«Πηγή μου είναι ο Γερμανικός εξπρεσιονισμός και το κάμερσπιλ, και έμπνευσή μου ο τρόπος που αυτά εγκαταστάθηκαν στον αμερικανικό κορμό μέσα από τις δημιουργίες Ευρωπαίων σκηνοθετών δημιουργών όπως ο Φριτς Λανγκ, ο Στρογχάιμ, ο Μπίλυ Γουάιλντερ, Σιόντμακ, Πρέμινγκερ, Ντασσέν, Μπεζερίδης κ.α. Μην ξεχνάμε και τους “ευρωπαίους” Όρσον Ουέλλες και Ρ. Τσάντλερ, τα κείμενα του οποίου ήταν και τα πρώτα μου παραμύθια.»
«Πρέπει ο ήρωας να κουβαλάει μαζί και την αμφισβήτησή του και να διαλογίζεται μ’ αυτήν. Κι ακόμα να αυτοακυρώνεται και συνεχώς να επιδιώκει νέες μάχες στην προσπάθεια να κερδίσει πάλι την αυτοεκτίμησή του. Και αυτό είναι το ζητούμενο. Κι έπειτα να μην ξεχνάμε και τη σχέση μου με το ίδιο το υλικό. Η αμφισβήτηση πρέπει να ‘χει πολλούς αποδέχτες και τι το καλύτερο ν’ αρχίζεις από σένα τον ίδιο.»
«“Απελπισία” είναι το πάθος να κατοχυρώσεις τα αιτήματά σου και να εγκαταστήσεις μία άλλη οπτική, μία άλλη συμπεριφορά. Είναι στη μοίρα του αιτήματος η προσδοκία αυτή να μεταφράζεται σε απελπισία. Όμως στη βάση της η απελπισία, γονιμοποιεί πάντα την ελπίδα και αυτό μου δίνει το δικαίωμα να θεωρώ όλο το έργο μου πολύ “φωτεινό” και εξαιρετικά αθώο.»
«Τα λάθη είναι σαν τους αποτυχημένους έρωτες – τους νοσταλγείς, σε βασανίζει το ανεκπλήρωτό τους, αλλά δε θα ‘θελες ποτέ να τους ξαναζήσεις…»
«Αυτό που δεν μου συγχωρούν δεν είναι η συνέπεια στις εμμονές μου, αλλά η εμμονή μου στη συνέπεια.»
«Δεν άφησα ποτέ την πραγματικότητα να με προσγειώσει και δεν άφησα και τη φαντασία να με απογειώσει τόσο τρομακτικά ώστε να έχω τεράστια απόσταση από την πραγματικότητα. Φρόντισα να μπερδεύω αυτά τα δύο, γι’ αυτό έκανα σινεμά, γι αυτό το διάλεξα και το επέλεξα.»
«Ήμουν πάντα απ’ έξω. Τριάντα τρία χρόνια τώρα που κάνω ταινίες και ολίγη λογοτεχνία, δεν βρέθηκα ποτέ σε δημόσιες συζητήσεις, παρουσιάσεις και κάδρα τηλεοπτικά. Είναι μάταια και ανώφελα. Πόσοι άξιοι δεν παγιδεύτηκαν και δεν δάνεισαν το σχήμα τους στα διάφορα παράθυρα; Τώρα πια θαυμάζω την ανοησία τους, αλλά τη φοβάμαι κιόλας. Για μένα θα ήταν πιο σημαντικό αν κάποιος από όλους αυτούς αποφάσιζε να μπει μέσα σ’ ένα σουπερμάρκετ, να κλειδώσει τις πόρτες και να τους αναγκάσει ν’ ακούσουν Καβάφη, Καββαδία και Καρυωτάκη… Θα το ’κανα εγώ, για να τους ληστέψω τις καρδιές.»
«Την εποχή που ήθελα να βάλω βόμβες, δεν υπήρχε καμμιά οργάνωση να με δεχτεί. Λοιπόν τις βόμβες τις έριξα με το Σίνγκαπουρ Σλίνγκ, που έφερε τα πάνω κάτω, την Περίπολο και τη Συμμορία. Και αυτές δεν ήταν ταινίες του καναπέ.»
«Τις εποχές τις κάνεις μόνος σου ενδιαφέρουσες. Ένα δωμάτιο η μία σχέση μπορεί να την πεθάνεις σε δέκα λεπτά η μπορείς να την τραβήξεις, αν υπάρχουν τα στοιχεία, να τη σκηνοθετήσεις αν θέλεις, η να ζήσεις μια ζωή μέσα σε τρείς μέρες. Δε βλέπω να υπάρχει περιπέτεια, δε βλέπω να υπάρχει κάποια αγωνία, κάτι που να παιδεύει. Η δική μας η εποχή ήταν πολύ δύσκολη, μας κυνηγούσαν τρομακτικά. Τότε μας λέγανε οι «όρθιες διανοήσεις» επειδή λέγαμε να σταματήσει ο κινηματογράφος της Βουγιουκλάκη και ότι υπάρχει κι ένας άλλος κινηματογράφος. Είμασταν τα παιδιά για όλες τις δουλειές. Την πρώτη μου ταινία την έκανα όταν ήμουνα 35 χρονών. Και τη ζωή μου λοιπόν και τον περίγυρό μου τα μετέφρασα έτσι, τα σκηνοθέτησα έτσι ώστε να μπορώ αυτή τη στιγμή, και από τότε ακόμα που ξεκίνησα, να λέω όχι όποτε ήθελα και ναι όποτε ήθελα.»
«Νοιώθω την υποχρέωση να επισημαίνω, με έργο και όχι μέσα από τα παράθυρα της τηλεόρασης η από συνεντεύξεις, ότι πρέπει να ξεμπλοκαριστεί το μυαλό των ανθρώπων και να μάθουν να βλέπουν πίσω από τα φαινόμενα, να μάθουν να ερμηνεύουν τον κόσμο τριγύρω τους και να μην μένουν στο επίπεδο της βιτρίνας.»
Όντας απόλυτα δικαιωμένος …
Τριάντα χρόνια πέρασαν εν ριπή οφθαλμού από την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Νίκου Νικολαΐδη, την «Ευριδίκη ΒΑ 2037», όταν ο κορυφαίος σκηνοθέτης στην Ελλάδα (και το εννοώ!) άνοιξε τον θεματικό κύκλο του με τίτλο «το σχήμα του εφιάλτη που έρχεται» – την ίδια εποχή που η κατεστημένη αριστερή κριτική και κινηματογραφία στη χώρα μας ονειρευόταν παγκόσμιους σοσιαλιστικούς παραδείσους– και συνέχισε με την προφητική ελεγεία του επερχόμενου πυρηνικού ολοκαυτώματος στην «Πρωινή Περίπολο», την κορυφαία ελληνική ταινία όλων των εποχών.
Τώρα με το «The Zero Years» κλείνει ουσιαστικά αυτή του την προβληματική, όντας απόλυτα δικαιωμένος για την ιλιγγιώδη πορεία του ανθρώπινου γένους προς τον αφανισμό. Οι παλιές οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές δομές καταρρέουν και οι καινούργιες δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί. Ολόκληρος ο παγκόσμιος πολιτισμός βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο και το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο και εφιαλτικό. Τα «Zero Years» λοιπόν είναι εδώ, παρόντα και είτε θέλουμε, είτε όχι θα τα υποστούμε στο πετσί μας.
Ο Νίκος Νικολαΐδης ως γνήσιος ενορατικός καλλιτέχνης, ο μόνος δυστυχώς που έχουμε στην Ελλάδα, μάς δίνει μέσα από την καινούργια του ταινία μία μικρή γεύση του τι μας περιμένει. Γιατί η Νέα Εποχή (όχι η Νέα Τάξη Πραγμάτων) απαιτεί και νέα γλώσσα, νέα σύμβολα, νέα αρχέτυπα, νέα θρησκεία, αλλά αυτά ακόμη δεν έχουν εμφανιστεί στο προσκήνιο, και ίσως να μην προλάβουν κιόλας. Γιατί με εκατοντάδες κάμερες παντού στις δυτικές μητροπόλεις να παρακολουθούν τους κατ’ όνομα πολίτες τους, με τόνους χημικών και συνθετικών ναρκωτικών να «καίνε» τους εγκεφάλους των «ανήσυχων» νέων μας, με παγιδευμένα τηλέφωνα κινητά και ακίνητα και τον Μεγάλο Αδελφό να μας παρακολουθεί μέσα και έξω από το σπίτι μας, με γιγαντιαία υπερφωτισμένα πολυεθνικά στρατόπεδα καταναγκαστικής κατανάλωσης εντελώς άχρηστων προϊόντων, με χρεωμένους μέχρι το λαιμό από τις πιστώσεις σύγχρονους εργάτες-σκλάβους που φοβούνται ακόμη και τον ίσκιο τους, με ψυχιάτρους που εξαφανίζουν με τοξική καταστολή οποιαδήποτε υγιή αντίδραση του ψυχισμού απέναντι στη θεσμική πανούκλα, με ένα παγκόσμιο δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας διαλυμένο, με το κλίμα να αλλάζει αλματωδώς και να μας δείχνει τα δόντια του, αλλά και με τα ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη μαζί με τους εναπομείναντες ανθρώπους-κλώνους να αναλαμβάνουν οσονούπω το τιμόνι του «διαστημοπλοίου γη», τι μπορεί να περιμένει κανείς;
Η σκηνοθεσία του Νικολαΐδη είναι ιδιαιτέρως λιτή, τα κάδρα σφιχτά και η ζωή των τραγικών γυναικών που βλέπουμε μέσα στο ετοιμόρροπο σπίτι δεν είναι παρά η οδυνηρή αντανάκλαση της ζωής του εξωτερικού κόσμου, όχι αυτού που συμβαίνει απλώς κατά τη διάρκεια της εδραίωσης της νέας εποχής, αλλά εκείνου μετά το πέρας της. Όλες οι δυσοίωνες προβλέψεις δείχνουν πως επαληθεύτηκαν αλλά ως ακτίδα φωτός μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της ολοκληρωτικής παρακμής λάμπει η συντροφικότητα των ηρωίδων που παρόλα τα βάσανα τους συνωμοτούν από κοινού ενάντια στον ανηλεή κρατική βία και καταστολή.
Η ταινία μοιάζει με μαρτυρία ημερολογίου που όμως του λείπουν αρκετές σελίδες και έτσι με διαδοχικά φοντύ στο τέλος κάθε σκηνής διαλύεται η γραμμικότητα της αφήγησης και σε συνδυασμό με τη χρήση κάποιων λαιτ μοτίφ όπου οι ηρωίδες ονειρεύονται τη φυγή τους στη θάλασσα αλλά και κάποιων μικρών παιδιών που ξεπροβάλουν μέσα από τους υπονόμους, το φιλμ αποκτάει πλαστικότητα ως προς τη μορφή. Η μουσική όντας μινιμαλιστική δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα που απαιτεί η δραματουργία στις διαφορετικές σκηνές που συνθέτουν την ταινία και υποβάλλει στο θεατή την αίσθηση του ανείπωτου εφιάλτη. Κάποια θραύσματα από τα λόγια των έγκλειστων ηρωίδων της ταινίας συνθέτουν ανάγλυφα και ανατριχιαστικά τον καμβά του επίγειου κολαστηρίου που κτίσαμε για ζήσουν τα παιδιά μας και είναι αβέβαιο αν θα προλάβουν για να βασανιστούν μέσα σ’ αυτό τα εγγόνια μας: «τρυφερότητα – βία –τελικά δεν πήγες και πολύ μακριά – τοξική καταστολή – άνθρωποι κούφια κουκούλια – στείρωση – γελάς πότε πότε – άδειες μήτρες – μόνο εσύ έμεινες – ναυτία – ενέσεις – κανείς δεν θα ξεφύγει από δω μέσα…»
Η συνέχεια επί της οθόνης…
Χρονιά μηδέν η μηδενικός χρόνος.. και τα δύο…. στη νέα ταινία του Ν.Ν. , ο χρόνος έχει παγώσει… το χθες είναι ανάμνηση και το αύριο δεν θα είναι ποτέ σαν το χθες… Οι εραστές είναι εχθροί και οι βασανιστές τραγικά βασανισμένα πρόσωπα… Το « ZERO YEARS» είναι ένα φιλμ σχετικά με την αναπόφευκτη πορεία του ανθρώπινου είδους στην αυτοκαταστροφή…
«Πόλεμος κατά πάντων»
Στο Τhe Zero Years, η γεωγραφία αυτού του «ασύλου», που κάποτε μπορεί και να πρόσφερε κάποια ασφάλεια στους τροφίμους του, σήμερα είναι τελείως ελεγχόμενο από την Εξουσία. Ο Big Brother, παρατηρεί και επιβάλλει τους κανόνες του. Οι τέσσερις γυναίκες, που είναι αναγκασμένες να συμβιώσουν, προσφέρουν τις σεξουαλικές τους υπηρεσίες χειραγωγημένες από καφκικές δυνάμεις.
Ο φακός, εξ επαφής σχεδόν στα πρόσωπα, δημιουργεί ένα κλειστοφοβικό κλίμα και μια «σκηνική», μπαρόκ ατμόσφαιρα, χωρίς, όμως, αυτή να απωθεί, παρά τους σκληρούς της τόνους. Αυτό συμβαίνει, χάρη σε έναν υπόγειο, εξαγνιστικό, θάλεγε κανείς, σαρκασμό, στο «μαύρο» χιούμορ της διαχείρισης του υλικού, που μετατρέπει το ζοφερό, με μια υπόγεια, αδυσώπητη μουσική, σε εικόνα αληθινής, αμεταποίητης ζωής.
Τα ζεύγη των αντιθέτων δυνάμεων (οι «μέσα» και οι «έξω»), εδώ έχοντας χάσει τη διαχωριστική γραμμή, που θα μπορούσε να τα κρατήσει σε κάποια τυπική απόσταση, όπως στην Ευριδίκη.., θα νόμιζε κανείς ότι είναι αδιαφοροποίητα. Και, όμως, όπως συμβαίνει με τον εξορισμένο του Σολτζενίτσιν στο Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, που διατηρεί κάποιο εσωτερικό απυρόβλητο με την καθημερινή του σιωπηρή αντίσταση, οι τέσσερις γυναίκες προσπαθούν να οργανώσουν, έστω χωρίς συνέπεια, με τρέλλα, κρυψίνοια, αλληλοεπιβουλή και παραφορά, τον ιδιωτικό τους χώρο.
Σ’ αυτό το παράλογο τοπίο εισέρχεται ο Ν.N. και παρασύρει με ένα ακόμα φιλμ noir, στην κυριολεξία, όπου το γκρίζο κάποτε λευκαίνει με το λάιτ μοτίβ των μικρών κοριτσιών που βγαίνουν από το υπόγειο τούνελ.
Μπορεί κανείς να εισπράξει την ταινία οριακά, με ένα μήνυμα που μπορεί, ίσως, να περικλειστεί στη φράση «πόλεμος κατά πάντων» ( και εναντίον του εαυτού μας, φυσικά). Γιατί οι ηρωίδες εδώ- όπως σχεδόν κάνει και η πλειοψηφία των ηρώων του Νικολαΐδη- στρέφονται και εναντίον της ύπαρξής τους, απόλυτα απελπισμένες.
Μόνο που ο πόλεμος δεν τέλειωσε, όπως θάλεγε και ο Αλέν Ρενέ κάποτε, γιατί στο τελικό πλάνο όταν η Βίκυ Χάρρις επιστρέφει στο ιδιότυπο κοκούν απογοητευμένη από την εικόνα των έξω, δηλώνει ότι είναι χαρούμενη που ξαναβρίσκεται ανάμεσα στις «συγκρατούμενές» της.
Η «Κόλαση» είναι, πάντα, «οι άλλοι», όπως έλεγε ο Σαρτρ, και αυτός ο παράγοντας καθορίζει τα πάντα και ισοπεδώνει το χρόνο, κάνοντας το χθες να μοιάζει με το σήμερα και το αύριο. Ο Νικολαΐδης, παρότι δέχεται αυτή την υπαρξιστική αλήθεια, κρατάει πάντα σταθερό το βλέμμα προς τον εξουσιαστικό, θεσμικό εχθρό, που είναι πιο ορατός, από τον εσωτερικό, το βαθύτερο εαυτό μας.
Οι κοπέλες κάνουν τη «θητεία» τους και ξέρουμε ότι κάθε τέτοια υποχρέωση κάποτε γίνεται ληξιπρόθεσμη…
Σεξ, βία, αναρχία… Ο Νικολαΐδης το κάνει τόσο μοναδικά και με τέτοια ατμόσφαιρα που κάποιοι πρέπει να πάρουν μάθημα!!!
Συμπαγής και αναγνωρίσιμη η σκηνοθεσία του Νικολαΐδη. Κάθε πλάνο προδίδει δημιουργό με αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Μία παρωχημένη και εσωστρεφής αλληγορία. Υπερβολική τόσο στη χαρακτηρολογία όσο και στις ερμηνείες της.
Αγαπάς ή μισείς το σινεμά του Νικολαΐδη…
…Το “The Zero Years” είναι μια ζοφερή, αλληγορική προβολή του – με τα λόγια του ίδιου – «παρόντος μέλλοντός» μας…Αγαπάς ή μισείς το σινεμά του Νικολαΐδη, καταλαβαίνεις ή όχι τις ανακυκλούμενες – απολύτως ενσυνείδητα και βασανιστικά, θα πρέπει να το τονίσουμε – εμμονές του, δεν μπορείς να μην εκτιμήσεις τη γνησιότητά του. Είναι ένας κινηματογράφος με απτή, αναγνωρίσιμη υπογραφή, χωρίς ο σκηνοθέτης του να κάθεται στην καρέκλα του «από καθέδρας» δημιουργού.
Ο εφιάλτης του “The Zero Years” (όπως όλα τα όνειρα – εφιάλτες των μέχρι τώρα ταινιών του) μοιάζει να είναι βιωμένος πριν απ’ όλους από τον ίδιο γι’ αυτό και οι εικόνες του έχουν ένταση, αποτύπωμα και διάρκεια. Δε σε προσπερνούν και δε σε αφήνουν να τις προσπεράσεις. Την ίδια όμως στιγμή δυσκολεύεσαι να ανοίξεις και ένα διάλογο μαζί τους. Είναι τόσο καλά οχυρωμένες πίσω από σύμβολα και σημειωτικές, τόσο κρυπτικές που φαντάζουν αδιάρρηκτες. Και η διανοητική – πόσο μάλλον η συναισθηματική – ταύτιση προϋποθέτει ένα σημείο επαφής. Κάποιοι ίσως καταφέρουν, καθαρά διαισθητικά, μέσα από την ανοίκεια χροιά των πλάνων και την αντισυμβατικότητα των ερμηνειών, να το ψηλαφίσουν. Κάποιοι άλλοι όμως – και φοβόμαστε πως θα είναι οι περισσότεροι – δε θα μπορέσουν να το βρουν ποτέ…
…Παρακολουθώντας το φιλμ, τίποτα δεν αμβλύνει αυτήν την εντύπωση. Το αντίθετο, επιδεινώνεται, γίνεται ασφυκτική με μόνες διαφυγές τις σύντομες, φαντασιακές, βόλτες στη θάλασσα των ηρωίδων, τον μόνο ανοιχτό ορίζοντα ενός κόσμου ερμητικά κλειστού.
…Υγρασία παντού, ένα σπίτι που σήπεται, αίσθηση βρώμας και αποφοράς. Ενα διαρκές αίσθημα ναυτίας, ο χρόνος παραμένει ακίνητος, μόνο η σήψη προχωρεί. Κι όμως αυτό το αφόρητο αίσθημα, μιας «μη ιστορίας» η μιας ιστορίας που επαναλαμβάνεται ανελέητα, ο Ν.Ν. κατορθώνει να το χειριστεί με τρόπο γοητευτικό…
…Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί πειστικά την κόλαση, μόνο που τα υλικά του είναι ανεπαρκή: ερασιτεχνικές ερμηνείες, ελλιπές σενάριο, ανακύκληση, στερεοτυπικών, ίδιων, πραγμάτων… Ο Ν. Νικολαΐδης έχει πετύχει να συστεγάσει την απόλυτη απόκλιση. Το The Zero Years είναι μία ταινία γοητευτικά αφόρητη, που μπορεί εξίσου να έλξει και να απωθήσει.
Το «πρόβλημα» του Νικολαΐδη
Είναι φανερό πως κάτι «τρώει τα σωθικά» του Νίκου Νικαλαΐδη! Ο ίδιος δεν είναι βίαιο άτομο, όμως οι ταινίες του, ιδιαίτερα η τελευταία του, δεν είναι απλώς βίαιη, είναι, θα έλεγε κανείς, αποκρουστική! Και, όμως, το «The Zero Years», κάτω από τις κραυγές και τα αυγά που λερώνουν τα κορμιά των γυναικών, ψυχανεμίζεσαι, πως κάτι σημαντικό «κρύβεται». Ή, τέλος πάντων, κάτι σημαντικό προσπαθεί να μας πει. Μόνο που αυτό το σημαντικό δε βρίσκει την «αρμόζουσα» γλώσσα, για να εκφραστεί. Η οργή (και οι ενοχές, ίσως;) του δημιουργού τα σκεπάζει όλα!
Θεωρώ συκοφαντία για τον Νικολαΐδη την άποψη που ακούγεται ότι γυρίζει «ακραίες» ταινίες, για να προκαλέσει. Και η ηλικία του, και περισσότερο η θητεία του στον κινηματογράφο, αλλά και στη Λογοτεχνία, γιατί όχι; δεν επιτρέπουν τέτοιες απλουστεύσεις. Επίσης, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η επιμονή του πάνω (σχεδόν) στο ίδιο θέμα. Τον εξωτερικό φόβο, που προέρχεται από κάποια τρομοκρατική επίσημη εξουσία, και ο οποίος φόβος κάνει τους ανθρώπους που τον βιώνουν, βίαιους και απελπισμένους.
Ωστόσο, ο θεατής αναζητεί το αποτέλεσμα και όχι τις προθέσεις. Το «The Zero Years» δε βοηθάει να γνωρίσουμε την αγωνία του σκηνοθέτη. Και δε βοηθάει, γιατί δεν έχει σεναριακή σαφήνεια, καθαρούς στόχους. Ο θεατής παρακολουθεί μια πολύ μπλεγμένη ιστορία, χωρίς τα ζητήματα που βάζει η μπλεγμένη ιστορία, να δικαιολογούν τέτοιο μπλέξιμο.
Κάπου εκεί, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται το «πρόβλημα» με τον Νικολαΐδη. Αν αυτά τα «αόρατα», που απειλούν και εξουσιάζουν, και που παρουσιάζει στις τελευταίες του ταινίες, αποκτήσουν «σάρκα και οστά», αποκτήσουν «όνομα και διεύθυνση», και ξέρει ο θεατής, αλλά κυρίως ο ίδιος ο σκηνοθέτης, με ποιους έχει να κάνει, τότε θα γίνει κατανοητό το «πρόβλημα» και ο θεατής θα «συμπάσχει» με τα θύματα. Θα λαβαίνει μέρος στα δρώμενα. Θα παίρνει θέση για το πρόβλημα. Τώρα ο θεατής, ο αποδέκτης του έργου, το άλλο μισό της ύπαρξης του καλλιτεχνικού έργου, παρακολουθεί παροπλισμένος και αποστασιοποιημένος, αφού δεν καταλαβαίνει γιατί, ακριβώς, συμβαίνουν όσα συμβαίνουν στην οθόνη!
Τέλος, για την περίπτωση του Νικολαΐδη, δεν μπαίνει ζήτημα πως θέλει, αλλά δεν μπορεί. Είναι γενικά αποδεκτό, πως γνωρίζει κινηματογράφο! Εκείνο που πρέπει να ξεκαθαρίσει, και αν το κάνει θα δημιουργήσει σημαντικό έργο, είναι οι στόχοι! Να αποφασίσει, τι ακριβώς θέλει να πει. Και να ακούσει και τη συμβουλή του Πικάσο, ο οποίος λέει, πως «πρέπει να μάθουμε να ζωγραφίζουμε σαν παιδιά». Και όχι σαν «οργισμένοι βαλκάνιοι», θα πρόσθετα εγώ, θυμίζοντας τίτλο από βιβλίο του σκηνοθέτη!
….Ολοκλήρωση μιας τριλογίας του ολοκληρωτισμού, που την απαρτίζουν οι ταινίες “Ευριδίκη ΒΑ 2037” και «Πρωινή Περίπολος». Ιδιόρρυθμη ταινία, εύκολα μπορεί να εκνευρίσει ή να σοκάρει, πιστή στις εμμονές του Νικολαΐδη και γνήσια κινηματογραφική, παρότι γυρίστηκε με ψηφιακή κάμερα.
….Μαύρο χιούμορ, ειρωνεία, θέατρο του παραλόγου, τελετουργίες που επαναλαμβάνονται όπως αυτή της τιμωρίας με τ’ αυγά, σαδομαζοχιστικό σέξ που μοιάζει να ξέφυγε από τα πλάνα του «Singapore Sling». Η αφήνεσαι να μπείς στον ιδιόρρυθμο αυτό φιλμόκοσμο η φεύγεις εξαρχής ενοχλημένος. Όσο όμως κι αν ο Ν.Ν. αυτοεπαναλαμβάνεται, η ταινία είναι αληθινό σινεμά…
Το πράγμα (ή μάλλον η ταινία) «φωνάζει» από μακριά Νικολαΐδη, και πράγματι πρόκειται για το νέο φιλμ «The Zero Years» (στις αίθουσες από την Πέμπτη) του δεξιοτέχνη κινηματογραφιστή. Εδώ ο Νίκος Νικολαΐδης αφήνεται να παρασυρθεί από κάποιες εμμονές του: θηλυκά που παραδέρνουν σε κατάσταση μιας ιδιότυπης μέθης και ξερνούν σε μια προσπάθεια να αποβάλουν τη φρίκη που τα περιβάλλει, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα σήψης και παρακμής, μια αβέβαιη απειλή που πλανάται στον αέρα, ένα συνεχές καθεστώς παρακολούθησης κι ένας μονόπλευρα ιδωμένος αντιεξουσιαστικος «αέρας».
Παρ’ ολ’ αυτά, η εν λόγω ταινία, που σε ατμόσφαιρα θυμίζει κάπως το «Θα σε δω στην κόλαση, αγάπη μου», αλλα είναι σαφώς σημαντικότερη, αναδεικνύει όλες τις κινηματογραφικές αρετές ενός μάστορα της εικόνας, και, παρότι διαδραματίζεται μέσα σε τέσσερις τοίχους (του αγαπημένου για τον Νικολαΐδη παλιού σπιτιού υπό κατάρρευση στην Κηφισιά), βλέπεται με ενδιαφέρον.
…Το “άτακτο παιδί” του ελληνικού Κινηματογράφου παραμένει αγέραστο και κυρίως συνεπές στο προσωπικό του είδος και ύφος και με έναν τρόπο που από ένα σημείο και μετά αξιώνει το σεβασμό, αν όχι το θαυμασμό… Σκηνοθετικά, κινηματογραφικά, αισθητικά η ταινία υπερτερεί όλων των υπολοίπων φέτος. Από κει και μετά, τίθεται θέμα γούστου και αντοχής του καθένα.
…Ο Νικολαΐδης θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν υπέρ-εμπορικό σκηνοθέτη, όμως δεν έπαιξε κανένα από αυτά τα παιχνίδια κι έμεινε πιστός σε αυτό που ο ίδιος αρέσκεται να γυρίζει. Το είδος είναι ακραίο… το ότι το κάνει μοναδικά είναι αυτό που ξέρουν οι υπόλοιποι…
…Έχω κουραστεί κάθε φορά που βλέπω μία ταινία του Νικολαΐδη να γράφω πόσο καλός κινηματογραφιστής είναι, αλλά… Κάπου τα πράγματα γίνονται μανιέρα και σταματούν να ενδιαφέρουν. Και στην ταινία του αυτή έχουμε ένα πολύ καλό παράδειγμα γραφής, δυστυχώς όμως, πέρα από το εικαστικό της ενδιαφέρον, η ταινία δεν έχει τίποτα να μας πεί….
….Σεξουαλικά βίτσια και ψευτο-ερωτική ατμόσφαιρα σε μία εικαστικά ωραία ταινία από έναν σκηνοθέτη που αυτοεπαναλαμβάνεται χωρίς στόχο.
Το «ZERO YEARS» είναι κάτι ανάμεσα ερωτικής και ελκυστικά καλλιτεχνικής ταινίας. Όμως ο Νικολαΐδης, καθώς η ταινία προχωρεί, ακυρώνει το σκανδαλιστικό και διατηρεί μία συνεχή ροή υπόγειας ειρωνείας. Eντυπωσιακές ερμηνείες από τις τέσσερις πρωταγωνίστριες σ’ αυτή την ενδιαφέρουσα και παράξενη ταινία του Ν. Ν.
Αλληγορική Ελληνικής Παραγωγής!
O Nικολαΐδης έχει κοινό που τον ακολουθεί σταθερά στα εμμονοληπτικά αλλά και φτιαγμένα από σκηνοθετική άποψη που ξεχωρίζει οράματά του. H ταινία είναι δύσκολη στην παρακολούθησή της. Aποκρουστικό, δυσοίωνο και πεσιμιστικό το φιλμ, βάζει στο κέντρο της ιστορίας μια σταθερή γυναικεία αξία, την ανάγκη τεκνοποίησης (στο μέλλον τέσσερις στειρωμένες γυναίκες είναι φυλακισμένες σε έναν κρατικό οίκο ανοχής), και τη μετουσιώνει σε ένα άκρως παραληρηματικό σύμπαν. Πόρνες, σκλάβοι που βασανίζονται μέχρι θανάτου, εκδικητικά πνεύματα παιδιών που βιάζουν(!) τις γυναίκες, τα οποία η καθεστηκυία τάξη καταδίκασε σε θάνατο, είναι τα σύμβολα του «Zero Years». Aπό την άλλη, εκείνο που απωθεί κάποιους, γίνεται ελκυστικό για κάποιους άλλους. Όσοι τολμηροί, λοιπόν, σπεύσατε.
To Zero Years είναι μια ταινία εξαιρετικά συνεπής τόσο σε αυτά που θέλει να πει όσο και στο σύμπαν που η ίδια δημιουργεί (και στους κανόνες που το διέπουν). Πίσω από τη φαινομενικά επιφανειακή αισθητική, ο σκηνοθέτης ειρωνικά παραθέτει -έστω και ελαφρώς διαστρεβλωμένα- ερεθίσματα και οπτικές καθ’ όλα υπαρκτές και καθημερινές. Οι εικόνες του δεν είναι τόσο αποκύημα κάποιου προσωπικού φετιχιστικού απωθημένου όσο παραμορφωμένες αντανακλάσεις των ρόλων που αποδίδονται σήμερα και στα δύο φύλα. Είναι όμως και κραυγαλέες στις σημάνσεις τους. Η σχεδόν φανταχτερή υπερβολή των ντεκόρ και των κοστουμιών και το έντονο κλειστοφοβικό κλίμα δεν διακατέχονται από τη γοητευτική σινεφιλία της Πρωινής Περιπόλου και έτσι αυτό που σου μένει είναι να θαυμάσεις την ταινία για αυτό που είναι, δίχως όμως να κερδίσεις κάτι από αυτήν, πέρα ίσως από τις δυνατές ερμηνείες του καστ.
Πομπώδης και αφελής η σκηνοθεσία…
….Το ιδεολογικό, μηδενιστικό μανιφέστο του Νικολαΐδη, κάτι σαν το «Σαλό» του Παζολίνι – τηρουμένων των χασματικών διαφορών – αλλά εντελώς καταστροφικό και αυτοκτονικό. Καταστροφική η ανελέητη ανακύκλωση της ιστορίας. Καταστροφική η επίσης ανελέητη αφηγηματική πορεία. Αυτοκτονική η εμμονή του Νικολαΐδη στο ίδιο μοτίβο και την ίδια σκηνοθεσία. Όμως να εξηγούμαστε. Περισσότερο με ενδιαφέρει μια «αυτοκτονία» παρά οι σοβαροφανείς ιστορίες ανολοκλήρωτων ταινιών, γνωστών υπογραφών, που παριστάνουν τους καλλιτέχνες, αλληθωρίζοντας μετά μανίας προς τα ταμεία!
…Ολοκληρωτική “φαντασία” και μηδενιστική αλληγορία του Νίκου Νικολαΐδη. Ίσως η πιο ακραία στιγμή στη φιλμογραφία του. Τέσσερις γυναίκες εγκλωβισμένες σε μια «φυλακή», στείρες, διεστραμμένες, αλλά και ονειροπαρμένες. Το τέλος του κόσμου γιατί η αναπαραγωγική, ανθρώπινη «μηχανή» έχει καταστραφεί. Συμβολική, αλληγορική η ιδέα, αλλά εντελώς σχηματική, επίπεδη, πομπώδης και αφελής η σκηνοθεσία.
…Τέλος, μια ταινία του Ν.Ν. δίνει πάντα μια άλλη σινεφιλική γεύση. «Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα» μετέτρεψε ακόμα και τη βία σε κινηματογραφική ποιήση.
“Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα” είναι η καλλίτερη ταινία του σκηνοθέτη τα τελευταία 15 χρόνια, πολύ ενδιαφέρουσα και ολοκληρωμένη ως δημιουργία, στην οποία να πούμε ότι λάμπει με την παρουσία του και την ερμηνεία του ο Γιάννης Αγγελάκας –αρχηγός του συγκροτήματος Τρύπες–, όχι μόνο σαν ηθοποιός αλλά και με τη μουσική που έχει γράψει.
Από τους περιθωριακούς “αντάρτες” του Νικολαΐδη… Ο Ν.Ν. βρίσκει ξανά διόδους επικοινωνίας με τους ρομαντικούς-κυνικούς αυτόχειρες ήρωες της Γλυκιάς Συμμορίας, που τώρα κουβαλούν περισσότερη απελπισία και διάθεση αυτοκαταστροφής. Το ιδιότυπο νουάρ του Ν.Ν. είναι περισσότερο συναισθηματική αναπόληση ενός μυθολογικού παρελθόντος που έχει αφετηρία στους χώρους της λογοτεχνίας, της μουσικής και του κινηματογράφου… Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το βασικό ρόλο στην ταινία κρατά ο Γιάννης Αγγελάκας από τις Τρύπες!
Η μυθολογία της νύχτας μέσα από τη ματιά ενός “μπουκοφσκικού” χαρακτήρα. Τρία χρόνια μετά από το “Θα Σε Δώ Στη Κόλαση Αγάπη Μου” ο Ν.Ν. με το “Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα” μάς δίνει το πορτρέτο ενός περιθωριακού και του περιβάλλοντός του. Η ταινία χρωστάει τη δύναμή της στο έντονο μαύρο χιούμορ της, στους καλογραμμένους χαρακτήρες της και βέβαια στην πληθωρική παρουσία του Γιάννη Αγγελάκα στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η ταινία του Ν.Ν. είναι μία πικρή ελεγεία για κάποιους ανθρώπους που οι επιλογές τους έριξαν σε μία no mans land. Με σκηνές γυρισμένες με δυνατό συμβολισμό και με ερμηνείες στα όρια, τούτη η ταινία του Ν.Ν. θεωρούμε ότι είναι απ’ τις καλλίτερές του.
«Κι όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα…» μοιάζει να ψιθυρίζει ο Ν.Ν. Δίνοντας διέξοδο δεκαοχτώ χρόνια μετά στους εγκλωβισμένους ήρωες της Γλυκιάς Συμμορίας. Ο Ν.Ν. βρίσκει τον τρόπο να ροκανίσει τα κάγκελα της φυλακής των ρημαγμένων ηρώων του. Σ’ ένα σκοτεινό και γεμάτο υγρασία σκηνικό (υπέροχη δουλειά της ΜΛ Βαρθολομαίου) πέφτουν αχτίδες φωτός και τα όπλα ξαναβγαίνουν απ’ τις θήκες τους. Ωστόσο, η κατάληξη μεγαλοφυής γεννάει τη ζωή μέσα από το θάνατο.
“Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα” του Νίκου Ν. Ξαναφέρνει το σκηνοθέτη στις μεγάλες του ώρες της Γλυκιάς Συμμορίας και του γλυκύτατου Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα και δείχνει πόσο μεγάλος filmmaker είναι ο Νικολαΐδης και πόσο λείπουν αυτοί οι άνθρωποι απ’ τον κινηματογράφο μας. Η φωτογραφία και το μοντάζ είναι δουλειές υψηλής κλάσης και η όλη ματιά απίθανα κινηματογραφική. Ακόμα μας αποκαλύπτει έναν γνήσιο κιν/κό πρωταγωνιστή, τον Γιάννη Αγγελάκα, διάλογο με τα γνώριμα στοιχεία του “νικολα-ΐδιου” μαύρου χιούμορ, και σχέσεις καταραμένων ηρώων, αυτών που τόσο αγαπά ο Νικολαΐδης.
…Θέμα της ταινίας τα αδιέξοδα και η μοναξιά μιας γενιάς που ζει πάντα στο περιθώριο, στα παρακμιακά μπαρ, στα βρόμικα στριπτιζάδικα και γενικά σε μία Αθήνα της νύχτας. Ο Νικολαΐδης είναι εκείνος ο σκηνοθέτης που ξέρει καλύτερα από τους άλλους συναδέλφους του, το κλασικό αλλά και το μεταμοντέρνο φιλμ νουάρ όπως στις ταινίες του Ταραντίνο… Η μουντή με σκοτεινά χρώματα φωτογραφία, η υποβλητική μουσική του Γιάννη Αγγελάκα (πετυχημένη φιγούρα στο ρόλο του ήρωα) τα επιλεγμένα με γνώση ντεκόρ, καθώς και η πετυχημένη μεταμόσχευση του κόσμου του φιλμ-νουάρ σ’ εκείνον της νυχτερινής Αθήνας, απλώνοντας πολύ έξυπνα την ιστορία στον κόσμο των μειονοτήτων, της καθημερινής βίας των μπάτσων και τωύριο ν μίντια, κάνουν την ταινία αυτή την πιο ολοκληρωμένη του Ν.Ν.
… Ο Νικολαΐδης είχε μια συγκεκριμένη σκηνοθετική άποψη που την ακολούθησε από το πρώτο έως το τελευταίο πλάνο, με τη γνωστή του εκπληκτική δεξιοτεχνία.
…”Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα” είναι μία τέλεια ταινία, κι αυτό γιατί μέσα από τη φρίκη των πυροβολισμών, της βίας και των ναρκωτικών αναβλύζει μία τρυφερότητα σπάνια. Πίσω από τις αγριάδες και τις τόλμες του πάντα παραμονεύει ένας έξαλλος ρομαντικός. Το έργο του Ν.Ν. είναι καλλιτεχνικά, τεχνικά, ακουστικά και οπτικά άψογο.
Ο ΜΕΤΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ Ν.Ν.
Τι μπορεί νά είναι η κόλαση? Τύψεις, μνήμες, χαμένος χρόνος ερίζουν για την οριοθεσία της, καθώς τα καζάνια της τα βιώνει κανείς εν ζωή, αγνοώντας το μετά θάνατον. Το ίδιο πράττει κι ο Ν.Ν. Μετακομίζει το μετά στο τώρα και το εκεί στο εδώ, φέρνοντας μπροστά στα μάτια μας την κόλαση ενοχών, αναμνήσεων και απολεσθέντος χρόνου.
Για να μεταφέρει το φορείο του επιλέγει το δρόμο του φίλμ νουάρ (έντονες οι μνήμες Τσάντλερ στο έργο), στρωμένο με την πίσσα του αισθησιασμού.
Τόπος συνάντησής τους ένας εφιαλτικός μετακόσμος, μηδαμινών αναλογιών με αυτόν που βιώνουμε, βυθισμένος στο σκοτάδι και την υγρασία. Τον διασχίζουν δυό γυναίκες (εξαιρετικά δύσκολοι, αλλά διεκπεραιωμένοι οι ρόλοι τους) σαν διχασμένα αντικείμενα του ίδιου υποκειμένου. Η ερωτική σχέση, την οποίαν αναπτύσσουν μεταξύ τους, δεν είναι άλλη από τις ερωτοτροπίες των δύο πλευρών του ιδίου «είναι», ταλαιπωρημένων από το βασανιστικό μαστίγιο των ανεκδήλωτων επιθυμιών.
Ο κόσμος των ηρωίδων, αέρινος, γεμάτος φαντάσματα από τον πύργο του υποσυνείδητου, εξορίζει την ανάδρομη παρουσία, αναδυκνύει νικήτρια τη γυναικεία φύση. «Αυτή οργανώνει το μυστήριο, ο άντρας το επιλύει», όπως θα επιθυμούσε και ο Ζαν Λίκ Γκοντάρ. Ουσιαστικά ο άντρας κατοικεί στο κορμί των δύο γυναικών, για το λόγο αυτό η φυσική του παρουσία επιπλέει στην επιφάνεια της πισίνας, σαν υπόμνηση και όχι σαν ζωντανός οργανισμός. Οι δύο ηρωίδες «θα συναντηθούν στη κόλαση» υποδυόμενες τη συγκατοίκηση των δύο φύλων, με το άρρεν να δανείζει απλώς την ερωτική μεθοδολογία του, στριμωγμένο στον όγκο των δύο γυναικών. Όλο το φίλμ εξελίσσεται στο «εξω από δώ» κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η τέχνη αποτελει το ευρύτερο πεδίο για την ανάπτυξη της μηχανής του χρόνου, για την εγκατάσταση της κόλασης των φαντασιώσεων. Διαθέτει την δυνατότητα να τρέξει μπροστά, να συναντήσει το περιθώριο του κόσμου που βιώνουμε, γεμάτο από μνήμες (μουσικές, ποτά, γεύσεις, φετίχ) και κολασμένες σκέψεις.
Αντίθετα από τα προσδοκόμενα, όλα αυτά δεν «καίνε», αλλά μεταδίδουν την υγρασία τους, παγώνουν τις ψυχές, όπως γερνάνε, τις στραγγίζουν από τα συναισθήματα, αντικαθιστούνε τις υψηλές θερμοκρασίες της ζωής με τη ψύχρα της μνήμης.
Εκεί κατοικεί τελικά το « έξω απο εδώ», το κινηματογραφικό εκτός πεδίου, οι ίδιες φαντασιώσεις μας, που γεμίζουν τα κενά της ταινίας, η οποια σοφά επέλεξε να βρεθεί σε διαζύγιο με το άγευστο «εδώ και τώρα». Ο ίδιος ο Νικολαΐδης σε ρόλο Σατανά, άναψε για μία ακόμη φορά φωτιές στο φεστιβάλ με την αιρετική δημιουργία του.
Η ταινία λοιπόν που κρατήθηκε για το τέλος είναι «Θα Σε Δω Στη Κόλαση Αγάπη Μου» κι ο σκηνοθέτης της είναι «βαρύ πυροβολικό» – Ν.Νικολαΐδης.
Το «βαρύ πυροβολικό» κρατήθηκε για το τέλος κι έτσι δεν θα δημοσιευτούν κριτικές στα κυριακάτικα φύλλα. Την Δευτέρα θα μονοπωλούν τα δημοσιεύματα οι βραβεύσεις του Διεθνούς. Είναι κι αυτός ένας τρόπος!
Οπως επίσης, όταν κάποιος ξεπερνάει το μέσο όρο και χαλάει το μέτρο σύγκρισης, να επικαλείσαι δυό μέτρα και δυό σταθμά.
Τη μία δεν τον βραβεύεις γιατί τον βρίσκεις πολύ εμπορικό, την άλλη τον αποκλείεις γιατί σου φάνηκε ερμητικός.
Επίσης, κάνεις και κάτι άλλο: Του δίνεις τέσσερις φορές το βραβείο σκηνοθεσίας, όσες δηλαδή δεν το έχεις δώσει σε κανέναν άλλο σκηνοθέτη, αλλά καμμία απ’ αυτές η καλύτερη σκηνοθεσία δεν έχει σχέση με την καλίτερη ταινία. Κι έτσι μπαίνεις και στον κατάλογο «Γκίνες» του παραλόγου διότι δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο στον αιώνα τεσσάρων φορών. Δεν είναι μία, δεν είναι δύο.
Αυτή τη φορά ο Νικολαΐδης κληρώθηκε ως «ερμητικός». Οχι ότι δεν είναι. Ερμητικότερος δεν υπήρξε ποτέ. Ισως ούτε στην «Ευριδίκη», όπου εκεί κι αν ήταν το θέμα του ο «εγκλεισμός» της ηρωίδας.
Η ερμητικότητα, όμως, ενός καλλιτέχνη δεν είναι ψόγος, είδικά σ’ ένα φεστιβάλ η σε μια κινηματογραφία που κατηγορείται για την εμμονή της – και καλά – σε ταινίες «καλλιτεχνικής έκφρασης των δημιουργών». Κι όταν, ειδικά σ’ αυτή την κινηματογραφία, έχει γίνει κατά καιρούς της τρελλής.
Τέλος πάντων, ως σκηνοθέτης ο Νικολαΐδης, δεν έχει καμμία σχέση με ό,τι γενικώς κυκλοφορεί κι η κινηματογραφική δεξιοτεχνία του είναι χαρισματική.
Αυτή τη φορά την επιστρατεύει σε κάτι κλειστό. Σε μια κατάσταση έρωτα και θανάτου, όπου οι τρείς απομονωμένοι ήρωες φτάνουν στα άκρα, αποκομμένοι σαν καράβια που έχασαν κάθε επαφή με στεριά. Εξω κόσμος δεν υπάρχει αυτή τη φορά ούτε για δείγμα. Ούτε ως περαστικός.
Ούτε ως εχθρός. Ούτε κάν ως εξιλαστήριο θύμα για να ξεσπάσουν την οργή τους. Ο έξω κόσμος απλώς εδώ δεν υπάρχει. Ο έρωτας κι ο θάνατος ως πνεύμα τυλίγουν τα τρία πρόσωπα και τ’ αφήνουν κουτρουβαλιασμένα στη δίνη τους.
Πεσιμιστικό? Απαισιόδοξο? Σκοτεινό? Ούτε συζήτηση. Και νοσηρό εγώ θα έλεγα. Μήπως όμως κι η λογοτεχνία, αλλά και το θέατρο πολλές φορές μπήκαν και δημιούργησαν μέσα στα μαύρα τρίσβαθα των ανθρώπων που έπαιξαν τα καθόλου της ψυχής τους? …..
Η χειρότερη ταινία του Ν.Ν. βγαίνει σε κανονική διανομή τέσσερα χρόνια μετά, για λόγους τόσο ανεξιχνίαστους όσο και το σενάριό της, όπου τρεις νεκροζώντανοι αλληλοεξοντώνονται μέχρι τελικής πτώσεως εν μέσω σεξ, βίας και … εμετών. Απομένει η ατμόσφαιρα που ξέρει να δημιουργεί ο σκηνοθέτης, ο οποίος εγκαταλείπεται εδώ σε έναν αξιομνημόνευτο στιλιστικό παροξυσμό.
Το φετιχιστικό του παραλήρημα, το οπτικά και τεχνικά εντυπωσιακό αλλά κυκλωτικό και επαναλαμβανόμενο φιλμ του Ν.Ν. είναι καραμπινάτα εξειδικευμένο και δύσκολο στα μάτια όλων, εκτός ίσως από τον μπαμπά-δημιουργό του, πράγμα φυσιολογικό.
Παραπέμποντας στην ατμόσφαιρα του Singapore Sling, ο Νίκος Νικολαΐδης χρησιμοποιεί και πάλι την αγαπημένη του νουάρ μυθολογία και το ίδιο μαύρο χιούμορ σ’ αυτό το ιδιότυπο ρομάντζο. Από τη μία πλευρά βρίσκεται η απρόσωπη κεντρική εξουσία και από την άλλη η γενιά των «χαμένων» – κινηματογραφικό φετίχ του σκηνοθέτη όπου η έκβαση της ιστορίας είναι προδιαγεγραμμένη. Ένας άντρας, δύο γυναίκες, φαντάσματα του παρελθόντος κι αισθησιασμός του παρόντος, στη συσκευασία του νεκρο-ρομάντζου…
Νεκροφιλική, παρακμιακή ατμόσφαιρα, μνήμες από το Singapore Sling (σκηνές σωματικής βίας, γυμνού, εμετών και ουρολαγνείας σε πιο light εκδοχή), αλλά και από τις Διαβολογυναίκες (ένα πτώμα στην πισίνα που στη συνέχεια ζωντανεύει). Όλα αυτά φιλτραρισμένα μέσα από το εστετίστικο, μηδενιστικό και επαναλαμβανόμενο σινεμά του Νικολαΐδη, ο οποίος υπογράφει εδώ μία από τις πιο προβληματικές ταινίες της καριέρας του.
Όλο το ενδιαφέρον αυτής της κινηματογραφικής εμμονής του σκηνοθέτη της Γλυκιάς Συμμορίας εξαντλείται σε τρία πράγματα (κατά σειρά προτεραιότητας). Πρώτον στον τίτλο, δεύτερον στα σωματικά προσόντα της Βαλέριας Χριστοδουλίδου και τρίτον στην… πισίνα… Τα κουρέλια σταμάτησαν (προ καιρού) να τραγουδάνε ακόμα!
Ένα “κλειστό” παιχνίδι σκηνοθετικής αυτοαναφορικότητας. Το σεξ σαν φαντασίωση, η βία και ο θάνατος σαν υπόμνηση, ο εγκλεισμός σαν νομοτέλεια.
……Το «Θα Σε Δω Στη Κόλαση Αγάπη Μου», ξεκινά πολύ καλά. Οι εικόνες με τα γρήγορα φλάς-μπάκ, δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα μυστηρίου αλλά και σασπένς. Ατμόσφαιρα που σιγά σιγά αυτοαναιρείται και από ένα σημείο κι ύστερα σταματά να ενδιαφέρει τον θεατή. Η ιστορία των δύο γυναικών που σκότωσαν τον συνεργάτη τους (μαζί και εραστή) και που τώρα αυτοβασανίζονται περιφερόμενες σ’ ένα έρημο και μισοερειπωμένο σπίτι (με τον ίδιο τον νεκρό να εμφανίζεται σποραδικά και να «κυνηγά» τις γυναίκες) μοιάζει σαν μια (δυστυχώς άχρωμη) παραλλαγή του «Singapore Sling». Εκτός από τον αμερικανικό κινηματογράφο που έχει συνήθως ως μοντέλο (κι αυτό δεν είναι βέβαια κακό, φτάνει να εξυπηρετεί κάποιο στόχο), ο Νικολαΐδης δείχνει εδώ νάχει επηρεαστεί τόσο από τον Λάρς φον Τρίερ (και συγκεκριμένα «Το στοιχείο του εγκλήματος») όσο και από τις «Διαβολογυναίκες» του Κλουζό. Μόνο που στη δική του περίπτωση, οι σκηνές του χρησιμοποιούνται ως μια απλή άσκηση ύφους, ένας τρόπος επίδειξης γνώσεων (εντυπωσιακών πρέπει να πώ ) που όμως δεν οδηγούν πουθενά.
Σκέτη εικόνα, όσο θαυμάσια κι αν αυτή είναι, δεν εξυπηρετεί τελικά σε τίποτα. Μήπως είναι καιρός ο σκηνοθέτης να σταματήσει να γράφει ο ίδιος τα σενάριά του και να στραφεί στα σενάρια άλλων;
Νεκροφιλική, παρακμιακή ατμόσφαιρα, μνήμες από το «Singapore Sling» αλλά και από τις «Διαβολογυναίκες». Ολα αυτά φιλτραρισμένα μέσα από το στετίστικο, μηδενιστικό κι επαναλαμβανόμενο σινεμά του Νικολαΐδη, ο οποίος υπογράφει εδώ μια από τις πιο προβληματικές ταινίες της καριέρας του.
Δεν είχε βρεί διανομή από το 1999 και βγαίνει τώρα ξαφνικά σε μια αίθουσα, ως …πασχαλινή νεκρανάσταση.
O ίδιος ο Nικολαΐδης σέ ρόλο Σατανά, άναψε γιά μιά ακόμη φορά φωτιές μέ τήν αιρετική δημιουργία του.
Mιά ταινία μέ εκπληκτική σκηνοθεσία, πλάνα απίστευτης ομορφιάς, φωτογραφία καί μοντάζ από τά καλλίτερα που έχουμε δεί.
Νοσηρό, σκοτεινό, απαισιόδοξο… Τέλος πάντων, ως σκηνοθέτης ο Νικολαΐδης δεν έχει καμία σχέση με ό,τι γενικώς κυκλοφορεί και η κινηματογραφική δεξιοτεχνία του είναι χαρισματική.
Μία ανυπόφορη δημιουργική αυτοκαταστροφή.
Μία ταινία με εκπληκτική σκηνοθεσία, με πλάνα απίστευτης ομορφιάς, με την ατμόσφαιρα του θανάτου διάχυτη, με φωτογραφία, φωτισμούς και μοντάζ από τα καλύτερα που έχουμε δει. Κι όμως όλα αυτά πάνε χαμένα, αφού το σενάριο είναι απελπιστικά κακό Δεν καταλάβαμε πού θέλει να το πάει ο σκηνοθέτης, σε ποιους σκοτεινούς δρόμους να μας οδηγήσει, αλλά αυτό που μένει είναι η πίκρα της απογοήτευσης. Και είναι πίκρα ειλικρινής γιατί τον αγαπάμε τον Ν.Ν.., πάντα περιμένουμε κάτι από τις ταινίες του. Μη ρωτάτε τι, δεν έχουμε απάντηση. Αυτό που μετράει είναι το τελικό κενό.
Ένα καθαρά πορνογραφικό θρίλερ που αποκαλύπτει την αρρωστημένη φαντασία του σκηνοθέτη. ….Επιβεβαιώνουμε το ταλέντο του δημιουργού της να δίνει κινηματογραφική μορφή στα σενάριά του, στήνοντας προσεγμένες σκηνές, κινώντας άνετα τη μηχανή του, αναπτύσσοντας με δεξιοτεχνία το ρυθμό και καθοδηγώντας σωστά τους ηθοποιούς του, ακόμη και όταν αυτοί είναι ερασιτέχνες. Ταυτόχρονα όμως παραμένει πάντα η ερώτηση. Προς τι αυτή η ταινία? Τι θέλει να πει με τις εικόνες του ο σκηνοθέτης? Γιατί αυτή η επιμονή να σοκάρει με αδικαιολόγητες τολμηρές ερωτικές σκηνές και μια κουραστική σκατολογία, τη στιγμή που άλλοι σκηνοθέτες πριν απ’ αυτόν χρησιμοποίησαν τα ίδια στοιχεία για να πουν συγκεκριμένα πράγματα για τον άνθρωπο και την κοινωνία μας….
Ο Νικολαΐδης επιτείθεται σε άσπρο-μαύρο
Ο Νικολαΐδης αυτή τη φορά τραβάει στα άκρα χωρίς την παραμικρή υποχωρητική διάθεση. Εναν «Σίνγκαπουρ Σλίνγκ» αναζητούν και οι γυναίκες τις ιστορίας. Για να τον εξοντώσουν μόλις τον βρούν. Ερως και θάνατος.
Ο Ν. κι αυτή τη φορά κρατά τους μύθους του που εδώ δεν είναι ρόκ, αλλά το μαυρόασπρο. Γι αυτό πονάει τώρα. Τα κουρέλια του ρόκ, οι γλυκιές συμμορίες που εξοντώνονται, οι περιπλανώμενοι έρωτες που πεθαίνουν μέσα στην ερημιά, αντικαθίστανται εδώ με τη μαυρόασπρη εικόνα, που την πέθανε ο σύγχρονος κινηματογράφος. Κι εδώ η οργή του Ν. γίνεται εμετός, αηδία, ακρότητα. Τού πείραξαν αυτό που ίσως τον μάγεψε περισσότερο. Γι αυτό και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Δεν υποχωρεί σε τίποτα. Επιστρατεύει φωτογράφο (Αρης Σταύρου) και σκηνογράφο-ενδυματολόγο (ΜΛ Βαρθολομαίου) για να εισπράξουν τα μπράβο της πιο ανατριχιαστικής και τέλειας αισθητικής που είδαμε.
Ο ΒΟΥΡΚΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Αν υπήρχε σωστό κράτος, θα είχε καταργήσει προ πολλού το εμετικό κινηματογραφικό φεστιβάλ Θεσ/κης. Φέτος η αγριότητα και ο βούρκος του ξεπέρασε τα όρια, έτσι που μέλη της κριτικής επιτροπής δεν άντεξαν το θέαμα, αφού στα δέκα πρώτα λεπτά τους «βγήκαν τα μάτια».
Μια σωστή κριτική επιτροπή θα έστελνε αυτές τις ταινίες να προβληθούν στα δημόσια ουρητήρια της Θεσ/κης κι όχι σ’ ένα φεστιβάλ μιας τέχνης που συγκλόνισε τον αιώνα μας τόσες φορές με την ομορφιά, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη.
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ο SINGAPORE SLING είναι μία ταινία πρωτοφανής για τα Ελληνικά δεδομένα… Ο Νικολαΐδης έχει καταργήσει εντελώς τα προσχήματα και εκτοξεύεται πολύ πιο μακριά από τον Μαρκήσιο ντε Σαντ και τον Μπατάιγ.
Το σκηνοθετικό αυτό κομψοτέχνημα, με τις ακρότατες ερωτικές σκηνές και με τους εκπληκτικούς ερμηνευτές, δρουν συνεχώς κάτω από τους σπασμούς ενός παρατεταμένου οργασμικού παραληρήματος και δεν παραπέμπει πουθενά έξω από τον εαυτό του. Η ταινία εξελίσσεται σπειροειδώς, περιστρεφόμενη με μανία γύρω από τον βασικό άξονα δόμησής της, που είναι η κατάλυση κάθε αναγνωρίσιμης ανθρώπινης ενέργειας, βάζοντας στη θέση της τον μαύρο παραλογισμό, τον σεξουαλικό παροξυσμό και τη βέβηλη προβολή μιας σειράς ευτελών ενστικτικών παρορμήσεων.
Η ΚΟΠΡΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ
Όλα μία νοσηρή κατασκευή, μία ακρότητα, ένας απόλυτος φορμαλισμός. Ο Νικολαΐδης στη νιοστή δύναμη.
Αν γδύσουμε τον «Σίνγκαπουρ Σλίνγκ» του Ν.Ν. από την μπαρόκ ατμόσφαιρα, τότε έντρομος (εγώ τουλάχιστον) βλέπω μια γελοιογραφία – μια ελκυστική γυναίκα να μαλάζει βάρβαρα με το’να χέρι το στήθος της, με τ’ άλλο ν’ αυνανίζεται και να κάνει πιπί, από το στόμα εκκενώνει ακατάπαυστα και όταν «τελειώνει» ανοίγει κοιλιές και βγάζει ανθρώπινες συκωταριές. Ολα αυτά επί 120 περίπου λεπτά. Οσο διαρκεί η επιληπτική οργασμική κρίση των δύο θηλυκών.
Ομως ο άνθρωπος είναι το άθροισμα των πράξεών του. Να τις καταγράψω με κίνδυνο να σας σοκάρω και να σας στείλω στις αίθουσες που θα προβάλλουν την ταινία? Δεν μπορώ να το αποφύγω… αιμομιξίες, ηλεκτροσόκ, εκκενώσεις πάσης φύσεως και μορφής, αυνανισμοί. Τα πάντα. Ασταμάτητα.
Στον Νικολαΐδη η κόπρος ενσωματώνεται στο αισθητικό υλικό. Δεν υπάρχει η ταινία χωρίς αυτήν. Αναπαράγεται για να καταναλωθεί. Για να βιωθεί φανταστικά. Γι αυτό όλα εξαντλούνται στη βαρβαρότητα. Ολα είναι απλοποιημένα, σχεδόν τετραγωνισμένα. Γι αυτό ο θεατής από ένα σημείο και μετά ξέρει τι θα επακολουθήσει. Γι αυτό η αισθητική δεν εξελίσσεται. Και για αυτό οι ερμηνείες καταναλώνονται στην επανάληψη της ίδιας επιληπτικής οργασμιακής κρίσης. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο πριν και μετά, παρά μόνο η ίδια πράξη.
Που αρχίζει με εμετούς, συνεχίζεται με άνοιγμα κοιλιών και τελειώνει στα σεξουαλικά όργανα. Να προχωρήσω στο «όπισθεν» των εικόνων? Και ο ανυποψίαστος θεατής να διεγερθεί και ο κριτικός να εισπράξει μια βολική, σχηματική, απλοϊκή ερμηνεία και το σκάνδαλο να γίνει. Η σκόπευση παντού. Και πάνω απ’ όλα στον κρόταφο ενός ταλέντου. Γιατί ο Ν.Ν. είναι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες που διαθέτουμε, κατέχει το αντικείμενό του, είναι επαγγελματίας. Ομως, άνθρακας ο θησαυρός….
Η τεχνική αρτιότητα της ταινίας είναι αναμφισβήτητη. Οι συνεργάτες του υποστηρίζουν τα, σχεδιασμένα επί χάρτου, ιδεολογήματα του σκηνοθέτη. Και η ΜΛ Βαρθολομαίου στα σκηνικά και τα κοστούμια και ο Άρης Σταύρου στη φωτογραφία και ο Α. Αντρεαδάκης στο μοντάζ. Ομως τόση και τέτοια σπατάλη καλλιτεχνικής ενέργειας για την κατασκευή ενός κοκτέιλ? Είναι κρίμα! Το υπογράφει και το λέει ένας απ’ αυτόν τον «ξεπουλημένο συρφετό των πνευματικών ανθρώπων». Κατάπιε το κοκτέιλ του Νικολαΐδη και εξακολουθεί ο αδιόρθωτος, να πιστεύει σ’ αυτόν?
Ταινία προκλητική και τολμηρή, κάτι τελείως άγνωστο για τον ελληνικό κιν/φο μέχρι σήμερα… Το κοκτέιλ “SINGAPORE SLING” έπεσε στο Φεστιβάλ σαν κοκτέιλ ΜΟΛΟΤΩΦ!
Μαχαίρια… κτηνώδη ζευγαρώματα και ιερές αιμομιξίες, καταλήγουν σ’ ένα κοκτέιλ παλιού σινεμά και μεταμοντέρνας αγωνίας… Τελικά ένα δοκίμιο περί ελευθερίας
Μία κοινωνία χυδαία, υστερική και βορβορώδης… Ο Νικολαΐδης όμως διασκεδάζει μ’ αυτή την παρωδία φρίκης.
Όλοι αυτοί οι κανιβαλισμοί μέσα σε μία μπαρόκ ατμόσφαιρα πείθουν το θεατή για τη βιολογική και πνευματική παρακμή του ανθρώπου και του πολιτισμού.
Αιρετικός και προκλητικός ο Singapore Sling… Η δύναμη και η τελειότητα της κόλασης του Ν.Ν.. έπεσε πολύ βαριά για το λεπτεπίλεπτης διατροφής στομάχι του Φεστιβάλ.
Μια παράφορη συμφωνία της διαφθοράς ανάμεσα σε πρόσωπα ακόλαστα, καταραμένα και διφορούμενα… Στο βάθος ακούγεται ο καγχασμός του Νικολαΐδη.
Χιούμορ, προκλητικές σκηνές, βίαιο σεξ, κοπρολαγνεία… Τρέλα! Ο Νικολαΐδης κάνει το κέφι του.
«Στον Εισαγγελέα» φώναζε ο εξώστης.
Χιούμορ “βρόμικο” και θανατερό. Σαδομαζοχισμός, ουρολαγνεία, αίμα, εμετός και θάνατος. Το ανακάτεμα όλων αυτών παράγει μία ιδιότυπη μαύρη κωμωδία.
Σεξουαλικές διαστροφές, τραύματα, και πάσης φύσεως περιττώματα, ούρα, βιασμοί, εξορύξεις σπλάχνων… Μία έξοχα σκηνοθετημένη σπασμική τελετουργία της φρίκης σαν παρατεταμένος οργασμός και αγωνία…
Ένα έκφυλο, κολασμένο και νοσηρά ελκυστικό κινηματογραφικό διαμάντι.
Σκηνοθετική δεξιοτεχνία, εκπληκτική κατασκευή και μία ποιητική διάσταση σ’ αυτό το γοητευτικό παιχνίδι επιστημονικής φαντασίας.
Μία σκληρή και κυριολεκτικά συναρπαστική ταινία.
Σκληρή ταινία και ταυτόχρονα ερωτική. Υπέροχη ταινία.
Η συνέπεια και το ύφος της ταινίας υπερακοντίζουν τα καλύτερα δείγματα του κιν/φου μας. Λαμπρότητα στην έκφραση, γοργή ομορφιά στην κίνηση, οξύ το λεπίδι της βίαιης δράσης, αγωνιώδης εκκρεμότητα στο σασπένς. Ο σκηνοθέτης έφτιαξε μία ταινία-μωσαϊκό, όπου η προσωπική του εργασία πένθους γίνεται συμβολική ελεγεία και για μας.
Ο Ν.Ν. στην «Πρωινή Περίπολο» εκλεπτύνει και εστιάζει ακόμα περισσότερο τον (καθαρά προσωπικό) κόσμο του και την τέχνη του. Η κυνηγημένη ηρωίδα του που έφυγε από το σπίτι της και διασχίζει την κατεστραμμένη πόλη, είναι η «Ευρυδίκη» του 1975. Είναι ένας κόσμος της απόλυτης απελπισίας, πεισί θάνατος.
Ουσιαστικά, κόσμος ζωντανός δεν υπάρχει, μόνον «εμείς», δηλαδή ο Ν. μοιρασμένος ανάμεσα στον τελευταίο άντρα και την τελευταία γυναίκα….
…. Τυπικά η ταινία είναι ένα μελλοντολογικό θρίλερ φαντασίας. Ομως, αυτό το «αλλού» και «άλλοτε» είναι «εδώ» και «σήμερα». Η χαλασμένη κι εγκαταλελειμμένη μελλοντική πόλη είναι η πόλη μας, όπως στο «Αλφαβίλ» το Παρίσι.
Ο μαέστρος σκηνοθέτης Νικολαΐδης, οιστρηλάτησε και τους άμεσους συνεργάτες του σε υπέροχα επιτεύγματα (ιδίως η φωτογραφία του Ντ. Κατσουρίδη και η καλλιτεχνική διεύθυνση της ΜΛ Βαρθολομαίου). Η συνέπεια και η ακρίβεια του ύφους υπερακοντίζουν τα καλύτερα δείγματα του κινηματογράφου μας.