INTERVIEWS

Lefteris Tarlantezos

Συνεντευξη στον Λευτέρη Ταρλαντέζο

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΤΑΡΛΑΝΤΕΖΟΣ.: Η πρώτη ερώτηση που θέλω να σας κάνω είναι ποιος είστε;
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ: Ποιος είμαι; Κοίταξε, όπως είπε κι ο Πιραντέλο υπάρχουνε τρεις Γιάννηδες, είναι ο Γιάννης όπως τον βλέπουν οι άλλοι, ο Γιάννης όπως νομίζει αυτός ότι είναι και ο Γιάννης ο οποίος πραγματικά είναι. Τώρα τι να σου πω, μπερδεμένα τα’ χω κι εγώ. Καμιά φορά ακούω πράγματα για μένα που λένε άλλοι που λέω δεν είμαι εγώ, για κάποιον άλλο θα μιλάνε. Τώρα, αν πιάσεις και τους τρεις Γιάννηδες και τον κάνεις ένα κάτι μπορείς να βγάλεις, αλλά δεν ξέρω ποιος είμαι.
Λ.Τ.: Υπήρξατε βοηθός του Βασίλη Γεωργιάδη από το 1960 και έπειτα. Μπορείτε να μας πείτε σε ποιες ταινίες αυτού του μεγάλου σκηνοθέτη δουλέψατε;
Ν.Ν.: Σε μια ταινία, ήμουνα βοηθός του στην Κατάρα της Μάνας, την οποία δεν την ολοκλήρωσα κιόλας, γιατί τσακώθηκα με τους παραγωγούς και με τον Βασίλη Γεωργιάδη και σηκώθηκα και έφυγα, δηλαδή δεν έφυγα από τον τόπο του γυρίσματος, παρακολουθούσα τα γυρίσματα αλλά δεν συμμετείχα
Λ.Τ.: Η Κατάρα της Μάνας;
Ν.Ν.: Ναι, ναι βέβαια, το πρώτο ελληνικό western.
Λ.Τ.: Και τι ακριβώς κάνατε εκεί;
Ν.Ν.: Όλα! Δηλαδή, έγραφα το σενάριο, γιατί μας το στέλναν το σενάριο σε κάτι σημειωματάκια, “τώρα η Μάρω μπαίνει στο Βάλτο, κολλάει, έρχεται ο άλλος την ξεκολλάει”, αλλά αυτά ήτανε σημειώσεις. Καθόμουνα λοιπόν έγραφα το σενάριο, είχα κάνει σκηνικά, είχα κάνει κοστούμια, κι επειδή ο Βασίλης Γεωργιάδης γύριζε χωρίς σημειώσεις έκανα και το script, δηλαδή σημείωνα τις σκηνές, το τι γύριζε, τι έκανε, έτσι ώστε όταν πήγαινε στο μοντάζ να ξέρουνε τι υλικό παίρνουνε. Τι άλλο είχα κάνει…Α! Ήμουνα επί της μετακίνησης, διότι πολλοί ηθοποιοί δεν δέχονταν να έχουν μεταξύ τους σχέσεις, δεν ήθελαν να είναι στο ίδιο αυτοκίνητο με τον άλλο, έκανα και τέτοια. Φρόντιζα για το φαγητό κάνα δύο ηθοποιών, γιατί είχαν περίεργα γούστα. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην κάνω, και φυσικά όταν συνέβαινε κάποιο λάθος κυνηγάγανε όλοι εμένα, ο οποίος είχα πρωτομπεί στο σινεμά τότε για πρώτη φορά και μου λέγανε script και δεν ήξερα τι είναι. Βέβαια τους τα’ κανα θάλασσα, εννοείται, ειδικά στο script έκανα τον Γεωργιάδη, να μη μπορεί να δέσει την ταινία, τον τσάκισα, αλλά δεν ήξερα, ήμουνα τότε στο δεύτερο έτος της σχολής, ούτε κάμερα είχα δει, ούτε τίποτα. Αλλά εκεί έμαθα πολλά πράγματα, κοιμόμουνα τρεις ώρες την ημέρα άλλα τότε ήμουνα 21 χρονών, ανάγκη είχαμε; Έβγαζα πρόγραμμα γυρίσματος, ξέρεις με βροχή, με ήλιο, με σκιά. Τα κατάφερα τελικά!..
Λ.Τ.: Στη σκηνοθεσία πρωτοεμφανιστήκατε το 1962 με τη μικρού μήκους ταινία Lacrimae Rerum;
Ν.Ν.: Τα Δάκρυα των Πραγμάτων, από ένα ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα. Ουσιαστικά ήτανε ένα βιντεοκλίπ πάνω στην ημιτελή του Σούμπερτ, με έμπνευση από το ποίημα αυτό. Το Lacrimae Rerum μας εκπροσώπησε στις Κάννες. Στην Ελλάδα πήρε την μεγάλη κριτική από διαφόρους, την οποία αν την συνοψίσουμε έλεγε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι παρανοϊκός, σχιζοφρενής και τέτοια πράγματα για το Lacrimae Rerum. Είχε γυριστεί με κλεμμένο φιλμ, με κλεμμένη μηχανή, με μπαταρία αυτοκινήτου γιατί δεν υπήρχε μπαταρία της μηχανής και διάφορα τέτοια πράγματα.
Λ.Τ.: Και η υπόθεση;
Ν.Ν.: Δεν έχει υπόθεση, βιντεοκλίπ είναι.
Λ.Τ.: Ηθοποιοί, ποιοι έπαιζαν;
Ν.Ν.: Δεν υπήρχαν ηθοποιοί, μόνο αντικείμενα.
Λ.Τ.: Και το 1964 το Άνευ Όρων…ένα 45λεπτο φιλμ
Ν.Ν.: Ναι, αυτό μου βγήκε 45λεπτο, δεν ξέρω πως μου ξέφυγε. Δεν τις έχω αυτές τις κόπιες. Ούτε ξέρω που υπάρχουνε αυτές οι ταινίες.
Λ.Τ.: Αυτά τα δύο φιλμ θα μπορούσαν και τώρα να έχουν μια επαφή με το κοινό. Γνωρίζω κάποιους φανατικούς θαυμαστές σας, κι εγώ είμαι φαν βέβαια του έργου σας, οι οποίοι μου έχουν πει πως μπορούμε να βρούμε αυτές τις ταινίες;
Ν.Ν.: Δεν υπάρχουνε, έχουνε εξαφανιστεί. Άφησα τα negatif (αρνητικά) σε διάφορες εταιρείες, ίσως κάποια κόπια μπορεί να έχει η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, αλλά κοίταξε αυτές ήτανε δουλειές πειραματικές, δεν μπορώ να πω ότι με εκπροσωπούνε, δεν τις εξαφάνισα, απλώς δεν ενδιαφέρθηκα για την τύχη τους.
Λ.Τ.: Επίσημο ντεμπούτο στον χώρο του κινηματογράφου το 1975 με την ταινία Ευρυδίκη ΒΑ 2O37. Βόρεια-Ανατολικά έτσι;
Ν.Ν.: Ότι θέλεις.
Λ.Τ.: Μιλήστε μας για αυτή…
Ν.Ν.: ΒΑ 2O37 ήτανε ο αριθμός του αυτοκινήτου μου. Έπρεπε να της βάλω ένα κωδικό αριθμό. Η Ευρυδίκη έχει ένα κωδικό αριθμό μέσα στην πόλη που ζει, όλοι είναι chip-οποιήμένοι.
Λ.Τ.: Μπροστά από την εποχή της η ταινία, είχε όμως και την 7ετία, όπως έγραψαν κριτικοί στο παρελθόν;
Ν.Ν.: Όχι, καμία σχέση. Αυτά ήταν κάποιες σαχλαμάρες κάποιων μεγάλων Ιταλών κριτικών, οι οποίοι έγραψαν ότι μέσα στην Ευρυδίκη, βρήκαν το πρόσωπο της φυλακισμένης Ελλάδας μέσα στη χούντα. Λοιπόν, αφού τους βόλευε έτσι εμένα τι με’ νοιαζε. Για να το ερμηνεύσουν έτσι σημαίνει ότι βρήκαν κάποια στοιχεία, τα οποία μπορεί και ερήμην μου να περάσανε, πάντως δεν ήταν η πρόθεση μου. Πρόθεση μου ήταν καθαρά να κάνω μια ανατροπή του Ορφικού μύθου Και μάλιστα την έπαιξε η ΕΡΤ τις παραμονές της 21ης Απριλίου σαν αντιστασιακή ταινία (γέλια). Καλά. Θα φρικάρησε ο κόσμος με αυτά που είδε εκεί πέρα μέσα.
Λ.Τ.: Εσείς όμως τι έχετε να πείτε για την Ευρυδίκη, τώρα;
Ν.Ν.: Τώρα που την κοιτάζω, λέω ότι είναι ίσως είναι η πιο στερεή ταινία που έχω κάνει, γιατί την ξεκίνησα και την τελείωσα με πολύ φτωχά οικονομικά μέσα, όταν σου λέω φτωχά, το συνεργείο ήταν δυο άτομα ουσιαστικά, όχι 25 που είχα τώρα, και ότι γυρίστηκε μπήκε, δηλαδή δεν γυρίστηκε ούτε ένα περιττό πλάνο, ήταν τόσο καλά οργανωμένη η ταινία, που γύρισα ακριβώς το υλικό που ήθελα. Δηλαδή, έφευγε και πήγαινε στο τραπέζι του μοντάζ και μονταριζόνταν κατευθείαν, δεν ήθελε παρεμβάσεις από τον μοντέρ, κλπ. Και είχε και μια τρομακτική οικονομία στην αφήγηση. Όλα αυτά λόγω στριμώγματος οικονομικών, αλλά τελικά αυτό το στρίμωγμα με έκανε να κάνω, για μένα, την πιο στερεή ταινία. Δεν χάνει από πουθενά
Λ.Τ.: Μεταφυσική ταινία;
Ν.Ν.: Όταν γράφω ένα σενάριο και όταν σκέφτομαι μια ταινία δεν κάθομαι να την αναλύσω θεωρητικά, τι είναι, που πάει. Εγώ απλώς γράφω, εκτονώνομαι έτσι, έρχονται σήματα απ’ έξω τα οποία τα πιάνεις, τα επεξεργάζεσαι, συντρέχουν και τα δικά σου μαζί και βοηθάνε και βγαίνει κάτι. Τώρα από κει και πέρα ας πούνε οι θεωρητικοί, ας πούνε αυτοί οι ιστορικοί, κλπ. Δεν είναι δικιά μου δουλειά να κάτσω να κινηματογραφήσω μια ιδεολογία, ή το Κεφάλαιο ή το ένα ή το άλλο…Δεν με ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα. Αλλά σου λέω σαν κατασκευή είναι η πιο στερεή ταινία που έχω κάνει. Ίσως γιατί έχω μάθει, ή μπορώ και λειτουργώ καλύτερα όταν έχω στριμώγματα. Και πάντα οι ταινίες μου ήτανε σπουδές πάνω στις ταινίες που πραγματικά θα ήθελα να κάνω.
Λ.Τ.: Ακολούθησαν Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα, η Γλυκιά Συμμορία…
Ν.Ν.: Κανονικά έπρεπε να ακολουθήσει μια άλλη ταινία, διότι υπήρχε γραμμένο το σενάριο της από τότε κι ήταν το Singapore Sling, αλλά δεν μπορούσα να την κάνω γιατί δεν έβρισκα ηθοποιούς, ήτανε τόσο προβοκατόρικη, extreme, μ’ αυτό το περίεργο χιούμορ που οι ηθοποιοί φοβόντουσαν να την παίξουνε, και μάλιστα είχε και την μορφή του μιούζικαλ που δεν την υιοθέτησα μετά. Λοιπόν, δεν έγινε -τότε- το Singapore Sling. Ήτανε να γυριστεί μετά την Ευρυδίκη. Τα σενάρια των δυο αυτών ταινιών είχανε γραφτεί σχεδόν παράλληλα.
Λ.Τ.: Δηλαδή μετά την Ευρυδίκη θέλατε να κάνετε το Singapore Sling και όχι Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα.
Singapore SlingΝ.Ν.: Ναι! Το Singapore Sling. Δεν μπόρεσα να το κάνω λοιπόν και μετά δημιουργήθηκε έτσι μια γκρούπα με Βαλαβανίδη, Τζούμα, Παναγιωτίδη, Μπενσουσάν και κάποια άλλα παιδιά και αρχίσαμε τις συζητήσεις, όχι τίποτα σπουδαίο, απλώς βρισκόμασταν, συζητάγαμε και από κει ας πούμε, ξεπήδησαν τα Κουρέλια, πήρανε την ιδέα τα παιδιά, την δουλέψανε, περάσανε προσωπικά τους στοιχεία και έτσι γυριστήκανε τα Κουρέλια που ήτανε, μπορώ να πω, μια ταινία πολιτικής παρέμβασης, η οποία έκανε ντόρο στην εποχή της, και η οποία ευτυχώς στέκεται ακόμα, γιατί την ξαναείδα πρόσφατα, σίγουρα ήτανε μια εποχή που χρειαζότανε να υπάρξει μια ταινία αμφισβήτησης, για αυτό κι έκανε μεγάλη επιτυχία. Και μάλιστα υιοθετήθηκε περισσότερο από την νεολαία παρά από τους ανθρώπους στους οποίους απευθυνόταν, και δημιούργησε και ορισμένους μικρόκραδασμούς, μην είμαστε υπερβολικοί και σε κάποιες πολιτικές νεολαίες. Από αυτά έχω στοιχεία και ξέρω για τι μιλάω. Και βεβαίως μετά ακολούθησε και η Γλυκιά Συμμορία που ήταν που ήταν ακριβώς πάλι πάνω στο δρόμο της παρέμβασης, γιατί η πολιτική κατάσταση τότε ήτανε εξαιρετικά ρευστή, ανακατεμένη, επικίνδυνη, στοκαρισμένη κάπου άσχημα, με μια πολύ ύπουλη παρέμβαση της Δεξιάς και μια απροκάλυπτα χυδαία της Αριστεράς και οι ήρωες οι δικοί μου δεν τα σηκώνανε αυτά τα πράγματα, για αυτό και μίλησα αν θέλεις μ’ αυτή την ταινία (Κουρέλια) και με την Γλυκιά Συμμορία, με αποτέλεσμα βέβαια και η Δεξιά να μου απαγορέψει Τα Κουρέλια με ένα σκεπτικό της Αριστεράς, δηλαδή ουσιαστικά το σκεπτικό με το οποίο απαγορεύτηκαν Τα Κουρέλια, ήτανε αντίγραφο της κριτικής του Μοσχοβάκη στο επίσημο όργανο του ΚΚΕ, την εφημερίδα τους. Βεβαίως μπερδευτήκανε άσχημα, ήταν αστείο το πράγμα. Με βρίζανε οι αριστεροί, μετά απαγόρεψε την ταινία η Δεξιά για να τους κάνει το χατίρι ξεσηκωθήκανε τότε αυτοί και είπανε ότι κάνουν λογοκρισία και αρχίσανε να μάχονται υπέρ της ταινίας (αυτοί οι οποίοι την είχαν καθυβρίσει την ταινία.) Και αναγκάστηκε η Νέα Δημοκρατία και απέσυρε την απαγόρευση.
Λ.Τ.: Η Πρωινή Περίπολος παίχτηκε στο 16 Διεθνές Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου του -πάλαι ποτέ- Avoriaz, τον Ιανουάριο του 1988. Είχατε παραβρεθεί; Κι αν ναι τι θυμάστε από αυτή σας την εμπειρία;
Ν.Ν.: Εκεί είναι που χάσαμε το βραβείο, ναι. Καταπληκτικό φεστιβάλ το οποίο δυστυχώς έκλεισε, δεν ξέρω γιατί. Κοίταξε, ήτανε σε ένα βουνό πάνω από ένα χωριό το οποίο είχε μια ιστορία βρυκολακιασμού Στό χωριό οι γυναίκες είχανε φάει τους άντρες τους, κλπ. μετά γεννάγανε κερασφόρα και τέρατα, κλπ. Το Φεστιβάλ γινόταν πάνω στο βουνό μέσα στα χιόνια., μες τα χιόνια, καταπληκτικό με ξύλινες κατασκευές, ξενοδοχεία και σπίτια από κάποιους ψαγμένους Γάλλους αρχιτέκτονες. Υπήρχανε πέντε κινηματογράφοι οι οποίοι ήτανε φίσκα μέχρι τις δύο το πρωί και γενικά ήτανε ένα πολύ ωραίο περιβάλλον. Βεβαίως εκεί παιζόντουσαν και τα γνωστά παιχνίδια, κλπ.. Επειδή οι Γάλλοι, έτσι φιλόευρωπαϊστές και τα τέτοια, και επειδή υπήρχε και ο Robocop τότε για λόγους που αυτοί ξέρουν αποφάσισαν να προτείνουν σαν την Ευρωπαϊκή πρόταση κόντρα στον Robocop την Πρωινή Περίπολο, κακώς κατά την γνώμη μου. Εγώ θεωρώ τον Robocop μεγάλη ταινία και δεν έχουνε καμία σχέση οι δύο ταινίες, είναι μη συγκρίσιμα μεγέθη.
Λ.Τ.: Εξάλλου το Robocop του Paul Verhoeven είναι, σχεδόν, μια Ευρωπαϊκή ταινία…
Ν.Ν.: Βεβαίως, απλώς είχε το αμερικάνικο αμπαλάζ, είχε κάνει τεράστια επιτυχία, έκανε μια τεράστια διαφήμιση, κατέβαινες στο αεροδρόμιο και έβλεπες τύπους Robocop να προχωράνε, να σου παίρνουν την βαλίτσα και να την πάνε στις αποσκευές, ένα ψιλοπάγωμα να βλέπεις ένα σιδερένιο πράγμα, και στο δρόμο υπήρχανε Robocop, κλπ. και κάπως είχανε ζοχαδιαστεί οι Γάλλοι.. Εγώ είχα 9,5 βαθμό, 9 είχε το Robocop από την Προκριματική Επιτροπή, που ήτανε ο Molinaro μέσα, ήτανε ο Luis Malle, ήτανε γεροί σκηνοθέτες και ανεβήκαμε λοιπόν πια εκεί για να γίνει το έτσι και ερχόντουσαν οι δημοσιογράφοι και μου λέγανε “ποιος είναι των δημόσιων σχέσεων σας για να μας δώσει φωτογραφίες, υλικό”. Ποιες δημόσιες σχέσεις, εγώ είχα ανέβει με τον γιο μου, την Μαρί-Λουίζ, τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη -κάναμε παρέα τότε πολύ- και την Michelle Valley, η οποία μιλούσε γαλλικά για να μας ξεστραβώνει. Είμαστε δηλαδή σαν την μύγα μες το γάλα. Όλοι οι άλλοι οργανωμένοι, μου λέγανε “Ποιος είναι ο διανομέας σας στη Γαλλία” και γω έλεγα τι λένε τώρα τα άτομα, έχουν καταλάβει από πού ερχόμαστε, απ’ την μπανανία. Αυτοί συνέχιζαν να ρωτάνε “Πότε θα κάνετε κοκτέιλ πάρτι για τους δημοσιογράφους). Βέβαια υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μονοφωνική μπάντα της ταινίας ε; κι απαντούσα “Βεβαίως, έχω μονοφωνική άποψη”, τι να τους πω ότι δεν μπορούμε να κάνουμε stereo στην Ελλάδα, και μου λέγανε “Μπράβο!”. Το’ χαν δει έτσι οι Γάλλοι, άρχισαν να μου παίρνουνε φωτογραφίες, να προετοιμάζονται ότι θα πάρω το βραβείο, κλπ. Εγώ, ξέρεις, αλλού αρμένιζα, έλεγα σιγά τώρα που θα χτυπηθώ εγώ με το Robocop. Κι ήτανε κι ο άλλος με το Hellraiser, ο Clive Barker, ο οποίος ήταν πολύ συμπαθητικό άτομο, ενώ αντίθετα η Kathryn Bigelow ήταν αντιπαθέστατη, κι ήτανε και κάποιος Jack Sholder…
Λ.Τ.: Bigelow, η πρώην γυναίκα του Cameron
Ν.Ν.: Α, είναι πρώην, καλά, αλλά κοντά στον Cameron έμαθε σινεμά
Λ.Τ.: Καλά, βέβαια το Near Dark που γύρισε δεν είναι καλύτερη ταινία από την Πρωινή Περίπολο, η Πρωινή Περίπολος είναι κλάσεις ανώτερη από αυτή την ταινία
Ν.Ν.: Εντάξει. Λοιπόν και παίρνω τηλέφωνο κάτω το Κέντρο Κινηματογράφου, λέω “έχω την εντύπωση ότι αυτοί οι άνθρωποι εδώ μας έχουνε βάλει στην κωλότσεπη το μεγάλο βραβείο, δεν ξέρω, με κυνηγάνε πολύ” βέβαια εγώ ούτε συνεντεύξεις να δίνω, και γενικά να κρύβομαι. “Στείλτε καμιά εκατοσταριά χιλιάδες”, ποσό γελοίο δηλαδή “να κάνω κανένα κοκτέιλ εδώ”, Το ΕΚΚ δεν είχε λεφτά για μένα και στο τέλος χάσαμε το βραβείο, ρίξανε και το Robocop και δώσανε το βραβείο σε μια άθλια ταινία (The Hidden). Θυμάμαι, το βράδυ της απονομής ο Verhoeven στεκόταν πίσω μου, καθώς μπαίναμε στην αίθουσα απονομής, και τον άκουσα να ψιθυρίζει: “Άλλη φορά πρέπει να κάνω καλύτερες ταινίες μου φαίνεται” (γέλια). Εάν είχαμε μια καλή οργάνωση θα παίρναμε το βραβείο,
Λ.Τ.: Ήταν και ο Sidney Lumet εκεί…
Ν.Ν.: Βέβαια, ήτανε πρόεδρος της Επιτροπής
Λ.Τ.: Γράψατε για την Πρωινή Περίπολο, ότι είναι μια ταινία που σας τρομάζει…
Ν.Ν.: Ε! ναι ποτέ δεν θα την δω ξανά αυτή την ταινία. Είναι κάτι πιο μπροστά, πολύ πιο μπροστά…
Λ.Τ.: Η Γλυκιά Συμμορία ήταν συνέχεια των Κουρελιών, εντασσόμενη μέσα στην τριλογία “Τα Χρόνια της Χολέρας”. Τι σημαίνει τα χρόνια χολέρας;
Ν.Ν.: Αυτή είναι μια ποιητική έκφραση του Γιάννη Αγγελάκα, ο οποίος έχει καθορίσει αυτή την τριλογία. Είναι τα δύσκολα χρόνια που λέμε, τα χρόνια του ψαξίματος, της εφηβείας, της αμφισβήτησης, του διωγμού, του “με την πλάτη στον τοίχο”, όλα αυτά τα πράγματα.
Λ.Τ.: Και φτάνουμε στο 1989 με το Singapore Sling…
Ν.Ν.: Το Singapore Sling θεωρείται αυτή τη στιγμή, αν πιστέψω τα κείμενα που υπάρχουν στο internet, μια από τις καλύτερες Cult ταινίες της δεκαετίας του ’90, και για πολλούς άλλους η σημαντικότερη.
Λ.Τ.: Το υπέροχο Singapore Sling που παίχτηκε στο Φεστιβάλ Φανταστικού των Βρυξελλών…
Ν.Ν.: Το είχαν ζητήσει πιο πριν στο Avoriaz, αλλά σε παράλληλο κι’ όχι στο επίσημο πρόγραμμα. Κι’ έτσι δεν την έστειλα. Εμένα με εκφράζει απόλυτα το Singapore Sling, είναι μια από τις ταινίες που γίνανε με πάρα πολύ κέφι και πολύ γέλιο. Περάσαμε πολύ ωραία σ’ αυτή την ταινία. Ένα μέρος του εαυτού μου πάει κατά κει, μ’ αρέσει πολύ αυτό το είδος, η κωμωδία τρόμου εντός εισαγωγικών, αυτό το μαύρο χιούμορ, αυτές οι καταραμένες σχέσεις οι οποίες όμως αποδιοργανώνονται συνεχώς και ξανάστήνονται πάνω στο μύθο όλων αυτών των ταινιών. Κι επειδή ακριβώς έγινε με κέφι για αυτό και είχε τόσο μεγάλη επιτυχία έξω.
Λ.Τ.: Εκτός από τη Γαλλία, παίχτηκε και Γερμανία, κλπ;
Ν.Ν.: Κοίταξε, κυκλοφορεί παράνομα, γιατί έχω φροντίσει να μην κυκλοφορούνε κόπιες σε όλα τα μεγάλα sinefreak μαγαζιά της Αμερικής και της Ευρώπης, και την ψάχνουνε. Είναι κάποιες εταιρείες που το κυκλοφορούν παράνομα σε video και το γράφουνε βέβαια πάνω στην κασέτα ότι είναι αντίγραφο από μια προβολή που έγινε στην Δανία, ή στη Σουηδία, από κει την πήρανε με σουηδικούς υπότιτλους και την έχουνε κυκλοφορήσει σε ολόκληρο τον κόσμο.
Λ.Τ.: Χωρίς δικαιώματα, χωρίς τίποτα έτσι;
Ν.Ν.: Τίποτα. Και στο e-bay και στο Amazon μέσα την χτυπάνε στα options την ταινία, έχει φτάσει μέχρι και 30 δολάρια να πουληθεί, που είναι εξωφρενικό ποσό.

Λ.Τ.: Αυτό έλεγε και ο Jodorowsky, ότι “δεν χρειάζεται να ψάχνουν, κλπ., όποιος θέλει μπορεί να έρθει σε μένα, να την βγάλει πειρατική να του δώσω την καλύτερη κόπια”…
Ν.Ν.: Ναι, μα και μένα μου γράψανε κάποιοι και τους έστειλα κάποιες ελληνικές κόπιες δωρεάν τελείως, ούτε καν τα ταχυδρομικά δεν πληρώσανε. Ήτανε κάποιοι πιτσιρικάδες εκεί που ψάχνανε το Singapore και λέγανε “ρε παιδιά που να την βρω;”, τους την έδωσα. Τους έλεγα απλά μην βγάζετε κόπιες.
Λ.Τ.: Υπάρχει ιστοσελίδα για το Singapore στο εξωτερικό, έτσι;
Ν.Ν.: Υπάρχουνε γύρω στις 40 ιστοσελίδες για το Singapore Sling και ανακαλύπτω συνεχώς καινούριες. Το’ χουνε πάρει πολύ στα σοβαρά (γέλια). Ε! ναι, αλλά ξέρεις, η ταινία είχε ατυχία στην Ελλάδα γιατί παίχτηκε, τότε ανοίγανε Δευτέρα οι ταινίες. Δευτέρα και Τρίτη η ταινία έσκισε, έτριβα τα μάτια μου, λέω είναι δυνατόν τώρα, τόσο δύσκολη ταινία και περίεργη για το ελληνικό κοινό, και την τετάρτη αρχίζει ο πόλεμος του Κόλπου, και σβήσανε όλες οι ταινίες. Παράδειγμα έπαιρνα Θεσσαλονίκη, και ρωτούσα “Τι γίνεται παιδιά;”, Ε! τι να γίνει όλος ο κόσμος ήτανε στην τηλεόραση, έβλεπε τους σκούντ να πετάνε σε real time, τους δημοσιογράφους να κρύβονται, να σπάνε τζάμια, πτώματα κλπ. Ποιος θα πάει σινεμά; Τους έλεγα “Λοιπόν παιδιά τι έγινε;” μου λέγανε “κλείσαμε”, “Πόσα εισιτήρια κάναμε;”, “19”, “Δίπλα τι παίζει;”, “James Bond”, “Πόσα έκανε;”, “16”, “Σκίσαμε!” λέω (γέλια). Αυτό είναι τώρα που φοβάμαι και με την καινούρια ταινία… κι’ όχι μόνο. Τον πόλεμο…
Λ.Τ.: Τι συνέβη με το Θα σε δω στην Κόλαση Αγάπη μου (1999); Παίχτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, παίχτηκε με επιτυχία στο Φεστιβάλ Φανταστικού των Βρυξελλών, παίχτηκε και στο 2ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Ποπ & Ροκ το Σεπτέμβριο του 2001. Από κει κι έπειτα γιατί δεν βγήκε στις αίθουσες αυτή η υπέροχη μεταφυσική ταινία, η οποία δεν υπάρχει ούτε σε DVD, άλλα ούτε καν σε βίντεο;
Ν.Ν.: Αυτή την ταινία αποφάσισα να μην την βγάλω για πολλούς λόγους. Πρώτον, γιατί μου δώσανε κινηματογράφους σε περιόδους τις οποίες εγώ δεν θεώρησα σωστές, Απρίλιο ή μέσα στις απόκριες. Είχα έρθει σε συνεννόηση και είπα πάνω από τρεις κινηματογράφους δεν πρέπει να πάει η ταινία, ίσως και σε δύο. Είναι περίεργη, πολύ κλειστή, πολύ προσωπική. Μετά είδα ότι υπήρχε γενικά και ένα ρεύμα και μια ατμόσφαιρα που δεν θα της επέτρεπε να λειτουργήσει. Ορισμένα πράγματα για να ανθίσουν θέλουνε και τον χώρο τους, αυτός ο χώρος δεν υπήρχε, η ατμόσφαιρα δεν την σήκωνε, και είπα, λοιπόν, εκεί που είναι η ταινία να βγει και να θαφτεί με κάποια 500 ή 1000 εισιτήρια, θα είχε και την τελείως αρνητική τοποθέτηση της κριτικής, για λόγους που δεν έχουν καμία σχέση με την ταινία, απλώς για λόγους συμπεριφοράς, θέσης, κλπ. Αποφάσισα ότι δεν πρέπει να την κάψω την ταινία, θα την κλείσω στα κουτιά και θα την βγάλω όποτε θέλω και μπορεί και να μην τη βγάλω και καθόλου, ούτε σε DVD θα βγει, ούτε σε video, ούτε σε τίποτα. Ήτανε δική μου απόφαση, σινεμά είχα και μπορώ και τώρα να έχω, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να βγει η ταινία, τουλάχιστον τώρα. Άσε, θα δούμε. Ήταν πάντως δική μου επιλογή να μην βγει, δεν έμεινε στα ράφια. Είπα “Η ταινία δεν θα βγει, τελείωσε!”, κι είναι ενδιαφέρουσα δουλειά, πολύ ενδιαφέρουσα και εξαιρετικά οριακή.
Λ.Τ.: Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα κλείνει την τριλογία από τα χρόνια της χολέρας, πιθανόν να ανοίγει και μια νέα τριλογία;
Ν.Ν.: Όχι! Τα έχουμε πει όλα αυτά, έχουμε τελειώσει εκεί! Τώρα, κανείς δεν ξέρει, αλλά δεν νομίζω να προστίθεται τίποτε άλλο σ’ αυτό τον κύκλο των ταινιών. Τώρα ή θα ανοίξει κάτι άλλο ή τίποτα. Μπορεί ξαφνικά να πάω κατά την μεριά του Singapore Sling, τελείως αντιεμπορική βέβαια και περίεργη, αλλά δεν ξέρω τι θα μου βγει, δεν κάνω σχέδια. Αν έχω κουράγιο και χρήματα… τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για το σινεμά κι όσο πάνε χειροτερεύουνε. Λοιπόν, σ’ αυτή την ταινία (Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα) επένδυσα και προσωπικά μου χρήματα, διότι υπήρξε κι ένα κυνηγητό από το Eurimages και από τον εκπρόσωπο του, κο Βρεττάκο, τον οποίο είχα χαρακτηρίσει στο παρελθόν σαν νεκροθάφτη του Ελληνικού Κινηματογράφου, και βρήκε ευκαιρία τώρα, όταν πήγε η ταινία στο Eurimages έκανε ότι μπορούσε να την θάψει. Αυτό το έχω καταγγείλει και επάνω στο έντυπο του Φεστιβάλ τα έγραψα αυτά… Η μόνη ελληνική ταινία που πήγε και δεν πήρε χρήματα, τον προηγούμενο χρόνο είχανε πάει δύο ταινίες και είχανε πάρει 75 και 80-85 εκατομμύρια, την επόμενη χρονιά που πάει μόνο μία ελληνική ταινία την πήραν αλλά λένε “δεν έχουμε χρήματα”. Το οποίο σημαίνει ότι έκανε ότι μπορούσε ο εκπρόσωπος να μην πάρει χρήματα η ταινία. Έχω μπει με προσωπική εργασία και με προσωπικά κεφάλαια μέσα στην ταινία και αν η ταινία πάει καλά θα εξαρτηθεί αν θα συνεχίσω. Αν υπάρξει κάποιος παραγωγός που να θελήσει κάποιο κομμάτι μου δικό μου, ντάξει θα πάω να δουλέψω σαν σεναριογράφος – σκηνοθέτης, γιατί μέχρι τώρα δούλευα πάντα και σαν παραγωγός των ταινιών μου. Πάντα φρόντιζα να κρατάω πάνω από το 51% της ταινίας για να μην μου την διαλύουν την ταινία. Φρόντιζα να έχω τον έλεγχο για να μην μπορεί να κάνει κανείς τίποτα.
Λ.Τ.: Πιστεύω πως Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα είναι η σημαντικότερη της χρονιάς. Τι πιστεύετε για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου η ταινία σας σαφώς αδικήθηκε, μια και -κατά την άποψη μου (και όχι μόνο)- ήταν με χιλιάδες έτη φωτός διαφορά η καλύτερη και σπουδαιότερη ταινία από όλες τις υπόλοιπες;
Ν.Ν.: Εγώ δεν έχω δει τις υπόλοιπες ταινίες, για να αποφεύγω τέτοιες ερωτήσεις παγίδες (γέλια). Δηλαδή κάποια μπορεί να είναι καλύτερη από την δική μου, δεν ξέρω. Δεν τις είδα, για να αποφύγω συγκρίσεις, θυμούς, εκρήξεις, κλπ. Ξέρουμε πολύ καλά τι είναι το Φεστιβάλ, εγώ ήξερα τα βραβεία, σ’ ένα έπεσα έξω στου Μανθούλη, όλοι πέσαμε έξω εκεί. Ήξερα τα άλλα βραβεία που θα δοθούνε, ήξερα ποιος παραγωγός θα βραβευότανε, γιατί δεν είναι περίεργο ότι ένας παραγωγός πήρε τρία βραβεία, τα δύο των καλυτέρων ταινιών και ένα άλλο, ήξερα τις σχέσεις αυτουνού του παραγωγού με διάφορα κέντρα αποφάσεων, ήξερα επίσης και ποιος διανομέας είχε κλείσει ήδη τις ταινίες και είχε αρνηθεί τη δική μου. Και λέω άσε να δούμε μετά το Φεστιβάλ. Θα μου πεις γιατί ανέβηκα; Γιατί με παρακαλέσανε οι συντελεστές να ανεβώ. Εγώ τους είπα, “παιδιά θα πάμε επάνω και θα μας σφάξουνε. Άλλη μια ευκαιρία να μας σφάξουνε, όπως κάνουνε επί χρόνια. Μην απογοητευτείτε, τα πράγματα είναι δεδομένα”. Οι περισσότεροι συντελεστές ήταν αθώοι για αυτό το χώρο, του Αγγελάκα δεν του πέρναγε ποτέ απ’ το μυαλό ότι θα ρίχναν την ταινία σε κάποια βραβεία. Εγώ ήμουνα προετοιμασμένος και δεν μου έκανε καμία μα απολύτως καμία έκπληξη. Μάλλον, έκπληξη ήταν για μένα ότι μπερδευτήκανε κάπου και μου δώσαν και το βραβείο σκηνοθεσίας. Εκεί κάτι έγινε και δεν τους βγήκε το χαρτί, κάποιοι, δηλαδή, αντιδράσανε κρυφά από τις διάφορες ομάδες εκεί. Οι ανεξάρτητοι ήταν οι λιγότεροι, αλλά φαίνεται στο βραβείο της σκηνοθεσίας παίχτηκαν περίεργα πράγματα και κει την πατήσανε και το δώσανε μισό-μισό. Θα είχε μεγαλύτερη πλάκα εάν έπαιρνε ακόμα δύο ψήφους ο Γραμματικός και το δίνανε διά του τρία. Εκεί θα ήταν το καταπληκτικό (γέλια). Κατάλαβες; Ήξερα πολύ καλά τι θα κάνουν, δεν είχα καμία έκπληξη και κανένα θυμό, απλώς δεν ανέβηκα να πάρω το βραβείο, γιατί από χρόνια πριν, κι άλλη μια φορά δεν είχα ανέβει να πάρω το βραβείο, που το είχαν δώσει ισότιμα τότε, όχι μισό-μισό, δυο ισότιμα βραβεία σε μένα και στον Βεργίτση. Για την Πρωινή Περίπολο, και συνεννοηθήκαμε με τον Βεργίτση και δεν ανεβήκαμε, γιατί είπαμε τα βραβεία δεν είναι μπακλαβάς και σπανακοτυρόπιτα, να κόβεις από δω να κόβεις από κει. Η έχει κάνει την καλύτερη σκηνοθεσία ή δεν την έχει κάνει, τι να κάνουμε, κάποιος έχει κάνει καλύτερη βρε παιδί μου. Είχαμε αποφασίσει όλοι οι σκηνοθέτες, από τη δεκαετία του ’70 κιόλας, ότι μισά-μισά βραβεία δεν τα δεχόμαστε. Για αυτό τον λόγο και δεν ανέβηκα. Δεν είναι θέμα ότι προσεβλήθη που το πήρα με την Ευαγγελάκου. Ξέρω πως βγαίνουνε, καμιά φορά κάποιοι ψηφίζουν έτσι κι αλλιώς και τους βγαίνουν άλλες ταινίες από αυτές που υπολογίζουνε, γιατί αν μοιραστούνε κι οι τρεις ψήφοι δεξιά, αριστερά και ο μεσαίος πάρει τους δύο ψήφους, τελικά βγαίνει ο μεσαίος που οι άλλοι τον είχανε σαν τρίτο, και τους βγαίνει ξαφνικά έτσι και λένε “τι είναι αυτός από πού μας βγήκε;” και το’ χουν πάθει δυο-τρεις φορές αυτό το πράμα. Έτσι τους βγαίνει και μισό-μισό το βραβείο και γίνανε ρόμπες.
Λ.Τ.: Τελικά το πήρατε το βραβείο;
Ν.Ν.: Το βραβείο μου το στείλανε σπίτι, θα μου στείλουν και τα λεφτά, προς μεγάλο θυμό της κας Βένας Γεωργακοπούλου που λέει “Τι περιμένει ο Νικολαίδης και δεν πήρε το βραβείο, να του το στείλουνε σπίτι;”. Ε! μου το στείλανε σπίτι, τι να κάνουμε (γέλια). Εγώ δεν τους το ζήτησα, μια μέρα χτύπησε το κουδούνι, τσακ, ήτανε μια πλακέτα εδώ, ε! εντάξει, βάλτην, ας πούμε, να ακουμπάμε τα ποτήρια πάνω, κλπ.
Λ.Τ.: Θα παιχτεί κάπου έξω, σε κάποιο Φεστιβάλ του εξωτερικού;
Ν.Ν.: Δεν ξέρω, ακόμα δεν ξέρω, έπειτα αυτά τα θέματα δεν πολύενδιαφέρουν τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους. Για αυτούς η Ελλάδα είναι μια χώρα τριτοκοσμική, που πρέπει να είναι σε επίπεδα ιρανικού κινηματογράφου, μαροκινού, ξέρεις, τέτοια, δηλαδή να κουνάνε οι μηχανές, να είναι κακή η φωτογραφία, να μιλάνε μια γλώσσα περίεργη οι άνθρωποι, να έχουν κάτι το εξωτικό. Γιατί να πάρουν την ταινία μου, τι εξωτικό έχει αυτή η ταινία για τους ξένους; Έχει θαλασσίτσα, έχει ουζάκι, έχει συρτάκι; Όλα αυτά τα οποία πουλάνε έξω. Γιατί να την πάρουν αφού δεν έχει όλα αυτά!
Λ.Τ.: Πάντως για τις προηγούμενες ταινίες σας (Πρωινή Περίπολος, Singapore Sling, Θα σε δω στην Κόλαση Αγάπη μου) έχουνε γράψει πολύ καλά λόγια οι ξένοι…

Ν.Ν.: Τους αρέσουν οι ταινίες μου, από κει και πέρα η μόνη η οποία είχε βρει διανομή στην Αμερική ήταν το Singapore Sling, και στην Αγγλία είχε βρει, εκεί την απαγόρεψε η λογοκρισία. Παιζότανε στο Σκάλα επί δύο χρόνια…
Λ.Τ.: Παιζότανε σε underground και μετά που πήγε σε κανονική διανομή;
Ν.Ν.: Ναι, ζητήσανε άδεια για να την βγάλουν έξω και δεν της δώσανε, είναι ακόμα λογοκριμένη στη Αγγλία Στην Αμερική είχε επίσημο διανομέα, μια μεγάλη μορφή του αμερικάνικου κινηματογράφου, τον παραγωγό του Johnny Guitar, τον Μάλνει, ο οποίος πίστευε πάρα-πάρα πολύ στο Singapore. Δυστυχώς πέθανε λίγο πριν ξεκινήσει την προώθηση Singapore. Το γραφείο που είχε διαλύθηκε, πουλήθηκαν μετά τα δικαιώματα σε κάποιον άλλον, με τον οποίο βρισκόμαστε τώρα σε συνεννοήσεις για να την βγάλει σε DVD, κλπ. Από την Αμερική είχα πάρα πολλές προτάσεις, αλλά μόνο για το Singapore Sling, αυτό τους είχε σοκάρει. Τους σόκαρε γιατί ήτανε μια ταινία άρτια φτιαγμένη. Αυτό τους κομπλάριζε περισσότερο κι έλεγαν “Μα πως είναι δυνατόν μια τέτοια άψογη κατασκευή να αναποδογυρίζεται κάθε τόσο, να μπαίνει μέσα στο trash και να ξαναβγαίνει αλώβητη…”, τους είχε μπερδέψει πολύ η ταινία. Με μια φωτογραφία που και οι ίδιοι ομολογούνε ότι είναι φωτογραφία για Όσκαρ. Δεν υπάρχει και θέμα διανομής, αγορά υπάρχει για τα πάντα έξω, ειδικά στην Αμερική. Το θέμα είναι πως θα μπεις σ’ αυτή την αγορά, ποιος θα σε προωθήσει και τι θα συμβεί. Αυτή τη στιγμή ξέρω ότι κυκλοφορούνε κασέτες video των Κουρελιών και της Γλυκιάς Συμμορίας, βρήκα εγώ στην Νέα Υόρκη, μπήκα κατά τύχη σε ένα videoclub, απέναντι από το σπίτι που με φιλοξενούσαν, και είδα μέσα Μικρές Αφροδίτες, Ρεμπέτικο και Γλυκιά Συμμορία, βγαλμένες στον Καναδά, κλεψίτυπες. Και μιλάμε για εκατομμύρια τίτλους, που είναι αυτά τα λεφτά, τα πήραμε; Δεν υπάρχει ένας οργανισμός να τα φροντίσει αυτά τα πράγματα, κατάλαβες;
Λ.Τ.: Εκπληκτική η δουλειά της συζύγου σας Μαρί-Μουίζ Βαρθολομαίου, που αναλαμβάνει σχεδόν πάντα την σχεδίαση των παραγωγών σας, την διεύθυνση παραγωγής καθώς και τα σκηνικά και τα κοστούμια…Στην τελευταία σας ταινία δεν ανέλαβε την διεύθυνση παραγωγής;
Ν.Ν.: Στην τελευταία όχι, αλλά σε όλες τις προηγούμενες…
Λ.Τ.: Εκτός απ’ την Ευρυδίκη;
Ν.Ν.: Και στην Ευρυδίκη αυτή είχε στήσει τη δουλειά, όλες τις δουλειές αυτή τις έστηνε, και casting έκανε και φαγητό μας έφερνε (γέλια). Γιατί όλες αυτές οι ταινίες γυριστήκανε λιγάκι οικογενειακά, ήτανε φτιαγμένες έτσι, ακόμη και η Γλυκιά Συμμορία που ήτανε πιο ανοιχτή, σ’ ένα σπίτι ζούσαν τα παιδιά, εκεί μέσα, τους μαγειρεύαμε, μαγειρεύανε αυτοί, φτιάχνανε το σπίτι μέσα, το βάφανε, το ζήσαν κάνα δυο μήνες, κάναμε πρόβες εκεί πέρα μέσα. Οι ταινίες βγαίνανε πάντα από ομάδες, και από άτομα που είχανε στενή συγγένεια μεταξύ τους, αν κάποιος δεν κόλλαγε αυτόματα το σώμα τον πετούσε, και υπήρξανε και δυο-τρεις καλοί ηθοποιοί που μπήκανε μέσα που τους απέρριψε το σώμα από μόνο του, μιλάω για καλούς ηθοποιούς. Κι έτσι μένανε οι εκλεκτοί… Μετά ο Παναγιώτης Θανασούλης (πρωταγωνιστής του Singapore Sling), ένας εκπληκτικός ηθοποιός, δεν τον έχουν εκμεταλλευτεί καθόλου, ήτανε κομπάρσος στην Γλυκιά Συμμορία, μια μέρα τον βρήκα σε κάποιο τηλέφωνο, ήτανε κάπου σε ένα άγονο νησί.. του λέω “αύριο να είσαι εδώ, μέσα σε 3 μέρες αρχίζουμε γυρίσματα”. Κάπως έτσι γινόταν οι ταινίες, από ανθρώπους που ο ένας πήγαινε με τον άλλον, ένιωθε άνετα με τον άλλον, είχανε κοινά ενδιαφέροντα, κοινές ανησυχίες. Από τα Κουρέλια και μετά με όλα τα παιδιά των ταινιών εξακολουθούμε να κάνουμε παρέα και να’ μαστε φίλοι.
Λ.Τ.: Σημαντικό αυτό.
Ν.Ν.: Ναι γιατί οι ταινίες ήτανε κάποιες περίεργες καταθέσεις δεν κάναμε μόνο ταινία για την ταινία, βγαίνανε και πολλά άλλα πράγματα μέσα από αυτήν. Όλη αυτή η καλή τους διάθεση περνούσε, εγγράφονταν μέσα στην ταινία. Έπειτα αυτή η περιπέτεια η ανθρώπινη του στήνω μια ταινία, την ξεκινάω από το μηδέν την συζητάω και την προχωράω μαζί με πολλούς ανθρώπους, όπου διαφωνούμε συμφωνούμε και τα βρίσκουμε, αυτό φτιάχνει και μια ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα, που είναι πολύ σημαντικό για μια ταινία, δηλαδή όσο σημαντικό είναι το γύρισμά και το μοντάζ της άλλο τόσο σημαντικό είναι και η προεργασία της και οι άνθρωποι που θα βρεθούν εκεί πέρα μέσα. Πέρα από μια περιπέτεια ταινίας βγαίνει και μια προσωπική περιπέτεια που πολλές φορές εγγράφεται στην ταινία.
Λ.Τ.: Όταν ο μεγαλύτερος cult σκηνοθέτης Alexandro Jodorowsky γύρισε το φιλμ Santa Sangre το 1989 επέλεξε τον μεσαίο γιο του Axel (Cristobal) να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, του είπε “Η ζωή μου είναι στα χέρια σου, είσαι γιος μου σ’ αγαπάω, αλλά αν αποτύχεις στον ρόλο σου τότε την έχουμε πατήσει”. Τελικά ο Axel δεν απογοήτευσε τον πατέρα του. Συμβαίνει κάτι ανάλογο με τον γιο σας Συμεών; Ότι σκηνές είδα μου άρεσαν.
Ν.Ν.: Στηρίχτηκα πολύ σ’ αυτόν τον χαρακτήρα και για να είμαι σίγουρος, τον έκλεψα λιγάκι, γιατί αν δεν τον έκλεβα δεν θα μπορούσα να βρω αυτό που λένε γενιά του ΄90. Έκλεψα αυτόν, τους φίλους του, τις παρέες του, τις περιπέτειές του. Είμαστε φίλοι με τον γιο μου, μιλάμε πολύ, εγώ μιλάω περισσότερο, αυτός ακούει. Είχα μια σιγουριά ότι θα τον έβγαζε τον ρόλο. Θα σου πω γιατί. Γιατί βλέπει σινεμά από ηλικία τριών ετών, δηλαδή ό,τι ταινίες έχω δει εγώ, τις έχει δει κι αυτός. Τώρα είναι 27, εμένα μου φαίνεται 19. Προχθές έμαθα ότι είναι 27, ή 28; Δεν θέλω να το πιστέψω. Βέβαια επειδή την είχα χρόνια γραμμένη αυτήν την ταινία….
Λ.Τ.: Από πότε την είχατε γραμμένη;
Ν.Ν: Είναι σενάριο γραμμένο πριν από την Κόλαση. Το υλικό περίμενε. Τον είχα από τότε στο μυαλό μου και από τότε τον ψιλοέκλεβα, γιατί δεν θα μπορούσα εκ των πραγμάτων να φορμάρω μία προσωπικότητα κάποιου ιδιαίτερου χώρου της γενιάς, δεν εκπροσωπεί όλη την γενιά των ’90ς, είναι ένας ειδικός χώρος, δραστήριος και ανήσυχος, ο οποίος συμμετέχει και δεν συμμετέχει, εγώ τους ονομάζω watchers αυτούς, είναι παρατηρητές αυτοί, όπου θέλουνε μπαίνουνε και απ’ όπου θέλουνε την κάνουνε. Είναι αντιπαραγωγικοί, μισούνε τον στρατό, είναι αδιανόητο γι’ αυτά τα παιδιά να τους βάλεις να συναγωνιστούνε, δεν δέχονται συναγωνισμό σε τέτοια πράγματα και έρχονται κατευθείαν απ’ το Woodstock, όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο…
Λ.Τ.: Δεν μου φαίνεται περίεργο, όχι..
Ν.Ν: Έχουνε φτιάξει γέφυρες προς τα πίσω, παίρνουν αυτά τα μηνύματα και τα προωθούνε τώρα, στη ζωή τους, στην συμπεριφορά τους…
Λ.Τ.: Ή είναι οι ίδιοι γέφυρες.. μεταφορείς..
Ν.Ν: Ναι. Είναι οι ίδιοι ή τις έχουνε φτιάξει, έχουνε βρει τα ενδιάμεσα. Υπολόγιζα πάρα πολύ και είχα μια σιγουριά ότι θα μου τον βγάλει τον ρόλο, παρόλο που ο άνθρωπος είχε πει: “δεν είμαι ηθοποιός, δεν θα τα καταφέρω, δεν μπορώ να μάθω κείμενο απ’ έξω”. Αλλά σιγά-σιγά με τις πρόβες και επειδή είδε ότι και ο Γιάννης είχε τις ίδιες δυσκολίες, αυτή η έλξη της μηχανής είναι τρομαχτική, δηλαδή όταν σου βάλουνε μια κάμερα, κάτι παθαίνεις ας πούμε, γίνεσαι ξύλινος, κάτι σου συμβαίνει περίεργο…
Λ.Τ.: Και με το κασετοφωνάκι εμένα μου συμβαίνει, ακόμα κι αυτό. Ότι γράφουν μια στιγμή της ζωής μου.
Ν.Ν: Εγώ δεν μπορώ να πάω να δώσω συνεντεύξεις στην τηλεόραση, παρόλο που είμαι σκηνοθέτης και υποτίθεται ότι έχω μια άνεση και διδάσκω ηθοποιούς, αν με βάλεις στην τηλεόραση, γίνομαι… άστα να παν στο διάβολο…
Λ.Τ.: Και ο Beinex το ίδιο πρόβλημα είχε.
Ν.Ν: Αλλά είχα μια σιγουριά επειδή αυτά τα δύο παιδιά, ο Γιάννης και ο Συμεών βρεθήκανε πολύ κοντά, παίζουν και οι δυο μουσική, έχουνε δικούς τους κώδικες και βρήκανε πολλά κοινά πράγματα, έγιναν φίλοι και παρόλο που ήταν και οι δύο τόσο ανασφαλείς, εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα, ήξερα ότι στο τέλος θα βγουν τα πράγματα, βγήκανε πάρα πολύ καλοί και οι δύο και βγήκαν πράγματα στην ταινία που εγώ δεν τα περίμενα. Βγήκε δηλαδή αυτή η σχέση τους, η οποία δεν ήτανε γραμμένη στο σενάριο, δεν την ήξερα, κάτι έγραφα άλλα δεν ήξερα αυτό το πράγμα πως θα βγει. Αυτή η αύρα που αναπτύχθηκε ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο τα παιδιά…
Λ.Τ.: Ο δεσμός;

Ν.Ν: Ο δεσμός έγραψε πολύ περίεργα, έγραψε ερήμην μου, δεν το είχα υπολογίσει εγώ αυτό και αυτά είναι και τα μαγικά του σινεμά που είναι ωραία κάποια στιγμή. Βγήκανε πράγματα που υπήρχανε πολύ κρυμμένα μέσα στο σενάριο, τα οποία και ‘γω δεν τα ‘χα αντιληφθεί, και δεν ξέρω πως έγινε και η προσωπικότητα και η σχέση αυτών των δύο ανθρώπων καλύπτει όλη την ταινία, Είναι πάνω από τα σκηνικά, πάνω από τους φόβους, πάνω απ’ την ιστορία, πάνω απ’ όλα είναι. Και αυτό έχει κάνει την ταινία να γίνεται συγκινητικά αποδεκτή απ’ το κοινό. Είναι η σχέση αυτών των δύο ανθρώπων…
Λ.Τ.: Και η επιλογή του Γιάννη Αγγελάκα πως προήλθε;
Ν.Ν.: Καταρχήν εγώ αγαπάω τους μουσικούς πάρα πολύ. Δεν έχω σχέσεις ιδιαίτερες, αλλά παρακολουθώ, τις συμπεριφορές τους, τη μουσική τους, τον τρόπο που ζούνε και επιβιώνουν, κλπ., και ανακάλυψα ότι είναι πολύ ευγενικά, πολύ ριψοκίνδυνα άτομα, μπορείς να στηριχτείς επάνω τους και έχουνε μία ομορφιά, την οποία δεν την έχουν οι ηθοποιοί. Συν το μεγάλο γεγονός ότι δεν είναι ηθοποιοί, έχουνε βέβαια μια επαφή με το κοινό…
Λ.Τ.: Μία σκηνική παρουσία
Ν.Ν: Ναι, μια σκηνική παρουσία, ξέρουν να ερμηνεύουν ένα τραγούδι, γιατί το τραγούδι τι είναι;, ένα μικρό δράμα είναι, αρχή, μέση, τέλος έχει. Ξέρουν να το ερμηνεύουν, αλλά είναι πολύ κοντά σ’ αυτό που λένε ηθοποιία. Απλώς δεν δέχονται την ηθοποιία, άρα δεν έχουν και στοκαρισμένες ιδέες και μπορούνε να αφεθούνε στα χέρια σου και να τους δουλέψεις. Και όταν δίνονται κάπου, δίνονται. Οι άνθρωποι αγαπάνε, ό,τι κάνουν το κάνουν με αγάπη και δεν έχουν αυτό το χαλασμένο που ‘χουν οι ηθοποιοί: “τελείωνε, γιατί έχω θέατρο, τελείωνε γιατί έχω τηλεόραση, μη με βγάλεις από ‘δω γιατί…”.
Λ.Τ.: “Δεν φαίνομαι καλά”…
Ν.Ν: Ναι, ή, δεν δέχομαι χαστούκι γιατί εγώ δεν έχω χαστουκηθεί ποτέ στη ζωή μου μέσα στο σινεμά και στο θέατρο. Ακούς και τέτοια από ηθοποιούς. Δεν τον έβαλα στο κεφάλι μου από την πρώτη στιγμή που τον είδα. Μας συνέστησε ένας φίλος, στο Λονδίνο όπου βρισκόμουνα εκείνη την εποχή και ο Γιάννης έδινε…
Λ.Τ.: Μία συναυλία
Ν.Ν: Μία συναυλία, κι επειδή στην εφηβεία του είχε κάπως μαρκαριστεί από τα Κουρέλια και τη Γλυκιά Συμμορία, είχε διαβάσει και τα βιβλία μου, ήθελε να με γνωρίσει, εγώ τον ήξερα από τους στίχους του κυρίως, γιατί η μουσική που γράφετε τους έλεγα είναι θόρυβος, παρόλο που είναι εκπληκτική η μουσική απ’ τις Τρύπες, αλλά με είχε ταράξει ο στίχος του πάρα πολύ, μου είχε κάνει εντύπωση και ήθελα να τον γνωρίσω. Γνωριστήκαμε, ο ένας θαύμαζε τον άλλον, ο ένας σεβότανε τον άλλον και αρχίσαμε μια παρέα, η οποία κράτησε εφτά-οχτώ χρόνια, πριν του τη σκάσω, του λέω: “Δεν παίζεις;”, έβαλε τα γέλια βέβαια, όπως τα’ βαλα και’ γω γιατί είδα ότι ήταν τόσο ρέμπελος, τόσο χύμα, τόσο “πατάω εδώ, βρίσκομαι εκεί”, “τώρα ποιος είμαι εγώ, ποιος είσαι εσύ;”, που λέω αποκλείεται αυτός ο άνθρωπος να συμμαζευτεί, δεν είναι η ζωή του έτσι, ο Γιάννης ξυπνάει κάπου, λέει “ποιος είμαι;”, ξανακοιμάται και λέει “τι θέλω εδώ, κάπου ήμουνα, κλπ..” ζει μέσα σε μια τέτοια παραζάλη. Που να τον βάλεις αυτόν τον άνθρωπο να σηκώνεται κάθε πρωί στις έξι και να τον στέλνεις για γύρισμα; Αλλά κάπου αγάπησε το σενάριο, κάπου είδε τον εαυτό του μέσα, ή τους ανθρώπους της γενιάς του και το πήρε προσωπικά το θέμα, δεν έκανε μια ταινία, έκανε μια παρέμβαση, έκανε μια πράξη αισθητική, πολιτική, όπως θέλεις πες το. Το πήρε κάπως αλλιώς, όχι ότι παίζω. Και γι’ αυτό ζούσαμε ένα χρόνο εδώ μαζί και με τον Συμεών και με τα’ άλλα παιδιά και κάναμε πρόβες, και βγήκε ένας Αγγελάκας εκπληκτικός. Δεν θα μπορούσε άλλος ηθοποιός να παίξει το ρόλο, δεν υπήρχε ηθοποιός καταρχήν στην Ελλάδα να παίξει αυτό το πράγμα. Γιατί ο Γιάννης έχει την περιπέτεια γραμμένη στο δέρμα του, είναι από δεκατεσσάρων χρονών παιδί στους δρόμους, και στις μπάντες και στο “φύγε απ’ τους μπάτσους, σε πιάσανε, σε κάνανε…”, συναυλίες, απορρίψεις, εκβιασμούς, πετροβολήματα. Τα’ χει περάσει όλα αυτά, είναι γραμμένα στο μέτωπο του. Ο άλλος σου έρχεται και φέρνει το στίγμα της τηλεόρασης απάνω, φέρνει εκείνο το κουμπωμένο “τώρα παίζουμε”. Ο Γιάννης το’ χει χεσμένο αυτό το πράγμα. Και κολλήσανε πολύ ωραία με τον Συμεών. Βέβαια είχε πολλές αμφιβολίες για το πόσο θα τα κατάφερνε και ηρέμησε όταν έγινε η πρώτη προβολή στη Θεσσαλονίκη που πάνω στο ένα τέταρτο της ταινίας μου λέει: “αυτός με ψήνει, δεν είμαι εγώ, άρα είμαι καλός φαίνεται, γιατί με ψήνει, δεν είμαι εγώ, δεν με αναγνωρίζω. Παρακολουθώ, λέει τον ήρωα, άρα μάλλον τα καταφέραμε”. Αυτά με τον Γιάννη.
Λ.Τ.: Σημασία έχει όχι πια εδώ! Ωραία, που αλλού;
Ν.Ν.: Αυτό δεν είναι αίτημα χωροταξικό. Το όχι πια εδώ μπορεί να είναι και δώ που είμαστε. Κατάλαβες; Πολλοί το παρεξηγήσανε επειδή αυτοί θέλουν να φύγουν να πάνε σ’ ένα νησί παρέα με τους μπαμπουίνους να παίζουνε μουσική ας πούμε για να κάθονται στον ήλιο και να κυνηγάνε τις χοντροκώλες τις μαύρες. Κάπου το είδανε ότι “αυτοί οι τύποι, τόσο εναλλακτικοί ρε παιδί μου, εκ περιθωρίου, που δραπετεύουνε σ’ ένα λουξ μυθικό νησί κλπ.”. Κάνανε λάθος! Το όχι πια εδώ είναι: όχι με αυτήν την κατάσταση. Το όχι πια εδώ το στήνεις όπου θέλεις, δεν είναι ανάγκη να φύγεις από ‘δω. Σχηματικά υπάρχει ο μύθος της φυγής μέσα του, υπάρχει μέσα και σε πολλές δικές μου ταινίες…
Λ.Τ.: Ναι αλλά αυτό που ήθελα να πω είναι ότι όταν βγούμε από εδώ, θα είμαστε πάλι στο ίδιο.
Ν.Ν: Όχι, δεν είναι… Τον προσωπικό σου χώρο τον στήνεις μόνος σου, αποκλείεις ό,τι δεν θέλεις να μπει μέσα και μάχεσαι συνεχώς για να τον κρατήσεις. Το ίδιο κάνανε και οι ήρωες της Συμμορίας, υπερασπίζουν τον προσωπικό τους χώρο, δεν υπερασπίσανε ένα σπίτι να μην μπούνε μέσα οι άλλοι, ήταν ο δικός τους χώρος αυτός. Το όχι πια εδώ σημαίνει όχι εδώ μ’ αυτές τις συνθήκες, παραδίπλα, και, επαναλαμβάνω, δεν είναι θέμα χώρου!
Λ.Τ.: Πιστεύω πως οι ταινίες σας είναι κομμάτια από μια μεγαλύτερη, οι χαρακτήρες σας έχουν πάνω κάτω τα ίδια ονόματα, τα ίδια χαρακτηριστικά, την ίδια ανάγνωση κλπ. Ελπίζω να μην ολοκληρώσετε ποτέ αυτή την μεγάλη ψηφιδωτή ταινία, αυτό το παζλ και να συνεχίσετε να μας παρουσιάζεται πιο συχνά νέα τμήματα αυτής της μεγάλης…
Ν.Ν.: Αυτά είναι πολύ ωραίες ευχές και ευχαριστώ, αλλά μη ξεχνάς ότι ο κινηματογράφος είναι ένα παιχνίδι..
Λ.Τ.: Ναι..
Ν.Ν: Το οποίο στοιχίζει κάποια 350 εκατομμύρια για να ξεκινήσουμε. Είναι πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα, κι αν έχεις μάθει το σινεμά από την αρχή πολύ δύσκολα περνάς στο βίντεο, που είναι μία λύση βέβαια κι αυτή, αλλά το βίντεο έχει τόσο περιορισμένες δυνατότητες, από τη μια μεριά σου δίνει μια μεγάλη οικονομική ευελιξία κλπ, αλλά είναι φτιαγμένο για ορισμένα θέματα, για ορισμένα πράγματα. Ίσως κάνω μία απόπειρα, δεν ξέρω, αυτή τη στιγμή δεν ξέρω που θα προχωρήσω και που θα πάω.
Λ.Τ.: Με ψηφιακή κάμερα, έτσι;
N.N: Είναι μία λύση, αλλά δεν είναι όλες οι ταινίες φτιαγμένες για ψηφιακή κάμερα. Έχει τεράστια, φοβερά ελαττώματα αυτή η κάμερα. Η τριλογία του Paul Μorrissey άνετα θα μπορούσε να γυριστεί. Γυρίστηκε με 16άρι του πεταματά, όπως και η άλλη το Bad Lieutenant του Ferrara. Αυτό όμως όπως και η δουλειά του Κασαβέτη, το The Killing of a Chinese Bookie. Η αποθέωση είναι ο Κασαβέτης όπου φτιάχνει κάτι πλάνα όπου υπάρχει μια μύτη μέσα, του ‘φυγε η κάμερα, είχε διώξει το διευθυντή φωτογραφίας, πήρε τον τεχνικό, του λέει θα γίνεις φωτογράφος, κι έκανε μια εκπληκτική ταινία, αλλά τα κάδρα του είναι άλλαντάλων. Μια πλάτη ξαφνικά η οποία μιλάει, πιάνει ένα κομμάτι αυτί, γιατί δεν μπορεί να τον βρει, ξέρεις, και τον ψάχνει. Αλλά είχε τέτοιο γερό θέμα από κάτω και ήταν σύγχρονη ταινία, και τέτοια η ερμηνεία απ’ τον Μπεν Γκαζάρα, που λες εντάξει, αυτές οι ταινίες είναι φτιαγμένες για να γυριστούνε Digital. Πρέπει λοιπόν να ‘χει βρεθεί το θέμα και η κατάσταση, που να μπορέσεις να εκμεταλλευτείς αυτό το μέσο αλλιώς όταν πας να κάνεις και ερμηνεία μέσω φωτογραφίας, κάδρου, κλπ, το βίντεο το ξεχνάμε. Αν αποσύρεις από το σινεμά το κάδρο, του έχεις αποσύρει το 90% του, το 80%. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα, γι ‘αυτό ακόμα δεν ξέρω που θα προχωρήσω και που θα πάω και τι θα γίνω. Θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα περπατήσει αυτή η ταινία, δυστυχώς.
Λ.Τ.: Ας ελπίσουμε να περπατήσει καλά αυτή η ταινία!
Ν.Ν: Όλα δείχνουν ότι θα περπατήσει καλά, αλλά ο κινηματογράφος, η ταινία είναι ευαίσθητο προϊόν. Χιονίζει, ο άλλος κλείνεται μέσα, βγαίνει ένα μεγάλο σκάνδαλο, αντίο σας, δεν δουλεύει τίποτα. Αρχίζει ο πόλεμος, αντίο σας. Χρειάζεσαι και μια πάρα πολύ καλή διαφήμιση, όχι για να γράψει κάποιος αν είναι καλή ή κακή η ταινία, αλλά για να τη μάθει ο κόσμος, να δει τι παίζεται, μόνο αυτό.
Λ.Τ.: Στα Εξάρχεια πάντως κάθε καρτοτηλέφωνο είναι γεμάτο αυτοκόλλητα του Χαμένου, μέχρι και κάτι υπέροχα γκράφιτι έχω δει…
Ν.Ν: Ναι, εκεί έχουν τρέξει τα παιδιά. Κάθε τόσο τους πιάνουν, τους χώνουν στα τμήματα και τρέχω να τους βγάλω (γέλιο). Το θέμα είναι να σε μάθουνε, κι όχι απλώς να σε μάθουνε, να σε μάθουν σωστά. Κυνηγάνε τον Συμεών και του λένε “Έλα να βγάλεις εξώφυλλο στο τάδε περιοδικό, αλλά θα σου αλλάξουμε τα μαλλιά γιατί δεν είναι μοντέρνα”. “Δεν είσαι καλά”, τους λέει ο Συμεών, “καταρχήν εγώ δεν θέλω εξώφυλλο. Να μ’ αρχίσετε να με κουρεύεται και να μου βγάλετε μύτες και τέτοια… Άντε ρε από δω”. Έχουνε φαγωθεί απ’ την τηλεόραση να βγούμε με τον Αγγελάκα. Εγώ δεν την γουστάρω την τηλεόραση. Ο Αγγελάκας βγάζει σπυριά. Αλλά είναι κάνα δυο καλές εκπομπές, “σοβαρές”, που θα μας μάθει ο κόσμος. Παίζονται το πρωί, παίζονται και το βράδυ αργά, κάνουν την ίδια επανάληψη, και λες “ρε γαμώτο τώρα, εντάξει, δεν γουστάρω την τηλεόραση, δεν γουστάρω βλακώδεις ερωτήσεις ας πούμε, αλλά τι θα κάνω;, πώς θα προχωρήσει αυτό το πράγμα;”. Αν κάνεις λοιπόν κάποιο λάθος, στον τρόπο που βγαίνεις, την έχεις πατήσει. Δηλαδή σου λέει ο Αγγελάκας, “Εμένα, εάν με δούνε οι άνθρωποί μου στην τηλεόραση, θα με φτύσουνε. Εγώ την φτύνω την τηλεόραση τόσα χρόνια, δεν βγαίνω στην τηλεόραση. Αντίο.” Του λέω “έχεις δίκιο”. Το ίδιο και ο Συμεών, “έχετε δίκιο”, λέει “βγες εσύ”. Λέω “ναι, θα πάρω τις τρεις γκόμενες, που έχουν κάτι πόδια τόσα ας πούμε, θα τους βάλω και τίποτα περίεργα φτερά, και θα βγαίνει ο Νικολαίδης ας πούμε με το συγκρότημα από πίσω” (γέλιο). Ρεζίλι θα γίνω, θα πουν “Α! να χαθείς ρε Νικολαίδη, βγήκες εκεί πέρα!”. Και απ’ την άλλη μεριά σου λέει και το τμήμα δημοσίων σχέσεων, “Πρέπει να πιάσουμε και το mainstream”, γιατί εντάξει, οι ανήσυχοι πόσοι είναι; 20-25 χιλιάδες; Μετρημένοι είμαστε, αυτοί που θα κυνηγήσουνε να δούνε μια ταινία, κι αν έχουνε το χρόνο, κι αν έχουνε και τη διάθεση. Πόσοι είναι; 20-25 χιλιάδες άτομα σε όλη την Ελλάδα. Από κει και πέρα πώς θα κάνεις τα 170, 180, 200, που θέλεις για να αποσβέσεις την ταινία; Πρέπει να μπει κι ένα άλλο κοινό, λιγάκι πιο υποψιασμένο, που, ντε και καλά ας πούμε σινεφίλ. Πώς θα τους ενεργοποιήσεις αυτούς; Βγαίνεις σε λάθος περιοδικό; Σε φτύσανε. Εγώ την καλύτερη συνέντευξη που είχα δώσει ποτέ στη ζωή μου, την έχω δώσει στο Playboy. Ήτανε τότε αρχισυντάκτρια η Λάγια Γιούργου, η σκηνοθέτης. Μ’ άφησε και τα είπα όλα, έφτυσα και το Playboy, έκανα, έδειξα ας πούμε, τα είπα όλα. Καταπληκτική συνέντευξη. Κοντέψανε να με φάνε. Απ’ τη μία κοντεύανε να με φάνε, κι απ’ την άλλη παίρνανε τη Λάγια Γιούργου και της λέγανε εσύ καμιά συνέντευξη και για μας δεν θα κανονίσεις ας πούμε; (γέλιο). Είναι αν βγεις και λάθος. Και πολλοί έχουνε βγει λάθος. Έχουνε ξοδέψει τρομαχτικά χρήματα και έχουνε βγει με λάθος τρόπο, έχουν κάψει τις ταινίες τους. Ζητήσανε απ’ τις κοπέλες της ταινίας να βγούνε λέει ημίγυμνες σ’ ένα περιοδικό. Δε θα είστε με τα καλά σας; Αυτή η ταινία θα βγάλει ένα πρόσωπο γλασαρισμένο με πισινούς έξω; Είστε με τα καλά σας; Μα λέει, “Μα θα σας δώσουμε 8 σελίδες, δε θέλετε να μιλάμε επί 8 σελίδες στην ταινία με φωτογραφίες;”. Μακριά λέω, μακριά, χαθήκαμε! Θέλανε επίσημη πρεμιέρα, λέω όχι, στη φοιτητική λέσχη Κορυδαλλού, φοιτητές, να μπούνε τζάμπα. Δεν κάνω επίσημες πρεμιέρες τώρα να… να ‘ρθούνε ας πούμε ξέρω ‘γω διάφοροι πολιτικοί, ήδη μας έχει φτύσει ο δικός μας κόσμος άμα δει αυτά τα πράγματα. Δηλαδή εγώ δεν το έκανα ποτέ σε καμιά ταινία αυτό, αλλά τώρα κάτι άρχισε να λέει αυτό το τμήμα που με βοηθάει ας πούμε, ότι πρέπει να κάνω πρεμιέρες, είσαστε με τα καλά σας;
Λ.Τ.: 31 Ιανουαρίου βγαίνει, έτσι;
Ν.Ν: Ναι.
Λ.Τ.: Σε πολλούς κινηματογράφους;
Ν.Ν: 8 Αθήνα και 2 Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσε να βγει και σε 10, αλλά δεν ήθελα. Θα έχει πιάσει όμως καλούς κινηματογράφους. Έχει πιάσει καλούς.
Λ.Τ.: Πείτε μας μερικούς
Ν.Ν: Κοίταξε, είναι: Έλλη, Γαλαξίας, Αίγλη στη Γλυφάδα, Ετουάλ στην Καλλιθέα και σε όλα τα Cineplex, Ρέντη, Μαρούσι, Παγκράτι και σε 1 ή 2 που υπάρχει εδώ πέρα, στη Κηφισιά.
Λ.Τ.: 7 κινηματογραφικές ταινίες, μια τηλεοπτική, δυο μικρού μήκους, πολλά διαφημιστικά σποτ, 4,5 βιβλία (μαζί με τα μυθιστορήματα, διηγήματα και τα σενάρια). Είστε ικανοποιημένος;
Ν.Ν: Αντικειμενικά δεν είμαι, αλλά αν λάβεις υπόψη σου τις συνθήκες μες τις οποίες η δικιά μου γενιά έκανε κινηματογράφο, δε λέω ότι δημιούργησε γιατί είναι μεγάλη κουβέντα, πραγματικά απορώ πως τα έκανα. Θα’ θελα να’ χα γράψει κάνα βιβλίο ακόμα αλλά είμαι και τεμπέλης, βαριέμαι.
Λ.Τ.: Όλοι είμαστε
Ν.Ν.: Τα Γουρούνια στον Άνεμο μου φάγανε 4 χρόνια, βέβαια πέρασα υπέροχα, γιατί αλλιώς θα τρελαινόμουνα, δεν μπορούσα να κάνω σινεμά, στην λογοτεχνία καταφεύγω όταν δεν μπορώ να κάνω σινεμά, αλλά ήταν άγριο σκάψιμο, βγήκε ωραίο το βιβλίο, αλλά πολλά χρόνια βρε παιδί μου. Λοιπόν! Ας πούμε ότι κάτω από τις συνθήκες είμαι υπέρευχαριστημένος, και όχι μόνο τις συνθήκες, και κάτω από ένα κυνηγητό που έγινε, γιατί ήταν ένα σινεμά το οποίο σύμφωνα με πάρα πολλούς δεν έπρεπε να υπάρξει. Εγώ είμαι της άποψης ότι όλα τα είδη του κινηματογράφου πρέπει να υπάρχουνε και να εκπροσωπούνται, για αυτό μου αρέσει και ο μουσακάς πολύ, για αυτό μου αρέσει και η Αγγελίδου πάρα πολύ, που κάνει τα δικά της, για αυτό και μου αρέσει και ο Χριστοφής κα έλεγα πρέπει να υπάρχει, αλλά όχι μόνο. Υπήρξε μια εποχή, μια δεκαετία που σπρώχτηκε πάρα πολύ ένα είδος κινηματογράφου που ήτανε αγγελουπολικό και παράαγγελουπολικό, έτσι που αναγκάστηκε και ο κος Σαββόπουλος να πει ότι “Το σινεμά μας γέμισε ανία και χασμουρητά τις αίθουσες”, άργησε να το ανακαλύψει βέβαια, το ανακάλυψε αφού είχε παγιωθεί αυτή η άποψη και εκ του ασφαλούς το είπε, γιατί εμείς τα λέγαμε χρόνια πριν αυτά τα πράγματα, ότι “Μην στριμώχνετε το σινεμά, αφήστε όλα τα είδη του κινηματογράφου να υπάρξουν, οι επιλογές θα γίνουν από το κοινό, την ιστορία δεν την γράφετε εσείς, το κοινό την γράφει την ιστορία”. Κοίταξε ότι όλα τα “αριστουργήματα” που βραβευτήκανε με όλα αυτά και με όλες τις φοβερές κριτικές έχουν εξαφανιστεί. Κι ακόμα παίζεται ο Πανουσόπουλος, παίζεται ο Νικολαίδης, αυτοί παίζονται, όλοι οι άλλοι έχουνε σβήσει. Που είναι όλοι αυτοί με τις φοβερές κριτικές, τις αναλύσεις, τις αποκαλύψεις και όλα αυτά τα πράγματα; Ήρθε το κοινό και τους έδωσε την θέση που έπρεπε. Ήτανε αυτή η μάχη που έπρεπε να δώσει το δικό μας σινεμά, το οποίο εκπροσωπείται από τον Πανουσόπουλο, τον Παναγιωτόπουλο, τον Τάσιο, τον Σταμπουλόπουλο, τον Ζερβό, τον Φέρρη, τον Ζερβουλάκο, εμένα, και κάνα δυο τρία άλλα παιδιά που μου διαφεύγουνε, ένα σινεμά ανεξάρτητο. Ε! αυτό για κάποιους έπρεπε να πεθάνει, δεν έπρεπε να υπάρξει. Εμείς πιάναμε, ας πούμε, γράμματα του διευθυντού του Κέντρου, του κου Ζάννα που’ λεγε “Το Ρεμπέτικο, Η Γλυκιά Συμμορία και Προσοχή Κίνδυνος του Σταμπουλόπουλου, και ειδικά Η Γλυκιά Συμμορία δεν πρέπει να τα δει το ελληνικό κοινό, για αυτό μη τους δώσετε χρήματα” προς τον Ρωμαίο. Είχαμε επιστολή τέτοια στα χέρια μας, την είχαμε πάρει μέσα από το Κέντρο κρυφά. Και την πηγαίναμε στον κο Ζάννα, πέφταν τα μούτρα, του τα ρίχναμε κιόλας τα καντήλια του και μετά έγραφε “Αγαπητέ κε Ρωμαίο, θερμώς συνιστώ να χρηματοδοτήσετε την ταινία του κου Νικολαίδη, και του κου Φέρρη, κλπ, κλπ” υπογραφή από κάτω, ήταν οι μεγάλοι μας πνευματικοί, ας πούμε…Τέλος πάντων. Λοιπόν, κάτω από αυτές τις συνθήκες είμαι πολύ ευχαριστημένος, κατάφερα και έκανα 7 ταινίες, μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση…
Λ.Τ.: Τόσες έκανε και ο Jodorowsky, 7 ταινίες…
Ν.Ν.: Α! ο Jodorowsky είναι καλύτερος από μένα, μεγάλος σκηνοθέτης, άστο…
Λ.Τ.: Το ίδιο στυλ είναι…
Ν.Ν.: Ωραίος, ωραίος, αυτό το Santa Sangre είναι αποθέωση. Είχαμε παιχτεί μια-δυο φορές σε φεστιβάλ παρέα.
Λ.Τ.: Τον έχετε γνωρίσει;
Ν.Ν.: Όχι. Εγώ, ξέρεις, δεν πάω στα φεστιβάλ, κλπ., ούτε κι αυτός νομίζω θα πηγαίνει, αλλά είχανε παιχτεί οι ταινίες μας παράλληλα. Στο Φεστιβάλ Φανταστικού των Βρυξελών δυο φορές έχουνε παιχτεί ταινίες δικές του και δικές μου, ξέρεις εκείνα τα παράλληλα που κάνουνε, κλπ..

sweet bunch”ΑΥΡΙΟ – ΜΕΘΑΥΡΙΟ ΕΧΩ ΝΑ ΦΑΩ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΜΑΙ!”

Λ.Τ.: Θα θέλατε να μας δώσετε ορισμένα βιογραφικά σας στοιχεία;
Ν.Ν.: Βιογραφικά; Γεννήθηκα Οκτώβρη 1939… Μεγάλωσα στη Κηφισιά, στα Εξάρχεια, μάλλον ξεκίνησα από Εξάρχεια γιατί εκεί γεννήθηκα. Μετά βγήκα Κηφισιά, μετά βγήκα Πολύγωνο, μετά βγήκα Πλατεία Βικτωρίας, Αχαρνών εκεί, μετά Μελίσσια και μετά από κει Κηφισιά. Σπουδές απλές ας πούμε στη Λεόντειο Σχολή απ’ όπου μας διώξανε, τελείωσα νυχτερινό. Μία προσπάθεια να σπουδάσω πολιτικός μηχανικός όπως ήταν της μόδας τότε, η οποία εστέφθη από πλήρη αποτυχία κι επιστροφή στην Ελλάδα με εγγραφή στη μεγάλη του γένους σχολή του Σταυράκου, με πολύ καλούς καθηγητές, ευτυχώς, και από κει βγήκαμε σκηνοθέτες. Κάναμε το στρατιωτικό μας, 24 μήνες (γέλια), 24 ή 27 έκανα, κάτι τέτοιο και μετά άρχισε η μάχη.
Λ.Τ.: Στη σχολή Βακαλό;
Ν.Ν.: Α! ναι βέβαια ναι. Ναι, καλά τελείωσα και τη σχολή Βακαλό, σκηνογραφία, διάφορα πράγματα εκεί πέρα. Πάλι με πολύ καλούς δασκάλους, με βοηθήσανε πάρα πολύ και μετά δούλεψα σε δύο ταινίες, μία του Ερρίκου Θαλασσινού και μία του Γεωργιάδη σα βοηθός, και μετά ξεκίνησα μόνος μου, υπήρξε μια δεκαετία, ας πούμε, έντονου προβληματισμού και πείνας, που την περάσαμε βέβαια όλοι οι συνάδελφοι. Μπήκα στη διαφήμιση, όπου μπόρεσα κάπως να ζήσω αξιοπρεπώς και μετά να ζήσω και πλουσιοπάροχα, γιατί έδινε πολλά λεφτά η διαφήμιση μια εποχή, την οποία είχα δει ως πεδίο εφαρμογής και πειραματισμού και όταν τα πράγματα στη διαφήμιση άλλαξαν, και δεν μ’ άφηναν ελεύθερο πια να κάνω ότι ήθελα, γιατί πάντα έκανα ότι ήθελα στη διαφήμιση, και τα σενάρια τα έκανα μόνος μου, κλπ., ε τότε την παράτησα. Παράλληλα γύριζα και τις ταινίες, έγραφα και κάνα βιβλίο. Εδώ και 11 χρόνια σταμάτησα τη διαφήμιση και προσπαθώ να ασχοληθώ με το σινεμά, ανά πενταετία, ανά εφταετία…όπως πάει το πράγμα. Αυτά τα λίγα, τα βιογραφικά.
Λ.Τ.: Η οικογένεια σας;
Ν.Ν.: Λείπει πια. Λείπει. Η μητέρα από πολύ νωρίς και ο πατέρας αργότερα…
Λ.Τ.: Μέσα από την διαφήμιση διδαχτήκατε σινεμά, όπως γράψατε στο παρελθόν, είπατε επίσης πως αυτή λειτούργησε ως το κρυφό σχολειό του ΝΕΚ…
Ν.Ν.: Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Όλοι περάσαμε από τη διαφήμιση, αλλά εγώ είχα μπει συνειδητά, γι’ αυτό μπόρεσα και επιβίωσα σ’ αυτό το χώρο, για να πειραματιστώ πάνω σε πράγματα που δεν μπορούσα να πειραματιστώ στον κινηματογράφο. Λοιπόν, πλάνα που είχα δει, σκηνές που είχα δει, δεσίματα, η σχέση ήχου εικόνας, κι όλα αυτά τα πειραματιζόμουνα εκεί πέρα, πάνω σ’ αυτά τα φιλμάκια, για αυτό είναι και αρκετά ενδιαφέροντα. Έχω μαζεμένα αρκετά από αυτά και έχουν ενδιαφέρον σαν φιλμ, γιατί καταλαβαίνεις, έπρεπε να πεις και μια ιστορία σε 30 δευτερόλεπτα, να βγαίνει νόημα.
Λ.Τ.: “Μην τον παίρνεται από πίσω.. Πάρτε του μία πίπα.” Που ακούστηκαν αυτά τα φοβερά;
Ν.Ν.: Αυτό ήτανε μια φοβερή διαφήμιση, τη θυμάσαι βρε Αντρέα (απευθυνόμενος σε ένα φίλο του που παραβρίσκεται στην συνέντευξη). Ήτανε ένας τύπος με το τσιγάρο του που του έπεφτε η στάχτη κάθε τόσο και από πίσω τον κυνηγούσε η γυναίκα του με ένα τασάκι για να προλαβαίνει να μαζεύει την στάχτη, κι έλεγε “Μην τον παίρνεται από πίσω, πάρτε του μια πίπα”.
Ήτανε δικιά σας η διαφήμιση;
Ν.Ν.: Όχι, όχι δεν ήταν δικιά μου. Δεν έκανα τέτοια πράγματα εγώ, προς θεού…
Λ.Τ.: Το 1993 γυρίσατε την τηλεταινία Το Κορίτσι με τις βαλίτσες.
Ν.Ν.: Α! βέβαια.
Λ.Τ.: Είπατε πως ήταν αποτυχημένη;
Ν.Ν.: Όχι! Είπα πως ήταν ένα λάθος μου, δεν είπα πως ήταν αποτυχημένη, το λάθος μου, και το’ χω στην ιστοσελίδα, έχω ειδικό κουμπάκι που λέει “Το λάθος”, και χτυπάς και βγαίνει η ταινία αυτή. Εμένα η ταινία αυτή μ’ αρέσει, γελάω μ’ αυτή.
Λ.Τ.: Ναι αυτό ήθελα να πω, πιστεύω πως είναι μια πολύ καλή ταινία που περιέχει πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ολόκληρο το κινηματογραφικό σας έργο…Η μόνη διαφορά που υπάρχει από τις υπόλοιπες φιλμικές σας δουλειές είναι πως αυτή ήταν μια παραγωγή της τηλεόρασης, άρα είχε διαφορετικούς κώδικες ανάγνωσης και σαφώς απευθυνόταν σε ένα τελείως διαφορετικό κοινό, όμως ο ρυθμός της είναι Νικολαίδης 100%…
Ν.Ν.: Σίγουρα. Όμως ξέρεις γιατί το λέω λάθος; Είχε ξεκινήσει ο Antenna μια προσπάθεια, μέσω κάποιου στελέχους του να μαζέψει πολλούς Έλληνες σκηνοθέτες με τηλεοπτικά σενάρια βέβαια, αλλά κάπως πιο προωθημένα από αυτά που υπήρχαν ήδη και να κάνει μια σειρά από 20-30 τηλέ-ταινίες, ένα μεγάλο σχέδιο αυτό. Είχαν εγκριθεί σενάρια του Βούλγαρη, του Σταμπουλόπουλου, του Μαυροειδή κ.α. Εγώ είχα προτείνει μια τριλογία με γυναίκες ηρωίδες, η μία ήταν αυτή που γύρισα, η άλλη ήταν που έβγαινε στους δρόμους η ηρωίδα και έσφαζε και μετά η άλλη ήτανε με δυο γυναίκες, οι οποίες κυνηγάγανε νταβατζήδες, κλπ. Κάτι πολύ άγρια σενάρια. Και τους είπα “Υπό τον όρο ότι θα μου εγκρίνετε και τα τρία θα το γυρίσω αυτό”. Μου είπανε “Προχώρα, θα τα κάνεις όλα”. Υπέγραψα βέβαια για το ένα. Συν τοις άλλοις ήρθανε και οι συνάδελφοι και μου είπανε “Μπες μπροστά, γιατί σινεμά καλό κάνεις, θα κάνεις μια καλή δουλειά, έχεις καλούς συντελεστές, για να πάρει μπροστά το πράγμα να ακολουθήσουμε όλοι εμείς”. Μην ξεχνάς, κάνουμε και μια δουλειά, πρέπει να ζήσουμε από αυτό το πράγμα, δουλειά μας είναι αυτό. Είχε γυρίσει, μου φαίνεται, ήδη μία ο Σταμπουλόπουλος που ήταν πολύ αξιόλογη τηλέ-ταινία, και η δικιά μου ήταν η δεύτερη και από πίσω περιμένανε πολλοί συνάδελφοι με εγκεκριμένα σενάρια να πάρει το πράγμα μπροστά. Εγώ βέβαια είχα κάποια στριμώγματα, δεν πολυήθελα, άλλα από την άλλη μεριά καταλάβαινα ότι έπρεπε αυτή την φορά να αφήσω τον εαυτό μου να χρησιμοποιηθεί ως κριός, μπας και, λόγω του Λαζόπουλου, κλπ. ανοίξουμε τις πόρτες και αρχίσει και μπαίνει ένα άλλο θέαμα μέσα στην τηλεόραση. Την γυρίζω την ταινία, και κατά την διάρκεια των γυρισμάτων μέχρι να τελειώσει να μονταριστεί, αρχίζει μια εσωτερική διαμάχη μέσα στον Antenna όπου κάποιοι από πάνω κυνηγάνε αυτόν τον συντελεστή, ο οποίος έχει όλο το project, και τελικά καταφέρνουνε, για λόγους εσωτερικής εκδίκησης, κλπ. να το σταματήσουνε όλο αυτό. Γυρίστηκε τελικά μόνο αυτή η ταινία που έμεινε μετέωρη, δεν ακολούθησε τίποτα. Αυτή ήταν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου και υπήρχαν όλες οι καλές οι προϋποθέσεις για να πετύχει. Και ξαφνικά λόγω ενδόοικογενειακών καταστάσεων μέσα στον Antenna τινάχτηκε όλο αυτό το project στον αέρα.
Λ.Τ.: Τα άλλα δυο σενάρια;
Ν.Ν.: Δεν γυρίστηκαν. Δεν μου δίνανε τα χρήματα μου, τους κρατούσα εγώ τα πρωτότυπα Beta, μου κάνανε εξώδικα, γίνανε κάτι άθλια πράγματα. Βέβαια η τηλέ-ταινία είχε επιτυχία, μεγάλη ακροαματικότητα, κλπ. αλλά απεδείχθη ότι έπρεπε να έχουμε δέσει τον γάιδαρό μας καλύτερα, πριν ξεκινήσουμε όλοι μαζί αυτή τη δουλειά. Να’ χαμε βάλει ποινικές ρήτρες μέσα, να τους είχαμε στριμώξει. Εμείς δεν είχαμε εμπειρία από αυτές τις καμαρίλες, και από αυτές τις καταστάσεις. Πήγαμε εκεί, φάγαμε την καρπαζιά τελείωσε. Για αυτό λέω ήταν το λάθος, το λάθος ήταν δικηγό-νομικό-λογιστικό, άσχετο με την ταινία. Αυτοί (Antenna) ξέρεις τι κάνανε, είχαν ένα γραφείο δημοσίων σχέσεων, η ταινία λέγεται Το Κορίτσι με τις βαλίτσες και σ’ όλη την ταινία προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει μ’ αυτές τις βαλίτσες και στο τελευταίο πλάνο αποκαλύπτεται τι περιέχουν. Βγαίνει λοιπόν πριν παιχτεί η ταινία, σαν ανακοίνωση το δελτίο τύπου, ότι θα παιχτεί, κλπ. και μας λένε στη δεύτερη σειρά τι έχουν οι βαλίτσες μέσα, πάει όλη η ταινία στον αέρα (γέλια). Τους πήρα τηλέφωνο και τους είπα “Συγχαρητήρια” λέω, την κα Νταιφά, “εκπληκτικό τμήμα έχετε, εμείς παλεύουμε δυο ώρες να φτιάξουμε το μύθο γύρω απ’ τις βαλίτσες και τι έχει και τι συμβαίνει μ’ αυτές και εσείς στην δεύτερη σειρά μας την τινάξατε στον αέρα”. Βέβαια αυτή δαγκώθηκε, κατάλαβε την γκάφα που είχε κάνει, αλλά είχε γίνει. Ένας στην Αμερική, θυμάμαι, είχα διαβάσει πριν από 20-25 χρόνια, χώρισε την γυναίκα του, γιατί αυτή επειδή δεν τον χώνευε διάβαζε πρώτη τα αστυνομικά μυθιστορήματα που έπαιρνε αυτός και του’ γραφε στην πρώτη σελίδα το όνομα του δολοφόνου και τον τίναζε στον αέρα τον άνθρωπο (γέλια). Ήταν αιτία διαζυγίου, πήρε διαζύγιο ο άνθρωπος. Έτσι μας έκανε και…αριστούργημα είναι οι τύποι, εντάξει δεν παίζονται με τίποτα!
Λ.Τ.: Οι ταινίες σας σε ποιο κινηματογραφικό είδος ανήκουν;
Ν.Ν.: Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Και να σου πω κι ένα αστείο; Στην προβολή της ταινίας στη Θεσσαλονίκη έτρεξε κάποιο παιδί από την πλατεία και ανέβηκε στον εξώστη που ήμουνα, μάλλον θα έτρεχε, γιατί τον είδα λίγο λαχανιασμένο, και μου λέει: “Πώς χαρακτηρίζετε την ταινία σας;”. Λέω: “Τι σημαίνει αυτό;”, μου λέει: “Τι είδος ταινίας είναι;”. Του λέω: “Τι να σου πω, ότι είναι δράμα;, ότι είναι δραματική περιπέτεια; τέτοιο θέλεις;”. Μου λέει: “Ε, ναι”, του λέω: “Δεν ξέρω”, μου λέει: “Είναι κομεντί”, “Μάλιστα”, του λέω, “Γιατί;”, “Γιατί εγώ γελούσα συνέχεια”, μου λέει, “Άρα είναι κομεντί”. “Αμάν”, λέω, “που μπλέξαμε τώρα. Δηλαδή…”, του λέω, “…αν έβαζα και τη Μάρθα Καραγιάννη να κάνει και κανένα χορευτικό, θα ‘ χαμε πιάσει πολλά πράγματα. Κομεντί αυτή η ταινία; Μες τον θάνατο, μες την υγρασία, μες την περιπέτεια, κλπ;” “Ναι, λέει, κομεντί είναι..”. “Εντάξει, του λέω”, τι να του πω; Αυτός την είχε δει κομεντί, πώς να χαρακτηρίσω εγώ την ταινία; Δεν ξέρω, πάντως όλες οι ταινίες μου έχουνε μια συγγένεια, και εσωτερική και εξωτερική πολλές φορές. Και σαν φόρμα μοιάζουνε. Δεν μπορώ να χαρακτηρίσω εγώ το σινεμά μου. Δηλαδή έχω ακούσει διάφορα, για Road ταινίες, εντάξει, μπορεί να είναι εσωτερικό road, μπορεί να’ ναι μέσα σ’ ένα σπίτι και να’ ναι road movie. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες, αλλά ειλικρινά δεν ξέρω, δεν μπορώ να σου πω εγώ, άλλοι μπορούν να πούνε, άλλοι μπορούν να κάνουν αναλύσεις.
Λ.Τ.: Λοιπόν, ε.., πιστεύω πως είστε ο σπουδαιότερος Έλληνας σκηνοθέτης κι ένας από τους καλύτερους διεθνώς, που έχει ένα φανατικό, πιστό κοινό και στο εξωτερικό, με λυπεί το γεγονός πως έχετε κάνει λίγες ταινίες και δεν μπορέσατε να κάνετε κάτι περισσότερο στο εξωτερικό, βέβαια, κι άλλοι σκηνοθέτες που αγαπώ το έργο τους , όπως οι Kouhnen, Gans, Jodorowsky, Tsukamoto, Tsui Hark, κλπ, έχουν πάνω κάτω την ίδια εξέλιξη με τη δική σας, αλλά, αυτοί, έχουν ακουστεί πιο πολύ από εσάς και σαφώς έχουν αναγνωριστεί περισσότερο στο εξωτερικό αλλά και στις χώρες τους. Συνεχίζουν να αγωνίζονται και να κάνουν φιλμ, κι όταν οι συνθήκες δεν τους το επιτρέπουν κάνουν σινεμά 24 ώρες το 24ωρο στα όνειρά τους, παράλληλα προβάλλουν συνεχώς τις ταινίες τους σε φεστιβάλ και έρχονται σε επαφή με το κοινό τους, βγάζουν τα φιλμ τους σε DVD ή σε πειρατικά βίντεο, τα δικά σας φιλμ δεν έχουν βγει ακόμα σε DVD, παρά μόνο σε βίντεο, και μάλιστα όχι όλα. Δεν υστερείτε σε τίποτα από αυτούς τους κινηματογραφιστές, αλλά εσείς φαίνεται ότι έχετε αποτραβηχτεί έχετε απομονωθεί, τέλος πάντων αυτό που θέλω να πω είναι πως προτιμάτε τη σιωπή, αλλά, από την άλλη το κοινό που αγαπάει την όντως σπουδαία δουλειά σας δεν νομίζετε ότι δεν σας έχει κοντά του; Δεν έχει τις ταινίες σας κοντά του;
Ν.Ν. Βέβαια, σωστό αυτό. Ε! κοίταξε. Χμ… Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα και σε μένα και σ’ αυτούς τους πολύ καλούς σκηνοθέτες, ειδικά ο Tsukamoto έχει κάνει κάτι ανεπανάληπτα πράγματα (γέλιο)…
Λ.Τ.: Tetsuo;
Ν.Ν. Ναι! Λοιπόν… είναι και θέμα και χαρακτήρος και το πώς μεγάλωσες και από ποια χώρα έρχεσαι
Λ.Τ.: Από Ιαπωνία είναι, που δεν βγαίνουν εύκολα οι ταινίες, τώρα τελευταία άρχισαν να βγαίνουν.
Ν.Ν. Όχι, όχι, εντάξει η Ιαπωνία πάντα είχε ένα μεγάλο κοινό
Λ.Τ.: Είχε τον Kurosawa, κλπ.
Ν.Ν. Ναι, ναι, έχει μια μεγάλη παράδοση στον κινηματογράφο εμείς προσπαθούμε να την φτιάξουμε αυτήν την παράδοση, προσπαθούμε να φτιάξουμε μια υποδομή, η οποία με τίποτα δεν φτιάχνεται, ε, και οπωσδήποτε και πολιτιστικά ας πούμε, αυτές οι κοινωνίες είναι πολύ πιο προηγμένες πιο ελεύθερες, πιο ακομπλεξάριστες, έτοιμες ας πούμε να δεχτούν και να ρισκάρουν ορισμένα πράγματα. Εδώ είναι μια μικροαστικούλα κοινωνία, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα από την δεκαετία του ’50, καθόλου, πλήρως απομονωμένη, και αν λάβεις υπ’ όψιν σου ότι κι εγώ δεν έλαβα ποτέ στα σοβαρά υπόψη μου τον εαυτό μου, δηλαδή, σαν σκηνοθέτη, σαν συγγραφέα κλπ. ήτανε κάποια πράγματα που… έτσι που εγώ έπαιζα με το σινεμά, το χρησιμοποιούσα και σαν εκτόνωση πολλές φορές. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπολόγισα ποτέ στους θεατές, μην πω την άσχημη κουβέντα “δεν μ’ ενδιαφέρανε” αλλά δεν κάθισα ποτέ να ψάξω, να πω, “θα αρέσει αυτό στο κοινό; Θα έχει τράβηγμα; Θα με καταλάβουνε;”. Έτυχε απλώς οι δικοί μου οι προβληματισμοί να βρούνε μια ανταπόκριση γιατί υπήρχαν από κάτω. Δεν έκανα τίποτα για να προωθήσω τις ταινίες μου, να φτιάξω κοινό, και μάλιστα όταν έφτιαξα κοινό με τη Γλυκιά Συμμορία, γιατί εκεί αμέσως παρουσιάστηκε ένα εκπληκτικά μεγάλο κοινό, μιλάμε για 150-160.000 άτομα τα οποία είδαν την ταινία, κι έφτιαξα μια γερή βάση. Άντε λοιπόν να εξηγήσεις γιατί μόλις βρήκα εγώ αυτή τη γερή βάση αποφάσισα να την εγκαταλείψω κι αντί να γυρίσω κάτι πιο προωθημένο από την Γλυκιά Συμμορία που περίμεναν όλοι, γύρισα την Πρωινή Περίπολο. Πήγα τελείως αντίθετα, εγκατέλειψα το κοινό κι αυτό με τη σειρά … Πολύ λίγο μέρος αυτού του κοινού, δηλαδή από τις 170.000 εισιτήρια έπεσα στις 30.000 με την Πρωινή περίπολο, μιλάω σε πρώτη προβολή στην Αθήνα. Άντε να εξηγήσεις τώρα γιατί εγώ έκανα αυτή τη στροφή; Ίσως γιατί δεν μου αρέσει να νιώθω αναγνωρισμένος, ίσως γιατί δεν ήθελα να τακτοποιηθώ σαν σκηνοθέτης κάποιου περιθωρίου κλπ., όπως πήγαιναν να βγάλουν τις “ρετσέτες” εκείνη την εποχή, ίσως γιατί με φόβισε… παρεξήγησα την επιτυχία και με φόβισε, ίσως λόγω ανωριμότητας να συνέβησαν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά κι εγώ ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί εγκατέλειψα αυτό το κοινό. Μου το λέγανε πολύ φίλοι και συνάδελφοί μου “τώρα που κατάφερες…” μου λεν “…και “φορμάρισες ένα κοινό, σηκώνεσαι και το εγκαταλείπεις και πάς κάπου αλλού;”. Με είχε τρομάξει λιγάκι και αυτή η επιτυχία, και αυτή η αναγνώριση, και γενικά δεν ήθελα να κυκλοφορώ σαν αναγνωρισμένος, θύμωσα που αναγνωρίστηκε λιγάκι, “άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου” δε βγάζεις άκρη. Με αυτή την έννοια έκανα ότι μπορούσα για να μη προωθήσω και ταινίες προς τα έξω, να μην πηγαίνω σε φεστιβάλ, έχω “ανοιχθεί” να πάω και Φεστιβάλ Βερολίνου, σαν επίσημη συμμετοχή, γιατί μου τέθηκαν κάποιοι όροι άνευ προηγουμένου, αρνήθηκα και στη Γερμανία να γίνει η προβολή της Γλυκιάς Συμμορίας που τη θέλανε πάρα πολύ, εκείνες τις περίεργες εποχές με τα “λευκά κελιά”, εγώ δεν δεχόμουνα να παίξω την ταινία μου στη Γερμανία, δεν δεχόμουνα να βρεθώ στη Γερμανία εκείνη την εποχή, δεν ήθελα. Στην Αμερική με έχουν καλέσει πολλές φορές, δεν πάω, βαριέμαι τα αεροπλάνα φανταστικά, πέρα του ότι φοβάμαι, τα βαριέμαι κιόλας. Γενικά δεν είμαι άνθρωπος των εξωτερικών μετακινήσεων, το εξωτερικών το τονίζω πάρα πολύ. Σε δεκάδες λέσχες που παίζουν το έργο μου δεν παρουσιάστηκα ποτέ να μιλήσω, όλα αυτά προωθούνε το έργο σου, κάνω ελάχιστη παρέα με ανθρώπους του χώρου μου και κάνω μόνο παρέα με ανθρώπους που μου αρέσουνε πάρα πολύ, δεν ανέπτυσσα ποτέ δίκτυο δημοσίων σχέσεων, δεν μ’ ενδιέφερε, όλα αυτά Καμιά φορά και το να μην κάνεις δημόσιες σχέσεις, αν το κάνεις με έναν ορισμένο τρόπο, κάνεις υπέροχες δημόσιες σχέσεις, ούτε κι αυτή την ικανότητα είχα ούτε και τη διάθεση. Αρνήθηκα ακόμα και στα 21 μου χρόνια να πάω στο Hollywood…
Λ.Τ.: Σας είχε γίνει πρόταση;
Ν.Ν. Ναι! …Δεν πήγα γιατί ήμουνα ερωτευμένος, ήθελα να μείνω εδώ (γέλια)
Λ.Τ.: Γι’ αυτό δεν πήγατε;
Ν.Ν. Ναι, βέβαια! Συν ότι καταλάβαινα, ότι εγώ, με το χαρακτήρα που είχα αποκλειόταν να επιβιώσω πάνω από 2-3 μήνες εκεί πέρα μέσα, κατάλαβες; λέω “δεν θα με σηκώσει εμένα αυτό το κλίμα!”. Άλλη μια φορά που είχα φύγει κι είχα πάει σε ένα φεστιβάλ και μου είχανε προετοιμάσει στην Ιταλία μια φοβερή υποδοχή στη Ρώμη λόγω της Ευρυδίκης, η οποία είχε κάνει τεράστια εντύπωση στην Ιταλία…
Λ.Τ.: Ε! σε κάποιο φεστιβάλ ή κάτι τέτοιο, στη Ρώμη;
Ν.Ν. Όχι! Μου είχανε ετοιμάσει διάφοροι Ιταλοί κριτικοί μια μεγάλη συνάντηση στη Ρώμη για να μιλήσουνε γι’ αυτή την ταινία να την ερευνήσουνε, και να με βοηθήσουνε να αποκτήσω προσβάσεις στην ιταλική βιομηχανία κινηματογράφου εντός εισαγωγικών, ας το πούμε έτσι. Τα ετοιμάσανε όλα οι άνθρωποι και σηκώθηκα εγώ το πρωί που με περιμένανε να κατεβούμε όλοι μαζί στη Ρώμη, και μιλάω για μεγάλους και πολύ σοβαρούς κριτικούς, που είχαν οργανώσει όλη αυτή τη δουλειά, οι άνθρωποι με εξυπηρετούσαν, αναγνώριζαν το έργο μου και είχαν έρθει πολύ σεμνά και πολύ σωστά για να βοηθήσουνε, και τους είπα “με συγχωρείτε εγώ θέλω να πάω στην Αθήνα να δω τον γιο μου, τον έχω επιθυμήσει”. Ήταν μικρός τότε, 6 μηνών και τον είχα παρατήσει, και μ’ είχε πιάσει μια νοσταλγία φοβερή, τρομαχτική. Τα παράτησα όλα και γύρισα πίσω να δω τον γιο μου, ο οποίος μάλιστα δε δέχτηκε να μ’ αγκαλιάσει κιόλας, του φάνηκα ξένος, με είχε ξεχάσει για 15 μέρες που έλειπα. Είχα κάτι τέτοια, τα οποία, εντάξει, δεν είναι σωστά. Ξέρω, έκανα κάποια λάθη στο δρόμο, αλλά, έτσι είμαι, τι να κάνω; Έτσι είμαι. Η Ελλάδα είναι κι ένα μέρος λιγάκι απομονωμένο, δεν μπορείς να βγεις εύκολα έξω. Αυτός είναι ο λόγος που έχει μείνει το έργο πίσω και μη γνωστό, όχι αναγνωρισμένο, γνωστό. Από την τηλεόραση του BBC, θέλανε να προβάλουνε…
Λ.Τ.: Ένα ντοκιμαντέρ;
Ν.Ν. Ένα ντοκιμαντέρ που είχανε φτιάξει πάνω στις Cult ταινίες, και βέβαια θα’ χαν κάποιους γερούς σκηνοθέτες μέσα, και μου ζητήσανε να βάλουν κομμάτια από το Singapore Sling, τους είπα βεβαίως, και θέλανε να βάλουν ορισμένες σκηνές τις οποίες εγώ δεν ενέκρινα, γιατί δεν ήτανε σκηνές οι οποίες αντιπροσώπευαν 100% την ταινία. Αυτοί, λοιπόν, ήθελαν να βάλουν κάποιες σκανδαλοθηρικές σκηνές, να απομονώσουνε ορισμένα πράγματα με αποτέλεσμα η ταινία να παρερμηνευόταν τελείως, μ’ είχανε “φάει”, πληρώνανε χρήμα, τους είπα “Όχι! Με τίποτα!”, πήγανε στο Κέντρο, μεσολάβησε το Κέντρο, λέω “Όχι, δεν τη δίνω την ταινία, τελείωσε!”. Άμα κάνεις συνέχεια τέτοια πράγματα, όταν αποσύρω ταινίες μου από φεστιβάλ, γιατί, βλέπω, ας πούμε, σε κάποιο φεστιβάλ υπάρχουνε 5 ταινίες ενός συναδέλφου και μια ταινία δική μου, 9 ταινίες ενός άλλου συναδέλφου και μια ταινία δική μου, λέω, συγνώμη τώρα εγώ γιατί να πάω ουρά με μια ταινία που ξέρω ότι θα μαζέψει κόσμο για να υποστηρίξω, ας πούμε, “κάποιες ρετροσπεκτίβες που κάνατε εσείς σε κάποιους συναδέλφους, να τους προβάλετε μόνους τους, αποσύρω την ταινία”. Πολλές φορές επειδή μου δίνουνε γελοία ποσά για να πουληθούν οι ταινίες μου σε χώρες οι οποίες δεν έχουν οικονομική δυνατότητα, ειδικά στις κάτω χώρες κλπ., τους λέω δεν τη δίνω την ταινία, την έχω κλείσει, το Singapore Sling μου το ‘χουν ζητήσει πάρα πολλές χώρες να το αγοράσουν, αλλά, είναι τόσο λίγα τα χρήματα. Δεν το βλέπω σαν εμπορική συναλλαγή, αλλά βλέπω ότι δεν εκτιμάνε μια δουλειά, όταν την εκτιμάνε τόσο, εγώ δεν τη δίνω αυτή τη δουλειά, δεν έχω ανάγκη από λεφτά αυτή τη στιγμή, δηλαδή, μπορώ να φάω, μπορώ να κοιμηθώ και ξέρω ότι για ένα χρόνο μπορώ να ζήσω, δύο χρόνια. Κακά τα ψέματα στη σημερινή κοινωνία που ζούμε ποιος έχει αυτή τη σιγουριά; Ελάχιστοι άνθρωποι την έχουν αυτή τη σιγουριά! Θα μου πεις, Ναι! Τώρα όμως είσαι αρκετά μεγάλος, δούλεψες κάποια χρόνια, κάτι έχεις μαζέψει, κάποιες άκρες έχεις, ας πούμε, κάποιες καβάτζες, αλλά, παρόλα αυτά, ποιος ξέρει τι θα του βγει αύριο; Εγώ λέω εντάξει, αύριο-μεθαύριο έχω να φάω μπορώ να αντιστέκομαι. Φρόντισα να ασχοληθώ φτιάχνοντας τη ζωή μου έτσι, ώστε, να μπορώ, για λογαριασμό πάρα πολλών άλλων ανθρώπων να μην ξεφτιλίζομαι. Πολλοί συνάδελφοι δεν το κατάφεραν αυτό, όχι ότι θέλανε να ξεφτιλιστούνε, δεν το κατάφεραν να στήσουν τη ζωή τους έτσι, εγώ από την αρχή την έστησα τη ζωή μου έτσι, είπα, ότι δεν σας επιτρέπω να με στριμώχνετε στη γωνία, πρέπει να κάνω Α, Β, Γ, Δ ενέργειες να στήσω τη ζωή μου έτσι ώστε να μην σας έχω ανάγκη, τότε θα μπορώ να είμαι ανεξάρτητος, γιατί, κακά τα ψέματα, όταν το στομάχι, ας πούμε, παίζει βιολάκι κι έχεις και δυο παιδιά και μια γυναίκα που αγαπάς, κι ένα σπίτι, κάποια στιγμή θα σκύψεις το κεφάλι γιατί πρέπει να φροντίσεις αυτά τα παιδιά, αυτό το χώρο, αυτή την εστία, κι εκεί πέρα πάνω σε εκμεταλλεύονται και σε πατάνε κάτω. Είπα αυτό το πράμα εγώ δεν θα το πάθω, δηλαδή, πέταξα κάποια πράματα από πάνω μου, κράτησα κάποιες άλλες σταθερές, και τα κατάφερα να μιλάω για λογαριασμό πολλών αυτή τη στιγμή και να μπαίνω εγώ μπροστά. Πολλές φορές μου λένε οι συνάδελφοι μου “άντε πάλι μπροστά μπήκες και τα είπες, εμείς δεν μπορούμε να τα πούμε!”.
Λ.Τ.: Αυτό είναι ως ένα σημείο δικαιολογημένο, αφού είστε ο μοναδικός Έλληνας σκηνοθέτης, με όλη τη σημασία της λέξεως σκηνοθέτης, και γι’ αυτό σας έκανα αυτή την ερώτηση, γιατί, με λυπεί το γεγονός, δηλαδή, όλοι οι άλλοι, ακόμη και ο Jodorowsky, Tsukamoto έχουν αναγνώριση, κι εσείς έχετε, σαφώς, αλλά όχι την αναγνώριση που έχουν αυτοί.
Ν.Ν. Ναι! Κοίταξε, αυτοί είναι και λίγο διεθνιστές!
Λ.Τ.: Είναι! Αυτό θέλω να πω…
sweet bunchΝ.Ν. Είναι! είναι, εγώ δεν ήμουνα ποτέ του … ήμουνα του εσωτερικού ταξιδιού όχι του εξωτερικού. Μπορεί και να είχα κάποιες ανασφάλειες, τις δέχομαι, αυτές. Μπορεί να είχα κάποιες ανασφάλειες με το να βρίσκομαι σε ξένο χώρο, όλα αυτά τα φεστιβάλ, οι συνάξεις, το “πάμε να φάμε”, μια ατμόσφαιρα, πολύ τυπική, πολύ εμπορική, άλλοι τα ξεπερνούσαν γιατί τα βλέπανε αλλιώς τα πράγματα, ήτανε στο δικό τους κόσμο…
Λ.Τ.: Ήτανε παιχνίδι!
Ν.Ν.: Ήτανε παιχνίδι, ναι, αυτό είναι πολύ ωραίο, εγώ δεν είχα αυτήν την ικανότητα…
Λ.Τ.: Τελικά δεν πήγατε στην εκδήλωση στην Ρώμη έτσι;
Ν.Ν. Όχι! Ήρθα, ήθελα να δω το γιο μου τελείωσε. Τους το εξήγησα, οι άνθρωποι, βέβαια, λυπηθήκανε, παρεξηγηθήκανε πιθανώς, αλλά, εγώ ήθελα να έρθω εδώ, πως να γίνει; Έχω κάνει διάφορα τέτοια.
Λ.Τ.: Πάντως αυτό, δεν είναι αντίφαση αυτό που θα πω, δηλαδή, η ερώτηση που έκανα, είναι ότι, αυτή είναι μια άποψη, έχετε αποτραβηχτεί εσείς, αλλά, από την άλλη, ίσως είναι και το κοινό που δεν σας στήριξε, όταν κάνατε την Πρωινή περίπολο;
Ν.Ν. Κοίταξε, δεν είναι θέμα αποτραβήγματος. Βλέποντας την καινούρια ταινία είπανε: “Πάρα πολύ καλά, ο Νικολαίδης απομονωμένος μες στην Κηφισιά πως κατάφερε κι έπιασε ένα σφυγμό σημερινό, και μάλιστα σε βάθος. Που τα είδε αυτά; Που τα ξέρει;” Όλοι πιστεύουνε ότι εγώ κάθομαι εδώ πέρα, ας πούμε, και είμαι απομονωμένος, και σηκώνομαι το πρωί και αφουγκράζομαι τη φύση ή τα συννεφάκια. Εγώ βράζω, ξέρω ανά πάσα στιγμή τι γίνεται, κι έπειτα είναι και θέμα κάποιας ικανότητας και κάποιων προσλαμβανομένων εικόνων, όταν γύρισα ας πούμε την Πρωινή Περίπολο, μου είπαν “Που τη γύρισες αυτή την ταινία;”, άλλοι λέγανε ότι πήγα στη Νότιο Γαλλία και τη γύρισα, έτσι; Και τους είπα “Παιδιά, 5 χιλιόμετρα γύρω από την Ομόνοια”, και μου λένε “που είναι αυτά τα μέρη;” Και τους λέω “συγνώμη, αν εσείς περπατάτε στην Ομόνοια και δεν τα βλέπετε και το μάτι σας είναι αλλού, εμένα το μάτι μου είναι εκεί, είναι οι χώροι οι δικοί σας”, υπάρχουνε αυτοί οι χώροι δεν τους έφτιαξα, δεν έκανα καμία επέμβαση, τουλάχιστον στους χώρους τους εξωτερικούς, πέρα από λίγο νερό, η να πετάξω ένα καμένο αυτοκίνητο, ας πούμε…
Λ.Τ.: Τα τραβήξατε όπως ήταν;
Ν.Ν.: Όπως ήταν, είναι χώροι δικοί μας! Δηλαδή, γυρίζαμε τα βράδια και ακούγαμε από πάνω τα τακούνια των γυναικών που βγαίνανε από τα θέατρα που σχολάγανε, ξέρεις, στην Πλατεία Κλαυθμώνος, από κάτω, τέταρτο υπόγειο που γυρίζαμε, ακούγαμε από την Βουκουρεστίου, δεν ξέρεις πως μεταδιδότανε, και μάλιστα άκουσα και το φοβερό, τρεισήμισι η ώρα στην Αθήνα γάιδαρο να γκαρίζει! (γέλια). Λένε ότι είμαι απομονωμένος, δεν είμαι απομονωμένος, τα Εξάρχεια, έχω ζήσει στα Εξάρχεια, έχω μεγαλώσει στα Εξάρχεια, αλήτευσα στα Εξάρχεια. Βρίσκομαι εκεί μια φορά κάθε τρία χρόνια για διαφόρους λόγους, ή να επισκεφτώ το σπίτι ενός φίλου μου ή να πάω σε ένα μαγαζί στερεοφωνικών, ή να πάω να δω ένα συνεργάτη μου εκεί, να νοικιάσω μηχανήματα. Δεν χρειάζεται, μια φορά βγήκα, κατάλαβα τα Εξάρχεια που πήγανε, μύρισα τα Εξάρχεια, τα μύρισα πολύ καλά, είδα ποιοι κυκλοφορούν, τι έγινε, πως άλλαξε ο χώρος, αμέσως ξανάτοποθετήθηκε, έχουνε μείνει οι παλιές οι μνήμες εκεί πέρα, είναι μια ιστορία τα Εξάρχεια, την οποία δεν χρειάζεται να είμαι κάθε μέρα εκεί πέρα να την ξέρω, δεν χρειάζεται να ξέρω τα παιδιά με τις ανησυχίες τους, τους μηχανόβιους, τους ένα τους άλλους. Τους έζησα από πολύ μέσα, πήρα εμπειρίες, εξετέθηκα και σε κινδύνους μ’ αυτά τα παιδιά, γιατί έπρεπε να τις πάρω αυτές τις εμπειρίες, γιατί όπου δεν είχα εμπειρίες και ήθελα να γράψω κάτι, ή να γυρίσω κάτι, έλεγα αυτό μου λείπει και πήγαινα και έβρισκα τους αλανιάρηδες εκεί πέρα κάτω, με τους οποίους είχα πάντα επαφή, είναι τώρα 10 χρόνια, μάλλον, που έχω κόψει τις επαφές, γιατί μετακινηθήκανε, ξέρεις, και οι ομάδες και οι μηχανόβιοι, κλπ., κάπου διαλύθηκε και η πιάτσα της Βικτώριας, με τις οποίες είχα επαφές. Τι να σου πω τώρα… Ότι με κυνηγάγανε κάποτε, μου’ χανε κλέψει τα κλειδιά, θέλανε να μπουν στο σπίτι μου, και ήρθαν δυο μηχανόβιοι επάνω και κάναμε πρόβες πως θα τους καθαρίζαμε στο φανάρι. Εγώ δεν ήμουνα υπέρ να τους καθαρίσουμε, τα παιδιά θέλανε να τους καθαρίσουνε, γιατί είχαμε μια σχέση καλή. Και είχαν έρθει με τις μπερέτες όλοι απάνω και τη στήνανε, ας πούμε. Ότι, τους είδα να κάνουν ληστεία κι ήμουνα δίπλα, μέσα στην μέση του δρόμου, στην Αγίου Μελετίου, γιατί ήθελα να τα μαζέψω αυτά τα στοιχεία, μια ψευτόληστεία κάνανε, εκεί, σταματήσανε δυο ζευγάρια τους πήραν τα πορτοφόλια και φύγανε και πήγαμε όλοι μαζί και φάγαμε μετά. Εντάξει, παίρνω κάποια ψήγματα από αυτό το χώρο, ξέρω να μιλήσω για αυτό το χώρο, έχω μιλήσει με παιδιά, έχω ζήσει με παιδιά. Κάποιοι από αυτούς, ο Μάριος Καβασσάκης, ας πούμε, ο Γλίτσης, και κάτι άλλες μυθικές μορφές μηχανόβιων ήτανε φίλοι μου στενοί, τους ήξερα, γιατί εγώ είχα την τύχη ή την ατυχία να έρχομαι από μια οικογένεια πολύ χορτασμένη της Πόλης, ξεριζωμένοι Έλληνες, το σπέρμα ήτανε χορτασμένο, αλλά εδώ πέρα μόλις ήρθε στην Αθήνα λουμπένοποιήθηκε. Δηλαδή πέσαμε σε μια τεράστια φτώχεια, ανέχεια, στρίμωγμα τρομακτικό, μέχρι να μην έχεις να φας και αυτή η σύγκρουση εμένα μου’ βγαλε πολλά πράγματα. Μια μνήμη χορτασμένη, εκπαιδευμένη μέσα σε Παρίσια, σε αυτοκρατορικές καταστάσεις, από Βουλγαρία, γιατί έχω ένα μπερδεμένο σόι, από Ρουμανία, Βουλγαρία και Κωνσταντινούπολη. Κι αυτό το πράγμα όταν ήρθαμε εδώ πέρα έγινε μια τέτοια άσχημη προσγείωση, που, εγώ βέβαια δεν την έζησα, αλλά την εισέπραττα από την ατμόσφαιρα, και αυτό το πράγμα μου έδωσε, ξέρεις, στέκομαι με δύο πόδια κάπου, και μπορούσα να είμαι μέσα κι έξω και να τα ερμηνεύω σωστά αυτά τα πράγματα. Τι μου λένε για απομόνωση, κλπ., αυτοί είναι απομονωμένοι, οι οποίοι κυκλοφορούνε μέσα στην Κάνιγγος, ας πούμε, και μες την Αθήνα, και δεν ξέρουνε ότι αν θέλουνε αυτή την στιγμή να κάνουν αναπαράσταση της Κοζάνης τη δεκαετία το ’50 μπορώ να τους πάω εγώ μες την Αθήνα να την βρούνε. Αυτοί που την ξέρουνε που είναι; Γιατί ή έχεις το μάτι και το μάτι ξυπνάει μνήμες και επεξεργάζεσαι και κάνεις ένα ξανάχτίσιμο σ’ αυτά τα πράγματα και τα καταλαβαίνεις, δεν χρειάζεται πολύ. Μάλιστα φτάσανε και κάποιοι συνάδελφοι να πούνε “Α! Με την τελευταία ταινία, τώρα καταλάβαμε όλες τις ταινίες του Νικολαίδη, πόσο ρομαντικός είναι, πόσο ασυμβίβαστος είναι, πόσο πιστεύει στη φιλία, πόσο πιστεύει στη παρέα”, στον έρωτα της συντροφιάς που λέω εγώ. Έπρεπε να έρθει αυτή η τελευταία ταινία, γιατί δεν ξέρω πως δούλεψε αυτό…
Λ.Τ.: Δεν μπορούσαν να το καταλάβουν πιο πριν…
Ν.Ν.: Δεν μπορούσαν να το καταλάβουν πιο πριν, ούτε στη Συμμορία τα είδανε αυτά, που ήτανε διάσπαρτα και πολύ εμφανή τα στοιχεία και έντονα, ούτε και στα Κουρέλια, κατάλαβες;
Λ.Τ.: Στην ταινία Άγρια Συμμορία του Peckinpah, ο Pike Bishop, αρχηγός της Συμμορίας, κάπου λέει: “Δεν παρατάμε κανένα. Είμαστε μαζί, όπως ήμασταν τον παλιό καιρό. Όταν είσαι μαζί με κάποιον, παραμένεις μαζί του. Αν δεν μπορείς να το κάνεις, είσαι χειρότερος από κάποια ζώα. Είσαι τελειωμένος. Όλοι είμαστε τελειωμένοι.”.

singapore slingΝ.Ν.: Ναι, αυτό έχει διαπεράσει, δεν μπορώ να πω, η Άγρια Συμμορία είναι μια ταινία που μου άρεσε πάρα πολύ, εννοείται τώρα, έχει αρέσει σε πολλούς, είναι, όπως και το Pat Garret and Billy the Kid. Δεν νομίζω ότι με επηρέασε πουθενά, ούτε νομίζω ότι οι ήρωες μου έρχονται από κει μέσα. Πριν το Big Chill (Η Μεγάλη Ανατριχίλα του Lawrence Kasdan) γύρισα Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα, που είναι το ίδιο θέμα. Δεν επηρεάστηκα, μου άρεσε πάρα πολύ η ταινία, ήτανε ήρωες τους οποίους καταλάβαινα, τους οποίους είχα ήδη γνωρίσει μέσα από τον ευρωπαϊκό-αμερικάνικο σινεμά, το μαύρο σινεμά που φέρανε οι Ευρωπαίοι στην Αμερική, είχανε πολλούς τέτοιους ήρωες, ήρωες που πιστεύανε στην φιλία, την αφοσίωση, κλπ. και μου ήτανε πάρα πολύ γνωστοί οι ήρωες και ήτανε αυτό που έλειπε από τον χώρο τον δικό μας. Οι Έλληνες ποτέ δεν πιστέψανε στην δύναμη των…, το’ λεγε και κάπου ο Άλκης: “Τώρα ξέρεις τι έμαθα” λέει “στη ζωή χρειάζονται πάντα δύο. Δύο είναι μια συμμορία”, λέει στα Κουρέλια που γυρίστηκε σ’ αυτή την βεράντα που βλέπεις, εδώ ακριβώς. Μου ήτανε γνωστοί οι ήρωες, απλώς τώρα στην τελευταία ταινία (γέλιο) κάνω μια αναφορά, ας πούμε, με ένα πλάνο, το οποίο και αυτό όμως αυτόανατρέπεται, αυτόσαρκάζεται. Το πλάνο κάνει αναφορά στον Peckinpah, αλλά αυτόσαρκάζεται κιόλας, γιατί έτσι βγαίνει η συνισταμένη του ηρωισμού αυτών των ατόμων. Δεν μπορώ να πω ότι μ’ έχει σημαδέψει η Άγρια Συμμορία, μ’ έχει σημαδέψει, αν θέλεις, περισσότερο το Φέρτε μου το Κεφάλι του Αλφρέντο Γκαρσία, παρά η Άγρια Συμμορία, που είναι βέβαια μεγάλη δουλειά, ανεπανάληπτη δουλειά…
Λ.Τ.: Είμαστε όλοι τελειωμένοι λέει ο Pike Bishop στην Άγρια Συμμορία…
Ν.Ν.: Τελειωμένοι σημαίνει είμαστε ήδη ελεύθεροι. Είναι όπως το πάρεις.
Λ.Τ.: Κι αυτό φαίνεται στο τέλος της ταινίας
Ν.Ν.: Ναι. Είναι αυτό που έλεγαν, “δώσε μου κάτι να πιστέψω και να πεθάνω για αυτό”.
Λ.Τ.: Κι αυτοί πέθαναν για τον Άνχελ, συμβολικό, για ένα άγγελο έκαναν ότι έκαναν οι 4 αυτοί άντρες.
Ν.Ν.: Ναι, για τον Άνχελ. Δεν ήταν ο Άνχελ, ήταν πάρα πολλά από πίσω, ο Άνχελ ήταν που ξεχείλισε το ποτηράκι, ήταν έτοιμοι, ήταν έτοιμα τα άτομα. Αυτό δηλαδή είναι που λέω, που με κατηγορούσαν και μένα γιατί οι ήρωες μου τελειώνουνε πάντα στις ταινίες, δεν ζούνε. Κι επιλέγουν ένα τρόπο θανάτου ο οποίος δεν είναι political correct. Δηλαδή το να αυτοκτονεί κάποιος στερεί την κοινωνία από ένα παραγωγικό και καταναλωτικό όργανο, “προς θεού με τίποτα”. Εγώ δεν είμαι υπέρ της αυτοκτονίας, αλλά είναι μια πράξη υπέρτατης αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας την οποία πρέπει κανείς να σεβαστεί, κι όταν μάλιστα αυτή αναλώνεται όχι σε μία αυτοκτονία στο δωματιάκι σου μέσα, αναλώνεται παίρνοντας κι άλλους μαζί σου. Δεν κάθεται στο δωματιάκι να κλάψει την μοίρα του, φεύγει άλλα παίρνει και μερικούς μαζί του, αφήνει κάποιους τέλος πάντων. Και φεύγει ελεύθερος, από την στιγμή που θα το αποφασίσει είναι ελεύθερος. Μου είπε και μια κοπελίτσα στη Θεσσαλονίκη, όταν τελείωσε η προβολή της ταινίας, ένα πολύ ευγενικό κορίτσι, άγνωστη, μ’ ακουμπάει μαλακά στο χέρι και μου λέει “Αχ! κε Νικολαίδη μας τους σκοτώσατε πάλι στο τέλος” (γέλια). Καλά, εδώ πέρα το φινάλε είναι, παρόλο που φεύγουνε και οι δύο ήρωες, έχει τεράστιο άνοιγμα, φεύγουν άλλα δεν φεύγουν, έχει τεράστιο άνοιγμα, δεν είναι σαν τα άλλα που είναι τελειωμένα, αυτό αφήνει ένα τεράστιο άνοιγμα.
Λ.Τ.: Έχει μια ελπίδα;
Ν.Ν.: Τρομερή, τρομερή, τρομερή. Γιατί φεύγουν διαφορετικά αυτή την φορά.
Λ.Τ.: Και στην Γλυκιά Συμμορία που έχουν φύγει.
Ν.Ν.: Ναι, και στην Γλυκιά Συμμορία. Καλά εκεί οι του Σύγχρονου Κινηματογράφου και της Οθόνης είχανε γίνει έξαλλοι με το τελευταίο πλάνο, αυτή την τελετουργία που βάζει το όπλο εδώ, ξέρεις, στο χέρι ο ένας στον άλλο…
Λ.Τ.: Ήταν φοβερό!
Ν.Ν.: Αυτό το είχαμε μελετήσει με τον Άρη Σταύρου, κι είχαμε πει αυτό θα είναι γιαπωνέζικη τελετουργία, και το κατάλαβε αμέσως και το στήσαμε μέσα σε 10 λεπτά, το ξέραμε πολύ καλά αυτό, τις κινήσεις των ηθοποιών. Είχανε γίνει έξαλλοι, την πήγε την ταινία πολύ ψηλά, κατάλαβες; Μ’ αυτά τα χιαστί, τι άκουσα (γέλια). Πιστεύω ότι πολλοί μυθικοί χαρακτήρες, ξέρουνε ότι θα τελειώσουνε και είναι κάθαρση αυτό το πράγμα, “Δια ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτον παθημάτων κάθαρση” λέγανε οι αρχαίοι, δηλαδή είναι η αναγκαιότητα στην τραγωδία, έχουνε γράψει και πολλές μελέτες για την αναγκαιότητα της καταστροφής του ήρωα. Ο ήρωας δεν μπορεί να ζήσει, δεν πιέζεται, δεν καταπιέζεται, δεν λιώνει κάτω από την μπότα του έξω κόσμου, αποφασίζει από μόνος του ότι εγώ θα διατεθώ έτσι, ε! τελείωσε. Και στην Γλυκιά Συμμορία, την δική μου, λένε “φύγετε” του λέει ο άλλος από πάνω “είμαστε περικυκλωμένοι”, “άντε” λέει ο άλλος “που θα πας ρε μαλάκα, εδώ θα’ ρθεις” και πάνε μπαίνουνε μέσα, ξέρουνε ότι πάνε να τελειώσουνε, αλλά θα τελειώσουνε ωραία και μαζί, αυτό έχει σημασία, όχι ο καθένας μόνος του ή παιδιά τελειώστε και γω πάω μια βόλτα και θα σας δω, όχι! Εγώ πιστεύω πάρα πολύ σ’ αυτό που λένε παρέα, πάρα πολύ, σ’ αυτό που λένε συντροφιά.

Λ.Τ.: Οι ταινίες σας αποτελούν ένα ντοκουμέντο για το άγχος της εποχής μας, τα οράματα σας έχουν μια νεανική φρεσκάδα που δύσκολα συναντιέται ακόμη και σε εικοσάρηδες σκηνοθέτες.
Ν.Ν.: Ναι, αυτό μου το είπανε και στη Θεσσαλονίκη. Ήρθε ένας φίλος μου σκηνοθέτης, ο οποίος είναι και καλός και κακός κριτικός των ταινιών μου. Δεν μου χαρίζεται, και μου’ κανε εντύπωση, βγήκε απ’ την προβολή και συναντηθήκαμε τυχαία εκεί έξω απ’ το σινεμά και μου λέει: “Ρε συ αυτή είναι τελείως εφηβική ταινία, τι μας το παίζεις εσύ εκεί ξαπλωμένος στους καναπέδες, κλπ. Που βγήκαν αυτά τα πράγματα;”. Εμένα μου’ κανε εντύπωση πως την είδαν εφηβική την ταινία. Εγώ έτσι είμαι, δεν ξέρω. Δεν μπορώ να καταλάβω, δηλαδή τι έπρεπε, να γυρίσω, ας πούμε, κανένα τύπο ο οποίος περπατάει στις εξοχές και μιλάει με το θεό, και έχει φτάσει σε μια βαριά σοφία, ξέρεις, κλπ.. Αφού αυτά τα πράγματα με καίνε ακόμα εμένα, δεν βρίσκω άλλο πράγμα…
Λ.Τ.: Δεν έχουν φύγει ποτέ απ’ το μυαλό σας;
Ν.Ν.: Όχι! Όχι, τίποτα. Εκεί κλωθογυρίζουνε συνέχεια.
Λ.Τ.: Σε μικρότερους ή μεγαλύτερους κύκλους;
Ν.Ν.: Δεν έχει σημασία, τα γεγονότα αυτά άλλοτε αποκτούνε μια άλφα σημασία, άλλοτε ξεχειλώνονται επίτηδες, εγώ πάντα έτσι ήμουνα, κι από μικρός, δηλαδή, από ότι θυμάμαι, νομίζω είμαι ακόμα στα 17 μου χρόνια, παλεύω για τα ίδια πράγματα, οργίζομαι για τα ίδια πράγματα, γίνονται μάχες κάτι αλλάζουνε, κάτι χάνουμε, ξαναγυρίζουμε πάλι πίσω. Όπως λέω συχνά υπάρχουνε 20.000, 30.000, 500.000 γραφειοκράτες οι οποίοι μπαίνουν κάθε πρωί σε ένα γραφείο και η μόνη τους δουλειά είναι πως θα καταστρέψουνε κάθε ανεξάρτητη φωνή, κάθε εξέλιξη, πως θα τα διαλύσουνε όλα αυτά τα πράγματα, και υπάρχουν από την άλλη μεριά καμιά τριανταριά διαλυμένοι σε όλη την Ελλάδα, οι οποίο πασχίζουνε, σε χωριουδάκια χαμένοι, σε πόλεις, υπάρχουνε εκπληκτικοί άνθρωποι χαμένοι μέσα στην Ελλάδα, άνθρωποι που θα ανατριχιάσουμε άμα μάθουμε το έργο τους, τους οποίους τους έχουνε διαλύσει, και αυτοί παλεύουνε, ο καθένας απ’ το δικό του οδόφραγμα πως θα κάνει μια δουλειά, κάτι. Από την άλλη μεριά κάθε πρωί “κρακ” ανοίγει η μηχανή μπαίνουν 500.000 μέσα και λένε “Πιάσε περιφέρεια, Ανατολική Αττική, τσάκισε, πιάσε από δω, τσάκισε πιάσε επαρχία, τσάκισε, πιάσε έτσι, μη σηκώσει κανένας κεφάλι” και δουλεύουνε συνειδητά όλοι αυτοί για να διαλύσουν όλο αυτό το σύμπαν που προσπαθεί κάτι άλλο, κάτι άλλο να πει, και αρχίζω να πιστεύω, και αυτός ήταν ο λόγος που έκανα αυτή την ταινία, ότι αυτή την ταινία την χρειάζονται, θα αποδειχθεί, θα δούμε, έχω μία αίσθηση ότι την χρειάζονται, έχω ένα αίσθημα ότι ήταν ένα αίτημα κάποιου κοινού για αυτή την ταινία, για να ξαναπάρει ελπίδα, να ξαναθυμηθεί ότι πρέπει να έχουμε κάποιες βασικές αρχές, τις οποίες τις ξέρουνε, άλλα τις πετάνε στο δρόμο, λένε “αυτό το εφόδιο δεν σου χρειάζεται, αυτό πέτα το, αυτό σε βαραίνει” και τους απογυμνώνουνε και από τις ιδεολογίες και από τα οράματά τους και σιγά-σιγά τους φορμάρουνε έτσι ωραία για να μπούνε, να αρχίσουν να γίνονται υπάλληλοι, οι οποίοι θα δουλεύουνε από το πρωί στις εννιά μέχρι το βράδυ στις εννιά, χωρίς υπερωρίες, και τα σαββατοκύριακα “και άμα δεν τους γουστάρει να πάνε σπίτι τους”. Γιατί εγώ ξέρω τι γίνεται και πως δουλεύουν οι νέοι σήμερα, γιατί και γω πέρασα μια δεκαετία στην πείνα, όταν λέμε στην πείνα, δεν υπήρχε τσιγάρο. Και είχα κάνει και αιτήσεις στο Ακροπόλ, θυμάμαι, το ξενοδοχείο, ζητούσε λαντζέρηδες, και δεν με πήρανε γιατί έκανα την μαλακία και έγραψα ότι έχω δίπλωμα Γυμνασίου, και φοβήθηκαν ότι θα μπω μέσα, θα είμαι, ξέρεις, καμιά περίεργη περίπτωση να συνδικαλίσω και τους αυτούς και λένε “Αυτός είναι μορφωμένος, άστονα”. Τα έχω περάσει και δεν τα’ χω ξεχάσει όλα αυτά τα πράγματα, δεν τα’ χω ξεχάσει καθόλου γιατί με μαρκάρανε πολύ άσχημα, κατάλαβες, δεν είχες στον ήλιο μοίρα, δεν είχες τσιγάρο. Μια φορά τηγάνισα ένα αβγό που βρήκα με νιβέα, γιατί δεν είχα λάδι, άλλα είχα νιβέα όμως (γέλιο), της γκόμενας. Λοιπόν, δεν τα ξεχνάω, έχω πάθει προ-φυματίωση απ’ την πείνα, εδώ μέσα στην Αθήνα, κατάλαβες; Αυτά την δεκαετία του ’60. Και στα ’70 κάπως έτυχε το πράγμα, ένα κενό υπήρξε μέσα σε μια διαφημιστική οργάνωση και με φωνάξανε, και κει έσκασα και από κει άρχισα να βγάζω λεφτά, αλλά πέρασα μια δεκαετία φριχτή, δεν την ξεχνάω γιατί την περνάνε χιλιάδες νέοι εγώ τους βλέπω, βλέπω τον εαυτό μου εκεί, δεν έχω φύγει από κει ακόμα. Λοιπόν, δεν θα μιλήσουμε για αυτούς; Έστω με τον Α ή Β τρόπο, εγώ πιστεύω ότι υπάρχουνε, έχω πολύ μεγάλη ελπίδα, παρόλο που τα πράγματα πάνε κατά διαόλου, εγώ πιστεύω ότι υπάρχουνε φοβερές δυνάμεις και μέσα στους νέους, και μέσα στους μεσόκοπους, σαραντάρηδες, κλπ. τρομακτικές δυνάμεις, τις οποίες πολύ ωραία αυτοί οι 500.000 που μπαίνουνε κάθε πρωί, δικαστικοί, γιατροί, δημόσιας διοίκησης, κλπ. μπαίνουνε και τους τσακίζουνε, αλλά πιστεύω ότι αυτοί αντιστέκονται και υπάρχουν, και αυτοί πρέπει κάπως να οργανωθούνε, όχι να κάνουνε επαναστάσεις και τέτοιες βλακείες, να οργανωθούνε να διεκδικήσουν τον χώρο τους. Και καμιά φορά, αυτό το είδα αργότερα, τη δύναμη που έχει ο κινηματογράφος και τον φοβήθηκα, αν θέλεις, και λιγάκι. Μάλιστα κάτι τέτοιο μου έλεγε και ο Γιάννης Αγγελάκας, μου έλεγε “Όταν βγαίνω και τραγουδάω και λέω αυτά που λέω κι είναι κάτω 5.000 άτομα έχω μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτοί με πιστεύουνε, γιατί αυτοί καμιά φορά φορμάρουν και την ζωή τους πάνω στην παρουσία την δική μου, και από τους στίχους μου, κλπ. Έχω φοβερή ευθύνη, πρέπει να είμαι φοβερά προσεκτικός, μην δώσω κανένα λάθος μήνυμα, μην διαστρεβλώσω τα πράγματα, μην τους αφήσω αυτούς να δημιουργήσουν λάθος εικόνα για μένα.”. Για αυτό και αγαπήσανε τις Τρύπες, κι ακόμα τώρα, προχθές μπήκα στο internet και υπήρχε ολόκληρη συζήτηση από πιτσιρικάδες, “Τι γίνονται οι Τρύπες, διαλυθήκανε, είναι άρρωστος ο Γιάννης και το διέλυσε” ξέρεις λένε διάφορα, “όχι είναι μαζί, α! παίζει στην ταινία του Νικολαΐδη, έχει γράψει και μουσική” συζητάνε οι πιτσιρικάδες μεταξύ τους, και δεν είναι ένας και δύο είναι πάρα πολλοί. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν παίρνουνε κουράγιο όταν βλέπουνε κάποιες τέτοιες ταινίες. Την έκανε ένας εξηντάρης, τι να κάνουμε, ας την έκανε ρε παιδιά ένας 25ντάρης. Δεν τους αφήνουνε τους 25ντάρηδες, τους πατάνε. Προωθούνε τους δικούς τους, να κάνουν μια ανώδυνη κωμωδία. Κάποτε είχε κυκλοφορήσει και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου μια μπροσούρα, έτσι οδηγίες πως θα ήθελε να είναι οι ταινίες κι έλεγε κάντε ταινίες που να αντλούν τα θέματα τους από την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα με τρόπο εύληπτο, δηλαδή “Πρόσεξε κύριε, θέλουμε γραμμική αφήγηση, να καταλαβαίνουμε, άστα τα μπρος – πίσω” και ευχάριστο, εύληπτο και ευχάριστο, δηλαδή εγώ να πάω να κάνω ταινία τον κακόμοιρο τον εργάτη ο οποίος έπεσε στο Κερατσίνι από το γερανό και καρφώθηκε στις μπετόβεργες, θα το κάνω με τρόπο “ευχάριστο”, “χαριτωμένο”, “εύληπτο”, κατάλαβες; Δηλαδή την ώρα που πέφτει και φεύγει η ψυχούλα του να βγει και ένα μπαλέτο με αγγέλους και να κάνει διάφορα τέτοια με χορογραφίες, κλπ.. Καταλαβαίνεις που βρισκόμαστε; Δεν μπορείς να μένεις έτσι…
Λ.Τ.: Όλα αυτά είναι παράνοια.
Ν.Ν.: Αυτή η παράνοια όμως έγινε απάντηση γερή και ελπίζω, ελπίζω σου λέω τώρα να την πάρουν την απάντηση, όπως την είχαν πάρει και με την Γλυκιά Συμμορία και είχαν τρομοκρατηθεί, όπως την είχαν πάρει και με Τα Κουρέλια, γιατί και μένα Τα Κουρέλια μου’ καναν τεράστια εντύπωση, εγώ γύρισα μια ταινία για τους ανθρώπους της δεκαετίας του ’50 και η ταινία αγαπήθηκε από την νεολαία, από τους πιτσιρικάδες, 18ρηδες, τους 19ρηδες αγαπήθηκε η ταινία. Λέω κάπου εδώ συναντιόνται τα πράγματα, το ίδιο και με την Γλυκιά Συμμορία, δηλαδή η κατεστημένη διανόηση είχε πάθει κολούμπρα με την ταινία, είχαν εξοργιστεί κι είχαν εξοργιστεί, ξέρεις γιατί; Γιατί έδωσα ένα μήνυμα το οποίο ήταν αναγνώσιμο, ξεκάθαρο. Αυτούς θα τους συνέφερε να γυρίζω ταινίες σαν το Θα Σε Δω Στην Κόλαση Αγάπη Μου, που δεν περνάνε στο πλατύ κοινό, είναι για σινεφίλ και πολύ άρρωστους και πωρωμένους κινηματογραφόφιλους, θα τους συνέφερε πάρα πολύ αυτό. Αλλά εγώ, έλα που δεν κάθομαι στα αβγά μου, δεν μπορώ, γιατί είμαι ακόμα στα 19 μου και πεινάω και λέω υπάρχει αδικία, υπάρχει τόνα, υπάρχει τ’ άλλο, πρέπει αυτά τα πράγματα κάπως να τακτοποιούνται και όταν έρχεται μια αφορμή, ή όταν βρίσκεσαι στην οθόνη μπροστά και βλέπεις κάτι που σου μοιάζει, κάτι που σου θυμίζει, κάτι που ήσουνα εσύ, κάτι που πέρασες από κει, κάτι που ζεις, λες ρε πούστη δεν είμαι μόνος μου. Κάτσε, μ’ έχουν ανακαλύψει, με ξέρουνε, ξέρουν ότι βράζω εγώ, άρα δεν είμαι μόνος μου, βρίσκω την φωνή μου. Αυτό ήταν το λάθος μου αν θέλεις, όταν για λόγους αισθητικούς και περίεργους, σχιζοφρενικούς δικούς μου εγκατέλειψα το κοινό και δεν συνέχισα τον δρόμο της Γλυκιάς Συμμορίας, δεν θα μπορούσα να τον συνεχίσω, δεν ήμουνα έτοιμος για τέτοια πράγματα, κατάλαβες;, δεν μπορούσα, τώρα που ήμουνα έτοιμος το είπα, άργησα λιγάκι αλλά το είπα, εντάξει, θα δούμε που θα πάει. Αυτή η ταινία λοιπόν, επειδή ξεκινήσαμε με το πόσο απομονωμένος είμαι και δεν βρίσκομαι, και είμαι κλεισμένος στην Κηφισιά. Βέβαια είμαι κλεισμένος στην Κηφισιά γιατί όταν ο κος Σημίτης καλεί όλους τους Έλληνες σκηνοθέτες εγώ δεν πάω, όταν κάνουνε διάφορα κόλπα στο θέατρο, το κωλάδικο εκεί πέρα που έχουνε κάνει, το Μέγαρο, δεν πάω, όταν διάφοροι κύριοι βγάζουν βιβλία και με καλούν στα βιβλιοπωλεία να ακούμε τις μαλακίες τους δεν πάω, δεν πάω σε εκθέσεις, δεν πάω εδώ, δεν πάω εκεί, ε! σου λένε αυτός τα’ χει παρατήσει, απομονωμένος είναι, κλπ. Σκατά στα μούτρα τους, αυτοί είναι απομονωμένοι. Βρίσκονται συνέχεια με ένα ποτήρι στο χέρι και την χαρτοπετσέτα από κάτω (γέλια) τα θεωρώ θλιβερά πράγματα αυτά, είναι δυνατόν; Και γω περίμενα όταν έγινε αυτή η συνάντηση που φώναξε ο Σημίτης όλους τους σκηνοθέτες, ήξερα ότι κάποιοι άνθρωποι δεν θα πηγαίνανε. Τελικά ανακάλυψα ότι είχαν πάει όλοι εκτός από 5-6 άτομα ίσως, πιθανόν δεν είχαν πάει ο Τάσιος, ο Ζερβός, ο Παναγιωτόπουλος. Έπαιρνα λοιπόν κάποιους άλλους και μου λέγανε “Κοίταξε εγώ πήγα να δω ποιοι πούστηδες πήγανε” (γέλια). Όλοι είχανε περάσει. Μα το να μην πας εκεί, για σένα και για 20 άτομα τριγύρω είναι μια θέση, η οποία εκτιμάται, κάνετε μια χειραψία εκείνη τη στιγμή, κα λες εντάξει υπάρχεις εσύ υπάρχω κι εγώ, άντε δεν είμαστε μόνοι, εντάξει αυτό πνίγεται, μικρά-μικρά πραγματάκια, δεν έχει σημασία. Κάποια στιγμή βαρέθηκα και γω και αντί να πάω φτιάξω ένα λυόμενο στη θαλασσίτσα να πηγαίνω το καλοκαίρι να κάνω μπάνια με την οικογένεια, που τα μισώ πλέον κι αυτά τα πράγματα, λέω χώστα στην ταινία, δεν γαμιέται, εντάξει, έτσι κι αλλιώς μου τελείωσε η περίοδος της θάλασσας, και του βουνού. Αυτά μας τελειώσανε, λέω ρίξτα στην ταινία
Λ.Τ.: Το κοινό, οι απλοί θεατές με όσους έχω μιλήσει πάντα μιλούν με θαυμασμό για σας. Για αυτούς μιλάω εγώ. Και ως ενός σημείου σας έχουν τοποθετήσει στη σφαίρα του μύθου…
Ν.Ν.: Αυτό που λέμε απλός θεατής, είναι ο καλύτερος θεατής, δεν έρχεται με προκατασκευασμένες απόψεις, κλπ, έπειτα ο Έλληνας θεατής είναι φοβερά εκπαιδευμένος στο θέαμα, πολύ περισσότερο από ένα Αμερικάνο, ένα Γάλλο, κλπ. Ξέρει τους κώδικές, ξέρει τη γλώσσα, αγαπάει το θέαμα πάρα πολύ και η ικανότητα πρόσληψής του είναι τρομακτική. Αυτό το έχω ανακαλύψει από πολύ νωρίς, προσλαμβάνει τυπικά τα πράγματα και χρησιμοποιεί και το fagging logic, σου λέει Α Β Γ, εσύ με πας απ’ το Α στο Γ, το Β πρέπει να το συμπληρώσω εγώ, και το συμπληρώνει μόνος του. Εγώ δεν πιστεύω σ’ αυτό που λένε το πλατύ κοινό, κλπ. γιατί κάποτε το πλατύ κοινό έκανε ουρές έξω από τον Antonioni, τον Fellini και τον Bergman; Δεν μπορούσες να βρεις εισιτήρια σε μια Αθήνα που δεν είχε 4 εκατομμύρια, είχε 2,5. Απλό κοινό δεν ήταν αυτό που πήγαινε; Τώρα το’ χουνε ψιλοδιαλύσει, του’ χουνε δώσει το ποπ-κορν, κλπ. και πιστεύουνε διάφορα οι ηλίθιοι που κατασκευάζουνε το θέαμα στην Ελλάδα, είτε λέγεται τηλεόραση, είτε λέγεται σινεμά, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις, οι διανομείς, οι αιθουσάρχες, οι ψευτόπαραγωγοί που σκάσανε εδώ και εκεί, οι άνθρωποι στο Κέντρο. Π.χ. αν ένα πράγμα δεν το καταλάβουνε, σου λένε “αυτό είναι κακό δεν θα το καταλάβει ο κόσμος”, γιατί παίρνουνε σαν μέτρο σύγκρισης τη δική τους ευφυΐα, όπου η ζωή τους καταναλώνεται γραφείο σπίτι, σπίτι γραφείο, γκόμενα ξανθιά, ξαναγυρίζουνε σπίτι, σπίτι γραφείο και δυο φεστιβάλ έξω. Όταν έστειλα το σενάριο μου σε όλους αυτούς, 7-8-10 παραγωγούς μου το πετάξαν στα μούτρα όλοι, λέγανε “Τι είναι αυτά, που υπάρχουνε αυτοί οι άνθρωποι;”, ε! λέω “Που να τους δείτε ρε παιδιά εσείς αυτούς”, ας πούμε. Μου το τρίψανε το σενάριο στα μούτρα, και αυτοί ακόμα που μου το βγάζουν τώρα, η Προοπτική, ούτε καν το διαβάσανε, το πετάξανε, οι πάντες. Μετά όταν γυρίστηκε η ταινία με κυνηγάγανε στη Θεσσαλονίκη, “Την ταινία, την ταινία, την θέλουμε, την ταινία κλπ.”, ε! λέω ρε παιδιά τώρα, εγώ έψαχνα να βρω δυο-τρία φράγκα να μπορέσω να φτιάξω την ταινία, να με βοηθήσει κάποιος, τώρα μου ήρθατε λέω, τι να σας κάνω τώρα, τώρα θα το παίξω και γω λέω ψιλό καπέλο. “Περιμένετε στη σειρά” τους λέω.

Λ.Τ.: Ένας μεγάλος καλλιτέχνης όταν απέτυχε σε μια επιλογή του είπε: “Εγώ Θριάμβευσα γιατί έμαθα να αποτυγχάνω”. Συμφωνείτε μ’ αυτή την άποψη;
Ν.Ν.: Ναι, γιατί όχι…γιατί όχι.
Λ.Τ.: Με τις ταινίες σας θέλετε να δείξετε τι αγαπάτε (και ποια είναι αυτά); και τι μισείτε με αγριότητα (και ποια είναι αυτά);
Ν.Ν.: Αυτό θα το αφήσω σ’ εσένα να το ερμηνεύσεις. Είναι αυταπόδεικτο, από τη στιγμή που έχεις μελετήσει τις ταινίες, τις έχεις αντιληφθεί και έχεις φτάσεις κοντά, καταλαβαίνεις αμέσως τι γίνεται.
Λ.Τ.: Η μεταφυσική και ο μυστικισμός τι ρόλο παίζουν στις ταινίες σας;
Ν.Ν.: Κανένα, τίποτα, τίποτα, απλώς στην προτελευταία ταινία μου υπάρχει ένας νεκρός, ο οποίος κυκλοφορεί άνετα. Άρχισαν να μου λένε διάφοροι εκεί πέρα: “Αυτή η κοπέλα φαντασιώνεται ότι βλέπει…”, “Όχι, όχι” λέω “Αφήστε τα φαντασιώνεται, ο νεκρός σηκώθηκε και περπατάει κανονικά, δίπλα μας, είναι ένας παράλληλος δρόμος, έκανε λάθος μπήκε στο δικό μας, τι θες να κάνουμε;” Όταν λέει και το δημοτικό ποίημα “Για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο / να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους”, τι θέλεις τώρα και τα ψάχνεις τα πράγματα. Να σου πω κάτι, μου’ χει τύχει εμένα αυτό το πράγμα. Σηκώθηκα ένα ωραίο βράδυ απ’ το κρεβάτι μου, κάτι ένοιωσα και είδα μια φιγούρα, μια γυναίκα να με κοιτάζει. Είχε μπει κατά λάθος η γυναίκα, άγνωστη τελείως. Ούτε συναισθηματικά να μοιάζει με τη μάνα μου, κάποια θεία μου, τίποτα ένα άσχετο πλάσμα εκεί από αλλού, το οποίο καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και με κοίταζε. Καθόμασταν κάποια 30-40 δευτερόλεπτα και κοιταζόμασταν. Όταν έσπρωξα την γυναίκα μου να την ξυπνήσω η οπτασία έκανε έτσι και έσβησε. Τι μεταφυσικές τώρα και αυτά τα πράγματα, αφού εδώ πέρα είναι γυρίζουνε, αφού τα είδαμε αυτά τα πράγματα.
Λ.Τ.: Ο νεκρός είναι ο Πασχάλης Τσαρούχας στο Θα Σε Δω Στην Κόλαση Αγάπη Μου;
Ν.Ν.: Ναι, ο Τσαρούχας, έχει παίξει και ωραία και είναι πάρα πολύ ωραία φιγούρα.
Λ.Τ.: Πιστεύετε στο Θεό;
Ν.Ν.: Πιστεύω στο Χριστό! Ο Χριστός είναι ο ήρωας μου. Γουστάρω πάρα πολύ. Μεγάλη μορφή, δεν καταλάβαινε τίποτα. Το πιο “αναρχικό” κείμενο για μένα είναι το Κατά Ματθαίον. Τελείωσε, εκεί τα έχει πει όλα ο άνθρωπος, μεγάλη μορφή.
Λ.Τ.: Καταγράφετε τα όνειρά σας;
Ν.Ν.: Παλαιά είχα ένα μπλοκάκι, και μόλις ξυπνούσα, καθόμουνα μέσα στη νύχτα και τα έγραφα, έτσι γράφτηκε και το πρώτο μου βιβλίο, Οι Τυμβωρύχοι, που είναι κανονικά όνειρα, εφιάλτες όλα αυτά.
Λ.Τ.: Τα διηγήματα, το 1964;
Ν.Ν.: Ναι, ναι, την εποχή που βγήκανε πουλήσανε πάρα πολύ, γιατί το περάσανε για αστυνομικό. Είχε και αυτή την ασπρόμαυρη φωτογραφία στο εξώφυλλο, που είναι από μια πραγματική ληστεία που έχει φωτογραφήσει η κάμερα, την οποία την είχα βρει και την έβαλα στο εξώφυλλο. Τότε είχε πάρει και το Νόμπελ ο Σεφέρης και πούλησε πιο πολύ από τα βιβλία του. Αλλά μην παρεξηγηθούμε τώρα ότι το βιβλίο είχε την αξία ενός νομπελίστα, απλώς το περάσανε για αστυνομικό, και μου είχε κάνει εντύπωση να παίρνει Νόμπελ ο Σεφέρης και να πουλάει τόσα βιβλία και γω μ’ αυτή τη σαχλαμάρα, την ονειρωξιακή μου τρέλα να πουλάω περισσότερα. Το εξήγησα βέβαια το γεγονός μετά, μου είπανε και διάφοροι βιβλιοπώλες αργότερα ότι “έβλεπαν αυτούς τους δυο μασκοφόρους τύπους να κάνουν ληστεία, άρα αστυνομικό είναι” και μέσα ήταν η κλίπα των αιώνων, άλαντάλων.
Λ.Τ.: Ο Αγγελάκας έχει μανία με την Αποκάλυψη στο Χαμένο…
Ν.Ν.: Ναι, γιατί η Αποκάλυψη είναι το αγαπημένο κείμενο και της γενιάς του ’60 και της γενιάς του ’90. Πολλοί πιτσιρικάδες, θα σου φανεί περίεργο πόσοι, την κάνουνε κατά το Άγιο Όρος και την Πάτμο. Εγώ δεν έχω πάει στην Πάτμο. Μου είχανε πει μια παρέα παιδιών που είχαν πάει, ότι στην Πάτμο συμβαίνει κάτι το μαγικό, κάτι περίεργο, υπάρχει μια αύρα, μια γαλήνη και μια ανάταση. Αυτό είναι και που συνδέει τις δύο γενιές εσωτερικά. Συν βέβαια ότι ξεκινάει από τον Αργύρη (στα Κουρέλια), όταν πλένεται που λέει: “Πάτερ ημών, ο εν της ουρανής, αγιασθήτω το όνομα σου και τα ρέστα δικά σου”. Ε! Οι ήρωες μου, λίγο-πολύ, τριγυρίζουνε εκεί στον ίδιο χώρο. Αυτός τώρα έχει βρει εκεί την Αποκάλυψη και την έχει τσακίσει, έχει βάλει μέσα μπάτσους, κλπ. κάνει το δικό του κόλπο. Υπήρχαν πάρα πολλά κείμενα, αλλά επειδή δυστυχώς η ταινία είχε βγει 2 ώρες και 37 λεπτά, και θα την δούμε έτσι μόνο σε κανένα Director’s Cut στο DVD, έχουνε κοπεί πάρα πολλές σημαντικές σκηνές, αλλά δυστυχώς δεν γινόταν αλλιώς.
Λ.Τ.: Όπως η σκηνή με τα ναρκωτικά που πετάει ο Μικρός στην τουαλέτα
Ν.Ν.: Ναι, ναι. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική σκηνή και είχε θυμώσει πολύ ο Συμεών, γιατί “Είναι η θέση του Μικρού και πρέπει να είναι ξεκάθαρη”. Λέω δεν γίνεται και αυτό. Υπάρχει μια άλλη σκηνή που πάνε και αμολάνε έναν αετό οι τέσσερις τους, πριν γίνει όλος ο χαβαλές. Είναι λίγο πριν πάνε στο rave πάρτι για να συναντήσει ο πιτσιρικάς την μικρή. Κοπήκανε, δυστυχώς, όλες αυτές οι σκηνές. Ο Μικρός είχε αγοράσει ένα αετό, για αυτό η μικρή βλέπει συνεχώς τον Μικρό με τον αετό-έβλεπε διάφορους εφιάλτες με τον Μικρό, από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε. Και πάνε και τον αμολάνε πάνω στη σπηλιά του Νταβέλη. Ήταν και το μόνο ημερήσιο της ταινίας και η αλήθεια είναι ότι κλώτσαγε γιατί όλη η ταινία είναι μαύρη και μες τη νύχτα. Εκεί είναι η αλκοολική, ο Άντρας, ο Μικρός και έρχεται και τους βρίσκει η πιτσιρίκα με την οποία είναι ερωτευμένος ο Μικρός. Μια μεγάλη σεκάνς, πολύ ωραία παιγμένη. Αλλά όταν έφτασε η στιγμή που έφτασα στα 2/4 κι έπρεπε να χαμηλώσω. Έπρεπε πλέον να βγάλω κομμάτια ολόκληρα. Δυστυχώς…
Λ.Τ.: Έχετε ασχοληθεί με το θέατρο;
Ν.Ν.: Βέβαια! Μια φορά. Ανέβασα ένα έργο που δεν τολμούσε κανένας Έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης, την Πανδώρα του Ζιώγα. Ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, δεν είχε ανεβεί ποτέ, ενώ είναι πάρα πολύ ωραίο έργο και έγινε μια πάρα πολύ ωραία παράσταση όπου δεν πάτησε άνθρωπος. Όταν λέμε δεν πάτησε άνθρωπος, δεν πάτησε άνθρωπος. Παίζανε οι ηθοποιοί με 8 και 10 θεατές την ημέρα, τεράστια αποτυχία. Δεν ήθελα να το κάνω όταν είδα ότι τελικά δεν είχα τα μέσα γιατί είχα άλλα σχέδια για το έργο, ένα συνδυασμό κινηματογράφου και θεάτρου, γιατί μου έδινε το δικαίωμα το έργο. Δεν ήθελα να κάνω επέμβαση ως σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Επειδή γινόντουσαν πολλά εκτός σκηνής, τα οποία τα μαθαίναμε μετά, ήθελα αυτά τα εκτός σκηνής να τα δω μέσα από οθόνες, κλπ. Κι όταν έφτασε η στιγμή κι είδα ότι δεν έφταναν τα χρήματα, ήτανε φτηνή παραγωγή, γύρω στα 7-8 εκατομμύρια, χρειαζόμουν άλλα 10, δεν τα είχα για να κάνω την δουλειά όπως την ήθελα. Αλλά μπερδεύτηκα μετά με τους ηθοποιούς, τους είχα ένα – δύο χρόνια και κάναμε πρόβες, και κάνανε εκπληκτική δουλειά σε ένα πολύ στριμμένο κείμενο. Αλλά δεν είχα ούτε την βοήθεια του συγγραφέα, ο οποίος είχε διαφωνήσει με την σκηνοθεσία μου. Ανέβηκε στην Πόρτα, ένα πολύ ωραίο θέατρο στην Πλάκα. Έπειτα και το κατεστημένο του θεάτρου λιγάκι ανησύχησε, αλλά δεν είχα σωστό γραφείο δημοσίων σχέσεων. Και εκεί χάθηκε όλη η δουλειά, πήγε κατά διαόλου. Σαν παράσταση ήταν πάρα πολύ όμορφη, είχα δυο πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς, οι οποίοι βγάλανε πάρα πολύ ωραία πράγματα. Αυτή η παράσταση μου έδωσε πράγματα και οι κριτικές που γραφτήκανε ήτανε καλές. Είχα αλλάξει όλη την εικόνα την οποία είχανε για αυτό το θεατρικό, που αρχικά είχε γραφτεί για την Έλλη Λαμπέτη, κι εγώ αντί για την Λαμπέτη είχα βάλει μια εκπληκτική ηθοποιό, η οποία όμως ήταν λιγάκι εύσωμη. Δεν είχε αυτή την λεπτότητα της Λαμπέτη, ήταν περισσότερο Μάνα παρά Πανδώρα, γυναίκα, νυχτερίδα, αράχνη, βαμπίρ, κλπ. Εγώ το πήγα από την μεριά της συντρόφου, της γυναίκας και της μητέρας και βγήκε πάρα πολύ ενδιαφέρον, αντί για το άλλο. Δεν έχει ξανά-ανεβεί στο θέατρο από τότε.
Λ.Τ.: Πόσο καιρό παίχτηκε;
Ν.Ν.: 3-4 μήνες. Ήτανε σκληρό έργο, καλή εμπειρία.
Λ.Τ.: Για το συγγραφικό σας έργο;
Ν.Ν.: Τα είπαμε. Καλά είναι, άλλα πάρα πολύ σκληρή δουλειά. Θέλω να γράψω τώρα, έχω πολλά θέματα. Έχω ένα θέμα πάρα πολύ ωραίο, αλλά δεν θέλω να ξανοιχτώ σ’ αυτό. Είναι η ιστορία ενός άντρα που κάνει παιδί. Είναι λίγο θρίλερ κι αυτό. Τον κυνηγάνε σε όλη την πόλη να τον φάνε, αυτός κρύβεται, πρέπει να ζήσει το παιδί του…εκπληκτική ιστορία, τον διώχνουν από παντού, κλπ. Δεν θέλω να ξανοιχτώ σ’ αυτό. Θα βγει όλη η ελληνική και παγκόσμια κοινωνία μέσα από αυτό. Έχω πολλά πράγματα στο μυαλό μου. Έγραψα δυο βιβλία για δύο τύπους που υπάρχουνε και μέσα στις ταινίες μου, ο Αγγελάκας βγαίνει και λίγο μέσα από τον ήρωα του Γουρούνια στον Άνεμο.
Λ.Τ.: Τι γνώμη έχετε τώρα για τον ΝΕΚ;
Ν.Ν.: Αυτόν που βλέπουμε ή αυτόν που δεν βλέπουμε;
Λ.Τ.: Αυτόν που βλέπουμε.
Ν.Ν.: Όχι και πολύ καλή γνώμη. Είμαι απογοητευμένος. Γιατί δεν πατήσανε πάνω στη δική μας την παράδοση -κακή, στραβή ή ανάποδη, ότι να’ ναι- για να προωθήσουνε και αισθητικά και εννοιολογικά τον κινηματογράφο. Οι περισσότερες από τις ταινίες αυτές μου δίνουν την εντύπωση ότι είναι τηλεόραση η οποία έχει φιλμαριστεί και έχει αποτυπωθεί πάνω στο 35mm φιλμ. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάνεις κινηματογράφο, επειδή αποτυπώνεις μια τηλεοπτική πραγματικότητα. Είναι τηλεοπτικά κατασκευάσματα. Εντάξει, ξέρω ότι μέσα στους συναδέλφους μου υπάρχουν πολλοί που μ’ αγαπάνε, πολλοί που έχουν παρακολουθήσει την πορεία μου, που με πιστεύουνε, που μπήκανε στο σινεμά γιατί κάποτε είδανε τις ταινίες μου και ερεθιστήκανε και μπήκανε μέσα, και μπορεί να τους πικράνω, αλλά δεν γίνεται σινεμά.
Λ.Τ.: Αυτός που δεν βλέπουμε που υπάρχει;
Ν.Ν.: Αυτός που δεν βλέπουμε, και που κάπου γυρίζεται και κάπου εμφανίζεται πότε-πότε, αλλά εξαφανίζεται, είναι πολύ σημαντικός. Έτυχε να διαβάσω σενάρια παιδιών που δεν εγκριθήκανε από το Κέντρο, τα οποία ήτανε εκπληκτικά πράγματα, και δεν τους τα εγκρίνανε είτε γιατί δεν ανήκανε σε κάποια κάστα, είτε γιατί δεν είχανε τα μέσα να στήσουν την παραγωγή, φτωχά παιδιά. Έχω διαβάσει 3-4 εκπληκτικά σενάρια. Όταν στα 7 τα 4 είναι σημαντικά, σκίζουνε σημαίνει ότι υπάρχει πολύ πράγμα που βράζει από κάτω. Αυτός είναι ο κινηματογράφος που δεν βλέπουμε.
Λ.Τ.: Για το ΕΚΚ;
Ν.Ν.: Και για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο οποίο πηγαίνω και έχω εξηγήσει γιατί πηγαίνω, ενώ είχα πει από το 1960 πως αυτό το μπουρδελάκι πρέπει να κλείσει, αλλά πηγαίνω για να τους μπαίνω στη μύτη και να τους αναστατώνω, πάντα. Και για το Κέντρο Κινηματογράφου έχω την χειρότερη των εντυπώσεων. Κάποτε είχε πει ένας αντιπρόεδρος του ΕΚΚ, που δεν μπορώ να πω το όνομα του βεβαίως, δεν έχω δικαίωμα να το πω, ότι “Αν ανοίξει ποτέ ο φάκελος του Κέντρου θα είναι χειρότερος από τον φάκελο της Κύπρου”. Πολύ βρωμιά εκεί μέσα, δυστυχώς όμως εγώ και κάποιοι συνάδελφοι μου που είχαμε λίγο τσαγανό καταγγέλλαμε πράγματα όταν είχαμε αποδείξεις, και για τις αποδείξεις είχαμε φτιάξει ένα δίκτυο διαρροής μέσα στο Κέντρο, γιατί οι άλλοι ήταν πιο πονηροί από μένα, υπήρχανε μέσα στο κύκλωμα μας και κάνα δυο που ήτανε πολύ σατανικοί τύποι και μπορούσαν και αποσπούσαν μέσα από το κέντρο φοβερές πληροφορίες, αλλά πάντα με αποδείξεις, με έγγραφα. Κάπου διαλυθήκαμε, κάπου μας διαλύσανε, δεν έχουμε πια τα στοιχεία, ξέρουμε ότι γίνονται φοβερά πράγματα, ψιθυρίζονται αυτά, φαίνονται, αλλά δεν μπορείς να έχεις ένα στοιχείο για να τους κατηγορήσεις και κατά συνέπεια το βουλώνουμε. Δεν βρίσκουμε το στοιχείο, χάλασε η παλιά παρέα, χαθήκανε οι διαρροές, δεν έχουμε τα στοιχεία, ξέρουμε τι γίνεται αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία. Δηλαδή εγώ πως μπορώ να αποδείξω τι μου έκανε, πως μου έβαλε φουρνέλο ο κος Βρεττάκος; Λογικά αποδεικνύεται, γιατί όταν είσαι εκπρόσωπος της Ελλάδος στο Eurimages, όπου η Ελλάδα πληρώνει κάθε χρόνο ένα ποσό, όλες οι χώρες πληρώνουν ένα ποσό και έχουνε δικαίωμα να το ξαναφέρουνε πίσω στην παραγωγή τους, πως μία ταινία η οποία εγκρίνεται δεν βρίσκει χρήματα; Δεν βρίσκει χρήματα, γιατί αυτός δεν πήγε στην Πορτογαλία, που είχε σενάριο να τους πει “Θέλεις; Δώσε και στον δικό μου, Γαλλία θέλεις;”, “Ναι”, “Βουλγαρία Θέλεις;, Ελβετία θέλεις;” “Ναι”, να πλησιάσει, να κάνει αυτή τη μάχη για να αποσπάσει χρήματα. Αυτή είναι η δουλειά του, για αυτό έχει πάει εκεί πέρα. Αυτός λοιπόν κάθισε ήσυχα και σου λέει “Άστον αυτόν θα τον τσακίσουμε”. Έχω όμως εγώ στοιχεία; Τον είδα, τον έπιασα να μιλάει έτσι; Τον είδα να κοιμάται; Ξέρω ότι όταν ήτανε διευθυντής του Κέντρου και παιζόντουσαν στο Φεστιβάλ Βερολίνου οι ελληνικές ταινίες, αυτός δεν παρευρίσκονταν στις προβολές, που ήταν υποχρέωση του βεβαίως, αλλά πήγαινε και ψώνιζε στα μαγαζιά και του λέγαν “Εδώ παίζονται οι συνάδελφοι σου”, κι έλεγε “Να πα να γαμηθούνε”, αλλά αυτό υπάρχει άνθρωπος να το καταθέσει. Δηλαδή, όταν δεν έχεις στοιχεία, μιλάς για μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, και στο τέλος σου λένε ότι είσαι και συνομωσιολόγος, ας πούμε, και ότι όλοι σε κυνηγάνε και σε κάνουν και σε δίνουν. Όταν έχεις όμως τα στοιχεία τους βουλώνεις. Όποτε είχαμε στοιχεία μιλήσαμε, τώρα δεν υπάρχουνε στοιχεία. Τα βλέπουμε, καταλαβαίνουμε τι γίνεται, βλέπουμε τα αποτελέσματα, αλλά άντε να πιάσεις το στοιχείο στα χέρια, πώς να το πιάσεις; Για μένα αυτά και τα δύο πρέπει να κλείσουνε. Το Κέντρο Κινηματογράφου χρειάζεται, γιατί είναι ο μοναδικός παραγωγός, αλλά πρέπει να ξαναστηθεί από την αρχή το πράγμα.
Λ.Τ.: Έπειτα από το Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα τι έχουμε να περιμένουμε από εσάς;
Ν.Ν.: Αυτή τη στιγμή θέλω να ασχοληθώ με την παραγωγή ενός δίσκου, να στήσω ένα δίσκο, με κάτι υπέροχα τραγούδια του Συμεών, τα οποία τα πιστεύω πολύ. Αυτό θα μου φάει 3-4 μήνες, λιγάκι στο ήρεμο, και μετά, αν έχω διάθεση και δεν το ρίξω κάπου αλλού, γιατί, εντάξει, σινεμά κάναμε…Μέχρι ενός σημείου πας, από κει και πέρα δεν μπορείς να πας. Μπορεί μ’ αυτή την ταινία να χάσω χρήματα, δεν έχω χάσει από καμία ταινία χρήματα, δεν έχω κερδίσει, αλλά πάντα εισέπραττα την αμοιβή μου ως σκηνοθέτης. Βέβαια από την Συμμορία έβγαλα χρήματα, μην νομίζεις πολλά, απλώς έκανα απόσβεση και πήρα και μία πολύ καλή αμοιβή. Όσο και καλά και να πάει η ταινία, πρέπει να ξεσκίσει, πρέπει να κάνει 200-300 χιλιάδες εισιτήρια για να κάνω απόσβεση. Λοιπόν, εδώ θα μπω μέσα, δεν έχω διάθεση να ξαναμπώ μέσα. Είναι και κουτό, εγώ θέλω να αισθάνομαι επαγγελματίας. Αν δεν βρω γερούς χρηματοδότες, έχω να κάνω μια φρικιαστική κωμωδία, μια εκπληκτική δουλειά, η οποία πρέπει να πάει πολύ καλά. Είναι κωμωδία φρίκης πάνω σε γεγονότα που έχουν συμβεί μες την Αθήνα, παγκοσμίου εμβελείας. Αν τους καταφέρω και τους βρω, έχω μια σύνοψη, θα την γυρίσω δω και κει θα πω “βάζετε χρήματα;, άντε να βάλει το Κέντρο, άντε να τρέξετε δω και κει να τη στήσετε την ταινία, εγώ θέλω σκηνοθεσία – σενάριο” κάπου φουσκωμένα και θα μείνω μακριά από την παραγωγή. Αν γίνει αυτό θα πέσω με τα μούτρα, θα μ’ αρέσει, αλλά για να ξανά-στήσω ταινία μόνος μου σαν παραγωγός με καμία διάθεση. Ήθελα να πάρω μια Lotus, και τα’ χωσα μέσα εδώ, εντάξει καλά είναι, πιο ωραία είναι, αλλά θέλω να τη πάρω, έτσι για πλάκα, αεί στο διάολο!
Λ.Τ.: Περιγράψτε μας με πέντε λέξεις τον εαυτό σας…
Ν.Ν.: Ρομαντικός, ονειροπόλος, τεμπέλης, σχιζοφρενής και Σκορπιός (γέλια)
Λ.Τ.: Κάτι τελευταίο που θα θέλατε να προσθέσετε;
Ν.Ν.: Τίποτα, τα είπαμε όλα, αλλά αφήσαμε τα μισά έξω. Δεν πειράζει.
Λ.Τ.: Να σας ρωτήσω, γεννηθήκατε το ’39, πότε ακριβώς;
Ν.Ν.: Οκτώβριο 25. Παιδί της κατοχής. Ακόμα έχω εφιάλτες από σκηνές με Γερμανούς, με Ιταλούς, με ανατινάξεις, με σφαγές που έβλεπα κάτω από το παράθυρο μου στα Δεκεμβριανά, με εκρήξεις χειροβομβίδων, με πεθαμένα παιδιά στα οδοφράγματα, ένας ήταν και φίλος μου, πήγαινα επί τρεις μέρες, την τέταρτη που πήγα τον βρήκα νεκρό…Όλα αυτά σε ηλικία 4 χρονών…
Λ.Τ.: Πως και δεν κάνατε κάποια ταινία μέσα από όλα αυτά;
Ν.Ν.: Εγώ ξέρεις πως γύριζα τις ταινίες πάντα; Έλεγα τι χώρους έχουμε δωρεάν, τι λεφτά μπορούμε να μαζέψουμε, ποιοι φίλοι είναι ακόμα δίπλα μου…Πάμε να φτιάξουμε μια ταινία…

“Κοίταξε το Singapore Sling είναι μια ταινία, όπου κάποιο μέρος του εαυτού μου πάει προς τα κει, γιατί όταν με ρώτησες ποιος είσαι δεν ήξερα, δηλαδή τώρα αν πάρεις την περίπτωση Ευρυδίκης, την τριλογία αυτή η οποία έχει ολοκληρωθεί με το Θα Σε Δω Στην Κόλαση Αγάπη Μου, απ’ την άλλη μεριά πάρεις την τριλογία των χρόνων της χολέρας και πάρεις και το Singapore Sling πρέπει να κάτσεις να βγάλεις την συνισταμένη, για να δεις που πραγματικά είμαι και που κινούμαι.”

N.N.
Friday, September 07, 2007 11:48:00 PM

0