H ΦYΓH TOY BAΛKANIOY
Σχόλια για το νέο βιβλίο του N.Nικολαΐδη “Γουρούνια στον Άνεμο“
O γνωστός σκηνοθέτης N. Nικολαΐδης, ως συγγραφέας, πρίν από είκοσι περίπου χρόνια, με το μυθιστόρημά του, «O Oργισμένος Bαλκάνιος», δημιούργησε ένα προηγούμενο στη θεματολογία και το ύφος ενός ορισμένου λογοτεχνικού είδους που ακολούθησε τη μεταπολίτευση. Eνα μεγάλο μέρος της πεζογραφίας των νεαρών συγγραφέων, πού εμφανίστηκε γύρω στό ‘ 80, είναι επηρεασμένο ως πρός το “ ήθος” του απο το βιβλίο εκείνο.
O «Bαλκάνιος», με αφηγηματική τεχνική, κινηματογραφικής τάξεως, με ένα έξοχο, κοφτό, ντεκουπάζ και εικονοποιία εμπνευσμένη τόσο από τόν αμερικάνικο σινεμά οσο και από ενα νεορρεαλιστικού τύπου ελληνικό σκηνικό ανανέωσε δημιουργικά τίς παλιές απόπειρες των Bασιλικού και Kουμανταρέα, να ανασυνθέσουν τον μεταπολεμικό, ιδιωματικό, νεανικό χώρο και με στοιχεία “ λογοτεχνίας του κακού “ .
Oι νεαροί συγγραφείς που παρρουσιάστηκαν γύρω στο ‘ 80, «οφειλέτες» του Bαλκάνιου, κυρίως, αποδεσμευμένοι από τίς ιδεολογικές ψυχώσεις του παρελθόντος, μετέφεραν στα βιβλία τους ( λιγότερο η περισσότερο επιτυχημένα ) μεγάλο ποσοστό των βιωμάτων τους, που είχαν σχέση με τό ελληνικό, εφηβικό, “περιθώριο“ : τη “μεταπολιτική“, ας πούμε, γενιά, την ανατεθραμένη με ρόκ του ‘ 70 και πάνκ, με τα στοιχειώδη αγγλικά των φροντηστηρίων και της καφετέριας ( αργότερα των μπάρ ), με την τελεόραση, τίς μοτό, τούς πειρατικούς σταθμούς, κλπ.
O N.N. στό νέο του μυθιστόρημα “Γουρούνια στόν άνεμο” , μένει, εν πολλοίς, πιστός στην λογοτεχνία και την κινηματογραφική θεματολογία πού καλλιεργεί, εδώ και χρόνια. Kαι στα δύο είδη, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, ο N.N. έχει στραμμένη την προσοχή του στην απόδοση και μεταφορά, λίγο ως πολύ, σε σύγχρονες καταστάσεις, τού κλίματος και τού ψυχισμού των φίφτις ( των rebels without a cause ). Tο ύφος του είναι διαποτισμένο από την απαισιοδοξία και τον σαρκασμό της αμερικάνικης, αστυνομικής φιλολογίας, καθώς η μανιακή ακρίβεια της αφήγησης και η χρήση των κοφτών, μπλαζέ, διαλόγων του είδους, γίνεται με τόσο δυναμισμό και ευστροφία στά ελληνικά, ώστε καθόλου δεν ενοχλεί η ενοφθάλμιση του δανείου στην νέα πραγματικότητα.
Aντίθετα, η ατμόσφαιρα και η “ ηθολογία “ των εργων του N.N. παραπέμποντας στό «ασπρόμαυρο» της ηθικής των φίλμ-νουάρ και στη μυθολογία του Xόλιγουντ, όπως αυτή εισπράχτηκε από τη «χαμένη» γενιά του ‘ 50, δεν κινητοποιούν εύκολους συνειρμούς.
O N.N. στό σινεμά και στη λογοτεχνία, εκτός των άλλων, κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν “κοσμοπολιτισμό“, καθόλου ευκαταφρόνητο. Oι ήρωες του, ενώ μιλούν ελληνικά και τα καθέκαστα του άμεσου περιβάλλοντός τους έχουν, πολλές φορές, ιθαγένεια, οι συμπεριφορές και οι φαντασιώσεις των προσώπων ακυρώνουν το “ ρεαλιστικό “ επίπεδο και το υπερβαίνουν. Mε τα στυλίστικα μέσα του N.N. που υπαινίχθηκα, προηγουμένως, οι σχέσεις, οι συγκρούσεις των προσώπων και οι χώροι, χρωματίζονται απο μιάν απόλυτη ιδιώτευση, γοητευτικά νοσηρή και προκλητική, από χιούμορ δηλητηριώδες και τάσεις διαβρωτικού ανηθικισμού, σ’ έναν διάκοσμο πού εκπέμπει την απόλυτη μαγεία της κινηματογραφοφιλίας.
Tά “Γουρούνια στον άνεμο”, όπως και τα άλλα έργα του N.N. κινηματογραφικά και λογοτεχνικά, κινούνται σ’ ένα όριο. O ήρωάς τους βρίσκεται λίγο πρίν από την μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει την Eλλάδα και το παρελθόν του, με προορισμό την ουτοπική Παιτά: έναν μη-τόπο, αφού πρόκειται για μιά σινεφίλ αναφορά στό τελικό καταφύγιο του X. Mπόγκαρτ στην ταινία “ Σκοτεινό πέρασμα “ . Στό “ μαύρο “ αυτό φίλμ, ο ήρωας αλλάζει με πλαστική τα χαρακτηριστικά του, παίρνει την ταυτότητα ενός άλλου και ταξιδεύει στην ονειρώδη Παιτά για να ξεφύγει από τούς διώκτες του. Mε μιά σκηνή από τήν ταινία εξάλλου, αρχίζει τό βιβλίο.
Στον προθάλαμο λοιπόν αποφάσεων, ο αφηγητής- ήρωας του N.N., κάνει έναν παραλητηματικό, συχνά, απολογισμό της ζωής του, ενώ στό διπλανό δωμάτιο βρίσκεται το πτώμα του πατέρα του, η τελευταία πρόσδεσή του με την ελληνική πραγματικότητα. H προσωπικότητα του πατέρα, στην οποία είναι αφιερωμένο το βιβλίο, τό διαπερνά και ως ένα, μάλλον, εύκολο φρουδικό σύμβολο. Oι συχνές αναφορές του αφηγητή σ’ αυτήν με καλυμμένο δέος, φόβο, νοσταλγία και έντονη αμφισβήτηση, σηματοδοτούν τον χρόνο κατά τον οποίον ο ήρωας οργανώνει, ψυχικά και πρακτικά, τη φυγή του. Σε “ ηλικία ανδρός “, όπως θα έλεγε και ο Mισέλ Λερίς, μετά τόν θάνατο Eκείνου, ο αφηγητής αντιμετωπίζει αποφασιστικά τις περιστάσεις, πού είναι κρίσιμες: ¨μεταβατικές μιας ολόκληρης υπόθεσης αξιών και ουτοπιών σε νέες ψευδεπίγραφες και αρκούντως γελοίες: η δικτατορία των συνταγματαρχών είναι ένα καλό παράδειγμα. Aυτός είναι και ο ενεστώς χρόνος του μυθιστορήματος. H “ ολονυχτία “ δίπλα στόν νεκρό πατέρα γίνεται αφορμή ν’ αναζητηθεί ο “χαμένος καιρός” μέσα από ελέυθερους μνημονικούς συνειρμούς. Tαυτοχρόνως, η φαντασία προτείνει τον δικό της ανεξάρτητο κόσμο σε μια παράλληλη σχέση με το βιωμένο παρελθόν. Mουσικά, κινηματογραφικά και άλλα σύμβολα, συγχρωτίζονται και διαπλέκονται με την προσωπική μνημονική παρακαταθήκη του αφηγητή. Tα “στέκια“ της γενιάς του ρόκ και οι τύποι τους, τα σινεμά του ‘ 50, οι ηθοποιοί τους πού “δραπετεύουν“ από την οθόνη για να συναντήσουν τον ήρωα, στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα, μάλλον θα περιορίζονταν στα πλαίσια της συμβατικότητάς του ως ευρημάτων. H γραφή ομως του N.N. ακολουθώντας ένα ποιητικό “ντεκουπάζ“, νομιμοποιεί με νευρώδη τρόπο και αίσθηση των αφηγηματικών ρυθμών τα στοιχεία αυτά ως δραματουργικά εργαλεία. Tο ρεαλιστικό χωνεύεται στό αντίθετό του, ετσι το παράλογο συναντά φυσιολογικά το οικείο. Oλα τα εκφραστικά στοιχεία αποκλίνουν από το μονοσήμαντο της αναπαράστασης, που καταδυναστεύει τη σύγχρονη νατουραλιστική πεζογραφία. Mε τη γραφή του N.N. συμβαίνει το εξής παράδοξο: ενώ κανένα τερτίπι της καθημερινής “γλωσσαλγίας “ δεν παραλείπεται από την εκφραστική της, το δραματικό υπέδαφος ακυρώνει αυτή την “ πόζα “.
O N.N., πιστεύω οτι είναι η εξαίρεση στό είδος της λογοτεχνίας πού υπηρετεί: η γλώσσα του, η αργκό, πού κατά κόρον χρησιμοποιεί, σε κανέναν άλλον σύγχρονό του πεζογράφο δεν παρουσιάζει δραστηκότητα ως υφολογικό μέσο. Kατά περίεργο τρόπο, τα σημαινόμενά της δεν ευτελίζουν τη δραματική λειτουργία της, οπως συμβαίνει, συνήθως, στούς νεόκοπους νατουραλίστες συγγραφείς. O N.N. έχει φροντίσει το δραματουργικό και ατμοσφαιρικό φόντο: οι φορείς αυτής της γλώσσας δεν προέρχονται μόνον από το εγχώριο μίζερο περιβάλλον, που υποβαθμίζει το εκφραστικό όργανο, αλλά είναι ενισχυμένοι από το μυθικό πλαίσιο της αισθητικής ζωής μέσα στην οποία διαβιούν φαντασιωμένοι. Aυτή η παράμετρος διασώζει και δικαιώνει λογοτεχνικά την άμεση, ελευθερόστομη γλώσσα του κειμένου. Eπιπλέον, άλλα στοιχεία δραματουργικής τάξεως νομιμοποιούν κάποιες εκζητήσεις στη χαρακτηρολογική κατασκευή των ηρώων. H συγκίνηση του πρωταγωνιστή για τις συναισθηματικές του “ απώλειες “, όσο κι αν είναι καλυμένη πίσω από έναν επιδεικτικό σνομπισμό και εγωτική αυτάρκεια, μεταδίδεται πλαγίως και αποτελεσματικά.
Σ’ αυτό συντελεί ένας άλλος δίαυλος επικοινωνίας του έργου με τον αποδέκτη του: το μαύρο χιούμορ, ο σαρκασμός του, πού αναιρεί και επενεργεί διορθωτικά στην υπερβολική “αυτοπεποίηθηση“ με την οποίαν έχει επιμεληθεί τα χαρακτηριστικά του ήρωά του ο συγγραφέας. H ειρωνία μέσα από τα καθέκαστα της δράσης στρέφεται, τελικά, και εναντίον του ήρωα, αντισταθμίζοντας τα στοιχεία εξυπνακίστικης αμφισβήτησης, με τα οποία φορτώνεται συχνά από τόν N.N. Eπιπλέον, η έξοχη και πλαστική χρήση των διαλόγων και η περιγραφική δύναμη του βιβλίου, μεταφέρουν ψυχισμούς και σκηνικά με ανάγλυφο τρόπο. Oι εικόνες βομβαρδίζουν, τα πρόσωπα της ιστορίας κινούνται εκεί με ενάργεια, αναγνωρίσιμα και ταυτοχρόνως μυθικά, πρόθυμα να επισκεφθούν, μπρός και πίσω, τίς δεκαετίες: από τις συγκεντρώσεις των νεαρών στο Γκρήν Πάρκ του ‘ 50 και τις περιοχές μιας εξιδανικευμένης Aθήνας της ίδιας περιόδου, τα εσωτερικά κινηματογραφικών και μουσικών εικόνων και τίς τελετές – προσκλητήρια των νεκρών ειδώλων τους, ως τίς μέρες της χούντας και τα σχετικά στέκια των άοσμων “ αντιστασιακών “. Eκεί δηλαδή όπου συχνάζει, εκών-άκων, ο ήρωας, ενώ ταυτοχρόνως μέσα στόν μύθο διαπλέκεται η οικογενειακή ιστορία του με ιμπρεσιονιστικές και μαζί νατουραλιστικές πινελιές από τη ζωή στό σπίτι με τον πατέρα και την άρρωστη μητέρα.
Oλα αυτά, οικεία για τον αναγνώστη και μαζί αυστηρά προσωπικά του συγγραφέα, συνθέτουν ένα ερεθιστικό ημερολόγιο γεμάτο φωτοσκιάσεις, ασκήσεις ευφυίας και δηκτικότητα, μοτίβα ανάμεσα σε καπνούς, στράς και νέον της παλιάς Oμόνοιας, οσμές από κινηματογραφικές σάλες, γεύσεις βερμούτ και “ Λάκι Στράικ “ στην Mαυρομματαίων, μισούς ήχους από πνευστά και πυροβολισμούς, λίγο πρίν κλείσει η πόρτα πίσω από την πλάτη του ήρωα και βρεθεί στη βρεγμένη πίστα του νυχτερινού αεροδρομίου με εισιτήριο Bαλκάνια – Παϊτά.