2007
ΜΙΑ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΖΟΥΜΑ

ΣΥΝΟΨΗ

ΜΙΑ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΖΟΥΜΑ

“Όλες οί βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από τήν πρώτη…σάν τήν πρώτη αγάπη”, γράφει ο Νίκος Νικολαΐδης στο Μιά στεκιά στό μάτι τού Μοντεζούμα. Σ’ αυτή την ύστατη πνευματική του μαρτυρία μυθιστοριογραφεί, με το ιδιότυπο ύφος του, για μια τελευταία φορά έντονα και άμεσα τη γενιά του. Ο δεκαπεντάχρονος αφηγητής του μυθιστορήματος καταγράφει την Αθήνα και τις μεταπολεμικές δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα με μια ψύχραιμη, σαρκαστική, προκλητική αλλά και ταυτόχρονα ιδιαίτερα νοσταλγική και ευαίσθητη ματιά. Η ανήσυχη διαδρομή του, κάτω από ροκ εν ρολ και τζαζ ήχους, είναι μία αποκαλυπτική αναζήτηση, γεμάτη αγάπη, συντροφικότητα, περιπέτειες και έρωτα, η οποία όμως οδηγεί σχεδόν μοιραία σε χαμένες ελπίδες, εκρήξεις οργής και ατελείωτες απογοητεύσεις.

Ο Νίκος Νικολαΐδης κατανοεί απόλυτα το πόσο αδυσώπητα μας “τιμωρεί” ο χρόνος και το πόσο αμείλικτα η ζωή μάς οδηγεί σε άλλους δρόμους, αλλά ταυτόχρονα υμνεί το αναλλοίωτο των πρώτων μας ονείρων και τη συνέπεια όσων αρνούνται να εγκλωβιστούν στα “όρια” του συστήματος.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
ΜΙΑ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΖΟΥΜΑ
Εισαγωγή: Απόστολος Βασιλάκης
Επίμετρο: Μάνος Ελευθερίου
Μυθιστόρημα
Επιμέλεια: Κώστας Διονυσόπουλος
Εξώφυλλο: Βίκτωρ Κοέν
Πρώτη έκδοση: Ιανουάριος 2008
Δεύτερη έκδοση: Οκτώβριος 2010
Σχήμα: μαλακό εξώφυλλο
Σελίδες: 466
Τιμή: 25€
ISBN: 978-0-9747660-9-6

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΗΡΩΑ

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΗΡΩΑ

Νά πώ τήν αλήθεια δέ μέ γουστάρω καθόλου –είμαι γκρίζος κρεπαρισμένος χολεριασμένος καί γουρσούζης σκατογκρινιάρης μιζερομίζερος σνομπάκιας μουνάκιας γκινιόλης πολύ Σοπενάουερ ο αρχίδης που νά φτύσω στό τάφο μου.

Μ’ άρέσουν οι έρημες δεντροστοιχίες η Ζυλιέτ Γκρεκό που τραγουδάει “μισώ τίς Κυριακές” τά πράσινα βρεμμένα παγκάκια τά νεκρά φύλλα οί χνουδάτες πετσέτες τά ωραία ρούχα η Χάτσον Κόμμοντορ σούπερ σίξ του 50 τά ωραία φαγητά τό χάϊ φιντέλιτυ τό Φλοκάκι κι’ ο βιεννουά στό Πέτρογραδ μ΄ αρέσει ο Ερρολ Φλύν στήν Επέλαση της Ελαφρας Ταξιαρχίας καί η Μαρί Μπλανσάρ -κανείς δέ τή ξέρει άλλά στό φινάλε στά παπάρια μου ζώ καί χωρίς αυτά -δέ ζηλεύω γαμώτο μου κανένα καί τίποτα τούς έχω χεσμένους όλους τούς ρουφιάνους κι΄αυτό μέ γεμίζει φούρκα δέ πάει άλλο -πολύ αδιαφορία έχει πέσει. Η μόνη λύση μου είναι νά υποκρίνομαι ότι μοιράζομαι μαζί τους τόν ίδιο κόσμο κι΄ότι τάχα μου είμαστε όλοι ίσοι κάτω από τόν ίδιο γαμημένο ήλιο εγώ που γουστάρω τή βροχή τή θύελλα καί τό χιονόνερο τά μαύρα σύννεφα στό πεζοδρόμιο τόν πυρετό τά ρίγη στό σκοτεινό μου Πάρκο καί τήν υγρασία.

Καμμιά φορά μου τή δίνει καί βγαίνω έξω απ’ τό σπίτι μου στά Τουρκοβούνια στό χωματόδρομο της Αγίας Φωτεινής καί πλακώνω τίς πετριές πάνω απ’ τά σπίτια καί τίς ταράτσες νά πέφτουνε στή κάτω γειτονιά -τίς καλές ημέρες ακούω καί κανά τζάμι νά σπάει μετά τσιρίδες μακρινές μέχρι που μού τήν έπεσε ένας γείτονας –τί κάνεις εκεί ρέ παιδί –πετάω πέτρες του είπα – άντρας είσαι εσύ ρέ θά σκοτώσεις κανένα άνθρωπο -όχι –τού είπα –πούστης είμαι τί γουστάρεις; κι΄έμεινε κάγκελο ο βρωμύλος -έχω νά πετάξω πολλές πέτρες ακόμα ρέ καριόληδες.
Μ’ αυτό που μέ ζοχαδιάζει περισσότερο είναι πως μέ πατάω στό λαρύγγι δέν μου συγχωράω τίποτα – καί δέ μ΄αγαπάω καθόλου γαμώ τήν ανωμαλία μου μέσα νά γιατί όταν είμαι κακός είμαι κακός κι΄όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος.
Στά δώδεκά μου χρόνια έφαγα τή γκόμενα του Ηλία του καλλίτερου μου φίλου μεγάλη τσογλανιά κι΄έπαψα πιά νά μέ πιστεύω μου κούνησε τό κωλαράκι της η βρωμομούνα κι΄ άρπαξα σά χάνος κι΄από τότε έτσι καί καταφέρω νά προσπεράσω τά καριολόμουνα τίς γκόμενες τών φίλων μου νοιώθω πως κάτι νίκησα –πως κάτι κέρδισα μαζί κι΄ ένα κουτσό πόντο.

Καί δέ ζηλεύω τίς βίλλες στό Καλαμάκι τούς μεγάλους πράσινους κήπους τίς βεράντες μέ τίς κουρτίνες ν΄ανεμίζουν στίς μπαλκονόπορτες τίς καλοθρεμμένες μουνίτσες στό πατινάζ τίς χάϊ σοσάετυ μουνάρες της Αρζεντίνα δέ κάνω όνειρα μέ ακριβά ρολόγια καί μανικετόκουμπα δέ θέλω νά τρέχω πιό γρήγορα απ’ τό Τάκη νά βάζω ωραία τζάμ-σούτ σά τόν Ολιβερ δέ θέλω νά ‘μαι πρώτος πουθενά -είμαι πρώτος από χέρι καί σάς έχω όλους γραμμένους στό πόϊτσιο μόϊ κουφάλες.

Εντάξει κάπου κάπου όλα αυτά μου θυμίζουν ρήματα της καυχήσεως εκείνου του παπάρα του Αλεξανδρινού Αιμιλιανού Μονάη όμως μή μέ σκουντάτε στό δρόμο ρέ αρχίδια σκουντιέμαι κι΄από μόνος μου δέ σας έχω ανάγκη –να τά βρώ λίγο μαζί μου θέλω – γιατί όπως είπε κάποτε κι΄ ο Τζέρρυ Λούις –πρέπει ν΄ άγαπάς τόν εαυτό σου γιατί στό κάτω κάτω μ΄ αυτόν θά ζήσεις όλα σου τά χρόνια

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Βασιλικη Τζεβελεκου
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
15/11/2007

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ
ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ
3/4/2008

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
28/01/2008

ATHENS VOICE
21/2/2008

Παυλος Θ. Καγιος
ΤΑ ΝΕΑ
16/11/2007

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ
LIFO
9/2/2008

ΦΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΕΛΕΣ
ATHENS VOICE
27/11/2008

Λαμπρος Σκουζακης
Περιοδικο (δε)κατα Χειμωνας 2009

ΕΛΠΙΔΑ ΠΑΣΑΜΙΧΑΛΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
10/9/2008

«ΒΑΚΧΙΚΟΝ»
Σεπτεμβριος 2008

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
CINEMAINFO.GR
ΦΕΒ. 2008

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ
MIC.GR
29/01/2008

MIC.GR
2/12/2008

Contact Us

We're not around right now. But you can send us an email and we'll get back to you, asap.

0