ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

ΣΤΗΝ ΛΑΓΙΑ ΓΙΟΥΡΓΟΥ (PLAYBOY)

ΛΑΓΙΑ ΓΙΟΥΡΓΟΥ για το PLAYBOY

Συζήτηση χωρίς περιστροφές με έναν… Οργισμένο Βαλκάνιο, για το πώς περνούν οι δεκαετίες.

Ο Νίκος Νικολαΐδης αριθμεί είκοσι χρόνια στον ελληνικό κινηματογράφο – αν δεχτούμε ότι υπάρχει ακόμα το είδος, πράγμα για το οποίο ο ίδιος μοιάζει πολύ να αμφιβάλλει.

Ξεκίνησε ουσιαστικά το… σωτήριον έτος 1967 με την ταινία μικρού μήκους «Άνευ Όρων» για να κλείσει τη δεύτερη δεκαετία με την άπαιχτη ακόμα – και άδηλης τύχης – «Πρωινή Περίπολο».

Ξεκίνησε ή μάλλον πήρε στα ζεστά το ρόλο του σαν κινηματογραφάνθρωπος με σχετική καθυστέρηση – αυτό για όσους ενδεχομένως βλέπουν με ανομολόγητο φόβο τις δεκαετίες να… γερνούν ερήμην τους. Πριν δοθεί ριζικά στον κινηματογράφο, περιπλανήθηκε στις απεραντοσύνες ανάμεσα στον γραπτό λόγο – ένας έρωτας με τον οποίο ο Νικολαΐδης έχει πάντα ανοιχτούς λογαριασμούς – και στα εικαστικά, πλάι στον μεγάλο δάσκαλο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό. Και είναι ορατή στις ταινίες του αυτή η γόνιμη περιπλάνησή του στο λόγο και στην εικόνα: Η σπουδή του σ’ αυτές τις εκφραστικές μορφές έχει αποτυπωθεί στον κινηματογράφο του Νικολαΐδη – έναν κινηματογράφο προσωπικό, έναν κινηματογράφο του δημιουργού, και, πάνω απ’ όλα, έναν κινηματογράφο που ανατάραξε τους κριτικούς όσο ίσως κανένας άλλος Έλληνας σκηνοθέτης. Και δημιούργησε φανατικούς φίλους και οξείς επικριτές.

Ο κινηματογράφος του Νικολαΐδη προκάλεσε κραδασμούς και είχε απήχηση κατεξοχήν ανάμεσα στους νέους στην ηλικία και στο μυαλό, καθώς οι ταινίες του «προσάγουν βιαίως» στο τραπέζι της κρίσεως κάθε μορφή εξουσίας, είτε κρατική λέγεται αυτή, είτε συγκαλυμμένη εξουσία της μαζικά αναλώσιμης κουλτούρας…

Στην Ελλάδα, όπου όλα μπορούν να συμβούν, οι ταινίες του Νικολαΐδη είναι ριπές αμφισβήτησης, αλλά και πομπή βραβείων: Η «Ευρυδίκη ΒΑ 2037», η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους – μετά τη «μικρή» «Lacrimae Rerum» – είναι μια ασπρόμαυρη ταινία, που βλέπει το… φως στις σκοτεινές αίθουσες στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1975. Και εντυπωσιάζει. Και παίρνει το βραβείο σκηνοθεσίας και το βραβείο κριτικών. Μετά από χρόνια, ένας κινηματογραφικός κριτικός θα τη συγκρίνει με την «Αποστροφή» του Ρομάν Πολάνσκι.

Το 1979 φτάνει στ’ αυτιά ακόμα και του… αποδήμου ελληνισμού της διασποράς της μεταπολιτευτικής ευφορίας ανά την Ευρώπη ο απόηχος του θορύβου που ξεσηκώνουν «Τα κουρέλια – που – τραγουδάνε ακόμα». Βραβείο σκηνοθεσίας και βραβείο κριτικών στη Θεσσαλονίκη, και ενθουσιασμός από μια νέα… νεολαία, που μοιάζει να έχει βρει τον σκηνοθέτη της. Σημεία των καιρών, που κάποιες οξυμένες συνειδήσεις μπορούν από τότε να «διαβάζουν» το μήνυμά τους: Κάτι έχει αλλάξει εγχωρίως και δεν μένει παρά να περιμένουμε τις εξελίξεις… Η αμφισβήτηση έμοιαζε να έχει μεγαλύτερο βεληνεκές από αυτό που υποψιάζονταν τόσο οι αρνητές της όσο και οι αυτάρεσκοι θεράποντές της…

Το 1983 η καμπύλη των κραδασμών ανεβαίνει. Στην προβολή της ταινίας του Νικολαΐδη «Γλυκειά Συμμορία», στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, η αίθουσα είναι κατάμεστη. Αξιόπιστες μαρτυρίες μιλούν για καθίσματα που καταλαμβάνονται από δυο και τρεις καθημένους. Η ταινία εισπράττει τα παρατεταμένα ενθουσιαστικά χειροκροτήματα του κοινού και τα πυρετικά του σχόλια. Και το βραβείο των κριτικών. Πολλοί θα μιλήσουν τότε για την αποκάλυψη μιας αναπάντεχα καινούριας πτυχής στον ψυχισμό των νέων κάθε ηλικίας. Πέρα από την αμφισβήτηση και τον χλευασμό της κεντρικής εξουσίας και των οργάνων της, αναδύεται μια καινούρια αμφισβήτηση: Η εξέγερση κόντρα στον καταναγκασμό των ενοχών που γέννησαν οι δεκαετίες των ταλαιπωριών της Αριστεράς, η τάση απαλλαγής από μια Αριστερά που παραείναι πατερναλιστική για να είναι κριτική, μια Αριστερά που της αμφισβητείται το δικαίωμα του ενορχηστρωτή και αργυραμοιβού ενοχών. Αν θέλετε, το αίτημα για μια Αριστερά που ή θα είναι καλή ή δεν θα είναι καθόλου… Ή, ακόμα, το αίτημα για έναν «άλλο» πολίτη σε μια «άλλη» σχέση, με μια «άλλη» πολιτική…

Ίσως η στόχευση του Νίκου Νικολαΐδη να μην ήταν αποκλειστικά αυτή – και δεν ήταν. Παραμένει γεγονός ότι με τη θεματολογία του και με την κινηματογραφική του γλώσσα, μοιάζει να βρίσκει το κέντρο αυτής της αγωνίας, κυριότατα γιατί ο κινηματογράφος του αρνείται να συμπεριφερθεί με καθωσπρεπίστικο «σεβασμό» στους πατεράδες. Κι αυτό ξεσηκώνει…

Όπως είχε ξεσηκώσει ο Νικολαΐδης το ’76 με το μυθιστόρημά του «Οργισμένος Βαλκάνιος», που θα γίνει σύντομα μπεστ-σέλερ, αλλά δεν θα γίνει ποτέ ταινία… Δεν βρίσκω τα λεφτά, θα πει ο Νικολαΐδης. Αν είναι δυνατόν! Ευκολότερα θα πίστευε κανείς ότι κάπου μέσα του ο συγγραφέας έχει εξαντλήσει το θέμα, κι ότι ο σκηνοθέτης δεν ανήκει στο είδος των ανθρώπων που ζουν με τον αιθέρα του ναρκισσισμού για τα «δημιουργήματά» τους. Θα μπορούσε, άλλωστε, να είχε επαναπαυθεί στην ευνοϊκή υποδοχή που είχαν το 1964 τα πρώτα του διηγήματα με τον τίτλο «Τυμβωρύχοι». Αλλά δεν το έκανε, όπως δεν το έκανε και μετά τον «Βαλκάνιο»: Ο Νικολαΐδης δεν έχει γράψει ακόμα την τελευταία του λέξη. Τις ώρες του δυναστεύουν πολλά, πάρα πολλά γραφτά, που δηλώνει ότι σκοπεύει να τα επωάσει για πολύ καιρό ακόμα. Ως τότε σιωπά.

Αλλά όταν τα ηφαίστεια σιωπούν παρατεταμένα, καλά θα κάνουν όλοι να ανησυχούν… Το PLAYBOY πάντως έστειλε καλού-κακού μια συνεργάτιδά, τη Λάγια Γιούργου, για μια ανίχνευση. Να τι μας γράφει:

«Την πρώτη μισή ώρα της κουβέντας μου με τον Νίκο Νικολαΐδη μου γεννήθηκε η αφόρητη επιθυμία να τα μαζέψω και να σηκωθώ να φύγω. Μου πέρασε από το νου η ιδέα ότι με σνομπάριζε (ίσως καν μην έπεσα και πολύ έξω σ’ αυτό…), ότι βαριόταν φρικτά. Αντιστεκόταν στις ερωτήσεις, επίμονα, σαν ερημίτης ησυχαστής που αναμετράει αν έχει κάποιο νόημα να καταδυθεί στην κόλαση των λέξεων. Το μαγνητόφωνο έγραφε ατέλειωτες σιωπές. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν εκείνος. Ούτε κι αργότερα τον ρώτησα, όταν οι κουβέντες μας θερμάνθηκαν μέχρι το σημείο βρασμού. Εγώ πάντως σκεφτόμουνα εκείνη την ώρα ότι θα μπορούσε τουλάχιστον να μην με είχε δεχτεί, ώστε να μην είχα υποχρεωθεί να ανηφορίσω κατά τα λημέρια του, κάπου στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς, μ’ αυτήν την πρώτη – και φαρμακερή – ζέστη του καλοκαιριού. Περιμένοντας ωστόσο να πέσει η νύχτα και μαζί της ο υδράργυρος στο θερμόμετρο, για να σηκωθώ να κατηφορίσω, το πράγμα άρχισε να ανάβει, σχεδόν ερήμην και των δυο μας.

«Αλήθεια, δεν ξέρω πόσο σνομπ είναι ο Νικολαΐδης – κι ούτε έχει σημασία ίσως. Αυτό που ξέρω τώρα είναι ότι αντιστάθηκε, όπως αντιστάθηκε αρχικά, να μιλήσει για τον κινηματογράφο – δηλαδή περίπου για τη ζωή του – επειδή είναι κάτι που τον καίει βαθιά, όπως καίει ένας έρωτας που ξέρουμε πως ποτέ δεν θα τελειώσουμε μαζί του, όπως καίει μια αληθινή ιστορία αγάπης – μίσους. Το είδα αρκετά γρήγορα αυτό και ευτυχώς κατάφερα να κρατηθώ αρκετά αμέτοχη σ’ αυτή την ιστορία πάθους που καταλήγει πάντα με φόνο… του διαιτητή. Ωστόσο, παίρνω πάνω μου ολόκληρο το βάρος αυτής της δήλωσης: Ο Νίκος Νικολαΐδης το σινεμά το αγαπάει και το ξέρει όσο λίγοι – μετρημένοι στα δάχτυλα – Έλληνες σκηνοθέτες. Κι απ’ αυτόν τον έρωτα θα πάει…».

Λ.Γ. Προτείνω ν’ αρχίσουμε τη συζήτηση από τα κινηματογραφικά μας πράγματα.

Ν.Ν. Εγώ προτείνω να τ’ αφήσουμε απ’ έξω.

Λ.Γ. Υπάρχει κανένας ειδικός λόγος γι’ αυτό;

Ν.Ν. Υπάρχει ένας ουσιώδης λόγος. Ότι δεν έχω να πω τίποτα γύρω απ’ τα κινηματογραφικά μας… πράγματα.

Λ.Γ. Διακρίνουμε μια έντονη ειρωνεία στη φωνή σας.

Ν.Ν. Πώς αλλιώς μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις συζητήσεις γύρω από ανύπαρκτα θέματα; (Χαμηλώνει το βλέμμα στα παπούτσια του). Μπορούμε, π.χ., να συζητήσουμε για αυτά τα παπούτσια, των οποίων την ύπαρξη δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει κανείς. Είναι εδώ, τα βλέπουμε, τα έχω μερικά χρόνια, τα συντηρώ, σε μερικούς μάλιστα συμβαίνει και ν’ αρέσουν.

Λ.Γ. Κοντολογίς προστίθεστε κι εσείς στην «παρέα» εκείνων που έχουν ανοίξει μέτωπο κατά του ελληνικού κινηματογράφου, εκτοξεύοντας επικρίσεις του είδους: «Πολλά λεφτά για κάτι που κανείς δεν καταλαβαίνει».

Ν.Ν. Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει μέτωπο, έπειτα δεν υπάρχει και παρέα. Θα πρέπει να χρεώσουμε το φαινόμενο σ’ ένα είδος ανοιξιάτικου πυρετού που καταλαμβάνει τους ενδιαφερόμενους σκηνοθέτες κάθε άνοιξη που ανακοινώνονται οι χρηματοδοτήσεις του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και που το έργο τους συμβαίνει να μην εγκρίνεται απ’ αυτό. Μιλάμε δηλαδή για κάποιο εποχιακό φαινόμενο. Έπειτα ο ελληνικός κινηματογράφος – όπως άλλωστε και η ελληνική τηλεόραση – μοιραία είναι το εξιλαστήριο θύμα μέσα σ’ ένα σύστημα όπου τίποτα δεν πάει καλά, κι’ αυτό γιατί ο κινηματογράφος εκπέμπει εικόνα, ή για να χρησιμοποιήσω και μια δημοφιλή έκφραση, έχει διαφάνεια… δεν κρύβεται. Και για να διαλύσω την παρεξήγηση που καραδοκεί: Δεν μπορούμε να μιλήσουμε επίσης για ελληνική βιομηχανία, γεωργία, διανόηση, μουσική ροκ, ζωγραφική, γραπτό λόγο και άλλα βαρετά και χιλιοειπωμένα που επιβιώνουν – σ’ αντίθεση με τον κινηματογράφο – καμουφλαρισμένα κάτω από άλλα σχήματα.

Λ.Γ. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διαφωνούμε με τις διαπιστώσεις σας περί ελληνικής βιομηχανίας, γεωργίας και ροκ μουσικής, μια πρώτη και φαρμακερή, ελπίζουμε, ερώτηση: Γιατί αρχικά αποδεχτήκατε και στη συνέχεια παραιτηθήκατε από μέλος της προκριματικής επιτροπής του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου;

Ν.Ν. Ελπίζω να μην έχετε την αφέλεια ν’ απαντήσω ευθέως στην ερώτησή σας, κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι είναι τραγικά αφελής μια τέτοια ερώτηση από τη στιγμή που απευθύνεται σε ένα άτομο που διεκδικεί ακόμα μια θέση για τα οράματά του και την πνευματική του αρτιμέλεια. Και μια και μιλάμε για τα παπούτσια μου, ας πούμε ότι ήθελα να προσθέσω ακόμα μια παραίτηση στο ενεργητικό μου.

Λ.Γ. Έχουμε την πεποίθηση ότι την απάντηση θα την εισπράξουμε από τα συμφραζόμενα.

Ν.Ν. Γιατί τέτοια επιμονή;

Λ.Γ. Γιατί διακρίνουμε ότι αυτή σας η άρνηση εκφράζει οργή και είναι γνωστό ότι είσαστε ο κατ’ εξοχήν ‘οργισμένος’ σκηνοθέτης του Ελληνικού Κινηματογράφου – γι’ αυτό εξάλλου σας αγαπούν οι νέοι.

Ν.Ν. Οι νέοι μ’ αγαπούν, όχι γιατί είμαι οργισμένος, όπως ισχυρίζεστε, αλλά γιατί οι ταινίες μου δεν τους απαγόρεψαν ποτέ να με αμφισβητήσουν, κι ακόμα γιατί μ’ επιμονή αρνήθηκα – γεγονός που το εκτίμησαν – τα δεκανίκια που σε τιμή προσφοράς διανέμει χρόνια τώρα η «καθώς πρέπει» προοδευτική διανόηση. Αρνήθηκα αυτό το παιχνίδι της προσφοράς και της τρομοκρατίας, έστω κι αν προερχόταν καμμιά φορά κι από τους θεατές, γιατί ήταν ένα παιχνίδι εξουσίας, μια κρατική άποψη για το σινεμά κι είναι γνωστό βέβαια πως το κράτος δεν πάει ποτέ στο σινεμά. Όσο για το «οργισμένος» δεν το δέχομαι σαν χαρακτηριστικό μου απ’ τη στιγμή που οι συχνότητές μου γέμισαν παράσιτα από διάφορους κάλπηδες που δίνουν συνεντεύξεις (κάθε εβδομαδιαίο ιλουστρασιόν πρέπει να φιλοξενεί ή και να συντηρεί έναν τέτοιο) και βρίζουν τους πάντες και τα πάντα, δεν έχουν να προτείνουν κάτι και διεκδικούν έναν χώρο ιδιαίτερο και καθαρό, που σίγουρα δεν τους ανήκει και δεν τον εκφράζουν. Τελικά όλοι αυτοί οι «απροσάρμοστοι» συγκροτούν ένα μέρος του Συστήματος που ενεργεί σαν προπέτασμα καπνού για να μπορούν από πίσω να δουλεύουν ανενόχλητοι οι κρατικοί μηχανισμοί. Κι αλλοίμονο στους κάποιους γνήσιους που πέφτουν στην παγίδα και «επωμίζονται», χωρίς ποτέ ν’ αναρωτηθούν ποια κέντρα αποφάσεων τους κόλλησαν την ταυτότητα του επωνύμου αναρχικού, ερώτημα που θα προβάλλει αμείλικτο μπροστά τους από τη στιγμή που θα ανακαλύψουν πως το επώνυμο μπορεί να πουλάει, αλλά πουλιέται κιόλας.

Λ.Γ. Δέχεστε πάντως ότι υπάρχει αδιέξοδο. Αυτό που σας ενοχλεί είναι οι μεσσίες;

Ν.Ν. Μεταξύ μας, αδιαφορώ αν τα πράγματα πάνε καλά ή χάλια.

Λ.Γ. Δεν μας πείθετε.

Ν.Ν. Εντάξει, προτιμώ να πηγαίνουμε απ’ το κακό στο χειρότερο μέχρι την καθολική σαπίλα των κοκάλων. Άλλωστε είναι χαμένος κόπος να ψάχνουμε για τις αιτίες. Γιατί οι αιτίες είναι πάντα δοτές και δεδομένες και τα άλλοθι τα προσφέραμε συστηματικά εμείς οι ίδιοι και η άποψη που υιοθετήσαμε, πως δηλαδή μέσα από ένα «νόμιμο» δρόμο κάπου θα βγούμε, αποδείχτηκε όχι μόνο αφελής αλλά και αντιδραστική. Ελάχιστοι από μας πρόβλεψαν τις συνέπειες, κι αυτοί οι ελάχιστοι εισπράξανε τις προδοσίες, ενώ οι άλλοι οι πολλοί, χρεώθηκαν τις επιβραβεύσεις.

Όλοι μας δηλαδή χαμένοι.

Λ.Γ. Για να αποκλείετε το νόμιμο δρόμο, σίγουρα θα έχετε κάποιον παράνομο ν’ αντιπροτείνετε.

Ν.Ν. Στα σαλονάκια μιας συνέντευξης μπορεί ο καθένας να προτείνει ατιμωρητί ό,τι θέλει. Και για να μιλήσουμε με έργο: Τα «Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» είναι μια παράνομη ταινία τόσο στον τομέα της παραγωγής όσο και στο περιεχόμενο και οι περιπέτειες της προβολής της το αποδεικνύουν. Το ίδιο έγινε και με τη «Γλυκιά Συμμορία», μόνο που εκεί στήσανε μια παγίδα που βέβαια δεν έπιασε. Με λίγα λόγια οι προτάσεις που έχουνε μέσα πολύ ρίσκο και δεν αποφέρουν γενικώς, αγνοούνται. Δεν λέω, έγιναν μια-δυο προσπάθειες, αλλά οι δημιουργοί τους μπέρδεψαν την παρανομία με την γραφικότητα της παρανομίας και βολεύτηκαν εκεί.

Όσο για μένα, προς το παρόν και για πρώτη φορά στη ζωή μου, διακατέχομαι από μια βαθιά αδιαφορία, την οποία και απολαμβάνω πολύ δημιουργικά. Η σημερινή κατάσταση και ο κινηματογράφος έτσι όπως γίνεται, δεν με αφορούν. Δεν επιτρέπεται να με αφορούν. Αυτή τη στιγμή δεν μ’ ενδιαφέρει να μάθω τίποτα ούτε και να ερευνήσω κάτι, αν πρώτα δεν αποξέω από πάνω μου τις ευαισθησίες που, σύμφωνα με τις κρατούσες ιδέες, πρέπει να συντηρεί ένας καλλιτέχνης. Σίγουρα δεν βρίσκομαι υπό την επήρεια του συνδρόμου του Αιμιλιανού Μονάη και σίγουρα δεν ζηλεύω κανέναν από όσους μας παρουσιάζονται σαν πολύ ολοκληρωμένοι. Μπορώ όμως με βεβαιότητα να πω ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βρει κανείς τα χρήματα για να κάνει μια ταινία, μέσα από τους νόμιμους δρόμους.

Λ.Γ. Εκτός βέβαια, αν χρηματοδοτηθεί από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.

Ν.Ν. Τα Κέντρο Κινηματογράφου… Το Κέντρο Κινηματογράφου χρηματοδοτεί κάποιες ταινίες, έτσι για να γίνεται κάτι… Είναι σαν εκείνη την σκηνοθέτιδα που έφτιαξε μια ταινία για τον Αγώνα των Τυφλών και κάποια Κυριακή πρωί έκανε μια ειδική προβολή – στον Απόλλωνα – και κάλεσε όλους τους τυφλούς να δούνε την ταινία της… Το ίδιο κακόγουστο αστείο.

Λ.Γ. Πιστεύετε και σεις σ’ αυτή την πολυσυζητημένη άποψη ότι δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη πολιτική κι ότι οι εκάστοτε που αναλαμβάνουν τα εκεί πόστα δεν δίνουν μακρόπνοες λύσεις;

Ν.Ν. Ντρέπομαι να μιλήσω, όχι για τη συγκεκριμένη ή μη πολιτική του Κέντρου, αλλά για εκείνους που αναγνωρίζουν το δικαίωμα στο Κέντρο να έχει πολιτική. Όσο για τις μακρόπνοες λύσεις που κατά καιρούς αναγγέλλονται – κι όχι μόνο στον κινηματογράφο – δεν είναι ικανές να λύσουν ούτε το αποχετευτικό πρόβλημα της περιοχής μας. Αλλοίμονο αν ξεκινάει κανείς να κάνει σινεμά σκεπτόμενος τις περιμετρικές λογοκρισίες του τύπου: Ποιος είναι από πάνω, ποιος ελέγχει τα σενάρια, ποιος και πώς μοιράζονται τα χρήματα, ποιος διακινεί τις ταινίες και στο κάτω κάτω, ποιοι και πόσοι θα τις δουν.

Λ.Γ. Αυτό όμως φαίνεται να συμβαίνει στην πράξη.

Ν.Ν. Ναι, και είναι καιρός να σταματήσει. Καιρός να σωριαστούνε όλα και να τα πάρουμε πάλι από την αρχή. Να ξεχαστούνε κάποιες δήθεν αρχές και κάποια ονοματάκια, και οι καλύτεροι και οι χειρότεροι, γιατί μόνο έτσι θα σταματήσει η πλαστογραφία του δήθεν, την οποία στοιχειοθετούνε κάποια κέντρα και στην οποία βέβαια τα έντυπα έχουνε ολοκληρωτικά υποταχθεί.

Λ.Γ. Εσείς θα πρωτοστατούσατε σε μια τέτοια κίνηση, να ξαναρχίσουμε δηλαδή από την αρχή;

Ν.Ν. Νομίζω πως η ερώτησή σας δίνει ένα χρώμα ρομαντισμού στην πρότασή μου και την αποδυναμώνει. Εν πάση περιπτώσει, αισθάνομαι πολύ αδύναμος ή και αδιάφορος για ν’ ανταποκριθώ σ’ ένα τέτοιο αίτημα που έχει ανάγκη μόνο από ουσιαστικές παρουσίες. Έπειτα ο ρόλος της μακριάς βίτσας που έπαιξαν κάποιοι αρχομανείς, δεν απέδωσε τίποτα μέχρι τώρα, πέρα από ‘να κοπάδι γαλοπούλες. Πρέπει ο καθένας ν’ αναλάβει τις ευθύνες του.

Λ.Γ. Αυτή η χαοτική αναρχική σας διάθεση, δεν είναι μια «παρουσία»;

Ν.Ν. Δεν νομίζω κι ούτε χρειάζεται να καταφεύγουμε σε μυθολογικούς προσδιορισμούς για να αιτιολογήσουμε μια πολύ απλή και υγιεινή διάθεση που σε κατέχει και που απλά ονομάζεται αδιαφορία κι όχι… όχι περίοδος περισυλλογής, αναθεώρησης και άλλα τέτοια κουφά περισπούδαστα που το μόνο που κάνουν, είναι να ταΐζουν το τέρας και την παρεξήγηση…

Λ.Γ. Που είναι ποια;

Ν.Ν. Η έννοια κάνω κινηματογράφο. Κάπου παρεξηγήσαμε τα πράγματα και αφήσαμε το Κέντρο να σημάνει αυτό βήμα προς βήμα την πορεία μας. Δεχτήκαμε πρώτα – πρώτα να μας εγκρίνουν άτομα, τις περισσότερες φορές επιλεγμένα έτσι, ώστε να εγκρίνουν ό,τι το κράτος επιτάσσει. Μετά αποδεχτήκαμε τα κοστολόγια που πάλι το κράτος επιβάλλει, κοστολόγια που οδηγούν σ’ ένα σχιζοφρενικό επίπεδο τη σχέση μεταξύ ιδέας και μέσου, και όπου το μέσο επιβάλλεται στην ιδέα αντί να την υπηρετεί, μέχρι που καταλήγει σε αυτοσκοπό και ουσιαστικά σε όργανο ιδεολογικού ελέγχου, γιατί απλούστατα κοστίζει κι ό,τι κοστίζει… πληρώνεται. Το περίφημο «μίνιμουμ συνεργείο» αυτό το ρόλο παίζει. Καιρός να βάλουνε χέρι και στη ζωγραφική με την επιβολή μίνιμουμ χρωμάτων και πινέλων. Αυτό το μίνιμουμ που τόσο θριαμβευτικά αποδέχτηκαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τόσο σκληρά και μπάτσικα επέβλεψαν στην εφαρμογή του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ροζ εφαρμογή του φασισμού στην τέχνη.

Λ.Γ. Τι προτείνετε εσείς για να λυθούν τα μάγια;

Ν.Ν. Ν’ αγνοηθούν το κράτος και η λογοκρισία, οι παντός τύπου άδειες, οι εγκρίσεις των σεναρίων και κυρίως τα καλά ή τα απαγορευμένα θέματα. Να ξεχάσουμε ακόμα και το ότι δεν υπάρχουν χρήματα: Κάποτε ξεκινούσαμε και φτιάχναμε μια ταινία και μόνο όταν την τελειώναμε, αναρωτιόμασταν πού θα βρούμε τα χρήματα. Να ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτά που δεν έχουμε κι όχι από αυτά που μας επιβάλλουν να έχουμε. Να ξεχαστούν οι πολυτέλειες του τύπου τράβελιγκς των 60 μέτρων, γερανοί και ειδικές λήψεις, κυκλικές κινήσεις και άλλα τέτοια, πράγματα που συχνά επιβάλλουν, και σ’ άλλες περιπτώσεις δηλώνουν, μια δυσλεξία και καλούνται να αναπληρώσουν το κενό του περιεχόμενου. Η τεχνολογία της κάμερας είναι μια προσφορά – παγίδα, πολύ σοφά στημένη, που στοιχίζει χρόνο, χρήμα και, το χειρότερο, πολλή απασχόληση σε βάρος αυτής της ίδιας της γλώσσας του κινηματογράφου. Χρήμα και χρόνο έχει αποφασιστεί να διαθέτουν μόνο οι «επιλεγμένοι». Και ποιος αποφασίζει γι’ αυτό; Τα Δ.Σ. και οι Επιτροπές και οι οργανωμένες ομάδες πίεσης. Άτομα δηλαδή – κατά κανόνα – στερημένα από όραμα. Έτσι κάθε χρόνο χρηματοδοτείται μία ως τρεις (ανάλογα με τις πιέσεις) πολιτική ταινία, ένα ντοκιμαντέρ, μια πειραματικούλα, μια κωμωδία ποιότητας και μια πολύ εμπορική κι αν υπάρχει και καμμιά «επικίνδυνη» βουλώνεται κι αυτή και χρησιμεύει σαν άλλοθι στο όνομα της πολυφωνίας ή στο όνομα εκείνης της τσατσάς, της «ελεύθερης διακίνησης των ιδεών».

Στην τελευταία περίπτωση η κρατική επιχορήγηση διατυμπανίζεται γιατί είναι γνωστό πως μια τέτοια χρηματοδότηση εκθέτει την ίδια την ταινία και την αποδυναμώνει.

Λ.Γ. Μέσα στους αρχιερείς είσαστε όμως και σεις, γιατί από ό,τι θυμόμαστε, άλλα μας λέγατε πέρυσι τέτοιο καιρό. Λέγατε ότι σ’ αυτή τη χώρα υπάρχουν δέκα καλοί σκηνοθέτες κι ότι αυτό έχει αποδειχθεί. Μέσα σ’ αυτούς εννοούσατε και το εαυτό σας – κι ότι σ’ αυτούς πρέπει να πηγαίνουν τα λεφτά.

Ν.Ν. Κατ’ αρχάς, πέρυσι τέτοιο καιρό μπορεί να σας έκανα και πρόταση γάμου. Δεν υπάρχει καμμιά μαρτυρία που ν’ αποδεικνύει το αντίθετο, όπως δεν υπάρχει και καμία μαρτυρία που να επιβεβαιώνει τις απόψεις σας για τα τότε λεγόμενά μου. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι έχουμε δέκα καλούς σκηνοθέτες, χωρίς να υπολογίζω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτούς. Τη συμμετοχή μου μέσα στη δεκάδα την χρωστάω σε σας, γιατί εγώ δεν ανέφερα ποτέ ονόματα.

Επιμένω όμως να υπολογίζω σε μερικούς σκηνοθέτες.

Λ.Γ. Αν και δεν ελπίζω να σας αποσπάσουμε ονόματα, μήπως θα μπορούσατε να ονομάσετε κανέναν από αυτούς;

Ν.Ν. Όχι… Κι αυτό γιατί οι θιγμένοι, κατά κάποιο τρελό τρόπο, θα είναι αυτοί που υπολογίζω και θα ονομάσω. Θα διαψεύσω όμως κατά ένα μέρος τις ελπίδες σας αναφέροντας σαν έναν από τους πολύ λίγους τον Χρήστο Π., έναν σκηνοθέτη που κάτω από άθλιες συνθήκες παραγωγής έδωσε θαυμάσια έργα στην Τηλεόραση, που φυσικά άφησαν αδιάφορους τους ειδικούς, τους συναδέλφους και αυτούς που λένε διαμορφωτές της κοινής γνώμης, μια κι ο σκηνοθέτης αυτός δεν έκανε τίποτε για να «χωθεί» στην οικογένεια των επώνυμων. Ούτε κανείς απ’ τους επώνυμους φίλους του, όταν κατά καιρούς λάμπρυναν και νομιμοποιούσαν με το κύρος τους τις διάφορες ομάδες απόφασης, δεν καταδέχτηκαν να σκύψουν πάνω από τις κινηματογραφικές του προτάσεις, αλλά αντίθετα τον αγνοήσανε επιδεικτικά. Είναι ένας από τους ελάχιστους μη ανταλλάξιμους που πρέπει να χαθεί, γιατί το έργο του είναι ένα μέτρο σύγκρισης που κανείς δεν θέλει να τριγυρνάει ελεύθερο. Και για να τελειώνουμε, επαναλαμβάνω ότι τα πατροναρίσματα αποδείχτηκε ότι έθαψαν τον κινηματογράφο μας. Όσοι θέλουν ακόμα να παλέψουν, ας πάνε να βρούνε και να ξανακουρντίσουνε τους παραγωγούς, οι οποίοι βέβαια θα τους στριμώξουν αρκετά και τότε θα δούμε ποιοι αντέχουν και ποιοι θα προχωρήσουν. Γιατί οι παλαιοί παραγωγοί και οι άνθρωποι του κινηματογράφου σαν τον Κονιτσιώτη, τον Γρηγορίου, τον Κ. Μανουσάκη και τον Κατσουρίδη δεν έχουνε πει ακόμα την τελευταία τους κουβέντα.

Λ.Γ. Μια και αναφέρατε τους παραγωγούς, εσείς, που είσαστε σχεδόν ο μοναδικός σκηνοθέτης που έχετε κοινό στην Ελλάδα, πώς έγινε και δεν βρήκατε ποτέ χρηματοδότες ανάμεσα στους παραγωγούς;

Ν.Ν. Το να κλείσεις μια ταινία με τους παραγωγούς, είναι δουλειά που χρειάζεται να την διαπραγματευθεί κάποιος ειδικός, κάποιος πράκτορας και όχι ο σκηνοθέτης. Εγώ συμβαίνει να μην τα καταφέρνω σ’ αυτού του είδους τις συναναστροφές κι έτσι, όποιες προτάσεις κι αν είχα, πήγαινε κατά διαβόλου. Μπορεί ακόμα να μην επεδίωξα και πολύ ζεστά μια τέτοια συνεργασία γιατί κάπου υπήρχε και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, που δεν μετράει τις ταινίες του έτσι όπως ένας παραγωγός, και οι συζητήσεις τελειώνουν σχετικά εύκολα. Το σίγουρο είναι ότι όσο πάει, τόσο και πιο πολύ βαριέμαι τον κινηματογράφο και όλη τη βαβούρα του , τουλάχιστον έτσι όπως γίνεται στην Ελλάδα.

Και για να ξαναγυρίσουμε στο Κέντρο Κινηματογράφου, πιστεύω πως αν κάποτε τελειώσει αυτή η απάτη, θα στριμωχτώ κι εγώ όπως όλοι μας και θα καταφύγω στους παραγωγούς και τότες πολλά θ’ αποκαλυφθούν. Προς το παρόν είμαστε κάποιοι εστέτ που παίζουμε με ξένα χρήματα με γερανούς και τράβελλινγκ των 360 μοιρών. Ύστερα πιστεύω πως ένας πραγματικός καλλιτέχνης μόνο κάτω από πιέσεις μπορεί να δημιουργήσει.

Λ.Γ. Κοντολογίς πιστεύετε πως ιδανικός χώρος για να δημιουργήσει ένας καλλιτέχνης είναι μια ψυχολογική πίεση ή μια δικτατορία;

Ν.Ν. Για να μην υπάρξει παρεξήγηση εννοώ ότι πρέπει να δεχτούμε σα δεδομένο τη δυσκολία παραγωγής και έκφρασης μέσω μια ταινίας, κι αυτή τη δυσκολία να την αρνηθούμε γιατί είναι εξ’ ολοκλήρου πλαστή. Διαφορετικά θα κάνουμε ταινίες κάθε δέκα χρόνια.

Λ.Γ. Εσείς πάντως κάνετε αν όχι δέκα χρόνια, τουλάχιστον πέντε για να γυρίσετε μια ταινία. Την «Πρωινή Περίπολο» την γυρίσατε πριν από ενάμιση περίπου χρόνο και απ’ ό,τι φαίνεται δεν βιάζεστε να την προβάλετε. Γιατί;

Ν.Ν. Η ταινία τελείωσε πριν από μερικές ημέρες και θα προβληθεί τον χειμώνα στους κινηματογράφους. Θα μπορούσε να τελειώσει ένα χρόνο πριν, αλλά αποφάσισα να μην κάνω κάτι τέτοιο, ελπίζοντας πως με την πράξη μου αυτή θα ενεργοποιούσα και κάποιους άλλους σκηνοθέτες προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν τελείωσα την ταινία – κι άλλοι δεν θα έπρεπε να τις έχουν τελειώσει – γιατί εγώ ήμουν εντάξει στις υποχρεώσεις μου, το Κέντρο δεν ήταν. Με λίγα λόγια δεν νομίζω ότι είμαι υποχρεωμένος – και για να καλύψω την αναξιοπιστία του Κέντρου – να υποθηκεύω το σπίτι μου (που άλλωστε δεν έχω), να τρέχω πίσω από ακάλυπτες επιταγές, από ΙΚΑ και δώρα Πάσχα, να δουλεύω τρία χρόνια στη διαφήμιση για να ξεχρεώσω, για να έχει μετά απ’ όλα αυτά το Κέντρο το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι χρηματοδοτεί τον Ελληνικό Κινηματογράφο. Αυτή η απάτη που λέγεται Κέντρο πρέπει να σταματήσει κι είναι ντροπή να στριμώχνονται οι σκηνοθέτες στους διαδρόμους του, ν’ ανάβουν τα τηλέφωνα απ’ τους δικούς μας και το χειρότερο να δημιουργείται μέσα σ’ αυτό το σκηνικό και μια νέα τάξη παραγωγίσκων, που με την συμπεριφορά τους συντηρούν την παπατζίδικη πολιτική του Κέντρου και ισχυροποιούν την κρατική χειραγώγηση πάνω στους ανεξάρτητους δημιουργούς, οι οποίοι με τη σειρά τους καταφεύγουν σε κάποιους εξίσου παπατζίδικους συνδυασμούς για να τελειώσουν το έργο τους και να συντηρήσουν την αμφίβολη, μετά απ’ όλα αυτά, ανεξαρτησία τους.

Ο κινηματογράφος όμως τι σχέση έχει με όλα αυτά;

Λ.Γ. Πέρα από την άρνησή σας να προλάβετε φέτος άρον άρον τις χειμερινές αίθουσες, αδιαφορείτε και για τα ξένα Φεστιβάλ. Έχει αυτό καμμιά σχέση με τη στάση που κρατάτε απέναντι στο Ε.Κ.Κ.;

Ν.Ν. Τα Φεστιβάλ κινούνται μέσα από μια διεθνή συμμορία εστέτ, δημοσιογράφων, πολιτιστικών και πολιτικών παραγόντων και άλλων παρακινηματογραφικών κύκλων, που αποφασίζουν για το πού θα πάει και φέτος ο Κινηματογράφος, και που είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να εξαργυρώσουν τη συμμετοχή μιας χώρας ανεξάρτητα αν αυτή είναι μεγάλη ή μικρή.

Πλαισιώνονται βέβαια από ένα σμόκιν θίασο που παίζει τον ρόλο της κριτικής επιτροπής, από άτομα κατά κανόνα αλωμένα ή από άλλα νεότερα που εκλιπαρούν την άλωση και την ένταξή τους μέσα σ’ αυτή τη Διεθνή. Έχω τουλάχιστον τέσσερις φορές αρνηθεί τη συμμετοχή μου σε Διεθνή και βαρύγδουπα Φεστιβάλ, γιατί δεν μου άρεσαν οι όροι και το ύφος με το οποίο διατύπωσαν τις απαιτήσεις τους οι εκάστοτε αντιπρόσωποί τους. Χώρια που οι τελευταίοι έχουν και απόψεις για το τι πρέπει να γυρίζουν οι Έλληνες: Οι απόψεις που έχει η Ευρώπη για το μέλλον του κινηματογράφου μας, τοποθετούνται μέσα σ’ ένα τρίγωνο με ακμές, ουζάκι-θάλασσα-συρτάκι. Το παρήγορο είναι ότι εκτός μιας – δυο αμετανόητων και επιμόνων περιπτώσεων κουλερλοκαλίστικου κινηματογράφου (και γι’ αυτό περιζήτητων από τα Φεστιβάλ) το σύνολο των Ελλήνων σκηνοθετών αρνείται να τριγωνιστεί.

Προσωπικά δεν μ’ ενδιαφέρουν τα Φεστιβάλ. Τώρα αν το Ε.Κ.Κ. που κατέχει και το 60 τοις εκατό της ταινίας μου, θέλει να την σπρώξει σε κάποιο απ’ αυτά, ας το κάνει. Μου είναι αδιάφορο το όλο θέμα.

Λ.Γ. Μα είναι γνωστό, σχεδόν αναπόφευκτο, στις φιλμ-μπίζνες κι εδώ και στο εξωτερικό, ότι τα πράγματα πρέπει να τα σπρώξεις.

Ν.Ν. Δεν μ’ ενδιαφέρει να σπρώξω τίποτα, δεν μου πάει καθόλου αυτό το ανταγωνιστικό κλίμα που τόσο έντεχνα καλλιέργησαν ανάμεσά μας. Μ’ αρέσει να θαυμάζω τους συναδέλφους μου , τις ταινίες τους, κι όχι να τους υποβλέπω… Βέβαια πρέπει κι αυτοί να κάνουν κάτι πάνω σ’ αυτό. Σίγουρα κάποτε έσπρωξα κι εγώ, κι αυτό γιατί πολλοί παράγοντες μου αρνιόταν το δικαίωμα να επικοινωνήσω με το κοινό, κι έπρεπε να καθαρίσω πολλά ναρκοπέδια για να φτάσω κοντά του. Τώρα τα στενά μονοπάτια έγιναν οδοί ταχείας διέλευσης με διαχωριστικές λουρίδες κι ασημόφυλλες νησίδες και όλοι σπεύδουν να πληρώσουν διόδια στους κρατικούς φύλακες, ξεχνώντας τον ναρκοσυλλέκτη που καθάρισε για πολλούς και δωρεάν. Δεν βαριέσαι τώρα πάμε γι’ άλλα ναρκοπέδια, μια και η επαφή κάπως αποκαταστάθηκε. Βέβαια πάντα, όταν θα χρειάζεται, θα δίνω μάχες για να προστατεύσω το έργο μου και το λιγοστό κοινό μου, όπως π.χ. τότε που ο πρώην διευθυντής του Κέντρου εισηγήθηκε με επιστολή του στην ΕΡΤ 1 να μην αγοράσει την Γλυκιά Συμμορία (τα χρήματα αυτής της αγοράς τα χρειαζόμουνα για να τελειώσω την Συμμορία και μ’ αυτή την επιστολή του ο λαμπρός αυτός κύριος ουσιαστικά εμπόδιζε την ολοκλήρωση και την κυκλοφορία της ταινίας) γιατί κατά την γνώμη του η Γλυκιά Συμμορία ήταν μια ταινία που το ελληνικό κοινό δεν έπρεπε να δει και ειδικά η νεολαία.

Λ.Γ. Μια και αναφερθήκαμε στη νεολαία, θα θέλατε να πούμε κάτι που μας έχει κάνει εντύπωση και έχει σχέση με την ταινία σας «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» – που κατά την ταπεινή μας γνώμη κι αν εξαιρέσουμε την Πρωινή Περίπολο που δεν έχουμε δει – είναι η καλύτερή σας; Δεν ξέρουμε πόσοι νέοι έχουν δει αυτή την ταινία, ξέουμε όμως πως άφησε τη σφραγίδα του τίτλου της στο 30 τοις εκατό των αθηναϊκών τοίχων, όπως είδαμε ακόμα να ξεδιπλώνονται τεράστια πανώ με το ίδιο γκράφιτι τουλάχιστον σε περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί ως γκέτο. Θα θέλατε να δώσετε μια εξήγηση αυτού του φαινομένου;

Ν.Ν. Την ερμηνεία των φαινομένων την αφήνω στους αναλυτές και πάσης φύσεως φαινομενολόγους. Εκείνο που ξέρω είναι ότι τα «Κουρέλια» παρ’ όλα τα εμπόδια και τις απαγορεύσεις που συνάντησαν, κατόρθωσαν να σπάσουν το φράγμα της σιωπής και της συκοφαντίας που έστησε σύσσωμος ο «πνευματικός κόσμος» της χώρας, στην προσπάθειά του να μην αφήσει την ταινία να περάσει κάτω. Η προσπάθεια αυτή έγινε αμέσως αντιληπτή από το κοινό και τελικά λειτούργησε αρνητικά για τους πρώτους και αφυπνιστικά για το δεύτερο. Η νίκη αυτή είναι η πρώτη νίκη των δημιουργών και του κοινού ενάντια στην τρομοκρατία των στοκαρισμένων διανοουμένων και των πρακτόρων της σύγχυσης και άλλων Φορντικών καθαρμάτων, που όμως λούφαξαν για λίγο καιρό και εμφανίστηκαν πριν λίγα χρόνια συνεπικουρούμενοι από μια ακατανόητη διάθεση λήθης και κάμποσους επιγόνους, υιοθετώντας μεθόδους πιο επικίνδυνες, όπως η μέθοδος ισοπέδωσης όλων ανεξαιρέτως των ταινιών σε επίπεδο αριστουργήματος, μέθοδος που κυριολεκτικά αποπροσανατολίζει το κοινό. Με τα «Κουρέλια» έκανα μια πρόταση πάνω στην παραγωγή και τις μεθόδους της που εξασφάλιζαν μια πλήρη ελευθερία στην έκφραση. Οι προτάσεις αυτές έγιναν αντιληπτές και εφαρμόστηκαν άσχημα μετά δέκα χρόνια. Για την καθυστέρηση αυτή ίσως να φταίω κι εγώ. Έπρεπε να επιμείνω περισσότερο, έπρεπε να κάνω ταινίες συχνότερα και να βγαίνω όλο και πιο μπροστά. Ίσως και να μην επεδίωξα κάτι τέτοιο κι αυτό το χρεώνω στον εαυτό μου σαν μια καθοριστική αποτυχία. Προβλήματα προσωπικά, που δεν νοιάζουν κανένα – δεν ψάχνουμε τώρα για ελαφρυντικά – αδιέξοδα που ενέδιδαν σε φυγές για λόγους υγείας και αξιοπρέπειας, συχνά όμως και για λόγους ατμόσφαιρας.

Πάντως η δικιά μου η γενιά απέτυχε. Δεν έχει σημασία αν κάναμε και κάποιες καλές ταινίες. Γιατί κανένας μας (μιλάω σα σύνολο κι ας κάνει το ξεκαθάρισμα το κοινό) δεν είχε το θάρρος να βγει μπροστά. Δεν ανοίξαμε την περπατησιά μας.

Λ.Γ. Πού οφείλεται αυτό; Δεν είχατε την επιτάχυνση που ίσως χρειαζόταν;

Ν.Ν. Ακριβώς. Αλλά πού να βρει την επιτάχυνση ένα αναιμικό χιλιάρι φορτωμένο με παιδιά, θείες, παππούδες και ένα σωρό μπαγκάζια ανασφάλειας, τη στιγμή που χρειαζόταν μια προοδευτικά αυξανόμενη επιτάχυνση;

Τι κρυβόμαστε; Ξενέρωτοι οι πιο πολλοί και χωρίς πάθος και οίστρο δεν καταλάβανε τον κινηματογράφο και δέχτηκαν να μεταβάλουν τις ταινίες τους σε οχήματα μεταφοράς συνθηματικών κραυγών και σημαιών ευκαιρίας. Δανείσανε τα κορμιά τους κι αφέθηκαν να χρησιμοποιηθούνε σαν μεσάζοντες ανάμεσα στους κριτικούς και το κοινό. Καλά παιδιά. Γενικώς πολύ καλά παιδιά και νομοταγείς καλλιτέχνες. Και γι’ αυτό και οι άλλοι τους χάρισαν πολλά πράγματα. Τους χάρισαν την υποστήριξη μέσα από τα έντυπα, τους χάρισαν τις αίθουσες, τις διακρίσεις, έξτρα φράγκα και πολλά Φεστιβαλάκια. Πράγματα που δεν τα πάλεψαν και δεν τα κέρδισαν. Μετά τους καπέλωσε το Κέντρο Κινηματογράφου γιατί φοβηθήκανε μη και το δυσαρεστήσουν και δεν τα πάρουν. Να γιατί αποτύχαμε γι’ αυτό και οι νεότεροι πρέπει να μας ξύσουν στα γρήγορα κι έπειτα το Κέντρο κι όλα τα Κέντρα. Και να ‘ναι θρασείς και άδικοι κα να μην περιμένουν στην ουρά για να έρθει η σειρά τους, γιατί στην ουρά τους μεταλλάζουν. Ό,τι είναι να γίνει, να γίνει τώρα που ακόμα δεν τακτοποιήθηκαν και δεν διαλύθηκαν. Πρέπει να μπουν στην ιστορία με κλωτσιές και με γροθιές. Το «έργο» ας έρθει αργότερα και μακριά απ’ τις δωρεές. Τους ανήκει μόνο αυτό που θα κερδίσουν.

Λ.Γ. Πιστεύετε πως οι νέοι ξέρουν σινεμά, όπως σίγουρα ήξερε η δικιά σας γενιά;

Ν.Ν. Εντάξει, δεν ξέρουνε. Πού να το μάθουν άλλωστε. Οι σχολές μένουν αβοήθητες από το κράτος και με την βοήθεια των επιτροπών του Υπουργείου παράγουν άσχετους. Κανείς δεν ασχολείται στα σοβαρά μαζί τους κι αυτοί αφήνονται στο κάποιο ταλέντο τους και στην σίγουρη αμορφωσιά τους. Μπορούν όμως να προχωρήσουν μόνοι τους γιατί η βιντεοκασέτα είναι μεγάλο σχολείο και η βιντεοκάμερα ένα πάμφθηνο μέσο πειραματισμού. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι να συνειδητοποιήσουνε το ρόλο τους και ν’ αντισταθούν στις εύκολες λύσεις που τους προσφέρει το σύστημα – καθώς αυτό ψάχνει για νέους λεγεωνάριους της σύγχυσης. Δεν είναι τυχαίο το ότι άρχισε κιόλας ανάμεσα στους νέους να διαμορφώνεται μία ομάδα με οπτική βιντεοκλίπ και συμπεριφορά Σπηλμπεργκική.

Λ.Γ. Πράγμα που προσωπικά θεωρούμε πολύ πιθανό, δεδομένου ότι πολλά απ’ αυτά τα παιδιά δεν έχουν όραμα, πράγμα που η δικιά σας η γενιά είχε. Έτσι δεν είναι;

Ν.Ν. Κι αν είχε, είδαμε τι απέγινε. Τι σημασία έχει πια όταν το όραμα αυτό ανταλλάχτηκε ή δόθηκε αντιπαροχή. Μπορεί ο Αβδελιώτης να μην ξέρει το σινεμά – όπως πολλοί είπανε – που ξέρει η γενιά μου, αλλά έχει κάποιο όραμα και βγήκε μπροστά. Δεν είδα την ταινία του, αλλά γιατί προσπαθήσανε να τον πετάξουνε έξω; Οι άλλοι ήτανε καλύτεροι; Και μήπως αυτοί που τον δικαιώσανε ήτανε τάχα πιο σωστοί απ’ αυτούς που τον αρνήθηκαν;

Λ.Γ. Μοιραία όταν διαγωνίζεσαι με επτά καθιερωμένους σκηνοθέτες είσαι και καμένος.

Ν.Ν. Καθιερωμένος από ποιόν; Όχι πάντως από το κοινό. Αυτή η αντίληψη και η μοιρολατρική στάση πρέπει να σταματήσει. Πρέπει οι νεότεροι συστηματικά να αγνοήσουνε τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης έτσι όπως τους διαμορφώνουν τα διάφορα συμφέροντα, τη φιλοσοφία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και να εκδιώξουν τους μεσάζοντες και τους συντηρητές της μυθολογίας του θεάματος. Γιατί επιβάλλεται επιτέλους να δούμε σινεμά από εικοσιπεντάρηδες (κι ας μην ψάχνουνε τώρα ν’ ανανεώσουν την κινηματογραφική γλώσσα, γιατί στο σινεμά τα ‘χουνε πει δυστυχώς όλα), μόνο ν’ αποκαταστήσουνε τον διάλογο με τον θεατή, πράγμα καθόλου ακατόρθωτο μια και ο τελευταίος έχει αποδείξει, όποτε του ζητήθηκε, ότι είναι εδώ και περιμένει.

Λ.Γ. Έχουμε την εντύπωση πως είναι καιρός να αλλάξουμε θέμα πριν ανεβάσουμε για μια ακόμα φορά την θερμοκρασία, γύρω από ένα τόσο… ανύπαρκτο θέμα. Ας περάσουμε σε μια άλλη σας δραστηριότητα, το γράψιμο. Έχουμε την εντύπωση ότι τελευταία έχετε εγκαταλείψει το γράψιμο. Πρόκειται για ένα διάλειμμα ή είναι τελεσίδικο;

Ν.Ν. Αν έχετε την εντύπωση ότι τόση ώρα μιλάμε για το σινεμά, κάνετε κάποιο λάθος. Εγώ κάνω σινεμά, μιλάω για το σινεμά και απορώ πως τόση ώρα δεν αντιληφθήκατε ότι μιλάμε για τα παπούτσια μου. Εν πάση περιπτώσει, ένα διάλειμμα που κρατάει δέκα χρόνια είναι κάτι παραπάνω από ένα διάλειμμα και η έκφραση αυτή δεν είναι παρά το φιλολογικό σκέπασμα μιας ανόητης και άπρακτης, γύρω από το γράψιμο, δεκαετίας. Δεν νομίζω ότι θέλω να ξαναγράψω, αν και έχω από καιρό μισοτελειωμένο ένα μυθιστόρημα και κάποια διηγήματα και κάμποσα να πω. Το επιχείρημα ότι για να επικυρωθεί ο «Βαλκάνιος» σα γεγονός λογοτεχνικό πρέπει να συνοδεύεται από ένα άλλο βιβλίου μου κάθε χρόνο, το βρίσκω κωμικό. Όπως κωμικό θεωρώ και το επάγγελμα του συγγραφέα. Ίσως τελικά ν’ αφήσω πολλούς με το ερώτημα: Αν τελικά ο Οργισμένος Βαλκάνιος δεν είναι ένα τυχαίο βιβλίο, τότε τι διάολο είναι και από που έσκασε;

PLAYBOY: Επιμένοντας στις δραστηριότητές σας θα αναφερθούμε σε μια άλλη, τη διαφήμιση. Είσαστε, απ’ ό,τι ξέρουμε, ένας απ’ τους σκηνοθέτες που δουλεύει πολύ στη διαφήμιση. Το κάνετε μόνο για βιοποριστικούς λόγους ή και σαν μια επαφή με το σινεμά;

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ: Κάνετε κάποιο λάθος, μόνο τα δύο τελευταία χρόνια δούλεψα πολύ στην διαφήμιση που είναι μια πολύ δύσκολη και υπεύθυνη δουλειά. Με ελκύει σ’ αυτήν ιδιαίτερα το γεγονός πως τουλάχιστον δυο φορές το μήνα μπαίνουν μπροστά από την κάμερά μου 6-8 εκατομμύρια για μια ταινία 30 δευτερολέπτων. Υπάρχει μια συγκίνηση κι ένας φόβος που το σινεμά δεν σου τον δίνει, γιατί απλούστατα το σινεμά δεν γίνεται τόσο συχνά, και όταν γίνεται στοιχίζει πολύ λιγότερα. Είναι ένα παιχνίδι πολύ επικίνδυνο, κάτι σα ν’ απασφαλίζεις τον υπερευαίσθητο μηχανισμό μιας βόμβας και συγχρόνως ένας χώρος ατέλειωτου πειραματισμού.

Λ.Γ. Λέγεται ότι έχει επηρεάσει πολύ αρνητικά τη δουλειά σας σαν σκηνοθέτη – δημιουργού η σχέση σας με τη διαφήμιση. Τι έχετε να πείτε πάνω σ’ αυτό;

Ν.Ν. Άσ’ τους να λένε. Αλλά γιατί τα βάζουν με την διαφήμιση προσπαθώντας να ανακαλύψουν τις αρνητικές πλευρές του έργου μου; Η αλήθεια είναι ότι η σχέση μου με την Κούλα επηρέασε πολύ αρνητικά τον κινηματογράφο μου. Γιατί βγάζουν την Κούλα από τη μέση, επειδή τη λένε μόνο Κούλα;

Τέλος πάντων, στην διαφήμιση και στην Κούλα χρωστάω τα’ ότι μπόρεσα ν’ αποβάλλω πολλές από τις επιρροές που δέχτηκα, γιατί απλούστατα τις ξεπέρασα εφαρμόζοντάς τες απάνω τους κι έτσι ξεκαθαρίστηκα. Στην διαφήμιση ακόμα χρωστάω το γεγονός ότι μπορώ ακόμα και τώρα να κάνω ταινίες φθηνότερες κατά 50 τοις εκατό από τις ταινίες των συναδέλφων μου, κι αυτό γιατί η οργάνωση του χρόνου και της παραγωγής είναι περισσότερο απαιτητική σε μια διαφήμιση απ’ ό,τι σε μια ταινία μεγάλου μήκους. Κι έπειτα ποιοι τα λένε αυτά; Οι αρχιδιαφημιστές της σύγχυσης κι αυτοί που την έπεσαν στην διαφήμιση και αυτή τους ξέρασε;

Λ.Γ. Μοιάζει απίθανο, αλλά εμείς θα κάνουμε ακόμα μια προσπάθεια να στρέψουμε τη συζήτηση έστω και λίγο μακριά από τον κινηματογράφο. Μιλήσατε για οργάνωση παραγωγής. Εσείς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας μεθοδευμένο άτομο;

Ν.Ν. Εγώ και η μεθόδευση βρισκόμαστε σε πολύ αγαθές σχέσεις. Πιστεύω ότι είμαι ένα πολύ μεθοδικό πλάσμα. Κάθε βράδυ π.χ. παίρνω κάποιες πολύ σημαντικές αποφάσεις και καταστρώνω σχεδιαγράμματα δράσης για τις επόμενες ώρες. Οι σημαντικότερες αποφάσεις παίρνονται μετά από κάποιες κρίσεις, με πρώτες τι κρίσεις διαφόρων νευρώσεων ακολουθούμενες από τους κολικούς των νεφρών. Μόλις όμως όλα αυτά περάσουν και έρθει η ώρα της εφαρμογής των προγραμμάτων και των σχεδιαγραμμάτων, μπαίνει μπροστά το μηχανάκι της μεθόδευσής μου και με ένα σοφό και αναντίρρητο τρόπο με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά είναι ανοησίες και πως το καλύτερο που έχω να κάνω, είναι να πέσω σε μια πλήρη κατατονική κατάσταση, γνωστή στο σπίτι μας σαν ‘ο μπαμπάς τώρα σκέπτεται την επόμενη ταινία του’ και που συνοδεύεται από ένα ηλίθιο μάτι καρφωμένο στο ταβάνι, σήμα κατατεθέν των προθέσεών μου και του ότι εγώ δεν βρίσκομαι πια εκεί.

Λ.Γ. Σινεμά δεν πηγαίνετε;

Ν.Ν. Όχι, γιατί κάθε φορά που πήγαινα, τσακωνόμουν μ’ αυτούς που μιλάνε, και τους άλλους που μασουλάνε. Εκνευρίζομαι με τον κακό ήχο, την κακή προβολή, τα διαλείμματα κι από πάνω κρυώνω κιόλας. Το ιδανικό θα ήταν αν φτιάξω μια δική μου αίθουσα προβολής αλλά αυτό στοιχίζει, κι έτσι αναγκάζομαι να τις βλέπω στο βίντεο, και βλέπω αρκετές. Δέκα με δεκαπέντε την εβδομάδα.

Λ.Γ. Λέτε ότι τσακώνεστε στις αίθουσες προβολής. Στη δουλειά σας αλλά και στην προσωπική σας ζωή συγκρούεστε με τους άλλους.

Ν.Ν. Συνέχεια και μόνο μετωπικά. Ειδικά στα γυρίσματα.

Λ.Γ. Μια φήμη λέει πως είσαστε πολύ σκληρός στη δουλειά σας.

Ν.Ν. Και δεν είναι μόνο φήμη κι επειδή ξέρω πολύ καλά τι μου συμβαίνει όταν δουλεύω, φροντίζω να προειδοποιώ τους πάντες, αρχίζοντας από την οικογένειά μου και τελειώνοντας στους συνεργάτες μου. Ειδικά με τους ηθοποιούς είμαι πολύ σκληρός γιατί συμβαίνει μήνες ολόκληρους πριν αρχίσει το γύρισμα της ταινίας να συνεργαζόμαστε πολύ στενά. Δουλεύουμε πάνω στο σενάριο, ξαναγράφουμε ολόκληρες σκηνές ή προσαρμόζουμε άλλες, τις αναλύουμε, τις προβάρουμε στους κανονικούς χώρους γυρίσματος και τις πιο δύσκολες τις γυρίζουμε σε βίντεο, τις διορθώνουμε και τις ξαναγυρίζουμε μέχρι να φτάσουμε σ’ ένα αποτέλεσμα που να μας ικανοποιεί όλους. Έπειτα βρίσκουμε όλοι μαζί τα ρούχα και μελετάμε τη λειτουργικότητά τους σε σχέση με τις σκηνές. Επεμβαίνουμε στα ντεκόρ και, όταν αυτό είναι δυνατό, τα πλουτίζουμε με στοιχεία που θα βοηθήσουν τον ηθοποιό στην ερμηνεία του. Παράλληλα ερευνάμε όλες τις πηγές που θα μας δώσουν στοιχεία και πληροφορίες γύρω από την ιστορία μας και την ερμηνεία της σε όλα τα επίπεδα της κινηματογραφικής έκφρασης. Όλη αυτή η διαδικασία και χωρίς να κάνω διάκριση ανάμεσα σε πρώτους ή τρίτους ρόλους, κρατάει καμμιά φορά μέχρι και έξι μήνες. Κατά συνέπεια κι όταν μετά απ’ όλα αυτά κάποιος ηθοποιός, την ώρα του γυρίσματος, γυρίσει και με ρωτήσει με κείνο το γεμάτο πανικό βλέμμα «πώς να το παίξω τώρα;» εγώ πέφτω σε μια βαθιά μελαγχολία που κρατάει περίπου τρεις ημέρες και μετά τον αφήνω στη τύχη του. Βέβαια αυτόματα το ντεκουπάζ της ταινίας προσαρμόζεται στις ελλείψεις του, αρκεί να μη με βγάλει εμένα και τη ταινία από το δρόμο μας. Μετά απ’ όλ’ αυτά βγαίνει και η φήμη ότι είμαι σκληρός.

Τελικά οι σχέσεις μου με τους ηθοποιούς (γιατί αυτοί είναι που με κατηγορούν για σκληρότητα) είναι πολύπλοκες και ενδιαφέρουσες. Καμμιά φορά επιδιώκω ή και δημιουργώ τεχνητές συγκρούσεις μόνο και μόνο για να τους ελευθερώσω από την επιρροή μου. άλλοτε πάω μπροστά και τους δείχνω τον δρόμο κι άλλοτε με χαϊδευτικό χτύπημα στην πλάτη, τους εκπαραθυρώνω. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα μαζί τους και δεν συνέβη μόνο μια φορά που παραμονή του πρώτου γυρίσματος της ταινίας, έδιωξα πρωταγωνιστή και χάρισα τον ρόλο του σε κομπάρσο. Είναι άτομα ανασφαλή κι έχουν μεγάλη ανάγκη από τρυφερότητα και συνεχή επιβράβευση, στοιχεία που πολλές φορές, και επειδή η ανάγκη των ρόλων το απαιτούσε, τα εκμεταλλεύτηκα αρνητικά. Όπως και να ‘ναι, πάντα τους σεβάστηκα και πάντα τους έδωσα τον χρόνο και το φιλμ που απαιτούσαν και κάπου νιώθω όμορφα όταν ξέρω ότι τουλάχιστον πέντε από τους πρωταγωνιστές των ταινιών μου, άγνωστοι, άσχετοι με το σινεμά όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, τώρα ανήκουν στις νέες δυνάμεις του κινηματογράφου μας και στο είδος των «περιζήτητων».

Κάποτε όμως θα πρέπει να κάτσουν και να σκεφτούνε πολύ σοβαρά, πόσο αυτό το οφείλουν στο ταλέντο τους και πόσο στην τόσο έντονα φημολογούμενη σκληρότητά μου.

Λ.Γ. Πώς θα χαρακτηρίζατε με μια λέξη – αν αυτό είναι δυνατόν – τις ταινίες σας;

Ν.Ν. Καλές κλειστοφοβικές ταινίες.

Λ.Γ. Πώς θα χαρακτηρίζατε – πάλι στις ταινίες σας – τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων;

Ν.Ν. Θα έλεγα ότι δεν είναι ξεκάθαρες, καμμιά φορά απρόσμενες, αρκετά τρυφερές, μόνο που φοβούνται να το ομολογήσουν και οπωσδήποτε γοητευτικές μέσα στην οχυρωμένη ασάφειά τους. Σχέσεις που συνάντησα στη ζωή μου ή επεδίωξα και δημιούργησα. Ποτέ – όπως αυτοί, έτσι κι εγώ – δεν είχα αυτό που λένε, μια ήρεμη και κανονική σχέση, τουλάχιστον με τις γυναίκες, κι έχοντας την τύχη να βρεθώ με κάποιες έντονες προσωπικότητες, μπορώ να πω ότι ταλαιπωρήθηκα άγρια αλλά και γόνιμα.

Λ.Γ. Όμως γιατί αναφέρεστε στο παρελθόν; Δεν είσαστε ακόμα νέος για απολογισμούς;

Ν.Ν. Περί flash back πρόκειται κι όχι περί απολογισμού. Απλώς με τα χρόνια ανακάλυψα ότι μπορεί κανείς να έχει πολύ ζωντανές και γεμάτες εμπειρίες σχέσεις, χωρίς να καταφεύγει στις σχέσεις «κάταγμα».

Λ.Γ. Είπατε ότι στη ζωή σας βρεθήκατε με γυναίκες που έστεκαν πολύ καλά στα πόδια τους. Πως γίνεται να μη συμβαίνει αυτό σε πολλές από τις γυναίκες των ταινιών σας που συνήθως άγονται και φέρονται από άλλους και συμπεριφέρονται σεξιστικά, ενώ οι άντρες από την άλλη, τις ειρωνεύονται και τις περιφρονούν;

Ν.Ν. Αυτή είναι μια τυπικά Μαοϊκή αντίληψη – κατά Κολωνάκι μεριά. Μα η Ευρυδίκη σκοτώνει τον Ορφέα γιατί επιλέγει τη δική της κόλαση κι αρνείται σ’ αυτόν τον ρόλο του ελευθερωτή. Η Ρίτα των Κουρελιών είναι η bloody mamma της δεκαετίας του ’50, ελεύθερη και ασυμβίβαστη. Συνειδητά επιλέγει σα προσωρινό καταφύγιο το τρελοκομείο, όπου οι άλλοι, δήθεν την απομόνωσαν.

Η Σοφία της Συμμορίας σφάζει τον ξανθό και τον αφήνει να ψυχορραγεί μέσα στο μπάνιο της και η Μαρίνα, αφού τον αποτελειώνει, βγαίνει και ληστεύει ένα οπλοπωλείο, για να μπορέσουν έτσι όλοι να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους. Όσο για τη γυναίκα της «Πρωινής Περιπόλου» περίμενε και θα δεις. Πού τα βρήκες όλα αυτά τα σεξιστικά:

Οι ηρωίδες μου έχουν έντονη και ανεξάρτητη προσωπικότητα κι αν υιοθετούν κάποια αντρικά σχήματα (από πότε ο φόνος είναι μόνο αντρικό σχήμα;) είναι γιατί η ιδέα της συντροφικότητας που υπηρετούν, για να υπάρξει, πρέπει να στηριχτεί, χωρίς να στερηθεί τον Έρωτα, κι αυτό είναι σημαντικό, πάνω σε άφυλα σχήματα. Δεν επιτρέπεται ν’ αρνηθούμε σε καμμιά γυναίκα να παίξει όποιο ρόλο θέλει, ακόμα κι αν αυτός είναι της ανδρογύνου.

Βεβαίως στα «Κουρέλια» κυκλοφορούν κάτι ανυποψίαστα αιδοία και φυσικά αντιμετωπίζονται από τους ήρωες ως τέτοια, μια και περιφέρονται έξω από το σχήμα του θανάτου τους, σε μια ώρα τόσων άγριων επιλογών που δεν τους αφήνει περιθώρια για ν’ ασχοληθούνε με το όποιο πρόβλημά τους. Μην ξεχνάς ακόμα ότι στη «Συμμορία» υπάρχει ένα άδικα περιφερόμενο αιδοιοφόρο πλάσμα, που το πάθος του να ξεπεράσει αυτές τι ιδιότητές του και να περάσει μέσα στο σχήμα της Συμμορίας, είναι μια απ’ τις αφορμές για την τελική σφαγή. Υπάρχει λοιπόν μια αντιδραστική ματιά που κρίνει συκοφαντικά τις ηρωίδες μου και που εκπέμπεται από κάποιους διανοούμενους φασίστες και άλλους κρυπτορατσιστές που φεμινίζουν και που αυτήν υιοθετείς – λίγο επιπόλαια – και συ, «αγαπητό Playboy». Ένα περιοδικό δηλαδή που προβάλλει μόνιμα την εικόνα μια γυναίκα ανόητης, πλαστικοποιημένης και άσχημης σε όλα τα επίπεδα, πότε ξαπλωμένης πάνω στον Φιντέλ Κάστρο και πότε στον Χιούστον, έτσι για άλλοθι. Στην ουσία η μόνη προσφορά του περιοδικού – απ’ την ημέρα της εκδόσεώς του και τώρα – είναι μια διαμάχη που ξεσήκωσε ανάμεσα στους αναγνώστες του, αναφορικά με τον κολπικό και τον κλειτοριδικό έρωτα και τίποτε άλλο.

Λ.Γ. Αναρωτιέμαι, με τόσες αντιρρήσεις που έχετε, γιατί δεχτήκατε να δώσετε συνέντευξη στο περιοδικό μας;

Ν.Ν. Δεν θα είστε ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο ανόητο έντυπο που θα φιλοξενήσει κάποια συνέντευξη μου, γιατί δυστυχώς το PLAYBOY δεν μονοπωλεί ούτε την ασχετοσύνη ούτε την ανοησία. Κάτι θα ‘ταν κι αυτό, που διακρίνει άλλωστε το σύνολο σχεδόν του εντύπου και του ηλεκτρονικού τύπου στην Ελλάδα.

Με την παρουσία μου εδώ μέσα ήθελα να δώσω μια απάντηση σ’ όλους αυτούς που φοβούνται να συνομιλήσουν μαζί σου γιατί θεωρώντας σε σαν αντιδραστικό έντυπο, πιστεύουν ότι θα χαρακτηρισθούν ως αντιδραστικοί και οι ίδιοι, γεγονός που θα εμποδίσει ή και θ’ ανακόψει την παραπάνω αναρρίχησή τους. Αυτή είναι λοιπόν μία τέλεια αντιδραστική θέση μια κι ένας καριερίστας που σέβεται τον εαυτό του, δεν επιτρέπεται να εκτεθεί μαζί σου, στο δρόμο του για το υψηλότερο κλωνάρι της μαϊμούς.

Λ.Γ. Εσείς πιστεύετε ότι το περιοδικό PLAYBOY είναι αντιδραστικό;

Ν.Ν. Ούτε και γι’ αυτό είναι ικανό.

Λ.Γ. Τι είναι λοιπόν;

Ν.Ν. Άχρωμο κι άοσμο γενικά. Κάτι σαν τις καλλονές του. Βέβαια στα πρώτα του τεύχη πήγε ν’ ασκήσει κάποια κριτική αλλά με την πρώτη αντίδραση υποχώρησε ψελλίζοντας και κρύφτηκε πίσω από τις σιλικόνες των κοριτσιών του.

Λ.Γ. Αν κατάλαβα καλά, θα θέλατε να περάσει μια συγκεκριμένη και προχωρημένη πολιτική θέση και να φύγει το πορνό.

Ν.Ν. Συγκεκριμένη και προχωρημένη πολιτική θέση – τουλάχιστον για τον τόπο μας – είναι δυο έννοιες αντίθετες. Έπειτα το πορνό είναι μια πολιτική θέση. Ας αρκεστείτε προς το παρόν σε μια προχωρημένη πολιτική θέση και σκληρό πορνό.

Λ.Γ. Δεν είναι βέβαια της αρμοδιότητος μου, αλλά από προσωπική απορία, θα άντεχε ένα σκληρό πορνό;

Ν.Ν. Γιατί δεν δοκιμάζετε ;

Λ.Γ. Είναι μια άποψη. Πείτε μου όμως κάτι – επειδή αναφέραμε λίγο τα κοινά και τα περί πολιτικών θέσεων – πάει χρόνος που σας είδα σε μια συγκέντρωση του νεοϊδρυθέντος τότε Σωματείου Ελλήνων Σκηνοθετών, προς έκπληξή μου ομολογουμένως γιατί σας φανταζόμουνα μακριά από τέτοιους φορείς.

Ν.Ν. Η αλήθεια είναι ότι, όπως πολλοί συνάδελφοι, έτσι και ‘γω δυσκολεύομαι να λειτουργήσω μέσα σε τέτοιους φορείς. Ήταν ανάγκη όμως γιατί τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο μια και η παλαιά εταιρία σκηνοθετών, χρόνια καπελωμένη από τη σαβούρα των κομμάτων και με την έγκριση του κράτους, ασκούσε και επέβαλλε μια στυγνή λογοκρισία σε όλα τα επίπεδα της κινηματογραφικής παραγωγής και στα ήδη χρονίζοντα προβλήματα συσσώρευε κι άλλα. Η εξαγορά έναντι πινακίου νεγκατίφ είχε φτάσει στο απροχώρητο. Η προσπάθεια λοιπόν που ξεκίνησε από ενενήντα εργαζόμενους κι όχι μπαρόβιους σκηνοθέτες, αποσκοπούσε όχι στο ξαναμοίρασμα των ρόλων όπως λάθος κατάλαβαν μερικά από τα ιδρυτικά μέλη της κίνησης, αλλά από την ανάγκη ενός πλήρους και ουσιαστικού ελέγχου του κινηματογραφικού γεγονότος από τους ίδιους παραγωγούς-δημιουργούς. Η απάντηση του κράτους ήταν όπως πάντα χυδαία. Αγνόησε επιδεικτικά όλη αυτήν την κίνηση, ενίσχυσε χρηματικά τη σαβούρα του παλαιού σωματείου, κινητοποίησε και τα άλλα κόμματα που φυσικά πανικοβλήθηκαν από αυτή τη κίνηση, και καλόστρωσε το δρόμο της επιστροφής για όποιους απ’ τους συναδέλφους κάτι τέτοιες σωματιακές ανακατατάξεις είναι μία λαμπρή ευκαιρία για να διαπραγματευθούν τις καριέρες τους.

Και η πέμπτη φάλαγγα λειτούργησε καλά και με τα διάφορα καλοστημένα καραγκιοζιλίκια της, μας παρουσίασε σαν φαιδρούς. Δεν έχει σημασία, το μήνυμα το πήρανε και κέρδος είναι πως πέσανε τελικά κάποιες μουτσούνες.

Λ.Γ. Και το Σωματείο – η άλλη λύση – διαλύθηκε;

Ν.Ν. Αδρανεί αλλά υπάρχει, όπως και τόσα άλλα πράγματα σ’ αυτόν τον τόπο. Και μέχρι να πάρει πάλι μπροστά, μια μηχανούλα, μια ιστορία, δυο τρεις χώροι και μερικοί τρελοί ηθοποιοί, κάπου θα βγούμε. Έπειτα έχω και το κομπιουτεράκι μου…

Λ.Γ. Που φαντάζομαι ότι ανήκει στον …..

Ν.Ν. Μ’ αυτό παίζω μόνο εγώ. Το αγόρασα πρόσφατα για να ταξινομήσω το κινηματογραφικό μου αρχείο, δηλαδή βιβλία βιντεοκασέτες και δίσκους που καλύπτουν κυρίως την περίοδο 40-60 με την οποία έχω μια…

Λ.Γ. Νοσταλγία;

Ν.Ν. Μάλλον περιέργεια. Τώρα που είμαι πια μακριά από εκείνη τη φοβερή δεύτερη δεκαετία (50-60) και τα γεγονότα της, νομίζω ότι είναι καιρός – μιας και πιστεύω ότι απέβαλα τη γοητεία του τότε – να την μελετήσω.

Λ.Γ. Και ποια ήταν τ’ αποτελέσματα της έρευνας;

Ν.Ν. Δεν έχω περάσει ακόμα όλα τα στοιχεία στο μηχάνημα, αλλά πολύ πρόχειρα σου λέω: Το Φεγγάρι. Από τους τέσσερις χιλιάδες τίτλους τραγουδιών που έχω περάσει μέχρι τώρα, το πενήντα τοις εκατό ασχολείται με το φεγγάρι. Τα χείλη της γυναίκας, τα μάτια και τα ονόματά της παίρνουν ένα άλλο μεγάλο ποσοστό. Η νύχτα – το έρχομαι κοντά σου – φεύγω μακριά σου, το υπόλοιπο. Φαίνεται πως την αγαπούσαν τότε τη γυναίκα.

Λ.Γ. Τώρα δεν την αγαπάνε, λέτε;

Ν.Ν. Φαίνεται πως όχι. Αλλιώς γιατί της στέρησαν τη φόρμα της και το μύθο της; Νομίζω ότι αυτή η περίφημη ισότητα δεν είναι παρά μια αντρική εφεύρεση.

Λ.Γ. Πιστεύετε πως η ισότητα είναι μια παρεξήγηση;

Ν.Ν. Κάτι παραπάνω από παρεξήγηση, μια απάτη θα ‘λεγα. Νομίζουν τώρα ότι συνεξουσιάζουν γιατί κάνανε καφενείο μόνο για γυναίκες, ενώ στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτα πέρα από το να αναπαράγουν κάποιο εχθρικό σχήμα, να μιμούνται και να μεταμφιέζονται. Η γυναίκα δικαστής-βουλευτής-στρατιώτης-πρωθυπουργός-αστυφύλακας δεν είναι μόνο μια μετάθεση ευθυνών με σκοπό τη σταδιακή κηφηνοποίηση του αντρικού φύλου και το πέρασμά του σε απρόσιτες για τις γυναίκες ηγετικές θέσεις – που περήφανες πια θα κρατήσουν το ρόλο του επιστάτη-σκύλου – αλλά μια ακόμα απόδειξη για τη σταδιακή μεταμόρφωσή της σε ένα νέο εξουσιαστικό και φυσικά αρσενικό σχήμα. Παράλληλα συμβαίνουν αλληλομεταθέσεις και οικειοποιήσεις αντιθέτων συμπεριφορών που επιτείνουν την σύγχυση καθώς σοφά τις ενορχηστρώνει ένα – με επίγνωση της αδυναμίας του – αντρικό φύλο. Και όπως θα ‘λεγε κι ο μικρός, κακός και χυδαίος διαβολάκος μέσα μου: Βγάλτε τις ζαρτιέρες και τις βλεφαρίδες με το βαθύ βλέμμα απ’ την γυναίκα και θα έχετε μπροστά σας το φτηνό πρωτότυπο ενός κομπιούτερ εικοστής γενιάς. Είδατε τι κάνανε στη Σίγκουρνι Γουήβερ στο ALLIEN II ή τυχαία νομίζετε τη χώσανε μέσα στον μηχανικό εργάτη που κάτω από την καθοδήγηση του λαμπρού γυναικείου μυαλού της, τσάκισε το τέρας; Και τώρα που μιλάμε, σκέφτομαι τον καημένο τον Φίλιπ Μάρλοου χωρίς τη Βέλμα και τη Λίζαμπεθ Σκοτ, μπερδεμένο ανάμεσα στα περιφερειακά και τα εξωτικά MOTOROLA της σούπερ AMINA PLX, να ψάχνει για τα χείλη της και τον παλιό καλό θάνατό του… Τελειώσαμε.

Λ.Γ. Και μια τελευταία ερώτηση. Έχετε κοινωνική ζωή, διασκεδάζετε; Ρωτάω γιατί πραγματικά αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο είναι να έχει κοινωνική ζωή ένας άνθρωπος που ζει τόσο μακριά από το κέντρο, εδώ στο Κεφαλάρι, κι όταν μάλιστα απ’ ό,τι ξέρω, δεν οδηγείτε αυτοκίνητο.

Ν.Ν. Από πολύ μικρός και μέχρι σήμερα – εκτός από μια περίοδο επτά ετών, έζησα έξω από την πόλη. Σκόπιμα δεν έμαθα να οδηγώ κι αυτό γιατί όπως έχει η κυκλοφορία και για να καλύψεις μια διαδρομή δέκα χιλιομέτρων πρέπει να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει πολύ σκληρά και ‘γω κάτι τέτοια τ’ αποφεύγω τις καθημερινές. Έχω ένα τρομερό στην όψη παπάκι, κάτι μεταξύ τσόπερ και λατέρνας, που με καλύπτει όποτε κι όταν θέλω να εξασκήσω το δικαίωμά μου στην αυτοκίνηση. Οι μεγάλες τελικές και τα γκαζώματα έρχονται από αλλού και σίγουρα δεν με οδηγούνε στην Αθήνα από την οποία έχω κάτι παράλογες απαιτήσεις που οπωσδήποτε δεν μου τις καλύπτει. Σπάνια λοιπόν βγαίνω έξω και κάνω αυτό που λένε κοινωνική ζωή. Βέβαια καμμιά φορά μου ‘ρχεται μια επιθυμία για διασκέδαση όπως κάποιο βράδυ πρόσφατα που ενώ ήμουν έτοιμος να πέσω για ύπνο, σηκώθηκα, ξυρίστηκα, έβαλα τα καλά μου και είπα στη γυναίκα μου «Βγαίνουμε». Αυτή με κοίταξε περίεργα γιατί κάτι τέτοια δεν τα συνηθίζω. «Να βγούμε», μου απάντησε ωστόσο, «και πού πάμε» ; «Λέω να πάμε σ’ ένα νάιτ κλαμπ, ν’ ακούσουμε την Ρίτα Χαίηγουορθ να τραγουδάει». «Δεν νομίζω πως η εν λόγω Ρίτα τραγουδάει σε κέντρο της Αθήνας» παρατήρησε και με κοίταξε περίεργα. «Ε, τότε», της είπα «δεν έχω δίκιο που δεν βγαίνω απ’ το σπίτι μου;» Και αφού ξεντύθηκα έπεσα για ύπνο.

(Λίγο μετά την ηχογράφηση αυτής της συνέντευξης, η Τζίλντα – Ρίτα Χαίηγουορθ μας άφησε για πάντα).

Contact Us

We're not around right now. But you can send us an email and we'll get back to you, asap.

0