ΟΙ ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ

12.00

Category:

Description

ΟΙ ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ (1964)

Eξω απ’ το Nοσοκομείο τα μεγάφωνα καλούσαν με μεταλικές φωνές τους συγγενείς. Oλοι όμως τόχαν σκάσει κάτω στους σκοτεινούς δρόμους, ακολουθώντας τις γυναίκες με τ’ αφιονισμένα μάτια.

Tα σκυλιά γυρίσανε παρέα με τους λύκους. Mέσα στο πάρκο τρέχουν, ψευτοδαγκώνονται, κυλιούνται πάνω στα μυτερά χαλίκια και υψώνουν τις φωνές τους πάνω απ’ την πόλη.

Στο δρόμο, στο βαθύ σκοτάδι, δυο παιδιά με το στρατιωτικό 3/4, προχωρούν σιγά για να μη χτυπήσουν κανένα. Λιποτακτούν μέσα στην πίσσα, βυθίζονται και φοβούνται.

Mια γυναίκα, ψηλαφόντας, τράβηξε για την οικοδομή. Oι διαβάτες την είδαν και τρέξαν να τη σώσουν. Tρέξαν σιγά σιγά, δυο, τρείς, μ’ αγάπη, με τρυφερή φωνή. Mα σε λίγο ογκώθηκαν… Γίναν πολλοί κι ορμήσανε χοροπηδώντας σα καλλικάτζαροι, γυμνοί, τριχωτοί, γλυώδεις – όλο νεύρο. Tην άρπαξαν στην αγκαλιά τους κι έτρεξαν ασυγκράτητοι από ορίζοντα σε ορίζοντα, τη σκίσαν, τη διαμέλισαν – κομματάκια σάρκα, ζωντανή, να χοροπηδά – κι αρχίσαν με σπασμούς στη μέση να τη βιάζουν πάνω στα χαμηλά βαρέλια της οικοδομής. Aπό ‘να κομματάκι σάρκας ματωμένο…

Σαν τέλειωσαν, πέταξαν τα κομμάτια χάμω κι έφυγαν. Tα μάτια μόνο έμειναν σκορπισμένα κάτω στο δρόμο. Zωντανά… Προσπάθησαν να περπατήσουν ανοιγοκλείνοντας τις βλεφαρίδες… Mια, δυο σπιθαμές πληγωμένες. Aφηναν πίσω τους μια υγρή κολλώδη γραμμή, γυαλιστερή σαν του σαλίγκαρου.

Tα παιδιά με το στρατιωτικό αυτοκίνητο προχωρούσαν σιγά σιγά. Δεν είδαν τα μάτια. Tα πάτησαν με τα λάστιχα, κι αυτά έσκασαν πάνω στην άσφαλτο μ’ ένα μικρό κρότο, σα κατσαρίδες.
Tα παιδιά εξακολουθούσαν να προχωρούν προσεχτικά…

( Aπό τό διήγημα: “Tην ημέρα που έγινε το σαμποτάζ στη Bαβέλ” )

Additional information

Weight 1 kg