσουρίδη. Τα προβλήματα αρχίζουν μόλις, αμέσως μετά την υποβλητική ατμόσφαιρα της ερημιάς, του θανάτου, του εφιάλτη, της καταστροφής και των φαντασμάτων του θεάματος, οι σεναριακές αδυναμίες γίνονται ορατές και η σχηματική, γραμμική ανάπτυξη της “δράσης” δεν ανταποκρίνεται μ’ επάρκεια στο διευρυμένο πλαίσιο αναφοράς. Η διαδρομή της γυναίκας πρός τη θάλασσα, τις μνήμες, τη διαφυγή και την επιβίωση, αντλεί από τους λαβύρινθους του φιλμ νουάρ, όσο και την επιστημονική φαντασία. Ετσι όμως, που η νοσταλγία περισσεύει, όταν απουσιάζει η δημιουργική αξιοποίηση. Συμπερασματικά, ένα φιλμ αντιπροσωπευτικό των τεράστιων δυνατοτήτων του ελληνικού σινεμά, συχνά καθηλωμένων χάρη σε μια αντίστοιχα θεμελιώδη αδυναμία.
… Αλλη μια εξαιρετικά φιλόδοξη ταινία…. που εδώ χάνεται σ’ ένα εύρος χωρίς όρια. Στην πραγματικότητα, το θαυμάσιο σεναριακό εύρημα ανήκει σε μια ταινία μικρού μήκους. Παραδόξως πως, η λανθάνουσα μικρού μήκους ταινία διογκώνεται και διογκώνεται μέχρι διαρρήξεως του περιβλήματος, δηλαδή της φόρμας. Εδώ, ο φιλμικός χρόνος, τα 108 λεπτά, μοιάζει προεπιλεγμένος και τα ισχνά δρώμενα πρέπει να μεγεθυνθούν τόσο, ώστε να καλύψουν αυτόν το χρόνο.. Κι’ όταν το σενάριο δεν είναι δραματικά επαρκές και οι χαρακτήρες πολύπλοκοι (εδώ έχουμε να κάνουμε με τύπους, με την έννοια που έχει η λέξη στη δραματουργία, δηλαδή με χαρακτήρες αποψιλωμένους τόσο, ώστε απ’ αυτούς να απομένει, ένα και μόνο βασικό χαρακτηριστικό), όταν λοιπόν το σενάριο δεν βοηθά τα δρώμενα, τότε, στη θέση των δρωμένων μπαίνει το ντεκόρ που υποκαθιστά τους χαρακτήρες ως ένα βαθμό και γίνεται ο πρωταγωνιστής.
Μία ελεγεία αγάπης στο μετά-θάνατον στάδιο του εφιαλτικού μας κόσμου. Μία πολύ μεγάλη ταινία. Τίποτε άλλο.
…..Μέσα σ’ αυτόν τον Κόσμο, οι ελάχιστοι ζωντανοί δεν μπορούν πια να έχουν εμπιστοσύνη σε κανένα. Στην ταινία κυριαρχεί ένας αόρατος τρόμος, μια οσμή θανάτου, που εγκλωβίζει τους ήρωες. Πιο πάνω από τη δύναμη του έρωτα, υπάρχει η δύναμη της επιβίωσης. Σε έναν τέτοιο κόσμο, ένας έρωτας πόσο μπορεί να ευδοκιμήσει; Ο έρωτας όσο δυνατός κι’ αν είναι σαν αίσθηση δεν μπορεί να εκδηλωθεί. Οταν κυριαρχεί ο τρόμος που προκαλούν οι κοινωνικές συνθήκες, ο έρωτας είναι καταδικασμένος. Παραμένει “πλατωνικός”. Και δεν είναι τυχαίο, ότι η γυναίκα θα φιλήσει τον άντρα στο φινάλε, μόνο αφού αυτός έχει ξεψυχήσει στα χέρια της. Είναι η μόνη στιγμή που δεν φοβάται… Είναι λάθος να αντιμετωπίζεται το φιλμ σαν ταινία δράσης και η απουσία της ως εκ τούτου να ξενίζει. Είναι ολοφάνερο ότι ο σκηνοθέτης δεν είχε πρόθεση για κάτι τέτοιο, οπότε οι ευκολίες της κριτικής περί “αδύναμου σεναρίου” είναι παιδαριώδεις σαν επιχείρημα. Το φιλμ είναι λογικό να λειτουργεί “ευθύγραμμα” όπως ένα ποίημα που επαναλαμβάνει το μότο του. Καταβυθίζει το θεατή σε ένα κόσμο κλειστοφοβικό. Οποιαδήποτε δράση θα έκανε τον ¨εχθρό” στο φιλμ ορατό. Ομως η πρόθεση του σκηνοθέτη είναι να μείνει αόρατος. Οι αντιρρήσεις σε αυτή την άποψη, θυμίζουν την εμμονή κάποιων ανθρώπων να μην κατανοούν την ποίηση, αν αυτή δεν δηλώνει τα πάντα ξεκάθαρα. Αλλά μια ποίηση με δράση, εξωτερική, δεν είναι ποίηση. Στην ποίηση (όπως και στον κινηματογράφο του Νικολαΐδη) η δράση είναι εσωτερική.. Υποβόσκει. Τα τοπία είναι εσωτερικά, οι ήρωες και οι πράξεις τους ακαθόριστες, ώστε να μεγιστοποιούν το συναίσθημα της ανησυχίας στο θεατή. Ο Νικολαΐδης δημιουργεί μια ταινία εκτός κλισέ, τόσο για τα ελληνικά, όσο και τα διεθνή δεδομένα. “Γράφει” τους στίχους του με πλάνα, καθώς εφαρμόζει την ποιητική αφαίρεση – και αυθαιρεσία – στην κινηματογραφική γραφή. Και μόνο σαν πείραμα, κάτι τέτοιο, είναι άξιο θαυμασμού. Πόσο μάλλον όταν σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνει. Στα υπέρ της ταινίας η υποβλητική φωτογραφία του Ντίνου Κατσουρίδη, η πολύ καλή ‘χαμηλότονη” μουσική του Γιώργου Χατζηνάσιου, και οι αδρές ερμηνείες του Τάκη Σπυριδάκη και της Μισέλ Βάλευ. Αφήσαμε για το τέλος τις εκπληκτικές σκηνογραφικές συνθέσεις της ΜΛ Βαρθολομαίου, που ουσιαστικά, έκαναν “υλοποιήσιμη” αυτήν την εφιαλτική σπαρακτική ταινία.
Ωραία ταινία, γυρισμένη με ανατριχιαστική σιγουριά, κυριολεκτικά συναρπαστική, που δεν καταδέχεται τις ψεύτικες ελπίδες και που κυριολεκτικά διαλύει τους κινηματογραφικούς μας μύθους…..
Επιτέλους, μια ελληνική ταινία για την οποίαν κανένας δεν ντρέπεται. Δεν μ’ ενδιαφέρουν όλα αυτά περί αισιοδοξίας η τα περί ταύτισης του έρωτα με μια ακτίνα ελπίδας σ’ ένα μαυροσκότεινο κόσμο. Ούτε το πιστεύω. Ο έρωτας σ’ αυτό το φίλμ είναι το λιγότερο πετυχημένο στοιχείο….
Το άν τελικά είναι αισιόδοξη η όχι η ταινία, έτσι κι αλλιώς, δεν θάπρεπε να ενδιαφέρει την τέχνη, εφ’ όσον ο στόχος της (αν υπάρχει κάτι τέτοιο πέρα από το να προσφέρει ευδαιμονία ανεξάρτητα της δυστυχίας που πιθανόν να παρασταίνει), δεν είναι οπωσδήποτε να κάνει ενέσεις ελπίδας σαν σύμβουλος αισθηματικών υποθέσεων λαϊκού περιοδικού.
Με άλλα λόγια, συμφωνώ πέρα για πέρα με τον Νικολαΐδη ότι, στον κόσμο μας έτσι όπως τον καταντήσαμε, ελπίδα διάσωσης δεν υπάρχει. Οσο για την ευδαιμονία που προσφέρει η τέχνη, κι αυτόν τον μύθο τον διαλύει ο Νικολαΐδης στην «Πρωινή Περίπολο». Τελικά, όλοι άραγε, θα θαφτούμε κάτω από όγκους ξετυλιγμένου κιν/κου φίλμ, όπως συμβαίνει σε μια υπερβολικά ίσως εύγλωττη σκηνή στην ηρωίδα του?
Κατά τα άλλα, το φιλμ είναι κινηματογράφος κι αυτό τα λέει όλα. Μακάρι η ελληνική παραγωγή φέτος να διέθετε άλλο ένα ανάλογης ποιότητας.
Ιδιαίτερη μνεία όχι μόνο στούς διακριτικότατους ηθοποιούς Σπυριδάκη και Μισέλ Βάλευ, αλλά κυρίως στη σκηνογράφο Μαριλουίζ Βαρθολομαίου και στον δ/ντη φωτογραφίας Ντίνο Κατσουρίδη που μετέτρεψαν την Αθήνα μας σε μια πλήρως διαλυμένη και έρημη από ανθρώπους πολιτεία, με μαγικές όμως προδιαγραφές.
….Ξαφνικά τόσο εμείς όσο και οι ξένοι, βρεθήκαμε μπροστά σ’ έναν ώριμο κινηματογραφιστή που δεν είχε καμιά ανάγκη να συμβιβάζεται κάθε φορά μ’ αυτό που αποκαλούμε “ελληνική πραγματικότητα”. Ωραία ταινία, γυρισμένη με ανατριχιαστική σιγουριά και ακρίβεια, ζυγισμένη στη δομή της και πλούσια – ίσως υπερβολικά πλούσια – σε αινίγματα, παγίδες, κρυφά χαμόγελα και συνενοχές. Θεατές θα μιλήσουν για τα νερά της, για τη χρήση – και την κατάχρηση – των κινηματογραφικών αναφορών της για τα τόσα που λέει χωρίς να τα φωνάζει. Αυτά που περιμένουν τον θεατή αν ανοιχτεί σ’ αυτήν, αυτά που του επιφυλάσσει αν την ξαναδεί. Ελάχιστες είναι οι ταινίες που ανθούν σε δεύτερη θέαση και αυτή είναι μιά από τις λίγες, σίγουρα η μόνη ελληνική από όσες είδαμε μέχρι σήμερα. Και πέρα όμως από τα “μυστικά” της, η ταινία του Νικολαΐδη, είναι φανερή η τελειότητα και η άνεση της γραφής (γραφής όχι μόνον κινηματογραφικής, αλλά ανθρώπου που ξέρει να γράφει και με την πέννα στο χαρτί όπως οι περισσότεροι δεν ξέρουν) και ο τρόπος με τον οποίον, μέσα από τον φακό του Κατσουρίδη, η πραγματικότητα (γνωστά καθημερινά μας μέρη) κατάλληλα “διασκευασμένη” από την ΜΛ Βαρθολομαίου, έχει μεταλλαχτεί σε ποίηση. Πρωταγωνιστούν ο Τάκης Σπυριδάκης και η Μισέλ Βάλλευ, αξιοθαύμαστοι σε συγκρατημένη υπακοή στό έργο.
O σκηνοθέτης δεν θέλει να κινηματογραφήσει μια ιστορία, αλλά την έκλειψή της, την οδυνηρή της εξαφάνιση. Oταν πεθαίνουν οι θεοί, γεννιούνται τα φαντάσματα που ξεπηδάνε από τούς κινηματογραφικούς και τηλεοπτικούς θόλους κι ανταποκρίνονται σε κάθε μας έκκληση και τότε το μόνο που μας απομένει είναι ο κινηματογράφος-χαρακίρι.
“Οσοι περνούν τη χώρα της απόγνωσης παθαίνουν αμνησία” τραγουδούν οι Τρύπες. Ο μόνος που επέζησε και προσπαθεί να θυμηθεί – η να ξεχάσει – φαίνεται να είναι ο Ν. Νικολαΐδης. Η ταινία του “Πρωινή Περίπολος” δεν είναι μελλοντολογική γιατί η επιστημονική φαντασία δεν είναι πλέον φαντασία αλλά η πραγματικότητα που εισπράττουν κάποιοι από μας, μια μακάβρια αμοιβή για ο,τι ονειρεύτηκες και αγάπησες. Η κατεψυγμένη, ρημαγμένη μεγαλούπολη όπου οι κινηματογράφοι, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι και τα σπίτια δεν είναι καταφύγια αλλά παγίδες θανάτου δεν είναι άλλη από την Αθήνα του σήμερα. Σ’ αυτό το μοντέρνο θερμοκήπιο όπου οι άνθρωποι παίζουν το μακάβριο παιχνίδι του λύκου με τα πρόβατα οι επιζήσαντες πατούν επί πτωμάτων – των δικών τους ίσως; Τον Νικολαΐδη δεν τον ενδιαφέρει η δράση γιατί ανήκει και αυτή στο άγνωστο παρελθόν μας, στην απωλεσθείσα προσωπική μας μυθολογία. Δεν θέλησε να κινηματογραφήσει μια ιστορία αλλά την έκλειψή της, την οδυνηρή της εξαφάνιση. Θυμηθείτε τον Νοβάλις: “Οταν πεθαίνουν οι θεοί γεννιούνται τα φαντάσματα”. Αυτά ξεπηδάνε μέσα απ’ τους τηλεοπτικούς θόλους και ανταποκρίνονται σε κάθε τους έκκληση. Αυτά σου χαμογελάνε μέσα απ’ το νέον πρόσωπο μιας γυναίκας. Αυτά κινούν τα τηλεκατευθυνόμενα κουρσάκια. … Τα φάρμακα του Νικολαΐδη είναι οι ταινίες του. Με αυτές παίρνει το αίμα του πίσω. Κινηματογραφεί αυτή την πεθαμένη εκδρομή σαν ένας βαριά πληγωμένος ρομαντικός. Τα μάτια του κρύβουν κάτι σκοτωμένο μέσα τους. Θυμηθείτε τους νεκρούς στα “κουρέλια” και τους “συμμορίτες”. Λάμπουν με την απουσία τους.
… Η πληγή στο χέρι και ο σουγιάς στη ζαρτιέρα, το κουτάκι με τα χάπια και ο ρόγχος του μελλοθάνατου. Το μόνο που απομένει είναι ο κινηματογράφος – χαρακίρι
Ένα καθαρά πορνογραφικό θρίλερ που αποκαλύπτει την αρρωστημένη φαντασία του σκηνοθέτη. ….Επιβεβαιώνουμε το ταλέντο του δημιουργού της να δίνει κινηματογραφική μορφή στα σενάριά του, στήνοντας προσεγμένες σκηνές, κινώντας άνετα τη μηχανή του, αναπτύσσοντας με δεξιοτεχνία το ρυθμό και καθοδηγώντας σωστά τους ηθοποιούς του, ακόμη και όταν αυτοί είναι ερασιτέχνες. Ταυτόχρονα όμως παραμένει πάντα η ερώτηση. Προς τι αυτή η ταινία? Τι θέλει να πει με τις εικόνες του ο σκηνοθέτης? Γιατί αυτή η επιμονή να σοκάρει με αδικαιολόγητες τολμηρές ερωτικές σκηνές και μια κουραστική σκατολογία, τη στιγμή που άλλοι σκηνοθέτες πριν απ’ αυτόν χρησιμοποίησαν τα ίδια στοιχεία για να πουν συγκεκριμένα πράγματα για τον άνθρωπο και την κοινωνία μας….
Ο Νικολαΐδης επιτείθεται σε άσπρο-μαύρο
Ο Νικολαΐδης αυτή τη φορά τραβάει στα άκρα χωρίς την παραμικρή υποχωρητική διάθεση. Εναν «Σίνγκαπουρ Σλίνγκ» αναζητούν και οι γυναίκες τις ιστορίας. Για να τον εξοντώσουν μόλις τον βρούν. Ερως και θάνατος.
Ο Ν. κι αυτή τη φορά κρατά τους μύθους του που εδώ δεν είναι ρόκ, αλλά το μαυρόασπρο. Γι αυτό πονάει τώρα. Τα κουρέλια του ρόκ, οι γλυκιές συμμορίες που εξοντώνονται, οι περιπλανώμενοι έρωτες που πεθαίνουν μέσα στην ερημιά, αντικαθίστανται εδώ με τη μαυρόασπρη εικόνα, που την πέθανε ο σύγχρονος κινηματογράφος. Κι εδώ η οργή του Ν. γίνεται εμετός, αηδία, ακρότητα. Τού πείραξαν αυτό που ίσως τον μάγεψε περισσότερο. Γι αυτό και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Δεν υποχωρεί σε τίποτα. Επιστρατεύει φωτογράφο (Αρης Σταύρου) και σκηνογράφο-ενδυματολόγο (ΜΛ Βαρθολομαίου) για να εισπράξουν τα μπράβο της πιο ανατριχιαστικής και τέλειας αισθητικής που είδαμε.
Ο ΒΟΥΡΚΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Αν υπήρχε σωστό κράτος, θα είχε καταργήσει προ πολλού το εμετικό κινηματογραφικό φεστιβάλ Θεσ/κης. Φέτος η αγριότητα και ο βούρκος του ξεπέρασε τα όρια, έτσι που μέλη της κριτικής επιτροπής δεν άντεξαν το θέαμα, αφού στα δέκα πρώτα λεπτά τους «βγήκαν τα μάτια».
Μια σωστή κριτική επιτροπή θα έστελνε αυτές τις ταινίες να προβληθούν στα δημόσια ουρητήρια της Θεσ/κης κι όχι σ’ ένα φεστιβάλ μιας τέχνης που συγκλόνισε τον αιώνα μας τόσες φορές με την ομορφιά, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη.
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ο SINGAPORE SLING είναι μία ταινία πρωτοφανής για τα Ελληνικά δεδομένα… Ο Νικολαΐδης έχει καταργήσει εντελώς τα προσχήματα και εκτοξεύεται πολύ πιο μακριά από τον Μαρκήσιο ντε Σαντ και τον Μπατάιγ.
Το σκηνοθετικό αυτό κομψοτέχνημα, με τις ακρότατες ερωτικές σκηνές και με τους εκπληκτικούς ερμηνευτές, δρουν συνεχώς κάτω από τους σπασμούς ενός παρατεταμένου οργασμικού παραληρήματος και δεν παραπέμπει πουθενά έξω από τον εαυτό του. Η ταινία εξελίσσεται σπειροειδώς, περιστρεφόμενη με μανία γύρω από τον βασικό άξονα δόμησής της, που είναι η κατάλυση κάθε αναγνωρίσιμης ανθρώπινης ενέργειας, βάζοντας στη θέση της τον μαύρο παραλογισμό, τον σεξουαλικό παροξυσμό και τη βέβηλη προβολή μιας σειράς ευτελών ενστικτικών παρορμήσεων.
Η ΚΟΠΡΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ
Όλα μία νοσηρή κατασκευή, μία ακρότητα, ένας απόλυτος φορμαλισμός. Ο Νικολαΐδης στη νιοστή δύναμη.
Αν γδύσουμε τον «Σίνγκαπουρ Σλίνγκ» του Ν.Ν. από την μπαρόκ ατμόσφαιρα, τότε έντρομος (εγώ τουλάχιστον) βλέπω μια γελοιογραφία – μια ελκυστική γυναίκα να μαλάζει βάρβαρα με το’να χέρι το στήθος της, με τ’ άλλο ν’ αυνανίζεται και να κάνει πιπί, από το στόμα εκκενώνει ακατάπαυστα και όταν «τελειώνει» ανοίγει κοιλιές και βγάζει ανθρώπινες συκωταριές. Ολα αυτά επί 120 περίπου λεπτά. Οσο διαρκεί η επιληπτική οργασμική κρίση των δύο θηλυκών.
Ομως ο άνθρωπος είναι το άθροισμα των πράξεών του. Να τις καταγράψω με κίνδυνο να σας σοκάρω και να σας στείλω στις αίθουσες που θα προβάλλουν την ταινία? Δεν μπορώ να το αποφύγω… αιμομιξίες, ηλεκτροσόκ, εκκενώσεις πάσης φύσεως και μορφής, αυνανισμοί. Τα πάντα. Ασταμάτητα.
Στον Νικολαΐδη η κόπρος ενσωματώνεται στο αισθητικό υλικό. Δεν υπάρχει η ταινία χωρίς αυτήν. Αναπαράγεται για να καταναλωθεί. Για να βιωθεί φανταστικά. Γι αυτό όλα εξαντλούνται στη βαρβαρότητα. Ολα είναι απλοποιημένα, σχεδόν τετραγωνισμένα. Γι αυτό ο θεατής από ένα σημείο και μετά ξέρει τι θα επακολουθήσει. Γι αυτό η αισθητική δεν εξελίσσεται. Και για αυτό οι ερμηνείες καταναλώνονται στην επανάληψη της ίδιας επιληπτικής οργασμιακής κρίσης. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο πριν και μετά, παρά μόνο η ίδια πράξη.
Που αρχίζει με εμετούς, συνεχίζεται με άνοιγμα κοιλιών και τελειώνει στα σεξουαλικά όργανα. Να προχωρήσω στο «όπισθεν» των εικόνων? Και ο ανυποψίαστος θεατής να διεγερθεί και ο κριτικός να εισπράξει μια βολική, σχηματική, απλοϊκή ερμηνεία και το σκάνδαλο να γίνει. Η σκόπευση παντού. Και πάνω απ’ όλα στον κρόταφο ενός ταλέντου. Γιατί ο Ν.Ν. είναι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες που διαθέτουμε, κατέχει το αντικείμενό του, είναι επαγγελματίας. Ομως, άνθρακας ο θησαυρός….
Η τεχνική αρτιότητα της ταινίας είναι αναμφισβήτητη. Οι συνεργάτες του υποστηρίζουν τα, σχεδιασμένα επί χάρτου, ιδεολογήματα του σκηνοθέτη. Και η ΜΛ Βαρθολομαίου στα σκηνικά και τα κοστούμια και ο Άρης Σταύρου στη φωτογραφία και ο Α. Αντρεαδάκης στο μοντάζ. Ομως τόση και τέτοια σπατάλη καλλιτεχνικής ενέργειας για την κατασκευή ενός κοκτέιλ? Είναι κρίμα! Το υπογράφει και το λέει ένας απ’ αυτόν τον «ξεπουλημένο συρφετό των πνευματικών ανθρώπων». Κατάπιε το κοκτέιλ του Νικολαΐδη και εξακολουθεί ο αδιόρθωτος, να πιστεύει σ’ αυτόν?
Ταινία προκλητική και τολμηρή, κάτι τελείως άγνωστο για τον ελληνικό κιν/φο μέχρι σήμερα… Το κοκτέιλ “SINGAPORE SLING” έπεσε στο Φεστιβάλ σαν κοκτέιλ ΜΟΛΟΤΩΦ!
Μαχαίρια… κτηνώδη ζευγαρώματα και ιερές αιμομιξίες, καταλήγουν σ’ ένα κοκτέιλ παλιού σινεμά και μεταμοντέρνας αγωνίας… Τελικά ένα δοκίμιο περί ελευθερίας
Μία κοινωνία χυδαία, υστερική και βορβορώδης… Ο Νικολαΐδης όμως διασκεδάζει μ’ αυτή την παρωδία φρίκης.
Όλοι αυτοί οι κανιβαλισμοί μέσα σε μία μπαρόκ ατμόσφαιρα πείθουν το θεατή για τη βιολογική και πνευματική παρακμή του ανθρώπου και του πολιτισμού.
Αιρετικός και προκλητικός ο Singapore Sling… Η δύναμη και η τελειότητα της κόλασης του Ν.Ν.. έπεσε πολύ βαριά για το λεπτεπίλεπτης διατροφής στομάχι του Φεστιβάλ.
Μια παράφορη συμφωνία της διαφθοράς ανάμεσα σε πρόσωπα ακόλαστα, καταραμένα και διφορούμενα… Στο βάθος ακούγεται ο καγχασμός του Νικολαΐδη.
Χιούμορ, προκλητικές σκηνές, βίαιο σεξ, κοπρολαγνεία… Τρέλα! Ο Νικολαΐδης κάνει το κέφι του.
«Στον Εισαγγελέα» φώναζε ο εξώστης.
Χιούμορ “βρόμικο” και θανατερό. Σαδομαζοχισμός, ουρολαγνεία, αίμα, εμετός και θάνατος. Το ανακάτεμα όλων αυτών παράγει μία ιδιότυπη μαύρη κωμωδία.
Σεξουαλικές διαστροφές, τραύματα, και πάσης φύσεως περιττώματα, ούρα, βιασμοί, εξορύξεις σπλάχνων… Μία έξοχα σκηνοθετημένη σπασμική τελετουργία της φρίκης σαν παρατεταμένος οργασμός και αγωνία…
Ένα έκφυλο, κολασμένο και νοσηρά ελκυστικό κινηματογραφικό διαμάντι.
Ο ΜΕΤΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ Ν.Ν.
Τι μπορεί νά είναι η κόλαση? Τύψεις, μνήμες, χαμένος χρόνος ερίζουν για την οριοθεσία της, καθώς τα καζάνια της τα βιώνει κανείς εν ζωή, αγνοώντας το μετά θάνατον. Το ίδιο πράττει κι ο Ν.Ν. Μετακομίζει το μετά στο τώρα και το εκεί στο εδώ, φέρνοντας μπροστά στα μάτια μας την κόλαση ενοχών, αναμνήσεων και απολεσθέντος χρόνου.
Για να μεταφέρει το φορείο του επιλέγει το δρόμο του φίλμ νουάρ (έντονες οι μνήμες Τσάντλερ στο έργο), στρωμένο με την πίσσα του αισθησιασμού.
Τόπος συνάντησής τους ένας εφιαλτικός μετακόσμος, μηδαμινών αναλογιών με αυτόν που βιώνουμε, βυθισμένος στο σκοτάδι και την υγρασία. Τον διασχίζουν δυό γυναίκες (εξαιρετικά δύσκολοι, αλλά διεκπεραιωμένοι οι ρόλοι τους) σαν διχασμένα αντικείμενα του ίδιου υποκειμένου. Η ερωτική σχέση, την οποίαν αναπτύσσουν μεταξύ τους, δεν είναι άλλη από τις ερωτοτροπίες των δύο πλευρών του ιδίου «είναι», ταλαιπωρημένων από το βασανιστικό μαστίγιο των ανεκδήλωτων επιθυμιών.
Ο κόσμος των ηρωίδων, αέρινος, γεμάτος φαντάσματα από τον πύργο του υποσυνείδητου, εξορίζει την ανάδρομη παρουσία, αναδυκνύει νικήτρια τη γυναικεία φύση. «Αυτή οργανώνει το μυστήριο, ο άντρας το επιλύει», όπως θα επιθυμούσε και ο Ζαν Λίκ Γκοντάρ. Ουσιαστικά ο άντρας κατοικεί στο κορμί των δύο γυναικών, για το λόγο αυτό η φυσική του παρουσία επιπλέει στην επιφάνεια της πισίνας, σαν υπόμνηση και όχι σαν ζωντανός οργανισμός. Οι δύο ηρωίδες «θα συναντηθούν στη κόλαση» υποδυόμενες τη συγκατοίκηση των δύο φύλων, με το άρρεν να δανείζει απλώς την ερωτική μεθοδολογία του, στριμωγμένο στον όγκο των δύο γυναικών. Όλο το φίλμ εξελίσσεται στο «εξω από δώ» κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η τέχνη αποτελει το ευρύτερο πεδίο για την ανάπτυξη της μηχανής του χρόνου, για την εγκατάσταση της κόλασης των φαντασιώσεων. Διαθέτει την δυνατότητα να τρέξει μπροστά, να συναντήσει το περιθώριο του κόσμου που βιώνουμε, γεμάτο από μνήμες (μουσικές, ποτά, γεύσεις, φετίχ) και κολασμένες σκέψεις.
Αντίθετα από τα προσδοκόμενα, όλα αυτά δεν «καίνε», αλλά μεταδίδουν την υγρασία τους, παγώνουν τις ψυχές, όπως γερνάνε, τις στραγγίζουν από τα συναισθήματα, αντικαθιστούνε τις υψηλές θερμοκρασίες της ζωής με τη ψύχρα της μνήμης.
Εκεί κατοικεί τελικά το « έξω απο εδώ», το κινηματογραφικό εκτός πεδίου, οι ίδιες φαντασιώσεις μας, που γεμίζουν τα κενά της ταινίας, η οποια σοφά επέλεξε να βρεθεί σε διαζύγιο με το άγευστο «εδώ και τώρα». Ο ίδιος ο Νικολαΐδης σε ρόλο Σατανά, άναψε για μία ακόμη φορά φωτιές στο φεστιβάλ με την αιρετική δημιουργία του.
Η ταινία λοιπόν που κρατήθηκε για το τέλος είναι «Θα Σε Δω Στη Κόλαση Αγάπη Μου» κι ο σκηνοθέτης της είναι «βαρύ πυροβολικό» – Ν.Νικολαΐδης.
Το «βαρύ πυροβολικό» κρατήθηκε για το τέλος κι έτσι δεν θα δημοσιευτούν κριτικές στα κυριακάτικα φύλλα. Την Δευτέρα θα μονοπωλούν τα δημοσιεύματα οι βραβεύσεις του Διεθνούς. Είναι κι αυτός ένας τρόπος!
Οπως επίσης, όταν κάποιος ξεπερνάει το μέσο όρο και χαλάει το μέτρο σύγκρισης, να επικαλείσαι δυό μέτρα και δυό σταθμά.
Τη μία δεν τον βραβεύεις γιατί τον βρίσκεις πολύ εμπορικό, την άλλη τον αποκλείεις γιατί σου φάνηκε ερμητικός.
Επίσης, κάνεις και κάτι άλλο: Του δίνεις τέσσερις φορές το βραβείο σκηνοθεσίας, όσες δηλαδή δεν το έχεις δώσει σε κανέναν άλλο σκηνοθέτη, αλλά καμμία απ’ αυτές η καλύτερη σκηνοθεσία δεν έχει σχέση με την καλίτερη ταινία. Κι έτσι μπαίνεις και στον κατάλογο «Γκίνες» του παραλόγου διότι δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο στον αιώνα τεσσάρων φορών. Δεν είναι μία, δεν είναι δύο.
Αυτή τη φορά ο Νικολαΐδης κληρώθηκε ως «ερμητικός». Οχι ότι δεν είναι. Ερμητικότερος δεν υπήρξε ποτέ. Ισως ούτε στην «Ευριδίκη», όπου εκεί κι αν ήταν το θέμα του ο «εγκλεισμός» της ηρωίδας.
Η ερμητικότητα, όμως, ενός καλλιτέχνη δεν είναι ψόγος, είδικά σ’ ένα φεστιβάλ η σε μια κινηματογραφία που κατηγορείται για την εμμονή της – και καλά – σε ταινίες «καλλιτεχνικής έκφρασης των δημιουργών». Κι όταν, ειδικά σ’ αυτή την κινηματογραφία, έχει γίνει κατά καιρούς της τρελλής.
Τέλος πάντων, ως σκηνοθέτης ο Νικολαΐδης, δεν έχει καμμία σχέση με ό,τι γενικώς κυκλοφορεί κι η κινηματογραφική δεξιοτεχνία του είναι χαρισματική.
Αυτή τη φορά την επιστρατεύει σε κάτι κλειστό. Σε μια κατάσταση έρωτα και θανάτου, όπου οι τρείς απομονωμένοι ήρωες φτάνουν στα άκρα, αποκομμένοι σαν καράβια που έχασαν κάθε επαφή με στεριά. Εξω κόσμος δεν υπάρχει αυτή τη φορά ούτε για δείγμα. Ούτε ως περαστικός.
Ούτε ως εχθρός. Ούτε κάν ως εξιλαστήριο θύμα για να ξεσπάσουν την οργή τους. Ο έξω κόσμος απλώς εδώ δεν υπάρχει. Ο έρωτας κι ο θάνατος ως πνεύμα τυλίγουν τα τρία πρόσωπα και τ’ αφήνουν κουτρουβαλιασμένα στη δίνη τους.
Πεσιμιστικό? Απαισιόδοξο? Σκοτεινό? Ούτε συζήτηση. Και νοσηρό εγώ θα έλεγα. Μήπως όμως κι η λογοτεχνία, αλλά και το θέατρο πολλές φορές μπήκαν και δημιούργησαν μέσα στα μαύρα τρίσβαθα των ανθρώπων που έπαιξαν τα καθόλου της ψυχής τους? …..
Η χειρότερη ταινία του Ν.Ν. βγαίνει σε κανονική διανομή τέσσερα χρόνια μετά, για λόγους τόσο ανεξιχνίαστους όσο και το σενάριό της, όπου τρεις νεκροζώντανοι αλληλοεξοντώνονται μέχρι τελικής πτώσεως εν μέσω σεξ, βίας και … εμετών. Απομένει η ατμόσφαιρα που ξέρει να δημιουργεί ο σκηνοθέτης, ο οποίος εγκαταλείπεται εδώ σε έναν αξιομνημόνευτο στιλιστικό παροξυσμό.
Το φετιχιστικό του παραλήρημα, το οπτικά και τεχνικά εντυπωσιακό αλλά κυκλωτικό και επαναλαμβανόμενο φιλμ του Ν.Ν. είναι καραμπινάτα εξειδικευμένο και δύσκολο στα μάτια όλων, εκτός ίσως από τον μπαμπά-δημιουργό του, πράγμα φυσιολογικό.
Παραπέμποντας στην ατμόσφαιρα του Singapore Sling, ο Νίκος Νικολαΐδης χρησιμοποιεί και πάλι την αγαπημένη του νουάρ μυθολογία και το ίδιο μαύρο χιούμορ σ’ αυτό το ιδιότυπο ρομάντζο. Από τη μία πλευρά βρίσκεται η απρόσωπη κεντρική εξουσία και από την άλλη η γενιά των «χαμένων» – κινηματογραφικό φετίχ του σκηνοθέτη όπου η έκβαση της ιστορίας είναι προδιαγεγραμμένη. Ένας άντρας, δύο γυναίκες, φαντάσματα του παρελθόντος κι αισθησιασμός του παρόντος, στη συσκευασία του νεκρο-ρομάντζου…
Νεκροφιλική, παρακμιακή ατμόσφαιρα, μνήμες από το Singapore Sling (σκηνές σωματικής βίας, γυμνού, εμετών και ουρολαγνείας σε πιο light εκδοχή), αλλά και από τις Διαβολογυναίκες (ένα πτώμα στην πισίνα που στη συνέχεια ζωντανεύει). Όλα αυτά φιλτραρισμένα μέσα από το εστετίστικο, μηδενιστικό και επαναλαμβανόμενο σινεμά του Νικολαΐδη, ο οποίος υπογράφει εδώ μία από τις πιο προβληματικές ταινίες της καριέρας του.
Όλο το ενδιαφέρον αυτής της κινηματογραφικής εμμονής του σκηνοθέτη της Γλυκιάς Συμμορίας εξαντλείται σε τρία πράγματα (κατά σειρά προτεραιότητας). Πρώτον στον τίτλο, δεύτερον στα σωματικά προσόντα της Βαλέριας Χριστοδουλίδου και τρίτον στην… πισίνα… Τα κουρέλια σταμάτησαν (προ καιρού) να τραγουδάνε ακόμα!
Ένα “κλειστό” παιχνίδι σκηνοθετικής αυτοαναφορικότητας. Το σεξ σαν φαντασίωση, η βία και ο θάνατος σαν υπόμνηση, ο εγκλεισμός σαν νομοτέλεια.
……Το «Θα Σε Δω Στη Κόλαση Αγάπη Μου», ξεκινά πολύ καλά. Οι εικόνες με τα γρήγορα φλάς-μπάκ, δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα μυστηρίου αλλά και σασπένς. Ατμόσφαιρα που σιγά σιγά αυτοαναιρείται και από ένα σημείο κι ύστερα σταματά να ενδιαφέρει τον θεατή. Η ιστορία των δύο γυναικών που σκότωσαν τον συνεργάτη τους (μαζί και εραστή) και που τώρα αυτοβασανίζονται περιφερόμενες σ’ ένα έρημο και μισοερειπωμένο σπίτι (με τον ίδιο τον νεκρό να εμφανίζεται σποραδικά και να «κυνηγά» τις γυναίκες) μοιάζει σαν μια (δυστυχώς άχρωμη) παραλλαγή του «Singapore Sling». Εκτός από τον αμερικανικό κινηματογράφο που έχει συνήθως ως μοντέλο (κι αυτό δεν είναι βέβαια κακό, φτάνει να εξυπηρετεί κάποιο στόχο), ο Νικολαΐδης δείχνει εδώ νάχει επηρεαστεί τόσο από τον Λάρς φον Τρίερ (και συγκεκριμένα «Το στοιχείο του εγκλήματος») όσο και από τις «Διαβολογυναίκες» του Κλουζό. Μόνο που στη δική του περίπτωση, οι σκηνές του χρησιμοποιούνται ως μια απλή άσκηση ύφους, ένας τρόπος επίδειξης γνώσεων (εντυπωσιακών πρέπει να πώ ) που όμως δεν οδηγούν πουθενά.
Σκέτη εικόνα, όσο θαυμάσια κι αν αυτή είναι, δεν εξυπηρετεί τελικά σε τίποτα. Μήπως είναι καιρός ο σκηνοθέτης να σταματήσει να γράφει ο ίδιος τα σενάριά του και να στραφεί στα σενάρια άλλων;
Νεκροφιλική, παρακμιακή ατμόσφαιρα, μνήμες από το «Singapore Sling» αλλά και από τις «Διαβολογυναίκες». Ολα αυτά φιλτραρισμένα μέσα από το στετίστικο, μηδενιστικό κι επαναλαμβανόμενο σινεμά του Νικολαΐδη, ο οποίος υπογράφει εδώ μια από τις πιο προβληματικές ταινίες της καριέρας του.
Δεν είχε βρεί διανομή από το 1999 και βγαίνει τώρα ξαφνικά σε μια αίθουσα, ως …πασχαλινή νεκρανάσταση.
O ίδιος ο Nικολαΐδης σέ ρόλο Σατανά, άναψε γιά μιά ακόμη φορά φωτιές μέ τήν αιρετική δημιουργία του.
Mιά ταινία μέ εκπληκτική σκηνοθεσία, πλάνα απίστευτης ομορφιάς, φωτογραφία καί μοντάζ από τά καλλίτερα που έχουμε δεί.
Νοσηρό, σκοτεινό, απαισιόδοξο… Τέλος πάντων, ως σκηνοθέτης ο Νικολαΐδης δεν έχει καμία σχέση με ό,τι γενικώς κυκλοφορεί και η κινηματογραφική δεξιοτεχνία του είναι χαρισματική.
Μία ανυπόφορη δημιουργική αυτοκαταστροφή.
Μία ταινία με εκπληκτική σκηνοθεσία, με πλάνα απίστευτης ομορφιάς, με την ατμόσφαιρα του θανάτου διάχυτη, με φωτογραφία, φωτισμούς και μοντάζ από τα καλύτερα που έχουμε δει. Κι όμως όλα αυτά πάνε χαμένα, αφού το σενάριο είναι απελπιστικά κακό Δεν καταλάβαμε πού θέλει να το πάει ο σκηνοθέτης, σε ποιους σκοτεινούς δρόμους να μας οδηγήσει, αλλά αυτό που μένει είναι η πίκρα της απογοήτευσης. Και είναι πίκρα ειλικρινής γιατί τον αγαπάμε τον Ν.Ν.., πάντα περιμένουμε κάτι από τις ταινίες του. Μη ρωτάτε τι, δεν έχουμε απάντηση. Αυτό που μετράει είναι το τελικό κενό.
“Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα” είναι η καλλίτερη ταινία του σκηνοθέτη τα τελευταία 15 χρόνια, πολύ ενδιαφέρουσα και ολοκληρωμένη ως δημιουργία, στην οποία να πούμε ότι λάμπει με την παρουσία του και την ερμηνεία του ο Γιάννης Αγγελάκας –αρχηγός του συγκροτήματος Τρύπες–, όχι μόνο σαν ηθοποιός αλλά και με τη μουσική που έχει γράψει.
…Τέλος, μια ταινία του Ν.Ν. δίνει πάντα μια άλλη σινεφιλική γεύση. «Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα» μετέτρεψε ακόμα και τη βία σε κινηματογραφική ποιήση.
Από τους περιθωριακούς “αντάρτες” του Νικολαΐδη… Ο Ν.Ν. βρίσκει ξανά διόδους επικοινωνίας με τους ρομαντικούς-κυνικούς αυτόχειρες ήρωες της Γλυκιάς Συμμορίας, που τώρα κουβαλούν περισσότερη απελπισία και διάθεση αυτοκαταστροφής. Το ιδιότυπο νουάρ του Ν.Ν. είναι περισσότερο συναισθηματική αναπόληση ενός μυθολογικού παρελθόντος που έχει αφετηρία στους χώρους της λογοτεχνίας, της μουσικής και του κινηματογράφου… Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το βασικό ρόλο στην ταινία κρατά ο Γιάννης Αγγελάκας από τις Τρύπες!
Η μυθολογία της νύχτας μέσα από τη ματιά ενός “μπουκοφσκικού” χαρακτήρα. Τρία χρόνια μετά από το “Θα Σε Δώ Στη Κόλαση Αγάπη Μου” ο Ν.Ν. με το “Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα” μάς δίνει το πορτρέτο ενός περιθωριακού και του περιβάλλοντός του. Η ταινία χρωστάει τη δύναμή της στο έντονο μαύρο χιούμορ της, στους καλογραμμένους χαρακτήρες της και βέβαια στην πληθωρική παρουσία του Γιάννη Αγγελάκα στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η ταινία του Ν.Ν. είναι μία πικρή ελεγεία για κάποιους ανθρώπους που οι επιλογές τους έριξαν σε μία no mans land. Με σκηνές γυρισμένες με δυνατό συμβολισμό και με ερμηνείες στα όρια, τούτη η ταινία του Ν.Ν. θεωρούμε ότι είναι απ’ τις καλλίτερές του.
«Κι όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα…» μοιάζει να ψιθυρίζει ο Ν.Ν. Δίνοντας διέξοδο δεκαοχτώ χρόνια μετά στους εγκλωβισμένους ήρωες της Γλυκιάς Συμμορίας. Ο Ν.Ν. βρίσκει τον τρόπο να ροκανίσει τα κάγκελα της φυλακής των ρημαγμένων ηρώων του. Σ’ ένα σκοτεινό και γεμάτο υγρασία σκηνικό (υπέροχη δουλειά της ΜΛ Βαρθολομαίου) πέφτουν αχτίδες φωτός και τα όπλα ξαναβγαίνουν απ’ τις θήκες τους. Ωστόσο, η κατάληξη μεγαλοφυής γεννάει τη ζωή μέσα από το θάνατο.
“Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα” του Νίκου Ν. Ξαναφέρνει το σκηνοθέτη στις μεγάλες του ώρες της Γλυκιάς Συμμορίας και του γλυκύτατου Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα και δείχνει πόσο μεγάλος filmmaker είναι ο Νικολαΐδης και πόσο λείπουν αυτοί οι άνθρωποι απ’ τον κινηματογράφο μας. Η φωτογραφία και το μοντάζ είναι δουλειές υψηλής κλάσης και η όλη ματιά απίθανα κινηματογραφική. Ακόμα μας αποκαλύπτει έναν γνήσιο κιν/κό πρωταγωνιστή, τον Γιάννη Αγγελάκα, διάλογο με τα γνώριμα στοιχεία του “νικολα-ΐδιου” μαύρου χιούμορ, και σχέσεις καταραμένων ηρώων, αυτών που τόσο αγαπά ο Νικολαΐδης.
…Θέμα της ταινίας τα αδιέξοδα και η μοναξιά μιας γενιάς που ζει πάντα στο περιθώριο, στα παρακμιακά μπαρ, στα βρόμικα στριπτιζάδικα και γενικά σε μία Αθήνα της νύχτας. Ο Νικολαΐδης είναι εκείνος ο σκηνοθέτης που ξέρει καλύτερα από τους άλλους συναδέλφους του, το κλασικό αλλά και το μεταμοντέρνο φιλμ νουάρ όπως στις ταινίες του Ταραντίνο… Η μουντή με σκοτεινά χρώματα φωτογραφία, η υποβλητική μουσική του Γιάννη Αγγελάκα (πετυχημένη φιγούρα στο ρόλο του ήρωα) τα επιλεγμένα με γνώση ντεκόρ, καθώς και η πετυχημένη μεταμόσχευση του κόσμου του φιλμ-νουάρ σ’ εκείνον της νυχτερινής Αθήνας, απλώνοντας πολύ έξυπνα την ιστορία στον κόσμο των μειονοτήτων, της καθημερινής βίας των μπάτσων και τωύριο ν μίντια, κάνουν την ταινία αυτή την πιο ολοκληρωμένη του Ν.Ν.
… Ο Νικολαΐδης είχε μια συγκεκριμένη σκηνοθετική άποψη που την ακολούθησε από το πρώτο έως το τελευταίο πλάνο, με τη γνωστή του εκπληκτική δεξιοτεχνία.
…”Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα” είναι μία τέλεια ταινία, κι αυτό γιατί μέσα από τη φρίκη των πυροβολισμών, της βίας και των ναρκωτικών αναβλύζει μία τρυφερότητα σπάνια. Πίσω από τις αγριάδες και τις τόλμες του πάντα παραμονεύει ένας έξαλλος ρομαντικός. Το έργο του Ν.Ν. είναι καλλιτεχνικά, τεχνικά, ακουστικά και οπτικά άψογο.
Όντας απόλυτα δικαιωμένος …
Τριάντα χρόνια πέρασαν εν ριπή οφθαλμού από την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Νίκου Νικολαΐδη, την «Ευριδίκη ΒΑ 2037», όταν ο κορυφαίος σκηνοθέτης στην Ελλάδα (και το εννοώ!) άνοιξε τον θεματικό κύκλο του με τίτλο «το σχήμα του εφιάλτη που έρχεται» – την ίδια εποχή που η κατεστημένη αριστερή κριτική και κινηματογραφία στη χώρα μας ονειρευόταν παγκόσμιους σοσιαλιστικούς παραδείσους– και συνέχισε με την προφητική ελεγεία του επερχόμενου πυρηνικού ολοκαυτώματος στην «Πρωινή Περίπολο», την κορυφαία ελληνική ταινία όλων των εποχών.
Τώρα με το «The Zero Years» κλείνει ουσιαστικά αυτή του την προβληματική, όντας απόλυτα δικαιωμένος για την ιλιγγιώδη πορεία του ανθρώπινου γένους προς τον αφανισμό. Οι παλιές οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές δομές καταρρέουν και οι καινούργιες δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί. Ολόκληρος ο παγκόσμιος πολιτισμός βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο και το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο και εφιαλτικό. Τα «Zero Years» λοιπόν είναι εδώ, παρόντα και είτε θέλουμε, είτε όχι θα τα υποστούμε στο πετσί μας.
Ο Νίκος Νικολαΐδης ως γνήσιος ενορατικός καλλιτέχνης, ο μόνος δυστυχώς που έχουμε στην Ελλάδα, μάς δίνει μέσα από την καινούργια του ταινία μία μικρή γεύση του τι μας περιμένει. Γιατί η Νέα Εποχή (όχι η Νέα Τάξη Πραγμάτων) απαιτεί και νέα γλώσσα, νέα σύμβολα, νέα αρχέτυπα, νέα θρησκεία, αλλά αυτά ακόμη δεν έχουν εμφανιστεί στο προσκήνιο, και ίσως να μην προλάβουν κιόλας. Γιατί με εκατοντάδες κάμερες παντού στις δυτικές μητροπόλεις να παρακολουθούν τους κατ’ όνομα πολίτες τους, με τόνους χημικών και συνθετικών ναρκωτικών να «καίνε» τους εγκεφάλους των «ανήσυχων» νέων μας, με παγιδευμένα τηλέφωνα κινητά και ακίνητα και τον Μεγάλο Αδελφό να μας παρακολουθεί μέσα και έξω από το σπίτι μας, με γιγαντιαία υπερφωτισμένα πολυεθνικά στρατόπεδα καταναγκαστικής κατανάλωσης εντελώς άχρηστων προϊόντων, με χρεωμένους μέχρι το λαιμό από τις πιστώσεις σύγχρονους εργάτες-σκλάβους που φοβούνται ακόμη και τον ίσκιο τους, με ψυχιάτρους που εξαφανίζουν με τοξική καταστολή οποιαδήποτε υγιή αντίδραση του ψυχισμού απέναντι στη θεσμική πανούκλα, με ένα παγκόσμιο δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας διαλυμένο, με το κλίμα να αλλάζει αλματωδώς και να μας δείχνει τα δόντια του, αλλά και με τα ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη μαζί με τους εναπομείναντες ανθρώπους-κλώνους να αναλαμβάνουν οσονούπω το τιμόνι του «διαστημοπλοίου γη», τι μπορεί να περιμένει κανείς;
Η σκηνοθεσία του Νικολαΐδη είναι ιδιαιτέρως λιτή, τα κάδρα σφιχτά και η ζωή των τραγικών γυναικών που βλέπουμε μέσα στο ετοιμόρροπο σπίτι δεν είναι παρά η οδυνηρή αντανάκλαση της ζωής του εξωτερικού κόσμου, όχι αυτού που συμβαίνει απλώς κατά τη διάρκεια της εδραίωσης της νέας εποχής, αλλά εκείνου μετά το πέρας της. Όλες οι δυσοίωνες προβλέψεις δείχνουν πως επαληθεύτηκαν αλλά ως ακτίδα φωτός μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της ολοκληρωτικής παρακμής λάμπει η συντροφικότητα των ηρωίδων που παρόλα τα βάσανα τους συνωμοτούν από κοινού ενάντια στον ανηλεή κρατική βία και καταστολή.
Η ταινία μοιάζει με μαρτυρία ημερολογίου που όμως του λείπουν αρκετές σελίδες και έτσι με διαδοχικά φοντύ στο τέλος κάθε σκηνής διαλύεται η γραμμικότητα της αφήγησης και σε συνδυασμό με τη χρήση κάποιων λαιτ μοτίφ όπου οι ηρωίδες ονειρεύονται τη φυγή τους στη θάλασσα αλλά και κάποιων μικρών παιδιών που ξεπροβάλουν μέσα από τους υπονόμους, το φιλμ αποκτάει πλαστικότητα ως προς τη μορφή. Η μουσική όντας μινιμαλιστική δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα που απαιτεί η δραματουργία στις διαφορετικές σκηνές που συνθέτουν την ταινία και υποβάλλει στο θεατή την αίσθηση του ανείπωτου εφιάλτη. Κάποια θραύσματα από τα λόγια των έγκλειστων ηρωίδων της ταινίας συνθέτουν ανάγλυφα και ανατριχιαστικά τον καμβά του επίγειου κολαστηρίου που κτίσαμε για ζήσουν τα παιδιά μας και είναι αβέβαιο αν θα προλάβουν για να βασανιστούν μέσα σ’ αυτό τα εγγόνια μας: «τρυφερότητα – βία –τελικά δεν πήγες και πολύ μακριά – τοξική καταστολή – άνθρωποι κούφια κουκούλια – στείρωση – γελάς πότε πότε – άδειες μήτρες – μόνο εσύ έμεινες – ναυτία – ενέσεις – κανείς δεν θα ξεφύγει από δω μέσα…»
Η συνέχεια επί της οθόνης…
Χρονιά μηδέν η μηδενικός χρόνος.. και τα δύο…. στη νέα ταινία του Ν.Ν. , ο χρόνος έχει παγώσει… το χθες είναι ανάμνηση και το αύριο δεν θα είναι ποτέ σαν το χθες… Οι εραστές είναι εχθροί και οι βασανιστές τραγικά βασανισμένα πρόσωπα… Το « ZERO YEARS» είναι ένα φιλμ σχετικά με την αναπόφευκτη πορεία του ανθρώπινου είδους στην αυτοκαταστροφή…
«Πόλεμος κατά πάντων»
Στο Τhe Zero Years, η γεωγραφία αυτού του «ασύλου», που κάποτε μπορεί και να πρόσφερε κάποια ασφάλεια στους τροφίμους του, σήμερα είναι τελείως ελεγχόμενο από την Εξουσία. Ο Big Brother, παρατηρεί και επιβάλλει τους κανόνες του. Οι τέσσερις γυναίκες, που είναι αναγκασμένες να συμβιώσουν, προσφέρουν τις σεξουαλικές τους υπηρεσίες χειραγωγημένες από καφκικές δυνάμεις.
Ο φακός, εξ επαφής σχεδόν στα πρόσωπα, δημιουργεί ένα κλειστοφοβικό κλίμα και μια «σκηνική», μπαρόκ ατμόσφαιρα, χωρίς, όμως, αυτή να απωθεί, παρά τους σκληρούς της τόνους. Αυτό συμβαίνει, χάρη σε έναν υπόγειο, εξαγνιστικό, θάλεγε κανείς, σαρκασμό, στο «μαύρο» χιούμορ της διαχείρισης του υλικού, που μετατρέπει το ζοφερό, με μια υπόγεια, αδυσώπητη μουσική, σε εικόνα αληθινής, αμεταποίητης ζωής.
Τα ζεύγη των αντιθέτων δυνάμεων (οι «μέσα» και οι «έξω»), εδώ έχοντας χάσει τη διαχωριστική γραμμή, που θα μπορούσε να τα κρατήσει σε κάποια τυπική απόσταση, όπως στην Ευριδίκη.., θα νόμιζε κανείς ότι είναι αδιαφοροποίητα. Και, όμως, όπως συμβαίνει με τον εξορισμένο του Σολτζενίτσιν στο Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, που διατηρεί κάποιο εσωτερικό απυρόβλητο με την καθημερινή του σιωπηρή αντίσταση, οι τέσσερις γυναίκες προσπαθούν να οργανώσουν, έστω χωρίς συνέπεια, με τρέλλα, κρυψίνοια, αλληλοεπιβουλή και παραφορά, τον ιδιωτικό τους χώρο.
Σ’ αυτό το παράλογο τοπίο εισέρχεται ο Ν.N. και παρασύρει με ένα ακόμα φιλμ noir, στην κυριολεξία, όπου το γκρίζο κάποτε λευκαίνει με το λάιτ μοτίβ των μικρών κοριτσιών που βγαίνουν από το υπόγειο τούνελ.
Μπορεί κανείς να εισπράξει την ταινία οριακά, με ένα μήνυμα που μπορεί, ίσως, να περικλειστεί στη φράση «πόλεμος κατά πάντων» ( και εναντίον του εαυτού μας, φυσικά). Γιατί οι ηρωίδες εδώ- όπως σχεδόν κάνει και η πλειοψηφία των ηρώων του Νικολαΐδη- στρέφονται και εναντίον της ύπαρξής τους, απόλυτα απελπισμένες.
Μόνο που ο πόλεμος δεν τέλειωσε, όπως θάλεγε και ο Αλέν Ρενέ κάποτε, γιατί στο τελικό πλάνο όταν η Βίκυ Χάρρις επιστρέφει στο ιδιότυπο κοκούν απογοητευμένη από την εικόνα των έξω, δηλώνει ότι είναι χαρούμενη που ξαναβρίσκεται ανάμεσα στις «συγκρατούμενές» της.
Η «Κόλαση» είναι, πάντα, «οι άλλοι», όπως έλεγε ο Σαρτρ, και αυτός ο παράγοντας καθορίζει τα πάντα και ισοπεδώνει το χρόνο, κάνοντας το χθες να μοιάζει με το σήμερα και το αύριο. Ο Νικολαΐδης, παρότι δέχεται αυτή την υπαρξιστική αλήθεια, κρατάει πάντα σταθερό το βλέμμα προς τον εξουσιαστικό, θεσμικό εχθρό, που είναι πιο ορατός, από τον εσωτερικό, το βαθύτερο εαυτό μας.
Οι κοπέλες κάνουν τη «θητεία» τους και ξέρουμε ότι κάθε τέτοια υποχρέωση κάποτε γίνεται ληξιπρόθεσμη…
Σεξ, βία, αναρχία… Ο Νικολαΐδης το κάνει τόσο μοναδικά και με τέτοια ατμόσφαιρα που κάποιοι πρέπει να πάρουν μάθημα!!!
Συμπαγής και αναγνωρίσιμη η σκηνοθεσία του Νικολαΐδη. Κάθε πλάνο προδίδει δημιουργό με αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Μία παρωχημένη και εσωστρεφής αλληγορία. Υπερβολική τόσο στη χαρακτηρολογία όσο και στις ερμηνείες της.
Αγαπάς ή μισείς το σινεμά του Νικολαΐδη…
…Το “The Zero Years” είναι μια ζοφερή, αλληγορική προβολή του – με τα λόγια του ίδιου – «παρόντος μέλλοντός» μας…Αγαπάς ή μισείς το σινεμά του Νικολαΐδη, καταλαβαίνεις ή όχι τις ανακυκλούμενες – απολύτως ενσυνείδητα και βασανιστικά, θα πρέπει να το τονίσουμε – εμμονές του, δεν μπορείς να μην εκτιμήσεις τη γνησιότητά του. Είναι ένας κινηματογράφος με απτή, αναγνωρίσιμη υπογραφή, χωρίς ο σκηνοθέτης του να κάθεται στην καρέκλα του «από καθέδρας» δημιουργού.
Ο εφιάλτης του “The Zero Years” (όπως όλα τα όνειρα – εφιάλτες των μέχρι τώρα ταινιών του) μοιάζει να είναι βιωμένος πριν απ’ όλους από τον ίδιο γι’ αυτό και οι εικόνες του έχουν ένταση, αποτύπωμα και διάρκεια. Δε σε προσπερνούν και δε σε αφήνουν να τις προσπεράσεις. Την ίδια όμως στιγμή δυσκολεύεσαι να ανοίξεις και ένα διάλογο μαζί τους. Είναι τόσο καλά οχυρωμένες πίσω από σύμβολα και σημειωτικές, τόσο κρυπτικές που φαντάζουν αδιάρρηκτες. Και η διανοητική – πόσο μάλλον η συναισθηματική – ταύτιση προϋποθέτει ένα σημείο επαφής. Κάποιοι ίσως καταφέρουν, καθαρά διαισθητικά, μέσα από την ανοίκεια χροιά των πλάνων και την αντισυμβατικότητα των ερμηνειών, να το ψηλαφίσουν. Κάποιοι άλλοι όμως – και φοβόμαστε πως θα είναι οι περισσότεροι – δε θα μπορέσουν να το βρουν ποτέ…
…Παρακολουθώντας το φιλμ, τίποτα δεν αμβλύνει αυτήν την εντύπωση. Το αντίθετο, επιδεινώνεται, γίνεται ασφυκτική με μόνες διαφυγές τις σύντομες, φαντασιακές, βόλτες στη θάλασσα των ηρωίδων, τον μόνο ανοιχτό ορίζοντα ενός κόσμου ερμητικά κλειστού.
…Υγρασία παντού, ένα σπίτι που σήπεται, αίσθηση βρώμας και αποφοράς. Ενα διαρκές αίσθημα ναυτίας, ο χρόνος παραμένει ακίνητος, μόνο η σήψη προχωρεί. Κι όμως αυτό το αφόρητο αίσθημα, μιας «μη ιστορίας» η μιας ιστορίας που επαναλαμβάνεται ανελέητα, ο Ν.Ν. κατορθώνει να το χειριστεί με τρόπο γοητευτικό…
…Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί πειστικά την κόλαση, μόνο που τα υλικά του είναι ανεπαρκή: ερασιτεχνικές ερμηνείες, ελλιπές σενάριο, ανακύκληση, στερεοτυπικών, ίδιων, πραγμάτων… Ο Ν. Νικολαΐδης έχει πετύχει να συστεγάσει την απόλυτη απόκλιση. Το The Zero Years είναι μία ταινία γοητευτικά αφόρητη, που μπορεί εξίσου να έλξει και να απωθήσει.
Το «πρόβλημα» του Νικολαΐδη
Είναι φανερό πως κάτι «τρώει τα σωθικά» του Νίκου Νικαλαΐδη! Ο ίδιος δεν είναι βίαιο άτομο, όμως οι ταινίες του, ιδιαίτερα η τελευταία του, δεν είναι απλώς βίαιη, είναι, θα έλεγε κανείς, αποκρουστική! Και, όμως, το «The Zero Years», κάτω από τις κραυγές και τα αυγά που λερώνουν τα κορμιά των γυναικών, ψυχανεμίζεσαι, πως κάτι σημαντικό «κρύβεται». Ή, τέλος πάντων, κάτι σημαντικό προσπαθεί να μας πει. Μόνο που αυτό το σημαντικό δε βρίσκει την «αρμόζουσα» γλώσσα, για να εκφραστεί. Η οργή (και οι ενοχές, ίσως;) του δημιουργού τα σκεπάζει όλα!
Θεωρώ συκοφαντία για τον Νικολαΐδη την άποψη που ακούγεται ότι γυρίζει «ακραίες» ταινίες, για να προκαλέσει. Και η ηλικία του, και περισσότερο η θητεία του στον κινηματογράφο, αλλά και στη Λογοτεχνία, γιατί όχι; δεν επιτρέπουν τέτοιες απλουστεύσεις. Επίσης, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η επιμονή του πάνω (σχεδόν) στο ίδιο θέμα. Τον εξωτερικό φόβο, που προέρχεται από κάποια τρομοκρατική επίσημη εξουσία, και ο οποίος φόβος κάνει τους ανθρώπους που τον βιώνουν, βίαιους και απελπισμένους.
Ωστόσο, ο θεατής αναζητεί το αποτέλεσμα και όχι τις προθέσεις. Το «The Zero Years» δε βοηθάει να γνωρίσουμε την αγωνία του σκηνοθέτη. Και δε βοηθάει, γιατί δεν έχει σεναριακή σαφήνεια, καθαρούς στόχους. Ο θεατής παρακολουθεί μια πολύ μπλεγμένη ιστορία, χωρίς τα ζητήματα που βάζει η μπλεγμένη ιστορία, να δικαιολογούν τέτοιο μπλέξιμο.
Κάπου εκεί, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται το «πρόβλημα» με τον Νικολαΐδη. Αν αυτά τα «αόρατα», που απειλούν και εξουσιάζουν, και που παρουσιάζει στις τελευταίες του ταινίες, αποκτήσουν «σάρκα και οστά», αποκτήσουν «όνομα και διεύθυνση», και ξέρει ο θεατής, αλλά κυρίως ο ίδιος ο σκηνοθέτης, με ποιους έχει να κάνει, τότε θα γίνει κατανοητό το «πρόβλημα» και ο θεατής θα «συμπάσχει» με τα θύματα. Θα λαβαίνει μέρος στα δρώμενα. Θα παίρνει θέση για το πρόβλημα. Τώρα ο θεατής, ο αποδέκτης του έργου, το άλλο μισό της ύπαρξης του καλλιτεχνικού έργου, παρακολουθεί παροπλισμένος και αποστασιοποιημένος, αφού δεν καταλαβαίνει γιατί, ακριβώς, συμβαίνουν όσα συμβαίνουν στην οθόνη!
Τέλος, για την περίπτωση του Νικολαΐδη, δεν μπαίνει ζήτημα πως θέλει, αλλά δεν μπορεί. Είναι γενικά αποδεκτό, πως γνωρίζει κινηματογράφο! Εκείνο που πρέπει να ξεκαθαρίσει, και αν το κάνει θα δημιουργήσει σημαντικό έργο, είναι οι στόχοι! Να αποφασίσει, τι ακριβώς θέλει να πει. Και να ακούσει και τη συμβουλή του Πικάσο, ο οποίος λέει, πως «πρέπει να μάθουμε να ζωγραφίζουμε σαν παιδιά». Και όχι σαν «οργισμένοι βαλκάνιοι», θα πρόσθετα εγώ, θυμίζοντας τίτλο από βιβλίο του σκηνοθέτη!
….Ολοκλήρωση μιας τριλογίας του ολοκληρωτισμού, που την απαρτίζουν οι ταινίες “Ευριδίκη ΒΑ 2037” και «Πρωινή Περίπολος». Ιδιόρρυθμη ταινία, εύκολα μπορεί να εκνευρίσει ή να σοκάρει, πιστή στις εμμονές του Νικολαΐδη και γνήσια κινηματογραφική, παρότι γυρίστηκε με ψηφιακή κάμερα.
….Μαύρο χιούμορ, ειρωνεία, θέατρο του παραλόγου, τελετουργίες που επαναλαμβάνονται όπως αυτή της τιμωρίας με τ’ αυγά, σαδομαζοχιστικό σέξ που μοιάζει να ξέφυγε από τα πλάνα του «Singapore Sling». Η αφήνεσαι να μπείς στον ιδιόρρυθμο αυτό φιλμόκοσμο η φεύγεις εξαρχής ενοχλημένος. Όσο όμως κι αν ο Ν.Ν. αυτοεπαναλαμβάνεται, η ταινία είναι αληθινό σινεμά…
Το πράγμα (ή μάλλον η ταινία) «φωνάζει» από μακριά Νικολαΐδη, και πράγματι πρόκειται για το νέο φιλμ «The Zero Years» (στις αίθουσες από την Πέμπτη) του δεξιοτέχνη κινηματογραφιστή. Εδώ ο Νίκος Νικολαΐδης αφήνεται να παρασυρθεί από κάποιες εμμονές του: θηλυκά που παραδέρνουν σε κατάσταση μιας ιδιότυπης μέθης και ξερνούν σε μια προσπάθεια να αποβάλουν τη φρίκη που τα περιβάλλει, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα σήψης και παρακμής, μια αβέβαιη απειλή που πλανάται στον αέρα, ένα συνεχές καθεστώς παρακολούθησης κι ένας μονόπλευρα ιδωμένος αντιεξουσιαστικος «αέρας».
Παρ’ ολ’ αυτά, η εν λόγω ταινία, που σε ατμόσφαιρα θυμίζει κάπως το «Θα σε δω στην κόλαση, αγάπη μου», αλλα είναι σαφώς σημαντικότερη, αναδεικνύει όλες τις κινηματογραφικές αρετές ενός μάστορα της εικόνας, και, παρότι διαδραματίζεται μέσα σε τέσσερις τοίχους (του αγαπημένου για τον Νικολαΐδη παλιού σπιτιού υπό κατάρρευση στην Κηφισιά), βλέπεται με ενδιαφέρον.
…Το “άτακτο παιδί” του ελληνικού Κινηματογράφου παραμένει αγέραστο και κυρίως συνεπές στο προσωπικό του είδος και ύφος και με έναν τρόπο που από ένα σημείο και μετά αξιώνει το σεβασμό, αν όχι το θαυμασμό… Σκηνοθετικά, κινηματογραφικά, αισθητικά η ταινία υπερτερεί όλων των υπολοίπων φέτος. Από κει και μετά, τίθεται θέμα γούστου και αντοχής του καθένα.
…Ο Νικολαΐδης θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν υπέρ-εμπορικό σκηνοθέτη, όμως δεν έπαιξε κανένα από αυτά τα παιχνίδια κι έμεινε πιστός σε αυτό που ο ίδιος αρέσκεται να γυρίζει. Το είδος είναι ακραίο… το ότι το κάνει μοναδικά είναι αυτό που ξέρουν οι υπόλοιποι…
…Έχω κουραστεί κάθε φορά που βλέπω μία ταινία του Νικολαΐδη να γράφω πόσο καλός κινηματογραφιστής είναι, αλλά… Κάπου τα πράγματα γίνονται μανιέρα και σταματούν να ενδιαφέρουν. Και στην ταινία του αυτή έχουμε ένα πολύ καλό παράδειγμα γραφής, δυστυχώς όμως, πέρα από το εικαστικό της ενδιαφέρον, η ταινία δεν έχει τίποτα να μας πεί….
….Σεξουαλικά βίτσια και ψευτο-ερωτική ατμόσφαιρα σε μία εικαστικά ωραία ταινία από έναν σκηνοθέτη που αυτοεπαναλαμβάνεται χωρίς στόχο.
Το «ZERO YEARS» είναι κάτι ανάμεσα ερωτικής και ελκυστικά καλλιτεχνικής ταινίας. Όμως ο Νικολαΐδης, καθώς η ταινία προχωρεί, ακυρώνει το σκανδαλιστικό και διατηρεί μία συνεχή ροή υπόγειας ειρωνείας. Eντυπωσιακές ερμηνείες από τις τέσσερις πρωταγωνίστριες σ’ αυτή την ενδιαφέρουσα και παράξενη ταινία του Ν. Ν.
Αλληγορική Ελληνικής Παραγωγής!
O Nικολαΐδης έχει κοινό που τον ακολουθεί σταθερά στα εμμονοληπτικά αλλά και φτιαγμένα από σκηνοθετική άποψη που ξεχωρίζει οράματά του. H ταινία είναι δύσκολη στην παρακολούθησή της. Aποκρουστικό, δυσοίωνο και πεσιμιστικό το φιλμ, βάζει στο κέντρο της ιστορίας μια σταθερή γυναικεία αξία, την ανάγκη τεκνοποίησης (στο μέλλον τέσσερις στειρωμένες γυναίκες είναι φυλακισμένες σε έναν κρατικό οίκο ανοχής), και τη μετουσιώνει σε ένα άκρως παραληρηματικό σύμπαν. Πόρνες, σκλάβοι που βασανίζονται μέχρι θανάτου, εκδικητικά πνεύματα παιδιών που βιάζουν(!) τις γυναίκες, τα οποία η καθεστηκυία τάξη καταδίκασε σε θάνατο, είναι τα σύμβολα του «Zero Years». Aπό την άλλη, εκείνο που απωθεί κάποιους, γίνεται ελκυστικό για κάποιους άλλους. Όσοι τολμηροί, λοιπόν, σπεύσατε.
To Zero Years είναι μια ταινία εξαιρετικά συνεπής τόσο σε αυτά που θέλει να πει όσο και στο σύμπαν που η ίδια δημιουργεί (και στους κανόνες που το διέπουν). Πίσω από τη φαινομενικά επιφανειακή αισθητική, ο σκηνοθέτης ειρωνικά παραθέτει -έστω και ελαφρώς διαστρεβλωμένα- ερεθίσματα και οπτικές καθ’ όλα υπαρκτές και καθημερινές. Οι εικόνες του δεν είναι τόσο αποκύημα κάποιου προσωπικού φετιχιστικού απωθημένου όσο παραμορφωμένες αντανακλάσεις των ρόλων που αποδίδονται σήμερα και στα δύο φύλα. Είναι όμως και κραυγαλέες στις σημάνσεις τους. Η σχεδόν φανταχτερή υπερβολή των ντεκόρ και των κοστουμιών και το έντονο κλειστοφοβικό κλίμα δεν διακατέχονται από τη γοητευτική σινεφιλία της Πρωινής Περιπόλου και έτσι αυτό που σου μένει είναι να θαυμάσεις την ταινία για αυτό που είναι, δίχως όμως να κερδίσεις κάτι από αυτήν, πέρα ίσως από τις δυνατές ερμηνείες του καστ.
Πομπώδης και αφελής η σκηνοθεσία…
….Το ιδεολογικό, μηδενιστικό μανιφέστο του Νικολαΐδη, κάτι σαν το «Σαλό» του Παζολίνι – τηρουμένων των χασματικών διαφορών – αλλά εντελώς καταστροφικό και αυτοκτονικό. Καταστροφική η ανελέητη ανακύκλωση της ιστορίας. Καταστροφική η επίσης ανελέητη αφηγηματική πορεία. Αυτοκτονική η εμμονή του Νικολαΐδη στο ίδιο μοτίβο και την ίδια σκηνοθεσία. Όμως να εξηγούμαστε. Περισσότερο με ενδιαφέρει μια «αυτοκτονία» παρά οι σοβαροφανείς ιστορίες ανολοκλήρωτων ταινιών, γνωστών υπογραφών, που παριστάνουν τους καλλιτέχνες, αλληθωρίζοντας μετά μανίας προς τα ταμεία!
…Ολοκληρωτική “φαντασία” και μηδενιστική αλληγορία του Νίκου Νικολαΐδη. Ίσως η πιο ακραία στιγμή στη φιλμογραφία του. Τέσσερις γυναίκες εγκλωβισμένες σε μια «φυλακή», στείρες, διεστραμμένες, αλλά και ονειροπαρμένες. Το τέλος του κόσμου γιατί η αναπαραγωγική, ανθρώπινη «μηχανή» έχει καταστραφεί. Συμβολική, αλληγορική η ιδέα, αλλά εντελώς σχηματική, επίπεδη, πομπώδης και αφελής η σκηνοθεσία.