INTERVIEWS

Director’s interview

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ

Κύριε Νικολαΐδη, οι άξονες της προβληματικής σας στις κινηματογραφικές σας ταινίες μπορούν να εντοπιστούν στο στοιχείο της φθοράς των ανθρώπινων σχέσεων, της ανθρωποφαγίας, και μιας αίσθησης της φρίκης μέσα από μια γκροτέσκα ή ιλαροτραγική φόρμα.
Ν.Ν. : Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τον κοινότοπο όρο «μαύρο» ή «καταραμένο» στοιχείο στην οπτική σας. Είναι σαφές ότι η επιλογή του συγκεκριμένου έργου του Βασίλη Ζιώγα «Τα Εφτά κουτιά της Πανδώρας», δεν είναι τυχαία.

Θα θέλατε να μας αναλύσετε τα κοινά σημεία της θεματικής του έργου με τις παραπάνω εμμονές σας στον κινηματογράφο;
Ν.Ν.: Τα είπατε σχεδόν όλα και πολύ καλά. Το μόνο που μένει σε μένα να προσθέσω είναι, ότι πολλές φορές με χρεώνουν με τάσεις, εμμονές, θέσεις που ποτέ δεν πέρασαν από το μυαλό μου κι αυτό γιατί συνήθως δεν με προσεγγίζουν με αυτό που κοινά αποκαλούμε έμπνευση, ενόραση, ενσυναισθηματική προσέγγιση, αλχημεία, εφιάλτη, κ.τ.λ.
Σίγουρα είμαι χαρακτήρας που τραγικοποιεί το ασήμαντο και γελοιοποιεί το σημαντικό. Αυτή είναι η αλήθεια μου και την επιβεβαιώνω μανιακά και καθημερινά γιατί μόνο έτσι επιβιώνω. Η ανθρωποφαγία μου είναι καθαρά ερωτική και ποτέ κυριολεκτική, αυτό που ακούγεται σαν φθορά των σχέσεών μας είναι ένα θρηνητικό αντίφωνο των βασανισμένων από το βάρος της μνήμης και η γκροτέσκα φρίκη θεωρώ ότι είναι το κυρίαρχο όργανο στην τελετή κάθαρσης.
Σίγουρα η επιλογή της Πανδώρας δεν είναι τυχαία. Είναι ένα έργο γραμμένο από πρώτο χέρι. Βασανισμένο και άγρια βιωμένο, που όμως παίζοντας επικίνδυνα με την ύπαρξή του, αρνείται το ίδιο το θέατρο, μεταμφιέζεται, περνά μέσα από δεκάδες φόρμες, σκοτώνει το είδωλό του, προβάλλει σκιές χωρίς σώματα, αυτοαναιρείται σοβαροφανώς, παίζει, γελάει, σκοτώνει, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, δημιουργεί πότε παράλληλα και πότε αλληλοσυγκρουόμενα άλλοθι, ενώ παράλληλα χτίζει ύπουλα ένα άλλο θέατρο, που επιτέλους μιλάει για ό,τι όλοι απαιτούμε σήμερα. Η φόρμα του αποτυπώνει τις αντινομίες μου και οι δύο ήρωες μου μοιάζουν.. Τι άλλο ήθελα; Χώρια που επικυρώνει το τόσο χαρακτηριστικό στα έργα μου στοιχείο του εγκλεισμού και της μανιακής προστασίας του ελεύθερου χώρου μου.

Είστε ένας σκηνοθέτης και ένας συγγραφέας που αντιλαμβάνεστε ταυτόχρονα στην όσμωσή της το γελοίο και το τραγικό. Αυτό θα είναι ένα στοιχείο ου θα καθορίσει τη σκηνοθετική σας ματιά σ’ ένα έργο μεταμορφώσεων και πολλαπλών μετασχηματισμών, όπως είναι η «Πανδώρα»;
Ν.Ν.: Βασικά κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τον εαυτό του. Ξέρω ανθρώπους της γενιάς μου που βγαίνουν από το σπίτι τους και παίρνουν τον εαυτό τους στο τηλέφωνο. Μόνο και μόνο για ν’ ακούσουν – με τεράστια ανακούφιση – ότι λείπουν. Σίγουρα και εγώ δεν θα μπορέσω να ξεφύγω από αυτούς τους ήρωες. Συμφωνώ ότι είναι έργο πολλαπλών μετασχηματισμών, αλλά όχι έργο μεταμορφώσεων. Αυτός ο θρύλος γύρω απ’ τις μεταμορφώσεις της Πανδώρας, μέσα στο έργο του Ζιώγα, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε λανθασμένες αναγνώσεις. Υπάρχει ο κίνδυνος κυνηγώντας τις μεταμορφώσεις της Πανδώρας, να αποδυναμώσεις και να χάσεις την ίδια την Πανδώρα και έτσι να δημιουργηθεί μια τεράστια σύγχυση στον θεατή αλλά και στο ίδιο το έργο.

Έχω την αίσθηση ότι ο Βασίλης Ζιώγας χρησιμοποιεί έντονα και επίμονα το στοιχείο της μαύρης κωμωδίας, του κλαυσίγελου, ένα μοτίβο που νομίζω ότι σας ταιριάζει. Μπορείτε να το σχολιάσετε;
Ν.Ν.: Το καλό στην περίπτωση αυτή, που σωστά εντοπίσατε, είναι ότι όλα αυτά τα στοιχεία λειτουργούνε υποδόρεια, κάτι σαν υγρασία που νοτίζει την ερμηνεία των ηθοποιών, κάτι που επεμβαίνει στο ηχόχρωμα, στη λεπτομέρεια της κίνησης, ακόμα και στην απουσία της κίνησης και στην φορτισμένη παύση. Δεν είναι ένα πανηγύρι της μαύρης κωμωδίας ή κάποιου κλαυσίγελου, είναι το τρυφερό μνημόσυνό τους.

Μέσα από τη σύγχρονη αλληλοδιείσδυση των τεχνών, ποια καινούργια στοιχεία νομίζετε ότι μπορεί να φέρει η κινηματογραφική σας εμπειρία, σε μια θεατρική σκηνοθεσία;
Ν.Ν.: Κατ’ αρχήν πρέπει να τονίσω ότι την σκηνοθεσία στο Θέατρο ή τον Κινηματογράφο, δεν την αντιμετώπισα ποτέ σαν τροχονόμος σε κάποιο σταυροδρόμι των Χαυτείων. Πιστεύω και νομίζω ότι επιβάλλεται ο σκηνοθέτης να επεμβαίνει, και μάλιστα να φωτίζει από άλλη γωνία το θεατρικό ή κινηματογραφικό κείμενο, υπό τον όρο ότι δεν θα αλλάξει ούτε κόμμα στο έργο. Υποχρέωσή του είναι να αποκαλύψει το κρυφό κάτω από το κείμενο έργο του συγγραφέα, το άλλο έργο που ονομάζω εγώ, την ελλείπουσα ιστορία, την τόσο χαρακτηριστική στο μαύρο φιλμ κι ακόμα εκείνα τα υποσυνείδητα, τα μισοκρυμμένα, τα φοβισμένα του… Εννοείται ότι τα στοιχεία αυτά είναι υποχρεωμένος να αντλήσει μέσα από το κείμενο κι ανάμεσα από τις γραμμές του συγγραφέα.. χωρίς να καταφύγει σε μια ανθολόγηση κάποιων προσωπικών απωθημένων που θα εκτρέψει το έργο σε όργανο σκηνοθετικής αυτοκάθαρσης και ανάπηρων πειραματισμών. Έτσι πρέπει να ‘ναι… Αλλιώς δεν μας χρειάζεται ο σκηνοθέτης.
Όσο για την κινηματογραφική μου εμπειρία, μπορώ να πω ότι σκηνοθέτησα έτσι το έργο ώστε η παρουσία και η θέση της κινηματογραφικής μηχανής να είναι απόλυτα αντιληπτή από έναν ειδικό. Υπάρχει η μηχανή μόνο που δεν φαίνεται. Το θεατρικό έργο είναι κιόλας έτοιμο να κινηματογραφηθεί αν το θελήσω. Λυπάμαι που θα αναγκαστώ να καταφύγω σε θεωρητικές αναφορές. Ήμουνα πάντοτε οπαδός της Θεωρίας του Αστρύκ, της θεωρίας της κάμερα-στυλό, που κατ’ αυτήν πρέπει ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου να εγγράφει μέσω της κάμερας το δικό του κείμενο, με τα δικά του εργαλεία, έτσι όπως κάνει ο συγγραφέας. Το κινηματογραφικό μου κείμενο έχει ήδη εγγραφεί με τη βοήθεια της κάμερας. Προχωρώντας, πάντα μέσα από την κινηματογραφική μου οπτική, δικαιολόγησα για πρώτη φορά και εφάρμοσα την πολύ παρεξηγημένη και πολύ άσχημα εφαρμοσμένη Μπαζενική θεωρία περί βάθους πεδίου, (διαφορετική από αυτήν του Όρσον Ουέλλες) μόνο που εδώ την μετέφρασα θεατρικά. Οι ηθοποιοί παίζουν παράλληλα, σε διαφορετικά εσωτερικά και εξωτερικά πεδία, έτσι που η κάμερα-μάτι του θεατή να παρακολουθεί ταυτόχρονα και να επιλέγει ελεύθερα τη δράση. Αυτά βέβαια θα επικυρωθούν μέσα από την παράσταση και από θεατές με σχετικά οξυμένες προσλαμβάνουσες. Σίγουρα υπάρχει και μια άλλη πιο κινηματογραφική προσέγγιση που στηρίζεται σε μια προσεκτική χρήση των πολυμέσων, οπωσδήποτε πιο ελκυστική και φιλόδοξη από αυτή που επιχειρώ τώρα. Αλλά ένα θεατρικό κείμενο δεν εξαντλείται σε ένα μόνο ανέβασμα, πόσο μάλλον ένα κείμενο σαν «Τα εφτά κουτιά της Πανδώρα». Με απασχολεί όμως πολύ. Θα ’θελα κάποτε να το επιχειρήσω.

Είναι γνωστή η θεωρία ότι ένα θεατρικό κείμενο είναι η παράστασή του. Συμβαίνει το ίδιο με ένα σενάριο; Μπορείτε να το σχολιάσετε;
Ν.Ν.: Και τα δύο για να υπάρξουν χρειάζονται την παράστασή τους. Είναι είδη συγγενικά και μπορούν να αντιμετωπιστούν σα μια εικόνα που λέει «χίλια λόγια». Το θέατρο έχει ανάγκη από την εικόνα όπως και ο κινηματογράφος. Μόνο που στο θέατρο αυτή βουλιάζει κάτω από το βάρος του λόγου. Πιστεύω ότι αυτό είναι λάθος. Πρέπει να καθαριστεί και να αποδοθεί στο θέατρο η εικόνα του και η δυναμική της. Κι αυτό είναι δουλειά του σκηνοθέτη.

Στο χώρο του θεάτρου, κάθε σκηνοθέτης που ανεβάζει για πρώτη φορά ένα θεατρικό έργο, έχει μια ιστορική ευθύνη. Πώς αισθάνεστε απέναντι σε αυτή την ευθύνη μέσα στον Ελληνικό θεατρικό χώρο;
Ν.Ν.: Μου φαίνεται λίγο μεγαλόστομο αυτό και ειλικρινά δεν με απασχολεί. Δεν πιστεύω ότι αυτό που θα δώσω είναι η τελική σκηνοθεσία του. Ήδη με απασχολούν δύο άλλες εκδοχές. Δεν τις προσθέτω στην ήδη υπάρχουσα γιατί δεν νομίζω πως χρειάζεται να το παραφορτώσω με «ιδιοφυείς» ερμηνείες που θα το φέρουν να λυγίσει κάτω από το βάρος ανόμοιων στοιχείων, παγίδα στην οποία πέφτουν συχνότατα πολλοί ενθουσιώδεις νεοφώτιστοι. Θέλω να πω ότι, για μένα, το έργο δεν ολοκληρώνεται με αυτή την πρώτη σκηνοθεσία του. Έπειτα για να πούμε και μια τρομερή αλήθεια, «Τα εφτά κουτιά της Πανδώρας» κυκλοφορούν στην Ελλάδα εδώ και δέκα χρόνια και κανείς από τους ανθρώπους του Θεάτρου, τόσα χρόνια, δεν έσπευσε να χρεωθεί αυτή την τόσο τιμητική «ιστορική ευθύνη». Τώρα γιατί πρέπει αν μου τη φορτώσουν εμένα. Εγώ απλά είμαι τολμηρός. Και οι συνεργάτες μου επίσης. Τίποτε άλλο !

0